Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Η πανούκλα, Αλμπέρτ Καμύ, Εκδ. Δωρικός, 1965

  
       
Μεγάλη επικαιρότητα απέκτησε ξαφνικά «Η Πανούκλα» του Αλμπέρτ Καμύ,  λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Πρόκειται  για ένα μυθιστόρημα–δοκίμιο, αφού η πλοκή του μύθου  είναι ελάχιστη, οι ήρωες του λίγοι και ο στοχασμός πολύς. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος το χαρακτηρίζει Χρονικό για την επιδημία της πανούκλας που ξέσπασε στην πόλη Οράν στο Αλγέρι στη δεκαετία του 1940 και διήρκεσε 10 μήνες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι ο μύθος του έργου, αλλά μια πραγματική επιδημία μπορεί να ξεσπάσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Ο Καμύ εκδίδει το έργο το 1947, δυο χρόνια μετά το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου που ανέτρεψε τις ζωές τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων σκορπίζοντας τον τρόμο και τη φρίκη παντού. Ο Γάλλος Καμύ επιλέγει την πόλη Οράν στην «αλτζερίνικη ακτή» του  αποικιοκρατούμενου Αλγέρι, διότι έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώσει εκεί. Έτσι είχε συνασθηματικούς δεσμούς με τη χώρα,   προτού ακόμα αυτή ξεσηκωθεί κατά της Γαλλικής αποικιοκρατίας. Πώς λοιπόν ο συγγραφέας Καμύ να μην εμπνευστεί το αλληγορικό έργο  του «Η Πανούκλα» ζώντας από κοντά τον πόλεμο και την αποικιοκρατία που ανέτρεψαν την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και τους φυλάκισαν σε τείχη που έκτισαν οι ισχυροί της γης;

Ο Αλμπέρτ Καμύ αναγάγει την Πανούκλα σε σύμβολο κάθε Κακού που χτυπά μαζικά μια κοινότητα, ανατρέπει την τακτοποιημένη κι ευτυχισμένη  μέχρι τότε ζωή της, σκορπά τη δυστυχία και το θάνατο και φυλακίζει τους ανθρώπους της μέσα σε τείχη πραγματικά αλλά και νοητά. Η Πανούκλα είναι μια θεομηνία, είναι η απειλή κι ο φόβος που κρέμεται πάνω σε ολόκληρους πληθυσμούς μήπως  βρεθούν εγκλωβισμένοι σε επιδημίες αρρώστιας, πείνας, πολέμων, ακραίων καιρικών ή φυσικών φαινομένων κι ακόμα θα συμπλήρωνα προσφυγιάς. Η Πανούκλα είναι ο περιορισμός που επιβάλλεται σε κοινωνίες ολόκληρες ή λαούς  που στερούνται την ελευθερία και τη δημοκρατία είτε από κατακτητές είτε από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Και τελικά Πανούκλα είναι το παράλογο να φυλακίζεται η ίδια η ζωή σε καραντίνα! Μα πώς είναι δυνατόν ο χώρος και ο χρόνος να παγώνουν και  να αναστέλλεται η ζωή; Ζωή που δεν τη ζεις πάραυτα ακυρώνεται! Μια τελευταία ερμηνεία που της δίνει ο ήρωας Ταρρού πανούκλα είναι ο εγκλωβισμός του ανθρώπου σε μια τάξη πραγμάτων στον Κόσμο που υπάρχουν θεομηνίες και θύματα. Και μια πολύ ακραία ερμηνεία που  δίνει ο γερο παράξενος και μισάνθρωπος κάτοικος του Οράν στο τέλος του μυθιστορήματος ότι πανούκλα είναι η ζωή, εκφράζοντας ίσως κάποιους αποκλεισμένους από τη ζωή σαν κι αυτόν που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να τη ζήσουν. Είρων και καυστικός ο γερο παράξενος συνεχίζει λέγοντας ότι η πολιτεία θα τιμήσει τους πανουκλιασμένους με λόγους και μνημεία για το δικό της συμφέρον βέβαια και σε αυτό έχει δίκιο. 

Το έργο:
Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, όπως απαιτεί το Χρονικό, ο συγγραφέας αρχίζει από την εμφάνιση της πανούκλας στην πόλη Οράν, προχωρά στην εξάπλωση, κορύφωση, ύφεση μέχρι το τέλος της  και την επιστροφή των κατοίκων, ας πούμε, στους ρυθμούς της  πρότερης  ζωή τους. Μπορεί όμως, όταν ένας τυφώνας περνά από τη ζωή μιας κοινότητας, να ξαναγυρίσουν τα πράγματα στους ίδιους ρυθμούς;

              Μια μέρα λοιπόν στη ξένοιαστη πόλη του Οράν κοντά στη  βορειοδυτική ακτή του Αλγέρι, κάποιοι κάτοικοι ξύπνησαν κι αντίκρυσαν ψόφιους ποντικούς μπροστά στα σπίτια τους. Το σιχαμερό αυτό θέαμα συνεχίστηκε επί μέρες και συγχρόνως πολλοί κάτοικοι άρχισαν να ανεβάζουν υψηλό πυρετό, να βήχουν δυνατά τραντάζοντας το κορμί τους, να διψούν φοβερά, να πρήζονται τα γάγγλια στις γούβες των αρθρώσεων τους γεμίζοντας πύο που συχνά άνοιγαν μόνα τους και χύνονταν... Πρώτοι που κατάλαβαν ότι πρόκειται για πανούκλα ήταν δυο γιατροί, ο γερο Καστέλ και ο νεώτερος του Μπερνάρ Ριέ δηλαδή άτομα που είχαν μεν ειδικές γνώσεις αλλά ήξεραν και να παρατηρούν προσεχτικά τι συνέβαινε δίπλα τους συνδέοντας τα συμπτώματα της ασθένειας  με την εμφάνιση των ποντικιών. Δυστυχώς πάντα λίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν το Κακό, πριν ξεσπάσει και ενημερώνουν τη Νομαρχία, η οποία δύσπιστη στην αρχή προβάλλει γραφειοκρατικά εμπόδια και τελικά αποφασίζει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστερημένα.
Στο άκουσμα όμως και μόνο της λέξης «πανούκλα» ο κόσμος πανικοβλήθηκε, διότι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα πάθουν όσα φρικτά είχαν πάθει κάποτε κάποιοι άλλοι λαοί, όπως μας έχει παραδοθεί από την Ιστορία: Όταν κτυπήθηκε η Αίγυπτος από τις επτά πληγές του Φαραώ μία εκ των οποίων ήταν η πανούκλα, ή όταν ξέσπασε ο λοιμός μέσα στα τείχη της αρχαίας Αθήνας και πέθαιναν σωρηδόν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ή όταν πέθαναν 10.000 άτομα σε μια μόνο μέρα στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού, ή όταν στην Καντώνα της Κίνας το 1871  τα ποντίκια στους δρόμους ήταν περισσότερα από τους ανθρώπους, ή στη Μασσαλία όταν έκτισαν ψηλό τείχος στην Προβηγκία για να σταματήσουν τάχα το μανιασμένο αέρα της πανούκλας, ή στην Ευρώπη το 1347 που ο Μαύρος Θάνατος, όπως τον είπαν, ξεκλήρισε το 1/3 του πληθυσμού της!
Εντύπωση προκαλεί η χρήση του  ίδιου  λεξιλογίου για την αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών είτε λέγεται  πανούκλα είτε κορωνοϊός.  Το νόημα  λέξεων προληπτικά (προφυλακτικά) μέτρα, απομόνωση.., καραντίνα, απολύμανση, καθαριότητα κλπ αποκτούν τώρα άλλο βάρος καθώς συνειδητοποιείται ο κίνδυνος μετάδοσης του Κακού από άνθρωπο σε άνθρωπο, που την καθιστά τόσο επίφοβο.


           Η εξάπλωση της νόσου σε όλη την πόλη και σε διάρκεια χρόνου έχει ανυπόφορες  συνέπειες  για την άλλοτε ευτυχισμένη κοινωνία του Οράν. Εκτός από τους θανάτους που καθημερινά πλήθαιναν επί μήνες, τον αβάσταχτο πόνο και τους θρήνους που είχαν απλωθεί σε όλη την πόλη, τον φόβο που πλάκωνε τους κατοίκους μη τυχόν αύριο ο θάνατος κτυπήσει τους ίδιους... ένα δυνατό αίσθημα χωρισμού από τον έξω κόσμο και τη ζωή τους την ίδια ήρθε και θρονιάστηκε δίπλα τους!  Ήταν σαν να ζούσαν εξόριστοι στη δική τους γη! Δεν έφθαναν πια πλοία και τρένα στην πόλη τους!  Δεν μπορούσαν με επικοινωνήσουν με αγαπημένα τους πρόσωπα που τόσο τους είχαν ανάγκη! Δεν μπορούσαν να χαρούν, όπως πριν, τα απλά πράγματα της ζωής!  Βίωναν ένα αίσθημα μοναξιάς αβάσταχτο, αισθάνονταν ανήμποροι και αβοήθητοι!
Για να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν η Νομαρχία αναγκάζονταν να παίρνει όλο και πιο αυστηρά μέτρα. Αφού το εμπόριο είχε πληγεί, ο επισιτισμός τους δυσκόλευε, οι διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος πλήθαιναν, οι περιπολίες της Αστυνομίας και έφιππων στρατιωτών αυξήθηκαν λόγω του φόβου κλοπών κι εξέγερσης των δυστυχισμένων ψυχών της έγκλειστης πόλης. «Ολοκληρωτικός χωρισμός λοιπόν με ό,τι άλλοτε ήταν η ζωή τους [..] η ζωή έγινε δύσκολη για να τη ζήσεις! » γράφει ο συγγραφέας.

Η ζωή όμως όσο κι αν τη φυλακίζεις, πάντα βρίσκει τρόπους να εκδηλωθεί. Όλοι οι άνθρωποι δεν αντιδρούν το ίδιο στα κτυπήματα που δέχονται. Πρώτος ο γιατρός Μπερνάρ Ριέ, ο πρωταγωνιστής του έργου, στέκεται στο ύψος που απαιτεί ο ρόλος του.Απλά κάνει πολύ καλά τη δουλειά του, ακούραστος και με αυταπάρνηση θεραπεύει κι αντιστέκεται στο Κακό κι ας βλέπει συχνά το μάταιο των προσπαθειών του. Δίνει τη δική του μάχη με την πανούκλα κι αν  ηττάται τις περισσότερες φορές, παρόλα αυτά  συνεχίζει τον πόλεμο με το θανατικό. Είναι μονόδρομος γι αυτόν η επιλογή αυτή, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι Άνθρωπος και δεν μπορεί να ακολουθήσει τον άλλο δρόμο της παραίτησης, της μοιρολατρείας και να αφεθεί στην τύχη. Μόνο τρελός ή βλάκας ή αδιάφορος αν είσαι, παραιτείσαι, λέει στο φίλο του Ταρρού. Ούτε πάλι έχει τόση πίστη, ώστε  να αφεθεί στο θεό να τους σώσει, συμπληρώνει.
Ο Ριέ είναι το alter ego του συγγραφέα. Όπως ωραιότατα αναφέρει ο Μιλλιέξ στον πρόλογο του βιβλίου, ο Καμύ δεν παραδέχεται το δίλημμα του Πασκάλ «υπερφυσική λύτρωση ή μοιραία απελπισία» και μάλιστα ζώντας μέσα στην εποχή του -που η πίστη στο Θεό έχει  ξεθωριάσει και ο κόσμος φαντάζει χωρίς νόημα πια, αφού έχει ζήσει τόσες προδοσίες μεταφυσικές και ιστορικές- πιστεύει ότι ένας δρόμος έχει  απομείνει «στον χωρίς αυταπάτες»  σύγχρονο άνθρωπο, αυτός του Ανθρωπισμού. Ο δρόμος  της έμπρακτης Αγάπης, της αδελφικής στοργής, της συμπάθειας(>συν+ πάσχω) για τους συγκρατούμενους και συγκατάδικους (συνανθρώπους) του ».
Ο  Καμύ πλάθει λοιπόν την προσωπικότητα του  Ριέ έτσι, ώστε  να αναλαμβάνει κοινωνικές ευθύνες πέρα των αυστηρών  ιατρικών καθηκόντων του. Πρώτα οργανώνει μαζί με τον  Ταρρού, έναν ταξιδιώτη-περιηγητή που βρέθηκε στο Οράν, υγιεινομικές ομάδες εθελοντών για την καταπολέμηση της πανούκλας. Στις ομάδες αυτές ξεχωρίζουν οι άλλοι ήρωες του μυθιστορήματος  ο συμπαθέστατος και λιγάκι αφελής  κ. Γκραν, κατώτατος υπάλληλος της Νομαρχίας, που τίθεται τώρα επικεφαλής των ομάδων, ο γιατρός Καστέλ που φτιάχνει ορρούς εμπλουτίζοντας τους με φάρμακο, ο δημοσιογράφος Ραμπέρ, που παρόλες τις προσπάθειες του, νόμιμες και παράνομες, να φύγει από το πανουκλιασμένο Οράν και να πάει κοντά στην αγαπημένη του, τελικά εγκλωβίστηκε εκεί. Ψυχή όμως των οργανώσεων αυτών παραμένει πάντα ο Ταρρού, ένα ανοιχτό μυαλό που με ακλόνητη θέληση και καλοσύνη δρα για το κοινό καλό!  

                Εν τω μεταξύ οι μήνες περνούν και η επιδημία από τα μέσα Αυγούστου και ολόκληρο το Σεπτέμβριο έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της. Ολόκληρη σχεδόν η τρίτη ενότητα αφιερώνεται στις βιαστικές και χωρίς σεβασμό προς τους νεκρούς ταφές, που ο φόβος μετάδοσης της  πανούκλας  κι από τις σωρούς των νεκρών είχαν καταργήσει τις  γνωστές εκδηλώσεις αγάπης και τιμής των ζωντανών προς τα αγαπημένα πρόσωπα που έφευγαν! Οι νεκροί ξεψυχούσαν μακριά από τις οικογένειες τους, κανείς δεν φρόντιζε να περιποιηθεί τα σώματα των νεκρών, κανείς δεν ξενυχτούσε δίπλα τους  συντροφεύοντας τους το τελευταίο βράδυ που βρίσκονταν  επί γης, καμμιά λειτουργία δεν εψάλλετο στην εκκλησία, οι φίλοι και οι συγγενείς άφηναν μόνον τον νεκρό χωρίς να τον συνοδεύουν στην τελευταία κατοικία του. Κι ο  αναγνώστης συνειδητοποιεί διαβάζοντας όλα αυτά ότι οι εκδηλώσεις  πριν και μετά την ταφή δεν είναι τυπικές εκδηλώσεις αλλά δείγμα ενός πολιτισμού προς όσους αγαπήσαμε, προς όσους γνωρίσαμε, προς τους συνανθρώπους μας που φεύγουν από τη ζωή!  Και τι δεν περιγράφεται! Εικόνες φρίκης, νεκροί χωρίς φέρετρα αλλά ξαπλωμένοι πάνω σε «φορεία» στοιβάζονταν στα νεκροταφεία και ρίχνονταν μέσα σε ομαδικούς τάφους που είχαν ρίξει μέσα καυτό ασβέστη και κάθε τόσο ξανάριχναν! Νεκρά σώματα ξυλιασμένα μεταφέρονταν σωρηδόν μέσα σε καρότσες κι αργότερα μέσα στα βαγόνια του τρένου, που είχαν ξηλώσει τα καθίσματα του. Κι όταν το τρένο περνούσε από τις συνοικίες οι ζωντανοί έριχναν λουλούδια πάνω σε αυτά για να αποχαιρετήσουν τους νεκρούς τους! « Η κοινωνία των ζωντανών έκανε τόπο στην κοινωνία των νεκρών» και οι ζώντες «βυθίζονταν στο παρόν χωρίς μνήμη και ελπίδα» μας λέει ο συγγραφέας.

                 Όλα  στη ζωή όμως κάποτε έχουν ένα τέλος. Έτσι από τον Οκτώβρη αρχίζουν να μειώνονται οι θάνατοι παρά τις παροδικές εξάρσεις της επιδημίας. Μεταξύ αυτών που αρρώστησαν την περίοδο αυτή ήταν ο πάτερ- Πανελού, υποστηρικτής ενός αυστηρού χριστιανισμού, ο οποίος στην αρχή της πανδημίας σε ένα κήρυγμα του είχε τονίσει τη θεϊκιά προέλευση της πανούκλας και το σωφρονιστικό χαρακτήρα της θεομηνίας αυτής,  που την έστειλε ο Θεός για να τιμωρήσει τους ανθρώπους που απομακρύνθηκαν από το Λόγο του Θεού. Μάλιστα είχε εντυπωσιάσει το ποίμνιο του με την αλληγορία της πανούκλας σαν μιας πελώριας ξύλινης δικράνας (εργαλείο που λιχνίζουν τα στάχυα) που στριφογύριζε πάνω από την πόλη και βαρούσε στα τυφλά εδώ κι εκεί,  σαν να λίχνιζε στον άνεμο το αίμα και τον πόνο των ανθρώπων!   Ο πάτερ- Πανελού λοιπόν, τώρα που αρρώστησε δεν δέχτηκε γιατρό να τον εξετάσει γιατί πίστευε βαθιά μέσα του ότι πρέπει να υποταχτούμε στη Θεία Βούληση, όποια κι αν είναι αυτή, και να περιμένουμε! Ήταν τόσο απόλυτη η υποταγή του σε ένα  δικό του σκληρό Θεό που δεν άφηνε κανένα περιθώριο ελπίδας στον άνθρωπο να ενεργήσει και να σωθεί, να μετανοήσει και να δεχτεί συγχώρεση. Κι ο πάτερ Πανελού πέθανε και στο μέτρημα των νεκρών εγράφη «κρούσμα αμφίβολο». Ο Καμύ με τη στάση του πάτερ Πανελού καυτηριάζει μια τυφλή θρησκευτική πίστη σε έναν Θεό τιμωρό που θέλει βαθιά ταπεινωμένο τον άνθρωπο να παραδίνεται στο Θέλημα του.

               Ο συγγραφέας για να σπάσει την βαριά ατμόσφαιρα της πανούκλας  προσθέτει κάποια κωμικά στοιχεία βάζοντας το γερο Γκραν να προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα και να ονειρεύεται ότι ο κόσμος θα υποκλιθεί μπροστά του, όταν το διαβάσει. Όμως  παρόλες τις προσπάθειες του, έχει γράψει μόνο μια φράση, την οποία διορθώνει διαρκώς.  «Ένα ωραίο πρωϊνό το Μαη μήνα, μια κομψή αμαζόνα, έτρεχε πάνω σε μια περήφανη φοράδα μέσα στις ανθισμένες αλλέες του Δάσους της Μπουλών». Δεν  προχώρησε όμως  παρακάτω γιατί άρχισε να προβληματίζεται πάνω σε θέματα γλωσσικής έκφρασης και μπερδεύτηκε π.χ ποιο επίθετο (συνώνυμο) ταίριαζε καλύτερα στην Αμαζόνα του «κομψή ή λυγερή»; Και για τη φοράδα  «υπερήφανη ή μεγαλόπρεπη»; ποιο επίθετο φωτογράφιζε καλύτερα την εικόνα της αμαζόνας του; ποια λέξη μιλούσε καλύτερα στην ψυχή του αναγνώστη; αναρωτιόταν. Ανακάλυψε επίσης ο αυτοδίδακτος γεροντάκος ότι  ακόμα και η σειρά τοποθέτησης των λέξεων μέσα στην  πρόταση  δημιουργεί ένα  ρυθμό  που κάνει το λόγο να κυλά φυσικά και αβίαστα  π.χ να γράψει «Ένα πρωϊνό του μηνός Μαίου ή ένα πρωϊνό του Μάη μήνα»;  ή να παραλείψει τη λέξη μήνα ω ευκόλως εννοούμενη, άρα περιττή, που κάνει το λόγο φλύαρο και να γράψει «Ένα πρωϊνό του Μαγιού»; Να αντικαταστήσει τη λέξη ανθισμένες (αλέες) με άλλες λέξεις «γεμάτες λουλούδια», να προσθέσει τη λέξη «ανεβασμένη» πάνω στη φοράδα; Βασανίζεται λοιπόν ο φτωχός γεροντάκος,  χαίρεται  πολύ, όταν πετυχαίνει τη σωστή διατύπωση αλλά τελικά ποτέ δεν είναι σίγουρος ... κι έτσι το "έργο" του μένει ημιτελές!  Ο Καμύ έμμεσα αναφέρεται στις δυσκολίες  που συναντά ένας συγγραφέας για να διατυπώσει πετυχημένα αυτό που σκέπτεται και συγχρόνως να «αγγίζει» τον αναγνώστη.
Και για μένα τη φιλόλογο οι σελίδες αυτές αξίζει να διδάσκονται στα σχολεία, όσο αφορά τον γραπτό λόγο  και τα μυστικά γραφής του!

                 Και το χρονικό τελειώνει με τις μέρες χαράς και γιορτών που έλαβαν χώρα στην πόλη του Οράν μετά το τέλος της επιδημίας και το άνοιγμα των συνόρων του. Η τρομερή εμπειρία όμως των όσων έζησαν σημάδεψε τη σκέψη και τη συμπεριφορά των κατοίκων της. Ο δημοσιογράφος Ραμπέρ ξανάσμιξε με την αγαπημένη του αλλά αλλιώς φανταζόταν τη στιγμή αυτή! Ο εαυτός του είχε χάσει την παλιά ανεμελιά του και η χαρά του ήταν μισή. Ο Ριέ είχε χάσει το αγαπημένο του φίλο Ταρρού και τη γυναίκα του υπομένοντας όμως στωϊκά το αναπόφευκτο. Ο αυστηρός κι αλύγιστος ανακριτής κ. Οττόν είχε χάσει το μικρό γιό του κι είχε καταντήσει μια αξιολύπητη τραγική φιγούρα του παλιού εαυτού του. Κι ο Γκοττάρ, αυτός ο αλλοπρόσωπος μισάνθρωπος, που ο ερχομός της πανούκλας τον έκανε ευτυχή και κοινωνικό, τώρα ξαναγύρισε στην αντικοινωνική συμπεριφορά του μέχρι που συνελήφθη από την Αστυνομία. Η περίπτωση του Γκοττάρ εκφράζει μια κατηγορία ανθρώπων που τους βολεύουν οι άσχημες καταστάσεις, οι θεομηνίες που πλήττουν την κοινωνία τους,  για να μπορούν να γλιτώσουν το τομάρι τους  κλείνοντας έτσι τυχόν  ανοικτούς λογαριασμούς τους με τη Δικαιοσύνη ή και να πλουτίσουν ως μαυραγορίτες. Υπάρχουν και άλλοι που χαίρονται την ελευθερία τους και τη σμίξη με αγαπημένα πρόσωπα, χωρίς να αναλύουν όμως πολύ τις καταστάσεις και φαίνεται μάλλον ότι ο αληθινός λυτρωμός μόνο γι αυτούς έχει έλθει, αναφέρει ο αφηγητής. Τέλος θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη μάνα του Ριέ, αυτή τη συμπαθέστατη μορφή που τον περίμενε υπομονετικά τα βράδυα, που του συμπαραστεκόταν σιωπηλά, που τον ενθάρρυνε χωρίς να εκδηλώνουν «φωναχτά» τα αισθήματα τους μάνα και γιος. Έχοντας διαβάσει για τα παιδικά χρόνια του Καμύ, πιστεύω ότι έπλασε αυτόν το "βουβό" ρόλο –που θα μπορούσε και να έχει παραλειφθεί - με πρότυπο τη μητέρα του, σαν ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτή που τον μεγάλωσε με πολύ αγάπη, όταν ενός έτους έμεινε ορφανός από πατέρα και με το παράπονο ότι «σ’ ολάκερη τη ζωή τους μάνα και γιος  δεν μπόρεσαν να πάνε πιο πέρα από την ομολογία της στοργής τους» όπως γράφει!

                 Ο συγγραφέας λοιπόν δεν γράφει ένα ψυχρό χρονικό με τη στενή έννοια του όρου αλλά ένα μυθιστόρημα που του δίνει τη δυνατότητα να επεκταθεί και σε περιγραφές της φύσης, και σε φιλοσοφικούς στοχασμούς. Οι περιγραφές της ατμόσφαιρας υπό την επίδραση του τοπικού κλίματος, άλλοτε τρομακτικές με τους δυνατούς αέρηδες και τις βροχές, άλλοτε αποπνικτικές με τη ζέστη και την υγρασία συμβάλλουν στον τρόμο και στην αποχαύνωση που προκαλεί η πανούκλα. Από την άλλη η θύμηση των γλυκών δειλινών που με πόση ξενοιασιά οι φίλοι τα απολάμβαναν κάνει πιο έντονο το συναίσθημα του χωρισμού από τη πρότερη  ευτυχισμένη ζωή τους!   
                Επίσης ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι διάχυτος μέσα στο έργο, αλλά ο αναγνώστης δυσκολεύεται να τον παρακολουθήσει  πάντα. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Καμύ υπήρξε από τους ιδρυτές του φιλοσοφικού ρεύματος του Παραλογισμού, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει μια παράλογη αντίφαση στην προσπάθεια του ανθρώπου να βρει νόημα ζωής  μέσα σε έναν Κόσμο-Σύμπαν χωρίς νόημα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει απορρίψει την αυτοκτονία ως λύση και η πίστη σε θρησκείες ή ιδεολογίες τον έχουν διαψεύσει ιστορικά τότε δεν του μένει άλλος δρόμος από την «αποδοχή του παράλογου χωρίς παραίτηση όμως από τη ζωή». Η πίστη σε έναν Ανθρωπισμό έμπρακτο και η ομορφιά στη ζωή είναι αυτά που την κάνουν να αξίζει να τη ζούμε. Γράφει σε ένα σημείο του μυθιστορήματος «αν πάψει ο άνθρωπος να αγαπάει το καθετί , τότε ποιος ο λόγος να αγωνίζεται»; 

Απ’ όλους τους  ήρωες  πιο πολύ ο Ταρρού εκφράζει αυτή την αγωνία αναζήτησης νοήματος ζωής που θα του χαρίσει εκείνη την εσωτερική γαλήνη να ηρεμήσει. ΄Εχοντας δει τον εισαγγελέα πατέρα του να καταδικάζει, από έδρας, σε θάνατο έναν κατηγορούμενο και βιώνοντας τη φρίκη μιας  θανατικής εκτέλεσης με τουφεκισμό εν ψυχρώ  που την παρακολούθησε ο ίδιος ... αναρωτιέται με ποιο δικαίωμα κάποιοι αποφασίζουν για την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής ακόμα και για καλό σκοπό, όπως ισχυρίζονται. «Δεν υπάρχει πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού, αυτής της αθώας ύπαρξης» αναφωνεί! Γι αυτό έχει αφιερώσει τη ζωή του στην έμπρακτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο του. Στη δραματική εκμυστήρευση του προς το φίλο του Ριέ αναγνωρίζει ότι κάποτε κι αυτός συμμετέχοντας σε πολιτικούς αγώνες έγινε συνυπεύθυνος για πράγματα που μισούσε ανεχόμενος ή μη εμποδίζοντας το έγκλημα.  Γι αυτό δεν είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του, όσο κι αν προσπαθεί να εξιλεωθεί όσο κι αν έχει καταλήξει ότι πάντα θα υπάρχουν θεομηνίες και θύματα και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα εμποδίσει να γίνονται. Το να μπορούσα να γίνω άγιος ίσως με λύτρωνε εκμυστηρεύεται στο Ριέ, ο οποίος του απαντά « Εγώ αισθάνομαι  αλληλέγγυος με τους νικημένους παρά με τους άγιους. Δεν προτιμώ να είμαι ήρωας ούτε άγιος, με ενδιαφέρει να είμαι άνθρωπος». Γενικά η πάλη του Καλού με το Κακό είναι ένα θέμα στο οποίο ο συγγραφέας επανέρχεται μέσα από τη συμπεριφορά των ηρώων του.    
          Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ο ρόλος του χρονικού και του αφηγητή του χρονικού. Το έργο αρχίζει με ένα προλογικό σημείωμα που μας πληροφορεί ότι το χρονικό αυτό είναι γραμμένο από κάποιον που έζησε τα γεγονότα στο Οράν που έβλαψαν τη ζωή ενός ολάκερου λαού και  ότι στηρίζεται στη μαρτυρία τη δική του και άλλων ανθρώπων ότι συνέβησαν πραγματικά τα γεγονότα που παρουσιάζει . Αναγκάστηκε, λέει, να παίξει και το ρόλο ιστορικού, έστω και ερασιτέχνη, για να συγκεντρώσει τα στοιχεία-ντοκουμέντα του χρονικού, ώστε να είναι αντικειμενικός. Δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητα του αλλά μόνο στο τέλος μαθαίνουμε ότι ο αφηγητής είναι ο γιατρός Ριέ, ο πρωταγωνιστής του έργου.
Σημειωτέον η φράση «ο αφηγητής  έχει τη γνώμη ... η πρόθεση του αφηγητή είναι ... ή αυτό δεν το συμμερίζεται ο αφηγητής κλπ» ξεχωρίζει τον αφηγητή του χρονικού από τον αφηγητή του μυθιστορήματος, γεγονός που μπερδεύει λίγο τον αναγνώστη. Αλλά δεν έχει σημασία, αφού πίσω κι από τους δυο αφηγητές κρύβεται ο συγγραφέας του μυθιστορήματος που αναγκάζεται από τη μια να περιγράφει ως παντογνώστης αφηγητής τα πάντα κι από την την άλλη να σχολιάζει κάθε τόσο κάποια από τα λεγόμενα του αφηγητή του χρονικού που έχει διαβάσει!    
Γιατί όμως  ο συγγραφέας  Καμύ επέλεξε αυτή τη δομή για το έργο του; Τι κερδίζει το μυθιστόρημα με την παρεμβολή του τάχα χρονικού και την υπενθύμιση κάθε τόσο της  γνώμης του αφηγητή του;
 Διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα του έργου: « ο γιατρός Ριέ αποφάσισε να γράψει την ιστορία (Χρονικό) που τελειώνει εδώ. Το αποφάσισε για να μην είναι κι αυτός απ’ αυτούς που σωπαίνουν. [...] Για να αφήσει μια θύμηση της αδικίας και της βίας που τους είχε γίνει [...] Για να αφήσει μια μαρτυρία για όσα χρειάστηκε να πράξουν και για  όσα ώφειλαν να πράξουν ενάντια στον τρόμο, με όλο τον προσωπικό τους σπαραγμό  οι άνθρωποι   που δεν μπορούν να γίνουν άγιοι αλλά αρνούνται να παραδεχτούν  τις θεομηνίες, ... γι αυτούς που πασκίζουν να ‘ναι τουλάχιστον γιατροί» να θεραπεύουν και να σώζουν ζωές θα συμπλήρωνα.
 Έτσι το χρονικό προσφέρει το  άλλοθι για την  πηγή έμπνευσης του έργου αφού αυτό αναφέρεται σε αληθινά ιστορικά γεγονότα-συμφορές που χτύπησαν την ανθρωπότητα. Έτσι προσδίδει μεγαλύτερη πειστικότητα στο μύθο ώστε να μη εκλαμβάνεται ως μια φανταστική μόνο ιστορία και κάνει το συμβολισμό της Πανούκλας πιο φανερό. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι προσφέρει και το άλλοθι για να προβάλλει και τη στάση των Ανθρώπων εκείνων που αντιστέκονται στο Κακό και στον παραλογισμό του Κόσμου παρά τη διαφαινόμενη ήττα τους, στάση που είναι σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Καμύ!       
          
Επίλογος
             Πώς λοιπόν «Η Πανούκλα» του Καμύ να μη έλθει στην επικαιρότητα την εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού, του Κακού που το 2020 χτύπησε μαζικά όλους τους λαούς του πλανήτη Γη, που εμφανίστηκε ξαφνικά, βρήκε απροετοίμαστους τους ανθρώπους, ανέτρεψε την τακτοποιημένη μέχρι τότε ζωή τους για διάρκεια άγνωστη, άπλωσε το φόβο και τον τρόμο πάνω στις κοινωνίες, πάγωσε το χρόνο και το χρόνο αναστέλλοντας την ίδια τη ζωή, θυσίασε εκατόμβες αθώων νεκρών,  σκόρπισε  τον πόνο και τη δυστυχία παντού, παρέλυσε την οικονομική ζωή ... και που οι άνθρωποι παλεύουν να την καταπολεμήσουν με προληπτικά μέτρα και οι πιο γενναιόψυχοι αντιτάσσοντας έναν έμπρακτο ανθρωπισμό με αλληλεγγύη και την απόκτηση της  γνώσης εκείνης για τη φύση του Κακού ώστε να το νικήσει! Θα το εξαφανίσει όμως δια παντός; Ο Καμύ πιστεύει ότι η πάλη του Καλού και του Κακού είναι μέσα στη ζωή την ίδια και θυμίζοντας την σωκρατική άποψη τονίζει ότι η άγνοια αφήνει χώρο ώστε αυτό να εμφανιστεί και να αναπτυχθεί.  Και το έργο  κλείνει με μια φράση-προειδοποίηση σε αυτούς που ξεχνούν εύκολα: « ο Ριέ ήξερε ό,τι  το χαρούμενο κείνο πλήθος (του Οράν) αγνοούσε ότι ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει, μήτε χάνεται ποτέ. Μένει κοιμισμένος για δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα, τα κελλάρια [... ]και για δυστυχία των ανθρώπων θα ρχόταν μια μέρα που θα ξυπνούσε πάλι τα ποντίκια της και θα τάστελνε να ψοφήσουν σε κάποια ευτυχισμένη πόλη».
                                                                                  Σούλη Αγγελική, φιλόλογος
                                                                                   Βάρκιζα  6 Μαϊου 2020          
   Υ.Γ Για το σύνολο του έργου του ο συγγραφέας απέκτησε  διεθνή αναγνώριση και το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1957.

         


3 σχόλια:

  1. Αγγελική,
    Εξαιρετική για μια ακόμα φορά η προσέγιση και η αναλυση στην πανουκλα του Καμύ. Μπαίνω και γω στον πειρασμό, να κανω καποια σχόλια.
    Οταν, αρχες της δεκαετίας του ’70, φοιτητης στην Θεσσαλονική, διαβασα την Πανουκλα, απ΄οτι θυμάμαι, καθόλου δεν με είχε απασχολήσει το ζήτημα της επιδημίας αυτης καθ΄αυτής. Αλλες εποχες.
    Σε καθε σελίδα του βιβλίου αναζητούσαμε τότε την αλληγορία και τους συμβολισμούς σε πρόσωπα και καταστασεις, και σε σχέση βέβαια πάντα με το χουντικό καθεστώς, και ότι βιώναμε τότε καθε μερα εξ αιτίας αυτού του καθεστώτος, την τρομοκρατία, τον φόβο, και την άθλια προπαγάνδα τους.
    Η Πανούκλα εκείνης της περιόδου ηταν η χούντα.
    Το λέω αυτό για να το συνδέσω με την εποχή που ο Αλμπέρ Καμύ γράφει την Πανουκλα, τότε που οι λαοί της Ευρώπης βιώνουν την απόλυτη ευφορία για την ήττα του φασισμού, και το τέλος του ΒΠΠ. Ο συγραφέας όμως δεν είναι μαζί τους, βρίσκεται απέναντι, ισως πολυ πιο μπροστά, και τα λέει όλα η φράση που παραθέτεις στο τέλος της αναλυσης σου
    Ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει, μήτε χάνεται. Μένει κοιμισμένος για δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα, τα κελλαρια.
    Εκεί πιστευω βρίσκεται το μεγαλείο αυτού του βιβλίου, στο γεγονός ότι ο συγραφέας, είδε αυτό που εκείνη ακριβώς την περίοδο, εμοιαζε παράλογο, και αδιανότητο, έστω και να διατυπωθεί ως σκέψη. Παρ ολα αυτά τα είπε.
    Οπως και ο Μπρέχτ, την ιδια περίοδο, και μετά την ήττα του ναζισμού, έγραψε πανω κατω το ίδιο:
    Ο φασισμός πέθανε, αλλα η σκύλα που τον γέννησε ζει ακόμα.
    Και σήμερα, χρόνια μετά, πολυ φοβάμαι, αν δεν προσεξουμε, αυτοί οι ανθρωποι ισως δικαιωθουν. Αλλοιμονο μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημήτρη,
    τα σχόλια σου πάντα εύστοχα, μου δίνουν πάλι την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα σημαντικό ζήτημα, αυτό της κατανόησης της λογοτεχνίας: για μας τους φιλόλογους που "τα ψάχνουμε πολύ" το θέμα ξεκίνησε πρώτα αναζητώντας τι θέλει να πει ο συγγραφέας, ύστερα μετατοπίστηκε στο τι λέει το κείμενο και σήμερα εστιάζουμε στην ερμηνεία που δίνει ο αναγνώστης. Έτσι έγινε πολύ της μόδας η φράση "αυτός έκανε τη δική του ανάγνωση". Προσωπικά πιστεύω ότι οι 3 αυτές απόψεις δεν πρέπει να αντιπαραβάλλονται αλλά να αλληλοσυμπληρώνονται κάπου γιατί έτσι αποφεύγονται οι αυθαίρετες υποκειμενικές ερμηνείες του κάθε αναγνωστη καθώς και να επιβληθεί η μονοκρατορία της άποψης ενός συγγραφέα.
    Κατά συνέπεια η ερμηνεία που δίνατε τότε ότι πανούκλα είναι η χούντα είναι δεκτή και άλλο τόσο δεκτές είναι και άλλες απόψεις για το Κακό που αυτή εκφράζει, αρκεί η ερμηνεία να δένει με τους περιορισμούς που δίνει το κείμενο κι ο συγγραφέας του. Ένα έργο μεγάλο βρίσκει πάντα τρόπους να συνομιλεί και με άλλες εποχές, διότι έχει κάτι να πει. Και ο Καμύ με την Πανούκλα τα κατάφερε να αγγίζει και τους σημερινούς αναγνώστες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δημήτρη,
    ξέχασα για το τέλος του μυθιστορήματος, συμφωνώ είναι καταπληκτικό γιατί ολοκληρώνει το σκεπτικό του συγγραφέα ότι η πανούκλα και ό,τι Κακό αυτή συμβολίζει δεν χάνεται αλλά θα ρθει καιρός που θα ξαναέλθει και το διατυπώνει και τόσο όμορφα!Αν έλειπαν αυτές οι σκέψεις-προειδοποίηση για όσους ξεχνούν εύκολα, το μυθιστόρημα θα έχανε πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή