Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

"Στο Ιόνιο Λιμπερτά: Οι Τζακομπίνοι (Ιακωβίνοι)" Ν. Λούντζη, εκδ. Περίπλους 1990

Εισαγωγή:
Θέμα σχετικό με την προηγούμενη ανάρτηση μου για τη Γαλλική επανάσταση είναι το πως σχετίζεται αυτή με τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα. Μια άγνωστη σελίδα από την ελληνική ιστορία για το ευρύ κοινό, που νομίζω, αξίζει να ακουστεί !
Δυο  χρόνια πριν λήξει η Γαλλική Επανάσταση, οι  Γάλλοι επαναστάτες, οι επονομαζόμενοι Δημοκρατικοί  φθάνουν  στα  Ιόνια νησιά  το 1797 και μεταδίδουν το επαναστατικό κλίμα εκεί!  Ο Ναπολέων, ως στρατηγός της  επανάστασης   έχει καταλύσει τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας  που την παραχωρεί στην Αυστρία, ενώ ο ίδιος κρατά το σημαντικότερο τμήμα της, τα νησιά του  Ιονίου που  χρησίμευαν ως ναυτικές βάσεις στη Μεσόγειο.  Στο μέγα αυτό γεγονός  του τέλους της επί 300 σχεδόν χρόνια Βενετοκρατίας στα Επτάνησα και του ερχομού της Γαλλοκρατίας, πώς  υποδέχεται ο κόσμος τους Γάλλους που ειναι φορείς νέων επαναστατικών ιδεών;  Πώς συμπεριφέρονται  οι τάξεις  των ευγενών και των  αστών;
 Η επίσημη ιστορία έχει ήδη καταγράψει τα γεγονότα. Εγώ όμως προτιμώ να σας παρουσιάσω τη δική μου ανάγνωση πάνω στο ιστορικό μυθιστόρημα «Τζακομπίνοι», που αποτελεί τον πρώτο τόμο του 6τομου  έργου  «Στο Ιόνιο Λιμπερτά» του Νίκια Λούντζη,   Ζακυνθινού ευπατρίδη,  σύγχρονου μελετητή του Επτανησιακού πολιτισμού και συγγραφέα πολλών βιβλίων γύρω από αυτόν. Κι αυτό, διότι όπως  εύστοχα έχει διατυπωθεί «Τα ιστορικά γεγονότα εισέρχονται στο χώρο της μνήμης μόνο όταν έχουν μετασχηματιστεί σε αφηγηματικά γεγονότα» και το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα αφηγηματικό γεγονός! Παρακολουθείστε το λοιπόν:
  
       «ΟΙ ΤΖΑΚΟΜΠΙΝΟΙ» (Ιακωβίνοι)

          Το τέλος της Βενετοκρατίας στα νησιά του Ιονίου συμπίπτει με την αρχή της Γαλλοκρατίας εκεί. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ως διοικητής του  γαλλικού  στρατού για να αντιμετωπίσει την Αυστρία και τις ιταλικές πόλεις που εχθρεύονταν τη Γαλλική Επανάσταση,  από το Μάρτιο του 1796 προελαύνει στην Ιταλία και καταλαμβάνει τις ιταλικές πόλεις και μαζί  την πάλαι ποτέ θαλασσοκράτειρα Βενετία!  Με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο (Ιούνιος 1797) ο Ναπολέων παραχωρεί τη Βενετία  στην Αυστρία και ο ίδιος προτιμά να κρατήσει  τα νησιά του Ιονίου, το πολυτιμότερο τμήμα της Βενετίας για τη γεωστρατηγική θέση τους στη Μεσόγειο, όπως χαρακτηριστικά είπε.

             Οι Επτανησιώτες όλο αυτό το διάστημα ζουν μέσα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, φόβου, αλλά και  άκρατου ενθουσιασμού και γενικότερων προβληματισμών, που συνυφαίνονται με την καθημερινή  ζωή τους. Αυτή ακριβώς την ιστορία φιλοδοξεί να μας αφηγηθεί ο Ν. Λούντζης, τη ζωντανή, την παραμυθένια, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του ίδιου του συγγραφέα. Η επερχόμενη καθεστωτική αλλαγή ανησυχεί τους πάντες στα νησιά του Ιονίου, ιδιαίτερα τους ευγενείς και τους αστούς.  "Τι θα γίνει τώρα που φεύγουν οι Βενετοί;" αγωνιούν οι ευγενείς που είχαν δέσει τη μοίρα τους μαζί τους για περίπου 300 χρόνια! "Επιτέλους οι Γάλλοι επαναστάτες καταφθάνουν στα νησιά μας και μαζί τους η Δημοκρατία που θα βελτιώσει τη ζωή μας" ελπίζουν και ενθουσιάζονται οι ποπολάροι και ιδιαίτερα αυτοί που είχαν μυηθεί στον ιακωβινισμό, την επαναστατική ιδεολογία που επεδίωκε να καταργήσει τα προνόμια των ευγενών για να αναλάβουν αυτοί την πολιτική εξουσία. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Ποια από τις δυο τάξεις θα νικήσει; πως σκέπτεται κάθε τάξη να κινηθεί;
         Και οι δυο τάξεις προσπαθούν να οργανωθούν για να προλάβουν τις εξελίξεις. Οι ευγενείς έχουν μαζί τους την πλειονότητα των χωρικών, διότι οι τελευταίοι αισθάνονται βαθιά εξαρτημένοι από τη γη και συνεπώς από τους ιδιοκτήτες της. Η κάθε τάξη ιδεολογικά δεν είναι συμπαγής αλλά παρατηρούνται διάφορες τάσεις στο εσωτερικό της καθεμιάς. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας αναφέρει πολλά από τα ονόματα των Ζακυνθίων ευγενών και την τάση στην οποία ο καθένας ανήκε. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στους σκληρούς, στους ασυμβίβαστους ανήκαν οι αδελφοί Γκρατενίγκο και  Βασίλειος Μακρής που όριζαν την περιοχή του Μουζακίου, ο Νικόλαος Σολωμός πατέρας του εθνικού ποιητή μας, ο Σιγούρος-Δεσύλλας, ο Λογοθέτης-Γούλιαρης και άλλοι. Στους μετριοπαθείς ο Δημήτριος Κουμούτος, ο Αναστάσιος Λούντζης προ-προ-πάππος του συγγραφέα Νικία, στους δημοκρατικούς οι αδελφοί Φλεμοτόμος και οι αδελφοί Τάσης και Μάρκος Φλαμπουριάρης, Μίμης Μερκάτης…, στους σχετικά αδιάφορους που συνήθως είναι οι εκλεκτικοί του αισθητισμού, ο Ναδάλες ντα Κανάλ. Τέλος στους καιροσκόπους ευγενείς αυτοί που ήλπιζαν  ότι στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται πάλι αυτοί θα είναι στην εξουσία λέγοντας «είμαστε οι λετεράτοι (οι γραμματιζούμενοι), οι μανουβράντηδες  τους ποπολάρους θα τους κολακέψουμε με την πολιτική, με την κομπορρημοσύνη, με τη ρουφιανιά, με τη διαίρεση, ακόμα και με τα μάτια μιας αρχοντοπούλας…». Η νέα γενιά, τα αρχοντόπουλα, που συγχρωτίζονται καθημερινά με παιδιά των αστών, είναι σχετικά διαλλακτικοί κι αρκετοί από αυτούς διαφοροποιούνται από τις ιδέες των πατεράδων τους.
 Απ’ την άλλη  οι Τζακομπίνοι ή Ιακωβίνοι, οι αστοί που έχουν οργανωθεί σε Λέσχη κατά τα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης, είναι οι ένθερμοι υποστηρικτές των ιδανικών του Διαφωτισμού. «Καρμανιόλες» τους αποκαλούν οι εχθροί τους, ενώ συναμεταξύ τους αποκαλούνται «πατριώτες» και «πολίτες», προσδιορισμούς που προτάσσουν του ονόματός τους σε ένδειξη των επαναστατικών φρονημάτων τους. Οι Επτανήσιοι αστοί ασχολούνται με το εμπόριο, τη ναυτιλία και πολλοί έχουν σπουδάσει στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Προέρχονται από τους ντόπιους ελεύθερους κατοίκους της πόλης τους ποπολάρους ή από πρόσφυγες απ’ την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, που είχαν εγκατασταθεί στο νησί. Η πολιτική τους λέσχη, το Ιακωβινείο, πιθανόν  βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη, στους Κήπους. Εκεί συναντιούνται και συνεδριάζουν με επικεφαλής το Γάλλο πρόξενο στο νησί, τον Αύγουστο-Υάκινθο Γκύς,  τον οποίον ο λαός αποκαλεί με το παρατσούκλι «Μουσουγή», εξαιτίας της ανηθικότητας και του τυχοδιωκτισμού του. Οι Τζακομπίνοι έχουν τη δική τους ηγεσία, η οποία αποτελείται από το γιατρό Μαρίνο Δικόπουλο, το γιατρό Ρώτα, το συμβολαιογράφο Ρενώ, το Σωμερίτη, το νομομαθή Παύλο Κλάδη, τον Παλέρμο, τον Ταγιαπιέρα, φίλο του Καποδίστρια και του Κοραή, και το Σπύρο Ψημάρη.
         
      Η σύγκρουση των ευγενών και αστών είναι αναμενόμενη, διότι τα προνόμια που κατέχουν οι ευγενείς εμποδίζουν την κοινωνική πρόοδο των αστών. Πολλές σκέψεις και προτάσεις έγιναν κι από τις δυο πλευρές με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Πολιτικές δολοφονίες σκέπτονται οι ευγενείς για να εξολοθρευτεί η ηγεσία της αντίπαλης τάξης, οι αστοί σκέπτονται τη λύση του δικτάτορα που θα προστάτευε τα συμφέροντα της τάξης τους. Μάλιστα, ο Αντώνης Μαρτινέγκος με τα λαοπλάνα του λόγια καλλιεργούσε την ιδέα αυτή στηριζόμενος στην αρχή στους Γάλλους αλλά μετά προσέφυγε στους Άγγλους. Οι ευγενείς σκέπτονται να ζητήσουν την προστασία της Ρωσίας ή και της Αγγλίας, όπως κι έγινε λίγο αργότερα με τον ερχομό των Ρωσότουρκων και αργότερα με τον ερχομό των Άγγλων στα νησιά του Ιονίου! Η σύγκρουση ευγενών-αστών στα Επτάνησα είχε πολλά επεισόδια και στο μυθιστόρημα αυτό περιγράφεται μόνο η αρχή της. Ο συγγραφέας Ν. Λούντζης φροντίζει όμως να μας διηγηθεί τη συνέχεια στο υπόλοιπο έργο του.
Το καλοκαίρι λοιπόν του 1796 οργανώνεται συνωμοσία κατά των Τζακομπίνων. Με πρωτοβουλία του Γκραντενίγκο Μακρή, του άρχοντα της Μπρούμας Μουζακίου, συγκαλούνται οι ομοϊδεάτες του ευγενείς στο αρχοντικό του Κομούτου για να αποφασίσουν για το φονικό. Ο Γκραντενίγκο υποστηρίζει ότι έτσι «…θα φινίρουμε μια για πάντα με το κακό…» και προσκαλεί το μισθοφόρο Άγγελο Μπαρότσι για να βοηθήσει στην εκτέλεση των σχεδίων του. Σημειωτέον ότι το πρόσωπο του Μπαρότσι είναι φανταστικό που εξυπηρετεί την πλοκή του μύθου του έργου. Γράφει ο συγγραφέας «πλέκω αλήθειες με ψευτιές, όπως λέει ο Καζαντζάκης, δίχως όμως ποτέ οι ψευτιές ν΄αναιρέσουνε ή να αποσκεπάσουνε τις αλήθειες» (1ος τόμος, σ. 15). Ευτυχώς επικράτησαν οι απόψεις των μετριοπαθών αρχόντων και το φονικό απετράπη. Ο Κομούτος επιχειρηματολογεί λέγοντας: «Μαχόμαστε ιδέες και οι ιδέες δεν κρεπάρουνε με σπαθίες…που σαν τη Λερναία Ύδρα θα φουντώνουν. Οι εχθροί δεν είναι οι Τζακομπίνοι αλλά οι ιδέες…». Η αποκάλυψη επίσης των σχεδίων της συνωμοσίας στους Τζακομπίνους  απέτρεψε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου που σχεδιαζόταν για τις 13 Αυγούστου 1796 στo μικρό Τζάντε.

          Οι μήνες περνούν μέσα σε μεγάλη αναμονή, μέχρι που ο Κορσικανός στρατηγός Άνσελμο Ζεντιλί κατ’ εντολή του Ναπολέοντα “κάνει γαλλικό” το Ιόνιο. Τα νησιά του Ιονίου τώρα ανήκουν στο Γαλλικό κράτος (!) στο οποίο η Επανάσταση δεν έχει τελειώσει ακόμα και το οποίο έχει ανακηρύξει για πολίτευμα του τη  Δημοκρατία! Ο ίδιος ο Ναπολέοντας αναφωνεί «αποκτήσαμε για μας το πιο πολύτιμο τμήμα της Βενετίας». Ο Ζεντιλί, λοιπόν, επικεφαλής της Βενετοφραντσέζικης αρμάδας «Η Μεραρχία του Λεβάντε» καταφθάνει πρώτα στην Κέρκυρα, όπου δεν συναντά αντίσταση, και οργανώνει τη πολιτική διοίκηση του νησιού σύμφωνα με τα επαναστατικά πρότυπα της Α! Γαλλικής Δημοκρατίας! Διορίζει το Προσωρινό Δημαρχείο (Μουνιτσιπαλιτά) με 31 μέλη που προέρχονταν από όλες τις τάξεις (δύο δεσποτάδες (καθολικός και ορθόδοξος), δύο κληρικοί, έξι ευγενείς, έξι χωριάτες, έντεκα αστοί, δύο βιοτέχνες, δύο Οβραίοι) με πρόεδρο τον κόντε Σπύρο-Γεώργιο Θεοτόκη. Το πόπολο υποδέχεται το Ζεντιλί ως ελευθερωτή!
       Τα Επτάνησα ήταν η μόνη περιοχή στην Ελλάδα που "συμμετείχε", με το δικό της βέβαια τρόπο, στο κοσμοϊστορικό γεγονός της Γαλλικής Επανάστασης. Δυο χρόνια πριν λήξει η Γαλλική Επανάσταση (1789-1799), οι Επαναστάτες Γάλλοι  Δημοκρατικοί έρχονται στα Επτάνησα και μεταφέρουν εκεί το επαναστατικό κλίμα της Γαλλίας. «Όσο κι αν ήλθαν μασκαρεμένοι, αφού επρόκειτο για κατακτητές, δεν έπαυαν να είναι συγχρόνως κι αγγελιαφόροι νέων ιδεών, που πυρπολούσαν τις ψυχές των ανθρώπων με ελπίδες κι οράματα για μια καλύτερη ζωή», αναφέρει ο συγγραφέας. Φυσικό ήταν λοιπόν ο λαός να τους δει ως ελευθερωτές από τα δεινά της φεουδαρχίας!
         Ο συγγραφέας προβάλλοντας την ιστορία του επτανησιακού πολιτισμού αφηγείται την απήχηση των ιδεών του Διαφωτισμού στην ιδιαίτερη πατρίδα του στο Τζάντε που είχαν ήδη ξεσηκώσει τους  τζακομπίνους και πριν από τον ερχομό των Γάλλων. Η πίστη στη λογική, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, η διάκριση των εξουσιών για να υπάρχει δημοκρατία, η θεωρία της ισότητας προσφέρουν τα ακράδαντα επιχειρήματα πάνω στα οποία οι αστοί στηρίζουν τον ξεσηκωμό τους. Τώρα οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι μπορούν οι ίδιοι, αν αγωνιστούν, να άρουν τις κοινωνικές αδικίες και να κάνουν πιο ανθρώπινη την κοινωνία τους. Γράφει ο συγγραφέας (2ος τόμος, σ. 11) «…ο Βολταίρ μας έμαθε ότι μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε το παλιό καθεστώς (χάρη στο δικαίωμα της ελευθερίας λόγου), ο Μοντεσκιέ, πως μπορούσαμε να οραματιστούμε ένα νέο καθεστώς (δημοκρατικό με τη διάκριση των 3 εξουσιών) και ο Ρουσσό, το γιατί πρέπει να γκρεμίσουμε το παλιό και να χτίσουμε το νέο (διότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι και ίσοι)…».
       Μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία του νησιού ήταν ο  Αντώνης Μαρτελάος (1754-1818), οπαδός των νέων ιδεών, που καθημερινά στο πλάτωμα του ναού της Ανάληψης στην πόλη της Ζακύνθου, όπου εργάζεται ως αναγνώστης των γραφών, είχε ιδρύσει σχολή και δίδασκε στους νέους, ακόμη και σε πολλά αρχοντόπουλα, τις ιδέες της ελευθερίας, της ορθοδοξίας και του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού, αρνείται κάθε αυθεντία, συνδέει τη νεότερη Ελλάδα με την αρχαία και τον συνεπαίρνει η ιδέα της πανελλήνιας απελευθέρωσης. «Η ελευθερία γεννήθηκε στην Ελλάδα και σ’ αυτή θα αναστηθεί ξανά» διακηρύσσει. Με τη θεωρία του των τεσσάρων κλώνων αιτιολογεί γιατί το δέντρο της λευτεριάς μπορεί να ξανανθίσει στην Ελλάδα. « Τα (4) όπλα μας είναι: το κοινοτικό σύστημα αυτοδιοίκησης …η οικονομική δύναμη των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού …οι Φαναριώτες, οι κλέφτες, οι αρματολοί… και, τέλος, η γνώση που ο νεοελληνικός διαφωτισμός διαδίδει με τους δασκάλους του Γένους, τα σχολεία που κτίζονται…». Ποιητής, γράφει στίχους που υμνεί την ελευθερία αλλά και τον Ναπολέοντα, στον οποίο εναποθέτει τις ελπίδες του για την απελευθέρωση της πατρίδας του. «Το απέριττο ράσο του» –ντυμένος πάντα έτσι, χωρίς να είναι ιερέας- «σκέπαζε πυρκαγιά κι αγιοσύνη…πάναγνος στους αγώνες του…με τις υπερβολές και τις αφέλειές του και τις ψυχώσεις του ζωντάνεψε έναν ιόνιο ιππότη της  Μάντσας» γράφει ο συγγραφέας.   
          Μέσα σε αυτόν τον επαναστατικό ενθουσιασμό στο μικρό Τζάντε, στις 4 Ιουλίου 1797, ένα μήνα πριν από τον ερχομό των Γάλλων Δημοκρατικών, ο Τζακομπίνος Σπύρος Ψημάρης με κίνδυνο της ζωής του -μη γνωρίζοντας την αντίδραση της βενετσιάνικης φρουράς- τολμά να ανέβει στο Κάστρο και να κατεβάσει τη βενετσιάνικη σημαία, το σύμβολο της καταπίεσης τόσων αιώνων. Ο λαός ενθουσιάζεται και κάνει τραγούδι το κατόρθωμά του, όπως φαίνεται από το δημοτικό εξάστιχο που διεσώθη και το οποίο ο συγγραφέας προτάσσει στο δεύτερο τόμο του: /Ο Ψημάρης ο καημένος/ εις το Κάστρο αρματωμένος/ το σταντάρδο αγκαλιάζει/ την παντιέρα κατεβάζει/ εις τον Μουσουγή τη πάει/ και τους άρχοντες σφαλάει/.

         Στις 4 Αυγούστου 1797, ο Ζοζέφ Ζεντιλί, ανιψιός του Άνσελμου, καταφθάνει με το στόλο στο Τζάντε! Ο λαός τους υποδέχεται ως ελευθερωτές με κωδωνοκρουσίες, σμπάρα, χορούς, τραγούδια και ομιλίες πολλές. Αντίθετα, οι ευγενείς έχουν μεγάλο πένθος (κορέττο) με τον ερχομό των Γάλλων και μένουν κλεισμένοι και φοβισμένοι μέσα στα μέγαρα τους. Ο συγγραφέας με τη φράση «το βουβό κορέττο των κατάκλειστων παλάτσι», αποτυπώνει ωραιότατα στη διάλεκτο του τόπου  αυτή τη μεγάλη στενοχώρια των ευγενών. Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το επαναστατικό κλίμα, λίγες μέρες αργότερα, στις 10 Αυγούστου 1797, το Προσωρινό Δημαρχείο Ζακύνθου, το οποίο ίδρυσαν οι Γάλλοι και εξέφραζε τη νέα πολιτική εξουσία του νησιού, οργανώνει μεγάλη γιορτή για να τιμήσει τη Λευτεριά στην Πιάτσα ντε λα Λιμπερτά, όπως μετονόμασαν την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Η πολιτεία πλέει στα γαλλικά χρώματα και στα φιόρα (λουλούδια). Σημαίες, σμπάρα, μπάντες, χορωδίες και παρελάσεις ατέλειωτες. Παρόντες όλοι, το Δημαρχείο με όλη τη 40μελή σύνθεσή του, οι δημοκρατικοί ευγενείς μαζί με τους Τζακομπίνους, ο κλήρος που προσπαθεί να συμμορφωθεί στο νέο παιχνίδι της εξουσίας, οι Γάλλοι στρατιώτες, οι ποπολάροι, ακόμα και λίγοι χωριάτες! Τραγουδούν τα επαναστατικά τραγούδια «Καρμανιόλα», «Μασσαλιώτιδα» και «Θούριο» και χορεύουν γύρω απ’ το Δέντρο της Ελευθερίας, που είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της γιορτής. Και το κυριότερο, ανάβουν φωτιά δίπλα στο δέντρο και καίνε το Λίμπρο ντ’ Όρο, τη Χρυσή Βίβλο με τα ονόματα των ευγενών, το σύμβολο των προνομίων και της ταξικής καταπίεσης. Στον ενθουσιασμό τους καίνε οτιδήποτε τους θυμίζει το παλιό καθεστώς, περούκες, πολλές περούκες, παράσημα, λιβρέες… «καίγεται το παρελθόν, καίγεται ένας κόσμος για να ξεπεταχτεί από τις στάχτες του ένας άλλος κόσμος.» γράφει ο Ν. Λούντζης.( Σημειωτέον ότι η εξέγερση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό "Ρεμπελιό των Ποπολάρων" που έγινε 170 χρόνια πριν, το 1628 στη Ζάκυνθο.)

                   Η Γαλλία τα χρόνια εκείνα κατακτά τον κόσμο με τις στρατιές και τις ιδέες της. Το Δένδρο της Ελευθερίας στηνότανε και ξαναστηνότανε παντού. Το «Άρμπουρο τση Λιμπερτάς» στην πραγματικότητα αποτελούνταν από ένα κατάρτι πλοίου τρίχρωμο με τον κόκκινο σκούφο των Τζακομπίνων στην κορφή του και στηριζόταν σε μια βάση τετράγωνη, η οποία ήταν στολισμένη  με τέσσερις αλληγορικές ζωγραφιές που παρίσταναν την Ισότητα, την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και την Αρετή. Μέχρι το 1792 φυτεύτηκαν 60.000 τέτοια δέντρα  συμβολίζοντας τον πόθο των ανθρώπων για Λευτεριά. Το 1794 οι Γάλλοι τα ανακηρύσσουν δημόσια μνημεία, αλλά η Παλινόρθωση αργότερα διέταξε να ξεριζωθούν, μέχρι που το 1844 με νόμο του Υπουργού Εσωτερικών της Γαλλίας αφανίστηκαν τελείως. Η επανάσταση και το όνειρο της ιδανικής κοινωνίας προδίνεται για άλλη μια φορά. «…Οι ιδέες διαθέτουν ελαστικότητα στην εφαρμογή τους. Αιθέρια είναι πουλιά που άμα τα σφίξεις στο λαιμό, έστω κι από πολύ αγάπη, πεθαίνουν». «…Την αξιοπρέπειά σου δεν τη χάνεις με τα όνειρά σου … τη χάνεις με την γκροτέσκα υλοποίησή τους» γράφει ο συγγραφέας (σ. 64 και 27 αντίστοιχα).

                 Και τα αντιδραστικά στοιχεία δυστυχώς πάντα βρίσκονται για να αμαυρώνουν με τις πράξεις τους τα όνειρα και τους αγώνες των ανθρώπων για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Στην Κέρκυρα ξεσπά διωγμός κατά των Εβραίων με αφορμή την απαίτηση κάποιων να αποκλειστούν οι δύο Εβραίοι απ’ το Προσωρινό Δημαρχείο. Αλλά και το «Δέντρο της Ελευθερίας» βρέθηκε κομμένο απ’ τον πάτο και οι ένοχοι ποτέ δεν αποκαλύφτηκαν. Ο συγγραφέας στο σημείο αυτό κάνει μια μικρή παρέκβαση για να μας πληροφορήσει για τη στάση  των Ζακυνθίων απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα που υπήρχε στο νησί. Διώξεις κατά των Εβραίων είχαν συμβεί και παλιότερα. Το 1712 με αφορμή τον πνιγμό ενός 10χρονου χριστιανόπουλου ανήμερα Βαγιώνε (της Κυριακής των Βαΐων), που απέδωσαν στους Εβραίους, δημιουργείται στη Ζάκυνθο εβραϊκό Γκέττο. Κλείσανε με τέσσερα πορτόνια, τα οποία μαντάλωναν κάθε βράδυ, τους δυο κύριους  δρόμους της συνοικίας τους, που βρισκόταν πίσω απ’ το ναό της Ανάληψης, και σχημάτιζαν μεταξύ τους σταυρό και τοποθέτησαν  επιγραφή που έγραφε «Στο Σταυρό, γιατί εσταύρωσαν». Επίσης το Πάσχα του 1760 με αφορμή το έθιμο το κάψιμο του Ιούδα ξέσπασε το Μπούρδο στο Γκέττο, όπου το αγριεμένο πλήθος εισέβαλε στη συνοικία των Εβραίων και τη λεηλάτησε. «Το ηθικό χρέος τους απέναντι σους Εβραίους οι Ζακυνθινοί το ξεπλήρωσαν αργότερα» γράφει ο Ν. Λούντζης. Το Μάη του 1785 ο Ούγο Φώσκολο[i] -ο μετέπειτα εθνικός ποιητής της Ιταλίας, από Ζακυνθινή μητέρα και Ιταλό πατέρα- με μια ομάδα συνομηλίκων του  προσπαθεί να γκρεμίσει το τείχος και να λευτερώσει τους Οβραίους. Το Γκέττο επίσημα καταργήθηκε το 1862 με διάταγμα του Κ. Λομβάρδου, ενώ στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής οι Ζακυνθινοί δεν παρέδωσαν ούτε έναν Εβραίο στους Γερμανούς! 

               Έλαχε ο κλήρος λοιπόν σε αυτά τα μικρά νησιά του Ιονίου, λόγω των ιστορικών συνθηκών στις οποίες βρέθηκαν, να τους απασχολήσουν  πολλά από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα και να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις για την Πολιτική, τις Τέχνες, την Ιστορία δημιουργώντας τον λεγόμενο Επτανησιακό πολιτισμό που χαρακτηρίζεται από τη δημιουργική αφομοίωση ελληνικών λαϊκών και ευρωπαϊκών στοιχείων. Ζώντας λοιπόν μέσα σε αυτό το έντονο πολιτικό και πνευματικό κλίμα,  στο τέλος του «αιώνα των Φώτων»,  η Ζάκυνθος έχει να παρουσιάσει πλήθος προσωπικοτήτων :  Αντώνης Μαρτελάος, Νικολός Κουτούζης, Δημήτρης Γουζέλης, ενώ ο Ούγκο-Νικολό Φώσκολο και ο Α. Κάλβος είναι μικρά παιδιά και ο Δ. Σολωμός γεννιέται τον επόμενο χρόνο. 
Ο Δ. Γουζέλης τον προηγούμενο χρόνο σε ηλικία 19 ετών έγραψε το «Χάση» που θεωρείται το πρώτο νεοελληνικό θεατρικό έργο. Ο τζακομπίνος Δ. Γουζέλης άτομο με πολιτική και κοινωνική συνείδηση, αφομοιώνει τη θεατρική παράδοση που υπήρχε στο νησί και συλλαμβάνει και αποτυπώνει με την πένα του το νεο-ελληνικό τρόπο ζωής με τους ανθρώπινους τύπους της, όπως τον καυχησιάρη μαστρο-Θοδωρή, το ζωηρό θηλυκό την Αγγέλω, τον τεμπέλη γιο …εμπνεόμενος από υπαρκτά πρόσωπα της ζακυνθινής κοινωνίας. «Πίσω από τη μίζερη ζωή τους και τη συμπεριφορά τους διέκρινε κοινωνική καταπίεση, ανασφάλεια, λύτρωση στο όνειρο» γράφει ο συγγραφέας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο νεοελληνικό θεατρικό έργο γράφτηκε στα Επτάνησα και συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο το 1794!
 Επίσης, η επτανησιακή ζωγραφική που με το σύνολο των έργων της εκφράζει το πέρασμα από τη θρησκευτική  Βυζαντινή στη κοσμική πια νεοελληνική ζωγραφική, την εποχή αυτή ζωγραφίζει αγιογραφίες που  έχουν αφομοιώσει στοιχεία της  Κρητικής και τη Δυτικής ζωγραφικής. Τότε ζει ο Νικολός Κουτούζης, αυτός ο ιδιόρρυθμος ιερέας που προκαλεί τους συγχρόνους του με το ντύσιμο του δανδή (ράσο ως τη γάμπα, παπούτσι με αγκράφα και κάλτσα ως το γόνατο), με το σημάδι στο πρόσωπο, το οποίο απέκτησε εξ αιτίας ενός φρεζαρίσματος (ένα βάρβαρο έθιμο της εποχής που για να εκδικηθούν κάποιον τον κτυπούσαν στο πρόσωπο του με θρυμματισμένα γυαλιά ανακατεμένα με μελάνι!) και το οποίο ο παπα-Κουτούζης έκρυβε επιμελώς με τη γενειάδα του. Αυτός λοιπόν ο «μισάνθρωπος»,  ο οποίος λατρεύει τη γάτα του και την οποία ζωγράφιζε συχνά στο κάτω μέρος του πίνακα δίπλα στους αγίους, αυτός που γράφει σατιρικούς  στίχους για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της ζακυνθινής κοινωνίας και που αποκαλεί συνέχεια τον Αντώνη Μαρτελάο «μούρλιακα», αυτός λοιπόν ζωγραφίζει έργα αξεπέραστα .
           Στον Άγιο Σπυρίδωνα, το Φλαμπουριάρη ή του Τράφου, ζωγραφίζει τον κύκλο της Θεοτόκου, ο οποίος αποτελείται από 6 πίνακες που διηγούνται τη ζωή της Παναγίας. Επίσης, ζωγραφίζει προσωπογραφίες και   τη Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου στον ομώνυμο ναό, έργο που ξεχωρίζει για την πολυπρόσωπη και μακρόστενη σύνθεσή του. Επηρεάζεται από τη Βενετσιάνικη σχολή που ανέδειξε το χρώμα στη ζωγραφική, σε αντίθεση με τη σχολή της Φλωρεντίας, που έδωσε έμφαση στο σχέδιο, περιορίζοντας το χρώμα ως διακοσμητικό στοιχείο μόνο. Ο Κουτούζης χρησιμοποιεί την έντονη φωτοσκίαση στα έργα του, επειδή πιστεύει ότι  μόνο αυτή μπορεί να εκφράσει το κιαροσκούρο της ψυχής. Έτσι ο Κουτούζης αποδεικνύεται γνήσιος συνεχιστής του Τιτσιάνο –μαθητής του οποίου ήταν ο Τιεπόλο, μετέπειτα δάσκαλος του Κουτούζη- αλλά και του Καραβάτζιο. Ο Κουτούζης εκφράζει τη μια τάση της ζακυνθινής ζωγραφικής, τη συντηρητική, σε αντίθεση με τους Δοξαράδες που εκφράζουν την άλλη τάση, την προοδευτική. Περισσότερα για τη ζακυνθινή ζωγραφική ο συγγραφέας παραθέτει στον 1ο τόμο, σ.228-232.

            Αλλά και στην τέχνη της κλασσικής μουσικής επιδίδονται οι Τζαντιώτες ευγενείς, όχι μόνο ως ακροατές αλλά και ως ερασιτέχνες μουσικοί,  οργανώνοντας οι ίδιοι κονσέρτα στα παλάτσα τους. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας Ν. Λούντζης (στο 2ο τόμο, σ. 115-116) το κονσέρτο για όμποε και ορχήστρα σε ντο μινόρε του Βενετού Μαρτσέλλο  Μπενεντέτο, το οποίο διηύθυνε ο Βιτόριο Κομούτος, ενώ άλλοι φίλοι του κόντηδες έπαιζαν βιόλα ντα γκάμπα, φαγκότο και η κοντέσσα Ντάρια τσέλλο. Στις συζητήσεις τους κάποιοι άρχοντες επιμένουν ότι ο 18ος αιώνας δεν είναι μόνο ο αιώνας των Φώτων αλλά και της κορύφωσης κι  ολοκλήρωσης της κλασσικής μουσικής και τεκμηριώνουν τις απόψεις τους με επιχειρήματα από την εξέλιξη της κλασσικής μουσικής. Λένε λοιπόν ότι η μουσική στον18ο αιώνα πέτυχε να οργανώσει το χαώδες και υπέροχο υλικό της και να ξεκαθαρίσει τον τρόπο συνύπαρξης των τριών βασικών στοιχείων της: του ρυθμού, της μελωδίας και της αρμονίας.  Οι τρεις ιστορικοί συντελεστές της κλασσικής μουσικής, ο χριστιανισμός, οι βόρειοι λαοί της Ευρώπης και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, συνετέλεσαν ο καθένας με τον τρόπο του στην εξέλιξη της μουσικής. Ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε τη μουσική ως μέσον για να διαδώσει στην κοινωνία τα μηνύματα της θρησκείας. Η βυζαντινή μουσική και το Γρηγοριανό μέλος συνετέλεσαν, ώστε η μουσική να εξελιχτεί σε κοινωνικό φαινόμενο και να μην περιορίζεται σε λίγους καλλιεργημένους. Οι βόρειοι λαοί που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα ανακάλυψαν την πολυφωνία, που αργότερα εξελίχτηκε στην αρμονία. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα πρόσφερε την ιδέα του μέτρου και του ωραίου βάζοντας σε τάξη το χαώδες υλικό της μουσικής. Χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες και αγώνες για να φτάσουμε στην ολοκλήρωση της μουσικής, που συνέβη κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Μετά το Βιβάλντι, το Χαίντελ, το Χάιντν, τον Μπάχ τον πατέρα και κυρίως μετά το Μότσαρτ ό,τι και να γραφτεί θα είναι επανάληψη ή ισάξιο κατόρθωμα των προηγουμένων. Αυτά περίπου συζητούσαν οι φιλόμουσοι άρχοντες, και λέω περίπου,  διότι είναι μάλλον δύσκολο να είχαν τότε ολοκληρωμένη άποψη για την αξία της κλασσσικής μουσικής, αφού ακόμα βρισκόταν εν εξελίξει. Γι’ αυτό, πιστεύω, ότι η συζήτηση αυτή απηχεί μάλλον άποψη του συγγραφέα Ν. Λούντζη.

               Μέσα σ’ όλα αυτά δεν μπορεί να λείπουν τα ανθρώπινα πάθη. Ο έρωτας, σ’ όποια εποχή κι αν ζούμε, είναι πάντα ίδιος αλλά ο τρόπος έκφρασής του και η τύχη του επηρεάζεται κάθε φορά από τις κοινωνικές συνθήκες και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν σε κάθε εποχή. Το αρχοντόπουλο Κέκος Σαλβατόρε είναι ερωτευμένος με τη Έστε, μια  Εβραία, η οποία τυχαίνει να είναι η μαντενούτα (σπιτωμένη φιλενάδα) του Γάλλου πρόξενου Μουσουγή. Η Ντάρια, η νεαρά και ζωηρούλα σύζυγος του ηλικιωμένου εστέτ[ii] κόντε Ναδάλ ντε Κανάλ - σκιά της οποίας είναι ο τσιτσιζμπαίος της, ο σκοτεινός Αλαμάνος- καρδιοχτυπά για τον Άγγελο Μπαρότσι, ένα πρόσωπο αινιγματικό , που ήρθε από τα ξένα στο Τζάντε  αναλαμβάνοντας δουλειές   κατά παραγγελίαν άλλων και ο οποίος κρατά  ημερολόγιο, το οποίο αποτελεί βασικό στοιχείο της πλοκής του μύθου. Ο Τάσης Σαλβατόρε, πλαστοπροσωπώντας τον αδελφό του Κέκο, αλληλογραφεί με τη Μαρία φον Μενς[iii], μια Γερμανίδα διανοούμενη, που ζει στη Βενετία και η οποία πιστεύει ότι αλληλογραφεί με τον Κέκο. Όλοι οι έρωτες έχουν τις προϋποθέσεις να εξελιχτούν σε μοιραίους, εκτός κι αν η τύχη και η θέληση των ερωτευμένων δώσουν άλλη τροπή στις εξελίξεις. Γύρω από αυτά τα πρόσωπα κινούνται κι άλλοι χαρακτηριστικοί τύποι της ζακυνθινής κοινωνίας κι αποτυπώνονται τοπία κι αρχοντικά, όπως του Ναδάλ Κανάλ στις Κουκουναρίες του Βανάτου, και το αρχοντικό Χαμουζά[iv] στο Αγκερικό της οικογένειας Σαλβατόρε (προσωπείο οικογένειας Λούντζη).
      Έτσι κυλά η ζώσα ιστορία στο Τζάντε, εν έτει 1796-1797 ή κάπως  έτσι τη φαντάζεται το ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο προσπαθεί να τη ζωντανέψει.    

Υ.Γ
-Η Α! Γαλλοκρατία στα Επτάνησα διήρκεσε ένα χρόνο περίπου. Όταν ο στρατηγός Ναπολέοντας ηττήθηκε από την Αγγλία  στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου την 1η Αυγούστου 1798 -όπου ο ναύαρχος Νέλσων αιφνιδίασε το γαλλικό στόλο και τον κατέστρεψε ολοσχερώς εκτός τριων πλοίων - η Γαλλία αποχωρεί από τις κτήσεις της στη Μεσόγειο.
-Οι Ρωσότουρκοι στα νησιά (1799-1807). "Επτάνησος Πολιτεία" Οι ευγενείς υποδέχονται τους Ρώσους, το εκ του βορά ξανθό γένος με επικεφαλής το ναύαρχο Ουσακόφ.
-Β! Γαλλοκρατία μετά 10 χρόνια από την Α! Γαλλοκρατία.Ο αυτοκράτορας τώρα Ναπολέοντας τα βρίσκει με τον τον τσάρο της Ρωσίας στη συνθήκη του Τίλσιτ (1807) και παίρνει ξανά τα Επτάνησα  μέχρι την τελειωτική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό.
-Οι Άγγλοι θέτουν τα Επτάνησα υπό την προστασία τους (1815-1864) με τη Συνθήκη της Βιέννης και ιδρύουν την "Ιόνιο Πολιτεία".        

Υ.Γ  Η παρούσα ανάγνωση "Τζακομπίνοι" περιλαμβάνεται στην ανέκδοτη μελέτη μου " Το ζακυνθινό ιστορικό μυθιστόρημα μας ταξιδεύει στον επτανησιακό πολιτισμό"στην οποία παρουσιάζεται το δεκάτομο έργο "Περίπλους" του Διον. Ρώμα και το εξάτομο "στο Ιόνιο Λιμπερτά του Ν. Λούντζη.


[i] Επτανησιακά Φύλλα, τομ.ΚΖ, 3-4 Συναντώντας τον Ούγο Φώσκολο, Ζάκυνθος, 2007.  Ο Ούγο Φώσκολο (1778-1827) ο ελληνοϊταλός ποιητής, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος του Σολωμού, ο επαναστάτης, ένθερμος οπαδός του αστικού φιλελευθερισμού και του εθνισμού που εδιώχθη για τις ιδέες του κι εξορίστηκε, έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες που θυμίζει μυθιστόρημα. Δέκα χρονών χάνει τον πατέρα του, και μετά από λίγο φεύγει από την Ζάκυνθο, την οποία δεν ξαναείδε ποτέ, παρόλη τη νοσταλγία και την αγάπη του γι αυτήν, όπως την εκδηλώνει μέσα από την αλληλογραφία του. Όταν φτάνει στην Βενετία μαθαίνει καλά την ιταλική γλώσσα, γνωρίζει την Κερκυραία κοντέσσα Ισαβέλλα Θεοτόκη- Αλιμπρίτσι, στο φιλολογικό σαλόνι της οποίας συχνάζει κι αρχίζει να γράφει. Προσλαμβάνει ως γραμματέα του τον Κάλβο, όταν ο δεύτερος έφτασε στην Ιταλία, γίνονται φίλοι αλλά προς το τέλος οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν. Συγχρόνως μυείται στα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης ενδιαφέρεται για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και το μέλλον των Επτανήσων, αλληλογραφεί με τον Καποδίστρια, ο οποίος περνώντας από το Λονδίνο το 1827- πριν κατέβει στην Ελλάδα ως κυβερνήτης- βρίσκει το χρόνο να επισκεφτεί τον Φώσκολο, που ήταν βαριά άρρωστος. Ο Φώσκολο έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον έρωτα, στην ποίηση, στην ελευθερία του ανθρώπου και των λαών, ασυμβίβαστος κι αγωνιζόμενος γι αυτά.
Πολυγραφέστατος ως συγγραφέας, τα κείμενα του στην ιταλική έκδοση γεμίζουν είκοσι τρεις τόμους, εκ των οποίων η αλληλογραφία του περιέχεται σε εννιά τόμους ενώ ο 13ος τόμος περιέχει μόνο κείμενα για την Ελλάδα και τα Επτάνησα.(σ.511).Έγραψε 12 σονέτα, 2 ωδές, μια εκ των οποίων ήταν η Ωδή στον Ελευθερωτή Ναπολέοντα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, όταν κατάλαβε το αληθινό πρόσωπο του Ναπολέοντα, τα ποιήματα οι Χάριτες και οι Τάφοι, τα οποία τον έκαναν γνωστό κι εκτός Ιταλίας, τρεις τραγωδίες, το λυρικό μυθιστόρημα Οι τελευταίες επιστολές του Τζάκοπο Όρτις, κριτικές μελέτες για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη,  Δοκίμια για τον Πετράρχη,, μεταφράσεις, όπως η Ιλιάδα του Ομήρου,  πολιτικά  κι ιστορικά κείμενα και τα πέντε μαθήματα του στο πανεπιστήμιο της Παβίας, που πρόλαβε να διδάξει πριν το διωγμό του από εκεί για τις πολιτικές πεποιθήσεις του.
Ο Φώσκολο πέθανε στο Λονδίνο και η μετακομιδή των οστών του έγινε στη Φλωρεντία, το 1871, παρόλο που επιτροπή Ζακυνθίων διεκδίκησε να μεταφερθούν στη γενέτειρα του, τη Ζάκυνθο. Ετάφη στη Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, δίπλα στο Γαλιλαίο, στο Μακιαβέλι, στον Μιχαήλ Άγγελο, και στον Ροσσίνι! Η ιταλική λογοτεχνία με το Φώσκολο πήρε πάλι έναν εθνικό χαρακτήρα (σ.670) και γι αυτό συγκαταλέγεται στους μεγάλους ποιητές της Ιταλίας. Με το έργο του Φώσκολο έχει ασχοληθεί και η Ζακυνθία διανοούμενη Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου (1900-1962).
[ii]  Οπαδός του αισθητισμού, που θεωρεί ανώτερη αξία το ωραίο, το οποίο επιδιώκει στον καθημερινό τρόπο ζωής του μέχρι υπερβολής.

[iii] Επτανησιακά Φύλλα, Αφιέρωμα στη ζακυνθινή οικογένεια Λούντζη,, 2008. Τα ονόματα των ηρώων του μύθου Μαρία φον Μενς και Τάσης (Σαλβατόρε) που αλληλογραφούν μεταξύ τους παραπέμπουν στα υπαρκτά πρόσωπα της οικογένειας Λούντζη –από τα οποία εμπνέεται ο συγγραφέας- της Μαρίας φον Μάρτενς(1776-1857), κόρης του Γερμανού πρόξενου της Δανίας στη Βενετία, και του Αναστασίου Λούντζη (1764-1810), πρόξενου της Δανίας στη Ζάκυνθο,  οι οποίοι είναι πρόγονοι του συγγραφέα Νίκια Λούντζη.  
[iv] βλ, ό.π.,σ.595,597. Η περιοχή Χαμουζά ονομάστηκε έτσι από τον Οθωμανό Χαμουζά Ραίση, ο οποίος ήρθε από το Αιτωλικό στη Ζάκυνθο το 1580 κι εγκαταστάθηκε στην περιοχή, έξω απ’ το Αγκερικό απ’ όπου παλιά διερχόταν ποτάμι. Σήμερα διασώζεται η γέφυρα του ποταμού,  που συναντάται στο δημόσιο δρόμο προς το χωριό Γαλάρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου