Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

"Αλκιβιάδης" Ζακλίν ντε Ρομιγύ

Η μεγάλη Γαλλίδα  ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγύ (1913-2010), που αφιέρωσε τη ζωή της στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στο έργο της «Αλκιβιάδης» με υπότιτλο «οι κίνδυνοι της φιλοδοξίας» παρουσιάζει την προσωπικότητα  του ομώνυμου Αθηναίου πολιτικού για να δείξει τους κινδύνους που κρύβουν οι φιλοδοξίες των πολιτικών προσώπων, όπως του Αλκιβιάδη αλλά και οι φιλοδοξίες μιας πόλης-κράτους, όπως της Αθήνας, που είχε αναδειχτεί σε υπερδύναμη της εποχής της.
 Ο Αλκιβιάδης είναι μια μορφή αμφιλεγόμενη, ένα ιστορικό πρόσωπο που με τις πράξεις του και γενικότερα την προσωπικότητα του προκάλεσε τόσο το θαυμασμό όσο και το μίσος των ανθρώπων της εποχής του, κι όχι μόνο αυτών. Κεντρικό πρόσωπο ιστορικών και λογοτεχνών απ’ την αρχαία Ελλάδα, τη Ρώμη, την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό μέχρι σήμερα. Ποιος ήταν τελικά  ο Αλκιβιάδης; Γιατί  συμπεριφέρθηκε έτσι; Πού σταματούν  οι  προσωπικές ευθύνες ενός ανθρώπου και  πού  ο ίδιος είναι απότοκο φαινόμενο των ιστορικών συνθηκών  της εποχής του και ειδικότερα  του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού  του 5ου  αι. π.Χ;

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

"ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ: η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη μέρα" Κ. Βεργόπουλος Εκδόσεις Λιβάνη,2011

Η υπερχρέωση των κρατών και η αύξηση των ελλειμμάτων τους είναι ένα καινούργιο φαινόμενο που βιώνουν γενικά οι δυτικές κοινωνίες και ειδικότερα η ελληνική, που ταλανίζει τους λαούς με τα μέτρα που λαμβάνονται προς επίλυση του.
-Πώς έφτασαν τα κράτη στην κρίση χρέους τους;
-Υπάρχει λύση ή ποιες λύσεις προτείνονται;
Σ’ αυτά τα βασικά ερωτήματα δίνει απαντήσεις ο συγγραφέας Κώστας Βεργόπουλος, ο οποίος διδάσκει πολιτική οικονομία στο Παρίσι  και σε πανεπιστήμια της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, είναι εμπειρογνώμονας σε διεθνείς οργανισμούς, συγγραφέας πολλών βιβλίων και αρθρογράφος σε εφημερίδες.
Το έργο «Μετά το τέλος» με υπότιτλο "η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη μέρα" βοηθά τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει το στάδιο, στο οποίο έχει φτάσει σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο αλλού ονομάζει  «ολικό καπιταλισμό», δηλαδή τη γνωστή «παγκοσμιοποίηση». Η λεγόμενη λοιπόν «οικονομία της καταστροφής» ταυτίζεται μέσα στο έργο του με το σημερινό «χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό» και τη στρεβλή του ανάπτυξη ή την «εικονική οικονομία», αλλιώς «άυλη οικονομία».

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

"Ιουλιανός ο Παραβάτης" Χ.Ζαλοκώστας + 6 ποιήματα του Καβάφη

Η σύγκρουση χριστιανισμού-ελληνισμού και οι θέσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού πάνω στη σύγκρουση αυτή κι αργότερα η σύνθεση χριστιανισμού-ελληνισμού διαπερνά ως κεντρικό θέμα τη μυθιστορηματική βιογραφία «Ιουλιανός ο Παραβάτης» του Χρήστου Ζαλοκώστα. Το όνομα του συγγραφέα έχει δοθεί σε μια μικρή οδό στο κέντρο της Αθήνας, επί της οποίας στεγάζεται το υφυπουργείο Τύπου τιμώντας έτσι την προσωπικότητα του Χρήστου Ζαλοκώστα (1896-1975), ο οποίος υπήρξε βουλευτής Αθηνών το 1946 και το 1952, πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, και διακρίθηκε ως συγγραφέας  έργων με ιστορικό περιεχόμενο, πολλά εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά.
Το έργο «Ιουλιανός ο Παραβάτης» εκδόθηκε το 1974 και για τη συγγραφή του ο συγγραφέας στηρίχτηκε σε πολλές πηγές, οι οποίες αναφέρονται μέσα στο έργο του. Πηγές, όπως οι ιστορικοί Αμμιανός Μαρκελίνος, Ευνάπιος, Ζωναράς, που έζησαν λίγο αργότερα από την εποχή του Ιουλιανού, αριθμημένες επιστολές του ίδιου του Ιουλιανού προς το δάσκαλο του Λιβάνιο και προς άλλα πρόσωπα, αλλά και πηγές μεταγενέστερες, όπως τα έργα των βιογράφων του Ιουλιανού Boissier και Bidez. Έτσι ο συγγραφέας τεκμηριώνει το κείμενο του, παραθέτοντας αποσπάσματα ή αυτούσιες φράσεις από τις πηγές αυτές και συμπληρώνοντας με τη δημιουργική φαντασία του αναπλάθει αυτή τη μακρινή και τόσο ενδιαφέρουσα εποχή, του 4ου μ.Χ αιώνα, που έζησε ο Ιουλιανός.
Μια εποχή μεταβατική για δυο θρησκείες -η δραματική σύγκρουση των οποίων σημάδεψε την εποχή εκείνη κι όχι μόνο- που η φιλοσοφία τους στηριζόταν σε εντελώς αντίθετη βάση: από τη μια ο αρχαίος πολυθεϊσμός και η λογική κι απ' την άλλη ο μονοθεϊσμός και ο μυστικισμός του χριστιανισμού.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

"Η Τράπεζα - πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο" Marc Roche, εκδ. Μεταίχμιο, 2011

Η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs κατέστη αντικείμενο θαυμασμού και μίσους ανά την υφήλιο για τις οικονομικές της δραστηριότητες, οι οποίες ήλθαν στην επικαιρότητα κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και κατά την πρόσφατη ελληνική κρίση. Ο Μαρκ Ρός, ανταποκριτής της εφημερίδας Λε Μόντ στο Σίτι του Λονδίνου, εδώ και 20 χρόνια, μας εισάγει στα ενδότερα αυτού του ναού του χρήματος για να μας δείξει, πώς λειτουργεί η υπ’ αριθμό πρώτη επενδυτική τράπεζα στον κόσμο, ώστε να φτάνει να «κυβερνά» τον κόσμο!
Η Γκόλντμαν Σακς ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από δυο Γερμανοεβραίους μετανάστες, τον Γκόλντμαν και τον Σακς. Η βιομηχανική ανάπτυξη που λάμβανε χώρα τότε στις ΗΠΑ, έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθούν πολλές τράπεζες μεταξύ αυτών και η Γκόλντμαν Σακς, ενώ η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 μετέτρεψε την Γκόλντμαν Σακς, όπως και κάποιες άλλες, σε επενδυτική τράπεζα, η οποία έγινε γνωστή στις ΗΠΑ για τη σύνεση της. Τα τελευταία 30 χρόνια όμως η Γκόλντμαν Σακς απέκτησε τη φήμη μιας τράπεζας-καζίνου, όπου ο κύριος όγκος των δραστηριοτήτων της αφορά αγοραπωλησίες μετοχών στο Χρηματιστήριο επιτρέποντας της να κερδοσκοπεί ασύστολα. Η Γκόλντμαν Σακς είναι από τους πρωτεργάτες της Νέας Οικονομίας, που επικράτησε την εποχή της παγκοσμιοποίησης, του λεγόμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ή της άϋλης οικονομίας, στον οποίο η επένδυση κεφαλαίων στο Χρηματιστήριο, πάνω σε τίτλους και σε πρώτες ύλες, γίνεται με βάση παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που ιδιοφυείς οικονομολόγοι-αναλυτές κατασκευάζουν στηριζόμενοι σε μαθηματικούς τύπους, αποκομμένοι συχνότατα από την πραγματική (παραγωγική)οικονομία, με συνέπεια τα κέρδη να είναι μυθικά αλλά και οι λεγόμενες «φούσκες» της οικονομίας να καραδοκούν ανά πάσα στιγμή. Παίζουν στοιχήματα π.χ. για τη χρεοκοπία διαφόρων κρατών, τζογάρουν όπως σε ένα καζίνο και κερδίζουν ιλιγγιώδη ποσά! Δικαιολογημένα λοιπόν ο κόσμος τη θαυμάζει αλλά και τη μισεί συγχρόνως.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

"Η Αναζήτηση" Ν.Θέμελης, εκδ. Κέδρος, 1998

 Ο μικρασιατικός ελληνισμός έχει απασχολήσει αρκετούς λογοτέχνες, διότι το θέμα του ξεριζωμού και των χαμένων πατρίδων συντάραξε ψυχικά τους Έλληνες. Αυτό όμως που διαφοροποιεί το Νίκο Θέμελη από τη γενιά των συγγραφέων που κατάγονται από τη Μικρά Ασία ή την Πόλη και βίωσαν οι ίδιοι τον ξεριζωμό (Ηλ.Βενέζης, Στρ.Δούκας, Κ.Πολίτης, Δ.Σωτηρίου, Γ. Θεοτοκάς κι άλλοι….) είναι ότι εστιάζει το θέμα του στις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες ανάπτυξης της αστικής τάξης του χώρου αυτού χωρίς να ασχολείται διεξοδικά με το μικρασιατικό πόλεμο (1919-1922) και τις οδυνηρές, άμεσες συνέπειες του. Η νέα γενιά συγγραφέων, αποφορτισμένη από τη συναισθηματισμό του βιώματος και ζώντας σ’ ένα κόσμο περισσότερο παγκοσμιοποιημένο, αντιμετωπίζει το μικρασιάτικο ελληνισμό πιο κριτικά. Ο Ν. Θέμελης γράφει ιστορικό μυθιστόρημα για να αναδείξει άλλες πτυχές του μικρασιάτικου ελληνισμού, δηλ. την οικονομική δράση και την πολιτιστική έκφραση της τάξης εκείνης που με τον πλούτο και την κουλτούρα της σημάδεψε την εποχή εκείνη και γοητεύει και μας σήμερα, έστω και με τον απόηχο του μύθου της. Ακόμα κριτικάρει την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, τις συνέπειες των Βαλκανικών πολέμων στην οικονομία της περιοχής με το χωρισμό της Ιωνίας απ’ τα αντικρινά νησιά του συμβάλλοντας έτσι περισσότερο στην εθνική μας αυτογνωσία.

«Η Αναζήτηση» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του νεοεμφανιζόμενου στη νεοελληνική λογοτεχνία Ν. Θέμελη (γεν.1947), το οποίο έχει σπονδυλωτή μορφή. Έξι διαφορετικά πρόσωπα αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία ο καθένας, κι όλες μαζί οι επιμέρους αφηγήσεις συνθέτουν την περιπέτεια ζωής του κεντρικού ήρωα Νικολή-εφέντη, μέσα από τις σχέσεις τους μαζί του. Χρονολογικά οι αφηγήσεις αυτές τοποθετούνται στα τέλη 19ου αιώνα κι αρχές 20ου κι αγκαλιάζουν το μικρασιατικό ελληνισμό με επίκεντρο τη Σμύρνη αλλά και την κοντινή της Μυτιλήνη, την Πόλη και με λίγες αναφορές στον Πόντο.

"Η Ανατροπή" Ν.Θέμελης, εκδ Κέδρος, 2000


Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

"Η Αναλαμπή" Νίκος Θέμελης, εκδ. Κέδρος, 2003

Τη διαδρομή της ελληνικής αστικής τάξης, (οικονομική, πολιτική, ιδεολογική) της ευρισκομένης εντός των συνόρων του Ελληνικού Βασιλείου απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα ως λίγο πριν τη Δικτατορία του Μεταξά το 1936, έχει ως θέμα το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας του Ν. Θέμελη. Στα δυο πρώτα βιβλία της τριλογίας «Αναζήτηση» και «Ανατροπή» παρακολουθήσαμε τη διαμόρφωση της αστικής τάξης, εκτός των συνόρων του Ελληνικού Βασιλείου, στο Δούναβη, στην Οδησσό, στη Σμύρνη αλλά και στην υπόδουλη Μακεδονία. Η περίοδος απ’ τα τέλη του 19ου ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα είναι πολύ σημαντική για τους Έλληνες, διότι τότε έθεσαν  δυο πολύ ωραίους αλλά και δύσκολους στόχους, πρώτον της ενοποίησης όλων των Ελλήνων, αλυτρώτων και μη, στο εθνικό τους κράτος και δεύτερον του αστικού εκσυγχρονισμού του κράτους αυτού. Θα έλεγα ότι, αν με την επανάσταση του 1821 αποκτήσαμε ελληνικό εθνικό κράτος, με τις αλλαγές που συντελούνται στην παραπάνω περίοδο διαμορφώθηκε το κράτος, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Τότε έγιναν προσπάθειες το ελληνικό κράτος αφενός να φτάσει στην εθνική του ολοκλήρωση κι αφετέρου να εκδημοκρατικοποιηθεί σύμφωνα με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Τα καταφέραμε;

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας: Π.Κονδύλης

Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998),  σπουδαίος Έλληνας διανοητής, άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό, διακρίθηκε στη Γερμανία, όπου έζησε αρκετά χρόνια, όταν το ελληνικό πανεπιστημιακό κατεστημένο του αρνήθηκε έδρα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Πριν είκοσι χρόνια, το 1991 εκδίδει το έργο του « Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού» με εισαγωγή η οποία είχε τον τίτλο «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» στην οποία προβλέπει τη σημερινή κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας. Η εισαγωγή αυτή εφέτος εκδόθηκε αυτοτελώς από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με διαφορετικό όμως τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας».Ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στην πορεία της Ελλάδας στα νεοτερικά χρόνια, ανατέμνει την ελληνική κοινωνία και το νεοελληνικό κράτος παρουσιάζοντας τις στρεβλώσεις τους και με διορατικότητα προβλέπει την κρίση που οδηγεί σε εκποίηση του κράτους στους δανειστές του κι όχι μόνο. Πρόκειται για ένα δοκίμιο 57 σελίδων με πολύ πυκνό ύφος, το οποίο χωρίζεται σε 8 κεφάλαια από τον εκδότη με τους εξής τίτλους το καθένα: ο νόθος αστισμός, το κράτος και τα κόμματα, το έθνος, εθνικισμός και ελληνοκεντρισμοί, το γλωσσικό και η γραμματεία, η νόθα μαζική δημοκρατία, οι λαϊκισμοί, ο εντόπιος μεταμοντερνισμός. Σκοπός του εκδοτικού οίκου είναι να κατανοήσει το αναγνωστικό κοινό «πώς φτάσαμε ως εδώ, τι και πως πετύχαμε, σε τι και γιατί αποτύχαμε», όπως πληροφορούμεθα στην εισαγωγή του μικρού αυτού εγχειριδίου.

      Α!   Στο πρώτο κεφάλαιο ο Π. Κονδύλης παρουσιάζει τα γνωρίσματα της  ελληνικής αστικής τάξης για να μας δείξει ότι ποτέ οι Έλληνες δεν απέκτησαν μια γνήσια αστική τάξη, όπως οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γεγονός που είχε συνέπειες και σε άλλα ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής τους. Η αστική τάξη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών αναδείχτηκε στη συνείδηση του κόσμου ως μια προοδευτική δύναμη που καταπολεμούσε τις φεουδαρχικές δομές της κοινωνίας, τους αριστοκράτες γαιοκτήμονες και την κληρικοκρατία. Αντίθετα η ελληνική αστική τάξη -αν μπορεί να εννοηθεί ως τέτοια- συμβιβάστηκε και υποχώρησε απέναντι στις πατριαρχικές νοοτροπίες κι αξίες των προυχόντων (κοτζαμπάσηδων) και δεν μπόρεσε να παίξει τον ιστορικό της ρόλο ανατρέποντας τις φεουδαρχικού τύπου δομές της ελληνικής κοινωνίας (αλλά πέρασε στη συνείδηση του κόσμου περισσότερο ως η δύναμη που αντιμάχεται την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό).
Πιο συγκεκριμένα η ελληνική αστική τάξη δεν υπήρξε ποτέ ενιαία με ισχυρή συνοχή μεταξύ των επιμέρους ομάδων που την απαρτίζουν, ώστε μέσα σε αυτήν να χωρούν ετερογενείς ομάδες, όπως οι πλουτοκράτες, οι εύποροι, οι νοικοκυραίοι ακόμα και οι αετονύχηδες επιχειρηματίες και οι παντός τύπου εργολάβοι. Με άλλα λόγια μέσα σ’ αυτήν χωρούσαν κι αυτοί οι λιγοστοί που πλούτιζαν με καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κι είχαν αστική συνείδηση αλλά και οι τυχάρπαστοι. Ακόμα η δημιουργία της ελληνικής αστικής τάξης δεν ακολούθησε μια ευθύγραμμη πορεία ανάπτυξης ως συνέχεια των προκαπιταλιστικών στοιχείων (που είχαν δημιουργηθεί επί Τουρκοκρατίας στα τέλη του 18ου αιώνα με την ανάπτυξη της ναυτιλίας-βιοτεχνίας) αλλά μετά σχεδόν έναν αιώνα νέοι φορείς κι από νέους δρόμους δημιουργούν αστική ανάπτυξη. Ο συγγραφέας δεν προχωρά σε αναλυτική παρουσίαση των σκέψεων του. Κατά την προσωπική μου γνώμη υπονοεί την ανάπτυξη του παροικιακού κεφαλαίου, το οποίο αρχίζει να έρχεται στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ  η προεπαναστατική  αστικού τύπου ανάπτυξη καταστράφηκε λόγω επανάστασης ή μετεβλήθη σε μια κρατικοδίαιτη «αστική» ανάπτυξη! 
Βασικό έλλειμμα  της ελληνικής αστικής τάξης ήταν ότι δεν διαμόρφωσε αστική συνείδηση στις οικονομικές της σχέσεις, εκτός ολίγων εξαιρέσεων. Δεν διαμορφώθηκαν απρόσωπες εργασιακές σχέσεις στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης αλλά κυριάρχησε η πατριαρχική λογική "του δούναι και του λαβείν" δηλαδή της παροχής υπακοής και της αντιπαροχής προστασίας, με απλά λόγια η συναλλαγή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων και του κράτους. Το κράτος γινόταν ο εργοδότης για μια κρατικοδίαιτη αστική τάξη, η οποία έβλεπε τη συσσώρευση χρημάτων περισσότερο για λόγους προσωπικού γοήτρου και λιγότερο ως κεφάλαιο για επενδύσεις. Δεν αναπτύχθηκε τόσο η βιομηχανία που απαιτεί καινοτόμο πνεύμα στη χρήση της τεχνολογίας και στην παραγωγή αγαθών, ώστε να συμπαρασύρει την κοινωνία στην πρόοδο, καλλιεργώντας την πίστη στην επιστήμη και στην τεχνολογία και γκρεμίζοντας τη στείρα παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού. Αντίθετα αναπτύχθηκε το εμπόριο, οι μεταφορές(ναυτιλία) και το τραπεζικό σύστημα, που δημιούργησαν μια τάξη, μεταπρατική, που μεσολαβούσε ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση χωρίς η ίδια να παράγει
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ενταχτεί ολοκληρωμένα στο αστικό σύστημα κατά τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης του, δηλαδή να ζήσει και να ωριμάσει μέσα από την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, τη Βιομηχανική εποχή, τη παγκοσμιοποίηση. Το πυκνό ύφος του συγγραφέα και η συμπύκνωση της σκέψης του με αναγκάζει να γίνομαι πιο αναλυτική για να γίνω και πιο διαφωτιστική, θέτοντας μέσα σε παρενθέσεις τις προσωπικές μου σκέψεις. Στην αρχή λοιπόν, (λόγω Τουρκοκρατίας) τα αστικά στοιχεία της Αναγέννησης δεν έφτασαν ως εδώ (εκτός από τις Βενετοκρατούμενες περιοχές), (στη συνέχεια ο Διαφωτισμός έφτασε αργοπορημένα στην Ελλάδα και διχάστηκε σε δυο ρεύματα: το συντηρητικό και το προοδευτικό με αποτέλεσμα ο διχασμός ως νοοτροπία να εμφανιστεί στο νεοελληνικό έθνος). Αργότερα στη φάση της Βιομηχανικής ανάπτυξης μείναμε πίσω, ενώ μας δόθηκε η ευκαιρία λόγω των πολέμων και των ανακατατάξεων στην Εγγύς Ανατολή κι έχοντας την υποστήριξη του αγγλικού κυρίως κεφαλαίου. Μεταπολεμικά δε, η ένταξη μας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα έγινε μέσα από τη μετανάστευση του 1950 και 1960 και μέσα από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε σχέση με τον τουρισμό. Ο δε συγγραφέας εκφράζει τις σκέψεις του στο τέλος του δοκιμίου για τη θέση που πιθανόν θα κατέχει η Ελλάδα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης και είναι απαισιόδοξος.

       Β!  Όσον αφορά την πολιτική ζωή του τόπου, παρατηρούνται κι εδώ στρεβλώσεις που αφορούν τις σχέσεις κράτους-κομμάτων με αποτέλεσμα την εδραίωση πελατειακών σχέσεων μεταξύ κομμάτων –ψηφοφόρων. Τα κόμματα ως μεσολαβητές ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες οργάνωσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με την πατριαρχική νοοτροπία της παροχής υπακοής από τον ψηφοφόρο και της αντιπαροχής προστασίας από τον πολιτικό, με αποτέλεσμα να εκποιήσουν το ελληνικό κράτος μέσα στα 200 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του!!
Η στρέβλωση ξεκίνησε όταν ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία, δύο θεσμοί πολύ προηγμένοι για την εποχή θεσπίστηκαν στην Ελλάδα όχι ως αποτέλεσμα ωρίμανσης των πολιτικών συνθηκών αλλά ήλθαν από το εξωτερικό, επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις μέσω αυτών θα αύξαιναν την επιρροή τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Το αποτέλεσμα όμως από τη διασταύρωση των δυο αυτών προοδευτικών θεσμών με τις αναχρονιστικές πατριαρχικές αντιλήψεις  ήταν ιλαροτραγικό, σχολιάζει ο συγγραφέας. Ο κοινοβουλευτισμός και η ψηφοφορία επέφεραν μια κοινωνική κινητικότητα δημιουργώντας ευκαιρίες για πολιτική και κοινωνική σταδιοδρομία των Ελλήνων κι ανοίγοντας το δρόμο στις ευρύτερες μάζες για να μετακινηθούν από την ύπαιθρο προς την πόλη. Το υποτυπώδες μέχρι τότε κράτος αρχίζει να διογκώνεται αποκτώντας κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι οργανώθηκαν έτσι, ώστε να μην προστατεύουν το γενικό συμφέρον αλλά το μερικό με αποτέλεσμα ο χωρισμός κράτους – κοινωνίας να μην είναι σαφής. Οι τοπικοί προύχοντες ακόμα και κάποιοι οπλαρχηγοί με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο κράτος που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 1821. Συμφιλιώθηκαν με το κράτος μόνο, όταν μπόρεσαν να το ελέγξουν είτε επηρεάζοντας τη μοναρχία είτε μέσα από τον «πελατειακό κοινοβουλευτισμό» που επέβαλαν. Όμως ελέγχοντας το, το αδρανοποίησαν, καταλήγει ο συγγραφέας. Η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική και μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση. Ο βουλευτής, ο κομματάρχης, ο αρχηγός κόμματος απαιτεί από τους ανθρώπους του υπακοή και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την προστασία τους δηλαδή να ενεργήσει για τις υποθέσεις τους, σε ανταγωνισμό με τους οπαδούς των άλλων κομμάτων. Αυτές οι πελατειακές σχέσεις αποτέλεσαν τροχοπέδη για μια αμιγή καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ακόμα τη γραφειοκρατία, η οποία αναπτύχθηκε μαζί με τα αστικά κράτη στη Δυτική Ευρώπη για να συνεισφέρει στη θεσμική προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην Ελλάδα τα πολιτικά «τζάκια» με την πατριαρχική νοοτροπία τους βρήκαν τρόπους απείρως πιο ευρηματικούς για να τη χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον τους, αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και οι μέθοδοι τους αυτοί δυστυχώς έγιναν δεσμευτικές και υποδειγματικές για όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Η κρατική γραφειοκρατία που αντικαθρέπτιζε την πατριαρχική νοοτροπία εμπόδισε τη διάκριση κοινωνίας-κράτους, η οποία στη Δυτική Ευρώπη εγκαινιάστηκε απ’ την εποχή ήδη της απολυταρχικής διακυβέρνησης του αστικού κράτους. Έτσι στην Ελλάδα οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί αναπτύχθηκαν στρεβλά, από τη μια υπέπεσαν σε υποπλασία κι απ’ την άλλη σε υπερτροφία, αναφέρει ο συγγραφέας δηλαδή αναπτύχθηκαν υπερβολικά χωρίς ποτέ να εκσυγχρονιστούν.
Στην ελληνική περίπτωση, το πολιτικό-κομματικό παιχνίδι ως πελατειακή σχέση απέκτησε εκτεταμένη αυτονομία, η οποία κάνει προσχηματικές και δευτερεύουσες τις ιδεολογικές αντιθέσεις των κομμάτων. Ο βασικός στόχος για τα κόμματα παραμένει η απόκτηση της κρατικής εξουσίας για να μπορεί να διανείμει στους ψηφοφόρους του το συγκεκριμένο κόμμα που κέρδισε τις εκλογές -κι όχι το αντίπαλο κόμμα- τις κρατικές προσοδοφόρες θέσεις κι αξιώματα, οι οποίοι το ψήφισαν γιατί προσδοκούσαν ως αντάλλαγμα της ψήφου τους αυτές τις κρατικές διευκολύνσεις. Τα κόμματα εξουσίας εκποιούν λοιπόν το κράτος για να εκλεγούν τα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους, που θα μοιράσουν μεταξύ τους τις ανώτερες κρατικές θέσεις.
Τα ελληνικά κόμματα μεταμορφώνονται αφενός σε «κρατικίστικα», που χρησιμοποιούν τους κρατικούς μηχανισμούς έτσι ώστε μέσω αυτών να εξυπηρετούν το κομματικό τους συμφέρον  κι αφετέρου σε «λαϊκά», όπου μέσω του κράτους εξυπηρετούν τα συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων, διαφόρων ομάδων ή επαγγελματικών κλάδων σε βάρος βέβαια των μη δικών τους ψηφοφόρων και του κράτους, που το ξεπουλούν στα διάφορα συμφέροντα χωρίς να φροντίζουν να το κάνουν ισχυρό. Έτσι δημιουργήθηκε μια ευρύτατη μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών, οι οποίοι εξίσου καλά μπορούν να ανήκουν σε ένα δεξιό, σ’ ένα φιλελεύθερο, και σ’ ένα αριστερό κόμμα. Η δε αστική τάξη μοιραζόταν ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα κόμματα, τα οποία προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της στη λογική των πελατειακών σχέσεων, φτάνοντας μερικές φορές και σε αντιστροφή των ρόλων τους, αναφέρει ο συγγραφέας, δηλαδή  των ρόλων του προστάτη και του προστατευόμενου. Η ταξική σύγκρουση αμβλύνθηκε, αφού όλοι κλάδοι στρέφονταν κατά του κράτους ικετεύοντας το ή απειλώντας το κι όχι ο ένας κατά του άλλου.             
Στις αρχές το 20ου αιώνα οι πατριαρχικές δομές παλαιού τύπου υποχώρησαν (επανάσταση Γουδί, 1909) αλλά δεν αντικαταστάθηκαν από δομές καθαρά αστικές. Τώρα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική νέοι που προέρχονταν από μικροαστικά ή αγροτικά στρώματα, είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση και συχνά καλές σχέσεις με τους πρώην προύχοντες της πολιτικής. Ο κρατικός μηχανισμός παρέμεινε ακατάλληλος για την άσκηση σαφούς αστικής πολιτικής  γιατί η μεγάλη μάζα των  δημοσίων υπαλλήλων λόγω των πελατειακών σχέσεων με τις οποίες προσελήφθησαν, προέρχονταν από στρώματα καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη, αναφέρει ο συγγραφέας, που είχε επιπτώσεις στην ποιότητα της λειτουργίας του. Αγραμματοσύνη, στενοκεφαλιά, ανικανότητα να εργαστούν πάνω σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές αντίθετα εμφορούμενοι από νοοτροπίες της πατριαρχικής κοινωνίας εξυπηρετούσαν αιτήματα της ιδιαίτερης πατρίδας τους, των φίλων τους, των συγγενών τους. Η λαϊκή φαντασία έπλασε ένα κράτος πάμπλουτο και παντοδύναμο δότη, αρκεί να ήθελε να δώσει στους υπηκόους του κι απ΄ την άλλη ένα κράτος απατεώνα και τύραννο, που έπρεπε να κατανοεί και να συγχωρεί τις πλάγιες οδούς (το παραθυράκι του νόμου, το ρουσφέτι) που χρησιμοποιούσαν οι υπήκοοι του.
Μεταπολεμικά και κυρίως μεταδικτατορικά το πελατειακό πολιτικό σύστημα αντί να συρρικνωθεί εξ αιτίας της υποχώρησης των πατριαρχικών αντιλήψεων στην κοινωνία, αυτό ενισχύθηκε κι απλώθηκε σ’ όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας και την καταπλάκωσε. Η εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων, των νεόπλουτων και η επικράτηση του λαϊκισμού, η εγκαθίδρυση της μαζικής δημοκρατίας με τη δημαγωγία που ασκείται μέσα από νεοεμφανιζόμενα ΜΜΕ αλλάζουν τους όρους του πελατειακού συστήματος σιγά -σιγά  με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Ο ψηφοφόρος δίνει τώρα την ψήφο του σε κάποιο κόμμα προσδοκώντας απ’ αυτό ότι θα του διασφαλίσει το καταναλωτικό του επίπεδο ή θα του το ανεβάσει βραχυπρόθεσμα, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα! Και τα ανυπόμονα για τη εξουσία στελέχη των κομμάτων υιοθετούν οποιαδήποτε αιτήματα απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται..

        Γ!    Όσον αφορά το νεοελληνικό έθνος, αυτό ποτέ δεν συμπεριελήφθη εξ ολοκλήρου μέσα στα σύνορα του νεοελληνικού κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των αστικών θεσμών, αλλά αντίθετα κρατήθηκε στη σφαίρα του μύθου, καθώς ήταν αποσυνδεδεμένο απ’ το αστικό εθνικό του κράτος. Ένα ασαφές εννοιολογικά έθνος, που εκφράστηκε και στην εθνική ιδεολογία του με τον ασαφή όρο, «ελληνοκεντρισμός». Αντί να επικρατήσει ένας αμιγής αστικός εθνικισμός με αιτήματα σύγχρονα για την ανάπτυξη του (αστική οικονομική και θεσμική οργάνωση του εθνικού κράτους του), αντίθετα αυτός αναμίχτηκε και συμβιβάστηκε μ’ έναν πατριαρχικού τύπου εθνικισμό, που έδινε έμφαση στη φυλή και στα πολιτισμικά στοιχεία της (γλώσσα, θρησκεία), άλλοτε πραγματικά, άλλοτε φαντασιακά. Η ιδεολογία του ελληνοκεντρισμού με την ασάφεια της μπορούσε να γεφυρώνει και να συνενώνει προς τα έξω τις διαφορετικές αντιλήψεις περί έθνους, που υπήρχαν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι νομιμοποιούσε κι έκανε ηθικά ενδιαφέρουσες προς τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές διεκδικήσεις σε χώρους αμφισβητούμενους και συγχρόνως τόνωνε ψυχολογικά ένα αδύναμο έθνος.
Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού που εμφανίστηκε ήταν ο κλασικισμός δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα, ως πρότυπο μίμησης για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Πρωτοεμφανίστηκε στα προεπαναστατικά χρόνια, μεταξύ των  αστών των παροικιών της Δυτικής Ευρώπης και συμβάδιζε με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, που άκμαζε τότε εκεί. Ο κλασικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός παράκαμπτε το βυζαντινισμό της Εκκλησίας και τόνιζε ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού και η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα απ’ την πολιτισμένη ανθρωπότητα, γεγονός που προκαλεί θυμηδία στο συγγραφέα.
Η δεύτερη μορφή του ελληνοκεντρισμού, που έγινε και κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, ήταν της αδιάσπαστης συνέχειας φυλετικής και πνευματικής του ελληνισμού, επί 3.000 χρόνια, η οποία διαμορφώθηκε μέσα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος κι αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία του. Όταν ο αρχαιοελληνικός ελληνοκεντρισμός μεταφυτεύτηκε στον ελλαδικό χώρο, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, υπέστη τροποποιήσεις για να συμβαδίζει με τις προαστικές πατριαρχικές αντιλήψεις. Αποσυνδέεται από τη μονομερή αρχαιολατρία του, απογυμνώνεται από τα ριζοσπαστικά στοιχεία του που έρχονταν σε αντίθεση με τα χριστιανικά ιδεώδη, συμπεριλαμβάνει το Βυζάντιο (και το νεώτερο βέβαια ελληνισμό) κι έτσι διαμορφώνεται η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Με την ιδεολογία αυτή αποκαθίσταται η Εκκλησία ιδεολογικά και ιστορικά, διότι η Εκκλησία, μέχρι τότε, κατανοούσε τον εαυτό της ως την κεφαλή όχι ενός υπόδουλου έθνους αλλά του Γένους δηλαδή των χριστιανών ορθοδόξων πληθυσμών που ανήκαν όμως σε διαφορετικά έθνη. Μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει ότι είναι σφάλμα να θεωρείται ότι η (επίσημη)Εκκλησία «πρόδωσε» τα εθνικά ιδεώδη (στην αρχή της ελληνικής επανάστασης του 1821), διότι η δημιουργία ενός ελληνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμα της και θα μείωνε την επιρροή της. Κάτω όμως από την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων άλλαξε τη στάση της, χρησιμοποιώντας τη θρησκεία ως βασικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας κι ενότητας του έθνους.
Τελικά ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός υπερφαλάγγισε τον αρχαιοελληνικό ελληνοκεντρισμό, άσκησε καθοριστική επίδραση σ’ ολόκληρη την ίσαμε τώρα ζωή του ελληνικού κράτους. Η αντίθεση όμως του (αρχαίου) ελληνικού και του χριστιανικού στοιχείου δεν έσβησε παρά τη συγχώνευση τους και δεδομένων των ευκαιριών γίνεται επίκληση πότε του ενός, πότε του άλλου στοιχείου για να νομιμοποιηθούν ποικίλες κοσμοθεωρητικές και κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις που εμφανίζονται. Για παράδειγμα η επίκληση του αρχαίου ελληνισμού με την κατάλληλη ερμηνεία του βέβαια, εξυμνήθηκε κι από δικτατορικά καθεστώτα (ιδεολογία 4ης Αυγούστου) κι από δημοκρατικά φτάνοντας σε μια προγονολατρία με γνώρισμα την εξιδανίκευση. Επίσης πολύμορφη υπήρξε  και η επίκληση του χριστιανικού στοιχείου και των αξιών του για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε ένα πνεύμα υλισμού και ευδαιμονισμού που επικρατεί σήμερα, αντιπαρατάσσοντας την «πνευματική» Ανατολή και την «αγάπη» στην «υλιστική» Δύση και στη «νοησιαρχία»
Μεταπολεμικά η κακή πολιτική χρήση των ιδεολογημάτων πάνω στα οποία το έθνος στήριξε την αυτοσυνειδησία του και προπάντων του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος –ελληνοχριστιανικό «υβρίδιο», αλλού το χαρακτηρίζει- εφθάρησαν σημαντικά και αποδυναμώθηκαν. Το κενό καλύφτηκε εν μέρει από άλλες εκδοχές του ελληνοκεντρισμού, όπως της πολιτισμικής επανάστασης των δεκαετιών του 1960 και 1970. Μεταδικτατορικά ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τον καταναλωτισμό, τους λαϊκισμούς και τις μεταμοντερνίστικες αντιλήψεις της ισοπέδωσης των πάντων, που εισέβαλαν στην ελληνική κοινωνία, χαλάρωσε τα ιδεολογικά περιγράμματα. Ο ελληνοκεντρισμός  επέζησε όμως και θα επιζήσει για πολύ ακόμα, εφόσον αποτελεί θεμελιώδη ψυχολογικό μηχανισμό ενός έθνους αδύναμου, όμως θα επιζήσει χωρίς συγκροτημένη κοσμοθεωρία αλλά «είτε ως στάση εθνικής λεβεντιάς και περηφάνειας είτε ως φολκλοριστικό καρύκευμα της τουριστικής εκποίησης του τόπου» επισημαίνει με έναν ιδιαίτερα σκληρό λόγο ο συγγραφέας.

Η νεοελληνική ιδεολογία δεν έχει μελετηθεί ακόμα συνολικά σ’ όλες της τις εκφάνσεις (μορφολογία, ιστορία, κοινωνιολογία) επισημαίνει ο συγγραφέας και οι μέχρι τώρα μελετητές παραβλέπουν την πολυμέρεια των δεδομένων με αποτέλεσμα να παράγονται μονοσήμαντες ερμηνείες. Για παράδειγμα σχετικά με τη διαμάχη γύρω από τη γλώσσα αποτιμήθηκαν μονοσήμαντα τάσεις και πρόσωπα κρίνοντας τους με βάση την επιλογή τους την εθνική και κοινωνικοπολιτική. Η προάσπιση της καθαρεύουσας δεν αποτελούσε παντού και πάντα αντιδραστική τάση και η προάσπιση του δημοτικισμού έγινε από παρατάξεις διαφορετικές ως εχθρικές μεταξύ τους, από τους σοσιαλιστές ως τους αστούς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και τους ρομαντικούς που υπεράσπιζαν τις ελληνικές (λαϊκές) παραδόσεις ενάντια σ’ αυτούς που μιμούνταν κάθε φράγκικο εισαγόμενο στοιχείο.  
Ένα θέμα που απασχολεί το συγγραφέα είναι πώς ο ελληνοκεντρισμός, η κατ’ εξοχήν νεοελληνική ιδεολογία, εκφράστηκε στη νεοελληνική γραμματεία ή η νεοελληνική γραμματεία κατά πόσο εκφράζει την εθνική ιδεολογία μας.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι ο ελληνοκεντρισμός εκφράστηκε με ένταση και με έκταση  στην ποίηση, όπου έδωσε σπουδαία έργα σε αντίθεση με την πεζογραφία, που δεν κατάφερε να δώσει, σε ικανοποιητική έκταση, μυθιστορήματα καθαρά αστικά. Οι Έλληνες ποιητές στηρίχτηκαν στη δυναμική της πολυστρώματης και παμπάλαιης ελληνικής γλώσσας κι εκφράσανε την ιδέα της Ελλάδας ως συμπύκνωση ύψιστων ηθικών και αισθητικών αξιών ανεξάρτητα από την ποικιλία των εκφραστικών τους τρόπων. Τα ελληνοκεντρικά οράματα ξεχύνονταν σε χείμαρρους λυρισμού και επικάλυπταν τις πεζότερες αστικές ιδέες κι αξίες. Το ίδιο όμως δεν συνέβη στο μυθιστόρημα, διότι αυτές οι ιδέες κι αξίες δεν είχαν πραγματική υπόσταση μέσα στην ελληνική κοινωνία, ώστε να εκφραστούν και στο μυθιστόρημα, που είναι το κατεξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος. Το νεοελληνικό, λεγόμενο αστικό, μυθιστόρημα μπορεί να μετέφερε τη δράση απ’ την ύπαιθρο στην πόλη, οι πρωταγωνιστές του όμως δεν εκφράζουνε τον κοινωνικό τύπο του γνήσιου αστού, με  την πειθαρχημένη ζωή, τους μακροπρόθεσμους στόχους, το εργασιακό ήθος και τα τυχόν διλήμματα του  αλλά πρωταγωνιστούν άτομα από τα μεσαία στρώματα που συνθλίβονται μέσα στις στενές και μίζερες συνθήκες της ζωής τους κάτω από την πίεση των ανεκπλήρωτων ονείρων και προσδοκιών τους. Μόνο στα προεπαναστατικά έργα του νεοελληνικού διαφωτισμού μπορούμε να βρούμε έργα που εκφράζουνε κάπως ξέθωρα όμως την αστική κοσμοθεωρία.

        Δ!   Ο Παναγιώτης Κονδύλης ανατέμνοντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους φτάνει στο πρόσφατο παρελθόν στα χρόνια μετά τον πόλεμο και ειδικότερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης και παρουσιάζει τις ανακατατάξεις που υπέστη η κοινωνία μας. Από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου αστισμού μεταβήκαμε στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις της. Δημιουργήθηκαν συνθήκες που ευνόησαν κατά πολύ την κοινωνική κινητικότητα κι έτσι εμφανίστηκαν νέα κοινωνικά στρώματα, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «οι νεόπλουτοι», που πλούτισαν από τις εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, που πρόσφερε η ανοικοδόμηση (της Αθήνας κι άλλων πόλεων), τα μεγάλα δημόσια έργα, η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγόμενων προϊόντων στην ελληνική αγορά με σκοπό την προώθηση του καταναλωτισμού. Τέλος η διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών μέσα από την ανάπτυξη του τουρισμού δημιούργησε ένα πολυπληθέστατο μεσαίο στρώμα. Το πολιτισμικό επίπεδο και ο πνευματικός ορίζοντας των στρωμάτων αυτών παρέμειναν πολύ χαμηλά, με κύρια γνωρίσματα «το μιμητικό καταναλωτισμό, την έπαρση της νεοαποκτηθείσας ευημερίας και της επίσης νεοαποκτηθείσας ημιμάθειας τους». Η ελληνική κοινωνία βέβαια ομογενοποιήθηκε πολιτισμικά αλλά μέσα από τη ραγδαία εξάπλωση του λεγόμενου «κίτς», του κακόγουστου, και την ανακάλυψη και τον εξευγενισμό του «λαϊκού» τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό «μπορούσε να απευθυνθεί ταυτόχρονα σ’ όλα τα στρώματα μιας κοινωνίας, που έμπαινε στη χοάνη μιας κινητικότητας πρωτόφαντης ίσαμε τότε και η οποία αναζητούσε εξισωτικούς κοινούς παρονομαστές» αναφέρει ο συγγραφέας. Με αυτή την έννοια το «λαϊκό» τραγούδι, με την εξιστόρηση των καημών του χασικλή ρεμπέτη μέχρι τη μελοποίηση της υψηλής ποίησης, συνέβαλε στην κατάλυση της παλιάς διάκρισης  ανάμεσα στο αστικό, λόγιο και λαϊκό πολιτισμό, διαχέοντας στην ελληνική κοινωνία έναν εξισωτισμό των πάντων που την εξοικείωνε με τη λεγόμενη μεταμοντέρνα κουλτούρα.
Αυτές οι ανακατατάξεις ενίσχυσαν το χαρακτήρα της χώρας μας, ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών στη βάση των καταναλωτικών συνηθειών τους όμως, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το εγχώριο παραγωγικό μας σύστημα. Η ευημερία μας ήταν επισφαλής γι αυτό ο ψηφοφόρος-καταναλωτής τώρα ζητάει από τα κόμματα να του διασφαλίσουν το καταναλωτικό του επίπεδο και να του το ανεβάσουν, όταν εκλεγούν. Το πελατειακό σύστημα δεν παίζεται πια μόνο στο επίπεδο ζήτησης διορισμών, δανείων κλπ αλλά παίζεται και στο επίπεδο της δημαγωγίας. Πιο συγκεκριμένα η έλευση της μαζικής δημοκρατίας με το λαϊκισμό, που τη συνοδεύει, και με τη βοήθεια των νεοεμφανιζόμενων τότε ΜΜΕ έφεραν στην ελληνική κοινωνία μια άνευ προηγουμένου δημαγωγία, που ενίσχυσε το πελατειακό σύστημα. Τα κόμματα δημαγωγούν για να πάρουν την εξουσία, οι ψηφοφόροι το ξέρουν και κατά βάθος επιθυμούν αυτή τη δημαγωγία, πιστεύοντας ότι, αν πάρουν έστω και στα λόγια τις υποσχέσεις που επιθυμούν, θα μπορούν αργότερα να πιέζουν το κόμμα τους που ανήλθε στην εξουσία, να εξοφλήσει το γραμμάτιο που τους «υπέγραψε». Το ιλαροτραγικό είναι ότι και η αριστερά καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα λαϊκά αιτήματα, τελικά υποχρεώνεται να υψώσει τη σημαία του καταναλωτισμού, αρκεί αυτός που το ζητάει, να αυτοτιτλοφορείται λαός.

Οι συνέπειες είναι οδυνηρές: οι πελατειακές σχέσεις έγιναν η τροχοπέδη για την εθνική οικονομική και κοινωνική μας ανάπτυξη και κάτι παραπάνω, έγιναν ο αγωγός για τη εκποίηση του κράτους μας στους ψηφοφόρους πρώτα και στους δανειστές μας στη συνέχεια, συμπεραίνει ο συγγραφέας. (Το κράτος δανειζόταν για να ικανοποιήσει το καταναλωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων του, για να μπορεί να αγοράζει τα  υπερτιμημένα προϊόντα και υπηρεσίες των κομματικών του φίλων ή δίνοντας τους κρυφά μίζες, ή διατηρώντας ένα υπερτροφικό σώμα δημοσίων υπαλλήλων, πολλούς από τους οποίους πλήρωνε με υψηλότατους μισθούς, ενώ η μεγάλη πλειονότητα τους παρέμεινε χαμηλόμισθη). Αντί της εντατικής εργασίας και της βραχυπρόθεσμης στέρησης για να συσσωρευτεί χρήμα γι επενδύσεις εμείς διαλέξαμε ως χώρα το δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού, του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, της κουτοπονηριάς, της εξυπηρέτησης του στενού συμφέροντος ατομικού και συντεχνιακού σε βάρος του κράτους και της χώρας μας!
Αυτή την άτεγκτη αλήθεια αρνούνται να τη συνειδητοποιήσουν οι πλατιές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, «λάδωσαν το άντερο τους» γράφει επί λέξει ο συγγραφέας και «οι οποίες επιπλέον απέκτησαν τη μεθυστική συναίσθηση (ψευδαίσθηση) του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή». Κι ακόμα, ένας λαός, που θεωρεί τον εαυτό του περιούσιο λαό, αρνείται να βάλει με το νού του ότι κάνει κάτι τόσο εξευτελιστικό, όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώνει περισσότερο! Φτάσαμε σε μια συλλογική σχιζοφρένεια, απ’ τη μια εθνικιστική ρητορεία κι απ’ την άλλη ξεπούλημα του κρατικού μηχανισμού μας!
Μαζί με τη μαζική δημοκρατία συντελέστηκε και η στροφή προς μια αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, της νέας αυτής φιλοσοφικής αντίληψης, που εισήχθη στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Ο εντόπιος μεταμοντερνισμός όμως, όπως διαμορφώνεται στην Ελλάδα, συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του, ιδεολογίες, ιδεολογήματα, πνευματικά έργα εξισώνοντας τα πάντα με τα πάντα, με αποτέλεσμα «οι μίμοι και οι γελωτοποιοί να εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η τέτοια είσοδος του μεταμοντέρνου στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση και εν μέρει την κορύφωση της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων (στοιχείων) της ελληνικής εθνικής ζωής» τονίζει ο συγγραφέας. Μπροστά μας προβάλλει ο κίνδυνος της εκποίησης του έθνους πια, αν επέλθει και η πλήρης πνευματική του στειρότητα. Αν η μεταμοντέρνα κουλτούρα καταφέρει να συμφύρει τα «κακοχωνεμένα δάνεια στοιχεία» που έρχονται από το εξωτερικό και να καταλήξει στη συρρίκνωση ή εργαλιοποίηση της ελληνικής γλώσσας, ώστε να μη μπορεί να παραχθεί το μόνο προϊόν που η παμπάλαιη γλώσσα μας παράγει, τον ποιοτικό λόγο, τότε ο κίνδυνος αφελληνισμού είναι ορατός.
Ο συγγραφέας κλείνει το δοκίμιο του με την απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι «η νεοελληνική ιστορία, όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία 200 χρόνια κλείνει τον κύκλο της. Τα τραγικά και κωμικά επεισόδια δεν τελείωσαν ακόμα, χάνεται όμως η ενότητα της προβληματικής της και  ο ειδοποιός της χαρακτήρας. Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού (των) άλλων (λαών)».

Ο Παναγιώτης Κονδύλης μας εξέπληξε με το έργο του. Από τη μια οξυδέρκεια, πρωτοτυπία, συμπύκνωση σκέψης κι απ’ την άλλη απαισιοδοξία για το μέλλον της Ελλάδας αφήνοντας ελάχιστες χαραμάδες ελπίδας. Παρουσιάζει πικρές αλήθειες για μια ελληνική πραγματικότητα που τον πληγώνει και ο λόγος του γίνεται «κυνικός» αρκετές φορές, που μπορεί να σοκάρει τον αναγνώστη. Είναι απόλυτος στις σκέψεις του, αναζητά την ψυχρή αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμούς. Στην τελευταία πρόταση του βιβλίου αναγνωρίζει ότι  στην εποχή του μεταμοντέρνου έχουν περάσει κι άλλοι λαοί, αφήνοντας μας μια «παρηγοριά» -αν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια- για την τύχη μας, η οποία βέβαια δεν αναιρεί τις πικρές αλήθειες που ειπώθηκαν.      
                                                                                                                           Σούλη Αγγελική
                                                                                                                     Αθήνα,  20 Ιουνίου 2011

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ένα μυθιστόρημα για τα μαθηματικά: "Το θεώρημα του παπαγάλου" Ντένι Γκετζ, εκδ. Πόλις, 1999

Το αναγνωστικό κοινό ξαφνιάστηκε όταν είδε να  κυκλοφορούν για πρώτη φορά λογοτεχνικά  έργα  με θέμα  την  επιστήμη των Μαθηματικών. Μα είναι δυνατόν  ο  ψυχρός  ορθολογισμός της μαθηματικής σκέψης, αυτά τα ακαταλαβίστικα  απ’ την  σχολική εμπειρία να προκαλέσουν αισθητική συγκίνηση; «Οι επιστημονικές αλήθειες χρειάζονται ωραίες ιστορίες για να τραβήξουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν να τις αγαπήσουν» γράφει ο Ντένι Γκέτζ, ο συγγραφέας, ο οποίος δημιούργησε το δικό του μυθιστόρημα για να παρουσιάσει την εποποιία  της ανθρώπινης  μαθηματικής σκέψης .
                Και ο λογοτεχνικός μύθος του Ντένι  Γκέτζ θυμίζει μαθηματικό πρόβλημα με τα δεδομένα, τους συλλογισμούς και τη λύση που επιζητείται. Ο κ. Ρυς  προσπαθεί να εξιχνιάσει τον τρόπο θανάτου του φίλου του Γκροσρούβ, μαθηματικού, κάπου στην  Αμαζονία της Λατινικής Αμερικής, ακολουθώντας  τα σημάδια  που του άφησε ο ίδιος  ο Γκροσρούβ -προτού πεθάνει- σε δυο επιστολές και στο πλήθος των συγγραμμάτων της μαθηματικής βιβλιοθήκης του. Στο μύθο εμπλέκεται επίσης και το τυχαίο, ένας φλύαρος παπαγάλος απ’ τη Λατινική Αμερική που γίνεται το μήλο της έριδας ανάμεσα στα παιδιά που ζουν  μαζί με τον κ. Ρυς και μιας σπείρας μαφιόζων που τον διεκδικεί για τις μαθηματικές του γνώσεις. Και καθώς ξετυλίγεται ο μύθος τίθεται το ερώτημα, αν ο παπαγάλος γνωρίζει τις λύσεις των δυο περίφημων εικασιών του Φερμά και του Γκόλντμαχ, τις οποίες ισχυρίζεται στις επιστολές του, ότι έλυσε ο Γκροσρούβ, προτού πεθάνει. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ σημαντική, διότι οδηγεί στη διελεύκανση  του  θανάτου του Γκροσρούβ  και στη  λύση των πιο δύσκολων μαθηματικών προβλημάτων  που για 250 χρόνια  βασανίζουν τους μαθηματικούς .
                   Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος με την ιδιότητα του, ως καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών στο πανεπιστήμιο  Paris  VIII, παρουσιάζει  την ιστορία των μαθηματικών κατευθείαν από τις πηγές τους. Όλα  τα  συγγράμματα που έγραψαν οι ίδιοι οι μαθηματικοί κατά  την αρχαιότητα, το μεσαίωνα, την αναγέννηση, το διαφωτισμό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα παρελαύνουν μπροστά μας με τους τίτλους τους δοσμένους στο πρωτότυπο και τις γενικές περιλήψεις τους. Βαθύς γνώστης της ιστορίας των Μαθηματικών  ο συγγραφέας  παρουσιάζει κύρια τη φιλοσοφία της επιστήμης αποφεύγοντας εξειδικευμένες γνώσεις  που θα κούραζαν ένα κοινό μη εξοικειωμένο με τη μαθηματική σκέψη και συγχρόνως όμως  καταφέρνει να μας δώσει  μια ξεκάθαρη εικόνα της μακραίωνης εξέλιξης των Μαθηματικών  και όλων των κλάδων τους. Δυσνόητες έννοιες και σύμβολα μαθηματικά γίνονται οικεία στον αναγνώστη.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

"Το Δόγμα του Σοκ" Ναόμι Κλάιν, εκδ.Λιβάνη, 2010

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 Tις τελευταίες δεκαετίες, οι λέξεις «παγκοσμιοποίηση», «αγορές» και "νεοφιλελευθερισμός" προστέθηκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο μας για να δηλωθεί η εξάπλωση παγκόσμια του καπιταλιστικού συστήματος,  μετά την κατάρρευση του αντίπαλου δέους, του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτή λοιπόν η προσπάθεια ενοποίησης του πλανήτη σε οικονομικό επίπεδο, πώς λοιπόν  υλοποιείται από τις αγορές; Και ποιο είδος καπιταλισμού προωθείται; αυτό του κεϊνσιανικού μοντέλου με τη μικτή οικονομία, που εισήγαγε ο Κέϊνς μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 κι έκτοτε επικρατούσε σ’ όλον σχεδόν τον ελεύθερον, επονομαζόμενον, κόσμο; ή αυτό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που εφαρμόστηκε πρώτη φορά στη Χιλή το 1973, και το οποίο εισήγαγε η σχολή του Σικάγου με επικεφαλής τον Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος ήθελε την πλήρη απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό παρεμβατισμό;
Το βιβλίο Το Δόγμα του Σοκ με υπότιτλο «η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής», που έγινε Διεθνές Best Seller, όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο του, απαντάει ακριβώς στα ερωτήματα αυτά. Πρόκειται για ένα βιβλίο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικό θρίλερ, όπου περιγράφεται το πέρασμα στον καπιταλισμό νεοφιλελεύθερου τύπου ή αλλιώς της ελεύθερης αγοράς, πολλών χωρών της γης. Χωρών του πρώην υπαρκτού κομμουνισμού (Πολωνίας, Ρωσίας), ή τυπικά κομμουνιστικών (Κίνας) αλλά και χωρών που ακολουθούσαν τον κεϊνσιακό τύπου καπιταλισμό που συνδύαζε την ελεύθερη οικονομία με τον κρατικό έλεγχο σε πολλούς τομείς της οικονομίας, όπως οι χώρες της Ν.Ανατολικής Ασίας (Νότια Κορέα, Φιλιππίνες, Ινδονησία, Ταϊλάνδη), της Νοτίου Αφρικής επί Μαντέλα, μετά την κατάργηση του απαρτχάϊντ, της Λατινικής Αμερικής (Χιλή, Αργεντινή, Βολιβία…) και χώρες, όπως το Ιράκ  αλλά ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία επί Θάτσερ και οι ίδιες οι ΗΠΑ, επί Ρήγκαν και Μπους του νεότερου κυρίως) και του Ισραήλ.

Το «δόγμα του σοκ» είναι η μέθοδος που εφαρμόζουν οι αγορές για να επιβληθούν διεθνώς. Για να προελάσουν οι ελεύθερες αγορές, χρειάζεται μια κοινωνία να έχει υποστεί ένα δυνατό «σοκ», από μια φυσική καταστροφή (τσουνάμι, τυφώνας) από μια εναλλαγή εξουσίας (πτώση κομμουνισμού ή απαρτχάϊντ Ν. Αφρικής), μια χρηματιστηριακή κρίση, μια χρεοκοπία κράτους προ των πυλών,

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Λέων Τολστόη "Πόλεμος και Ειρήνη",εκδ.εφημ.Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία


         Ο Πόλεμος κι Ειρήνη του Λέοντος Τολστόη  είναι ένα μυθιστόρημα με πολλές αναγνώσεις. Πρώτα θα το χαρακτηρίζαμε ως ένα κοινωνικό μυθιστόρημα αφού αφηγείται τον ανέμελο τρόπο ζωής της ρωσικής κοινωνίας και ιδίω της τάξης των ευγενών εν καιρω ειρήνης και πως ο τρόπος αυτός ανατρέπεται με τον ερχομό του πολέμου και των δεινών που τον συνοδεύουν! Έπειτα είναι ένα εθνικό ιστορικό μυθιστόρημα, αφού περιγράφει την εθνική αντίσταση των Ρώσων κατά του κατακτητή Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Πίσω απ’ όλα αυτά όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην προβληματιστεί  και για την ευρωπαϊκή ιστορία και τον αντίκτυπο που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης. Ποιος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε τον Ναπολέοντα, που με όπλο του τις νέες επαναστατικές ιδέες και το στρατό του ξεχύθηκε κατά των γερασμένων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών! Και ίσως τις νικούσε, αν δεν ήταν η  Αγγλία η  άλλη μεγάλη ανερχόμενη αστική δύναμη της εποχής, η οποία αντί να επιτεθεί με το στρατό της στον Ναπολέοντα προτίμησε μέσω της διπλωματίας να δημιουργήσει συνασπισμούς κρατών εναντίον του  αποκλείοντας μόνο με τα καράβια της τα γαλλικά λιμάνια!
               Τον Τολστόη τον απασχόλησε πολύ η ιστορική εξέλιξη που διαμορφώνει τρόπους ζωής και συνειδήσεις λαών και ατόμων που τυχαίνει να βρίσκονται μέσα στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων ανεξάρτητα από τη θέληση τους. Και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι[1], που συντάραξαν την Ευρώπη και τη Ρωσία με την κατάληψη της Μόσχας, σημάδεψαν τόσο την ψυχή της γενιάς που τους έζησε, ώστε  τους διηγούνταν στα παιδιά κι εγγόνια τους. Αυτό το πνεύμα μεταφέρει ο Τολστόη με το έργο του Πόλεμος κι Ειρήνη, ο οποίος γράφει το μυθιστόρημα αυτό, 50 χρόνια περίπου μετά το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων.

Ντοστογιέφσκι " Έγκλημα και Τιμωρία"



Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι[1] (1821-1881) στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του "Έγκλημα και Τιμωρία" ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή που βρίσκεται σε οριακές καταστάσεις, όπως όταν εγκληματεί[2] αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές. Γι αυτό τον απασχόλησαν τα κίνητρα της εγκληματικής πράξης και η δυνατότητα λύτρωσης της ψυχής του ανθρώπου από την ειδεχθή πράξη του, είτε διέπραξε έγκλημα που διώκεται ποινικά, είτε έγκλημα για πολιτικούς λόγους. Έτσι συλλαμβάνει την τραγική μορφή του Ρασκόλνικοφ, ο οποίος πιστεύει πως δεν είναι ένας κοινός εγκληματίας αλλά ένας «ιδεολόγος» εγκληματίας. Ο   Ρασκόλνικοφ, φοιτητής της Νομικής στην Πετρούπολη του 19ου αιώνα, άτομο μορφωμένο, ευαίσθητο με φιλοσοφικές ανησυχίες εγκαταλείπει τις σπουδές του λόγω φτώχειας και εξαθλίωσης και βλέπει τη δολοφονία μιας γριάς τοκογλύφου, ως λύση για τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης κι όχι μόνο. Με το φόνο αυτό, πιστεύει ακόμα, ότι θα απαλλάξει συνανθρώπους του απ΄ την τοκογλύφο που τους απομυζούσε και τα χρήματα της θα τα διαθέσει σε εξαθλιωμένους ανθρώπους για να σωθούν από την αρρώστια, την έλλειψη εκπαίδευσης  …δηλαδή για τον Ρασκόλνικοφ «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Πόσοι εξάλλου, σκέπτεται, μεγάλοι άντρες της Ιστορίας δεν σκότωσαν για να πάρουν την εξουσία ή πόσοι άλλοι δεν αιματοκύλησαν τους λαούς σε μάχες. Οι σύγχρονοι τους συνήθως τους καταδικάζουν για τα εγκλήματα τους αλλά οι επόμενες γενιές μπορεί να τους στήσουν κι αγάλματα! Τη θεωρία αυτή για το έγκλημα την είχε μάλιστα δημοσιεύσει σε περιοδικό της Πετρούπολης (τόμος Α, σ.309-318).

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Ι.Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ"

Έκπληξη προκαλεί ο τίτλος του εν λόγω βιβλίου η Θεραπεία του Σοπενάουερ, διότι  δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, τι είδους σχέση μπορεί να έχει ο Γερμανός φιλόσοφος Σοπενάουερ (1788-1860) με την ψυχοθεραπεία και γιατί αυτός ο μισάνθρωπος φιλόσοφος, εκφραστής του πεσσιμισμού, επελέγη από τον συγγραφέα Γιάλομ(1931- ), καθηγητή της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των Η.Π.Α, για να δείξει, πως μπορούν να θεραπευτούν τα πάθη της ψυχής. Ο τίτλος του έργου είναι δίσημος: ο Σοπενάουερ είναι υποκείμενο ή αντικείμενο της θεραπείας;
Ο συγγραφέας Γιάλομ εντάσσει στο μύθο του έργου του τη ζωή του Σοπενάουερ μέσα από τον ήρωα του, τον Φίλιπ, ο οποίος είχε αναγάγει σε πρότυπο ζωής το Γερμανό φιλόσοφο, επειδή πίστευε ότι, αν μιμηθεί τη συμπεριφορά του, θα καταφέρει να γιατρευτεί ψυχικά.

Ποιος ήταν όμως ο Σοπενάουερ;

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Βασίλειος Μαρκεζίνης: Μέρος Γ!


Ο ΝΕΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

        Μια νέα αντίληψη περί πατριωτισμού άρχισε να αναδύεται στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1980, όταν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι ΗΠΑ παρέμειναν η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο. Αυτός ο αμερικάνικος εθνικισμός, μεσσιανικού τύπου, έφτασε στην κορύφωση του επί Μπους του νεότερου. Ο νέος αμερικάνικος εθνικισμός έκφραζε κυρίως τα συντηρητικά τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας αλλά είχε και υποστηρικτές από το δημοκρατικό χώρο και πίστευε ότι είχε ιερή αποστολή για την ανθρωπότητα να εξάγει στο εξωτερικό το αμερικάνικο πολίτευμα και τον πολιτισμό του, επειδή ήταν τα τελειότερα που εμφανίστηκαν επί γης. «Εμείς αποτελούμε το παράδειγμα για τον κόσμο, το οποίο πρέπει οι άλλοι να ακολουθήσουν» τονίζει ο πρόεδρος Ρήγκαν. Η στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ ήταν το μέσον που τη βοηθούσε να επιβάλλει τον μεσσιανικού τύπου εθνικισμό της διεξάγοντας υπερπόντιους πολέμους. Μάλιστα υπερηφανευόταν, στον καιρό της παγκόσμιας μονοκρατορίας της, ότι μπορούσε να διεξάγει συγχρόνως δυο και μισούς υπερπόντιους πολέμους.
Αυτό το νέο αμερικάνικο δόγμα φρόντισε να αποκτήσει και τους θεωρητικούς του, νεοσυντηρητικούς φιλοσόφους και ιστορικούς, που του παρείχαν ιδεολογική κάλυψη. Πρώτος ο Ίρβινγκ Κρίστολ παρουσίασε την ανάγκη μετάβασης των ΗΠΑ από έναν «παθητικό» εθνικισμό σ’ έναν «ενεργητικό», που έθετε ως καθήκον της Αμερικής τη διάδοση των ιδεών κι αξιών της στους «βαρβάρους»(2Ο βιβλίο, σ.398). Στη συνέχεια ο Φουκουγιάμα έγραψε το έργο το «Τέλος της Ιστορίας», εκμεταλλευόμενος την άποψη του Γερμανού φιλόσοφου του 19ου αιώνα Έγελου, ότι η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης(ιδεολογίας) και κατά συνέπεια των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν είναι απεριόριστη αλλά θα τερματιστεί κάποτε, όταν η ανθρώπινη κοινωνία θα έχει εκπληρώσει τις βαθύτερες και βασικότερες επιθυμίες της. Στο έργο αυτό ο Φουκουγιάμα ισχυρίζεται ότι η στιγμή αυτή έφτασε στις μέρες μας χάρις στη  φιλελεύθερη δημοκρατία, αμερικάνικου τύπου, που σηματοδοτεί το τέλος της εξελικτικής πορείας των πολιτικών συστημάτων. Μάλιστα φρόντισαν η έκδοση του έργου αυτού να συμπέσει χρονικά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, για να γίνουν πιο πιστευτοί!
Ακόμα ο Χάντινγκτον με το έργο του «Σύγκρουση πολιτισμών» προβάλλει τις διαφορές φυλετικές, θρησκευτικές των λαών ως αιτία των συγκρούσεων τους κι απαλλάσσει το δυτικό πολιτισμό απ’ την κατηγορία ότι αυτός έχει προκαλέσει τις περισσότερες συγκρούσεις λαών παγκόσμια. Αυτές οι ακαδημαϊκές θεωρίες, τονίζει ο συγγραφέας, έχουν προσαρμοστεί κατά το δοκούν για να δικαιολογούν συγκεκριμένα γεωπολιτικά γεγονότα και να νομιμοποιούν τις αμερικάνικες στρατηγικές αντί να ομογενοποιούν διαφορετικές πολιτισμικές απόψεις. Έτσι προκάλεσαν την αντίδραση πολλών διανοουμένων παγκόσμια, κυρίως όμως Τούρκων κι Ιρανών πανεπιστημιακών, που αντιτίθενται στην αμερικάνικη ηγεμονική κοσμοαντίληψη. Πίσω όμως από την επιθυμία των Αμερικανών να εξάγουν το πολίτευμα τους στους άλλους κρύβονται οι παγκοσμιοποιημένες φιλοδοξίες των μεγαλοεπιχειρηματιών και του αμερικάνικου κράτους να ελέγχουν τις ενεργειακές πηγές του κόσμου.
 Αυτή  η αντίληψη να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μόνη ηγέτιδα δύναμη ενός μονοπολικού κόσμου είχε αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια ισορροπία, αφού  έγιναν επιθετικοί κι επικίνδυνοι για τ’ άλλα έθνη. Πιο συγκεκριμένα μετάλλαξαν κι υπονόμευσαν βασικές έννοιες του Διεθνούς Δικαίου, όπως «εθνική κυριαρχία» που κατείχε κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) επιδιώκοντας την αλλαγή του διεθνούς συστήματος για να ενισχύσουν τη δική τους ασφάλεια. Εξαιρούσαν τους εαυτούς τους απ’ το πλαίσιο των Διεθνών Συνθηκών, το σεβασμό των οποίων, κατά το παρελθόν, συνιστούσαν προς τους άλλους λαούς. Δημιούργησαν νέες έννοιες, όπως προληπτικός ή ανθρωπιστικός πόλεμος, διαστρεβλώνοντας το νόημα των λέξεων για να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Λέει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος Μπούς, ο νεώτερος «Δεν με νοιάζει τι λένε οι ειδικοί του διεθνούς δικαίου: θα τους πατήσουμε…» Γράφει η Φίλις Σλάφλι, μια ηγετική μορφή της χριστιανικής Δεξιάς (2Ο β, σ.152) «Οι Διεθνείς Συνθήκες και Διασκέψεις αποτελούν άμεση απειλή για τον αμερικανό πολίτη […]διότι θα μείωναν τα δικαιώματα μας, την ελευθερία και την κυριαρχία μας. Εμείς οι Αμερικανοί έχουμε μια συνταγματική δημοκρατία τόσο μοναδική, τόσο πολύτιμη και τόσο επιτυχημένη, ώστε θα ήταν παράλογο να βάλουμε το κεφάλι μας στον ίδιο ζυγό με οποιαδήποτε άλλη χώρα». Δυστυχώς σήμερα η ακροδεξιά, παρ’ όλες τις προσπάθειες του νέου προέδρου Ομπάμα, συνεχίζει να έχει δύναμη στην Αμερική. Τα «πάρτι τσαγιού» που διοργανώνουν είναι ένα δείγμα της παρουσίας τους.
Πίσω απ’ τους «προληπτικούς» πολέμους που διεξήγαγε η Αμερική κρυβόταν κι ο φόβος που είχαν κατά βάθος για την ασφάλεια τους –παρ’ όλο που παρουσιάζονταν ως μονοκράτορες- Αυτός ο φόβος τούς ωθούσε να σκέπτονται πως θα εξουδετερώσουν πιθανούς εχθρούς τους στο μέλλον, με το να θέλουν να εξαλείψουν τα καθεστώτα που διαφωνούσαν με το αμερικανικό. Γι αυτό οι υπερπόντιοι πόλεμοι αυξήθηκαν την περίοδο του επιθετικού εθνικισμού τους κάνοντας την τεχνολογική τους υπεροχή κεντρικό στοιχείο της αμερικάνικης στρατηγικής σκέψης (2ο, σ.41). Για παράδειγμα κτυπούσαν το στόχο τους με τις λεγόμενες «έξυπνες βόμβες», οι οποίες σημάδευαν από πολύ μακριά με χειρουργική ακρίβεια το σημείο που ήθελαν να κτυπήσουν ή χρησιμοποιούσαν τη βόμβα «Μαργαριτοκόφτης»(σ.41), η οποία απορροφούσε όλο το οξυγόνο του περιβάλλοντος, εκεί όπου έπεφτε, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές!! Από την άλλη γιατί αυτοί οι μονοκράτορες ήθελαν να εξασφαλίζουν συμμάχους στις υπερπόντιες εκστρατείες τους, όπως Αγγλία, Ισπανία στον πόλεμο κατά του Αφγανιστάν ή η επίθεση Σερβίας έγινε με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ; Το πιο πιθανόν για να νομιμοποιούν τις επιθέσεις τους παίρνοντας την έγκριση διεθνών οργανισμών, ΟΗΕ, ΝΑΤΟ ή δείχνοντας ότι οι πόλεμοι είναι αποτέλεσμα κοινής απόφασης κάποιων λαών.
Τελικά οι ΗΠΑ για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β! Παγκοσμίου πολέμου περνάει σήμερα κρίση διεθνούς νομιμότητας, αφού αμφισβητείται η Νέα Παγκόσμια Τάξη,  όπως την ονομάζει, και την οποία θέλει να επιβάλλει. Η οικονομική κρίση του 2008, έδειξε ότι για τον καπιταλισμό, αμερικάνικου τύπου, δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, ο οποίος στηρίζεται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομίας, ή αλλιώς στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό της άυλης οικονομίας. Οι ΗΠΑ  εξακολουθεί να είναι μια παγκόσμια δύναμη αλλά όχι αυτή που ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.



                                                  
    


Η Ρωσία είναι μια χώρα που προβληματίζει πολύ τον συγγραφέα, γι αυτό πολλά δοκίμια του έχουν ως θέμα είτε το οικονομικό της σύστημα(ενδεικτικά αναφέρω: 2ο βιβλίο,σ.93-101) είτε τη γεωπολιτική στρατηγική της (2ο, 346-359), είτε τα πλεονεκτήματα μιας πιθανής στο μέλλον ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας( 2ο , 230-4) είτε τη σύγκριση της αμερικάνικης και ρωσικής οικονομίας(1ο , 3ο κεφ) με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς, είτε τη μάχη της για τους αγωγούς μεταφοράς ενέργειας (1ο, 7ο κεφ) κι ακόμα τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Πούτιν (1ο , 9ο κεφ). Ο συγγραφέας πιστεύει ότι αξίζει να ασχοληθεί με τη Ρωσία, διότι η γειτνίαση της με την Ευρώπη κι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του σήμερα την καθιστούν βασικό παίκτη στο διεθνές πολιτικό παιχνίδι.
Όσον αφορά το οικονομικό της σύστημα ακολουθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης λιγότερο φιλελεύθερο απ’ ότι οι ΗΠΑ, αφού οι ζωτικοί τομείς της οικονομίας της ελέγχονται από κρατικούς οργανισμούς και κρατικές βιομηχανίες, όπως η ενέργεια (Gazprom, Yukos) οι μεταφορές (Αεροφλότ, σιδηρόδρομοι), η πολεμική βιομηχανία. Μάλιστα δόθηκε και δίνεται ακόμα και σήμερα μάχη με τους λεγόμενους ολιγάρχες, που δημιούργησε η οικονομική πολιτική του Γιέλτσιν κυρίως, όταν τέτοιοι βασικοί τομείς της οικονομίας πέρασαν στα χέρια ιδιωτών. Ο Πούτιν   προσπαθεί να ανακόψει το ρεύμα αυτό και συχνά έχει συγκρουστεί με πανίσχυρους οικονομικά ολιγάρχες ξεκαθαρίζοντας τους ότι δεν προτίθεται να ξεπουλήσει βασικούς τομείς της οικονομίας κάνοντας αποκρατικοποιήσεις. Επίσης τους τονίζει οι δραστηριότητες τους να μένουν εκτός πολιτικής και να πληρώνουν τους φόρους τους. Μάλιστα τον πρώην διευθυντή του πετρελαϊκού κολοσσού Yukos, τον Χοντορκόφσκι, επειδή υπερέβη τα όρια που είχαν τεθεί, τον «έστειλε» στη Σιβηρία, θέτοντας υπό κρατικό έλεγχο την Υukos.
 Η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας –μετά την κατάρρευση της επί Γιέλτσιν, τον καιρό του μετασχηματισμού της από κομμουνιστική σε καπιταλιστική- οφείλεται κατά πολύ και στην ισχυρή προσωπικότητα του Πούτιν, στο πρόσωπο του οποίου η Ρωσία ευτύχησε να βρει τον άξιο ηγέτη, που την έβγαλε από την κρίση. Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τον Πούτιν ανάμεσα στους ηγέτες παγκοσμίως που θαυμάζει (ενδεικτικά: Ντελόρ, Ερντογάν, Πέρες), κι εύχεται μακάρι κι η Ελλάδα να βρει έναν αντίστοιχο ηγέτη στις δύσκολες ώρες που περνά.
O ορυκτός πλούτος της Ρωσίας αποτελεί το ισχυρό σημείο της βιομηχανίας της. Η Ρωσία έρχεται πρώτη στον κόσμο στα κοιτάσματα φυσικού αερίου και δεύτερη στην εξαγωγή πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία. Δεύτερη επίσης έρχεται στα κοιτάσματα άνθρακα που διαθέτει. Ακόμα έχει πλούσια μεταλλεύματα σε αλουμίνιο, χάλυβα αλλά και ουράνιο κι οξείδια του ουρανίου για την κατασκευή πυρηνικών. Οι μεγάλες ποσότητες ξυλείας συμπληρώνουν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες εξάγουν κυρίως βιομηχανικά προϊόντα αλλά γεωργικά.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας οφείλεται επίσης   και στα δάνεια από δυτικές τράπεζες, που συνέρευσαν στη Ρωσία μέχρι την οικονομική κρίση του 2008, περίπου μισό τρις δολάρια, και που επενδύθηκαν σε τηλεπικοινωνίες, αυτοκίνητα, τράπεζες, βιομηχανίες. Προτιμήθηκε ο δανεισμός από τράπεζες αντί των ιδιωτών επενδυτών που θα γίνονταν συνέταιροι τους. Έτσι σήμερα η Ρωσία διαθέτει αποθέματα σε ευρώ και δολάρια, τα οποία δεν χρησιμοποίησε για να σώσει τις τράπεζες της από την οικονομική κρίση του 2008 –εξάλλου θα έσωζε 50 μόνο από τις 1100 που υπάρχουν στη Ρωσία- αλλά προτιμάει το χρήμα αυτό να το χρησιμοποιεί για γεωπολιτικούς, στρατηγικούς στόχους. Με πιο απλά λόγια η Ρωσία προτίμησε να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα, το ρούβλι, στηρίζοντας πιο πολύ την κρατική οικονομία της παρά τους ιδιώτες επιχειρηματίες. Οι κρατικές αποταμιεύσεις της το 2008 ανέρχονταν στα 400δις δολάρια, ενώ της Αμερικής ήταν 340δις και τα φημολογούμενα της Κίνας 2,5 τρις δολάρια.
 Οι Ρώσοι έχουν συνηθίσει σε μια πιο αυταρχική διακυβέρνηση, αρχής γενομένης από το τσαρικό καθεστώς και στη συνέχεια από το κομμουνιστικό, γεγονός που δικαιολογεί και το ισχυρό κράτος που θέλει να οικοδομήσει ο Πούτιν, σε αντίθεση με την Αμερική που έχει συνηθίσει σε πιο φιλελεύθερο καθεστώς. Η νοοτροπία αυτή περνά και στη συμπεριφορά της εργατικής της τάξης, που δεν έχουν συνηθίσει σε απεργίες και διαδηλώσεις, που τόσο συχνά γίνονται στη Δύση. Επίσης ο Τύπος και η Εκκλησία στηρίζουν κατά βάθος την κρατική εξουσία. Άλλη κουλτούρα λοιπόν έχουν οι Ρώσοι, που επηρεάζει την οργάνωση της οικονομίας τους.
 Το ερώτημα που θέτει η προβλεπτική γεωπολιτική είναι: η Ρωσία κατά πόσο είναι διατεθειμένη να μετακινηθεί στο μέλλον προς ένα καθεστώς περισσότερο φιλελεύθερο για να προσελκύσει έτσι δυτικές επενδύσεις, κύρια από την Ευρώπη; Αν προχωρήσει η φιλελευθεροποίηση αυτή οι πολιτικές ισορροπίες της Δύσης με το Κρεμλίνο θα μείνουν ανεπηρέαστες; Ο συγγραφέας υποθέτει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη Δύση, εάν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ σταματούσαν να απειλούν ζωτικά συμφέροντα της στην άμεση περιφέρεια της (Ουκρανία, χώρες Βαλτικής, Μολδαβία, Πολωνία, Γεωργία).

Ως προς τις υποδομές όμως η Ρωσία υστερεί έναντι των ΗΠΑ, οι οποίες διαθέτουν τρία απ’ τα καλύτερα φυσικά λιμάνια του κόσμου (Νέας Υόρκης, Σαν Φραγκίσκο, Τσέζαπικ), ένα έξοχο σύστημα συνδεόμενων πλωτών ποταμών, κι άριστο οδικό δίκτυο. Αντίθετα η Ρωσία έχει αντίξοο κλίμα, που δυσχεραίνει την ανάπτυξη της γεωργίας και την κατασκευή και συντήρηση του συστήματος μεταφορών της, το οποίο απαιτεί υψηλές δαπάνες.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτυχθούν ακμαίες εσωτερικές αγορές, και γενικότερα το εμπόριο κι επιπλέον να μετακινηθούν τα στρατεύματα. Μάλιστα οι σιδηροδρομικές της γραμμές έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τις ευρωπαϊκές, οπότε αναγκάζονται να κάνουν μεταφόρτωση των εμπορευμάτων στα σύνορα με την Ευρώπη. Ακόμα η Αμερική και η Ρωσία έχουν μακρόχρονη παράδοση στην εκπαίδευση, επιστήμες, βιομηχανία αλλά η αμερικάνικη τεχνογνωσία στις βιομηχανικές τεχνικές κατέχει την κορυφαία θέση παγκοσμίως.
Η γεωγραφική της έκταση είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ρωσίας, αφού εκτείνεται από τον Ατλαντικό (Βαλτική θάλασσα) ως τον Ειρηνικό ωκεανό (Βλαδιβοστόκ Σιβηρίας), γεγονός που, εκτός των πλουσιότατων πρώτων υλών που της χαρίζει, την κάνει να καταλαμβάνει πολλή μεγάλη έκταση δυο ηπείρων, της Ευρώπης κι Ασίας. Αυτό συνειδητοποίησε ο Αμερικανός  Spykman[1] και στη γεωπολιτική θεωρία του τόνισε ότι καμιά χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να έχει την παγκόσμια κυριαρχία, αν δεν ελέγχει την ενδοχώρα(=Ρωσία) αυτής της κεντρικής ηπείρου του πλανήτη μας(Ευρωασίας). Ο «γίγαντας των στεπών»την χαρακτηρίζει ο Νταβούτογλου, με μειονέκτημα όμως την αραιοκατοίκηση της, όπου συγκριτικά με την Κίνα και τις Ινδίες υστερεί σε πληθυσμό.
Η γεωγραφική της θέση όμως δεν είναι τόσο πλεονεκτική, διότι βρίσκεται «στριμωγμένη» στα βάθη της Ευρωασίας, χωρίς πρόσβαση στις θερμές θάλασσες, που δεν παγώνουν ποτέ. Συγκριτικά οι ΗΠΑ είναι πιο ευνοημένη από την τύχη, διότι βρίσκεται μεταξύ δυο ωκεανών, Ατλαντικού κι Ειρηνικού, που δυσκολεύουν την από την θάλασσα επίθεση της. Για τις επιθέσεις όμως που εξαπολύει η ίδια στις μακρινές γι αυτήν ηπείρους ανέπτυξε την πολεμική τεχνολογική υπεροχή της (πχ αεροπλανοφόρα πλοία)[2]. Επίσης η Ρωσία δεν έχει φυσικά γεωγραφικά σύνορα (μεγάλους ποταμούς, ψηλά βουνά) από την πλευρά της Ευρώπης, που θα την προστάτευαν από μια πιθανή εισβολή στα εδάφη της, από την πλευρά εκείνη. Γι αυτό αναγκάζεται να δημιουργεί προστατευτικές ζώνες γύρω της, προσπαθώντας να κρατά υπό την επιρροή της τις χώρες με τις οποίες συνορεύει στην Ευρώπη.
Ο ρωσο-αμερικάνικος ανταγωνισμός όμως που διεξάγεται, σήμερα, για τις σφαίρες επιρροής τους στα ευρωπαϊκά εδάφη δημιουργεί προβλήματα στην ΕΕ, η οποία επιθυμεί ειρήνη κι ασφάλεια με τη γείτονα Ρωσία. Κάποιες από τις ευρωπαϊκές χώρες, που βρίσκονται πάνω στο γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης,  έχουν φροντίσει οι ΗΠΑ να τις πάρουν υπό την κηδεμονία τους (Πολωνία, Μολδαβία, χώρες Βαλτικής, Γεωργία)  ενώ άλλες όπως η Ουκρανία επέστρεψαν στη ρωσική επιρροή. Ο έλεγχος της Ουκρανίας από τη Ρωσία είναι επιτακτικός για πολλούς λόγους. Πρώτον της διασφαλίζει την έξοδο της στον Εύξεινο Πόντο κι από κει στη Μεσόγειο, δεύτερον είναι ο σιτοβολώνας της Ρωσίας, τρίτον την αισθάνεται φυλετικά κοντά της, αφού το κράτος του Κιέβου θεωρείται η κοιτίδα των Ρώσων, τέταρτον της προσφέρει μία από τις καλύτερες διαδρομές προς τον Καύκασο και πέμπτον κατοικούν εκεί 15.000.000 άτομα ρωσικής καταγωγής.
Ο ρωσο-αμερικάνικος όμως ανταγωνισμός -που έχει ξεκινήσει από την εποχή του Ψυχρού πολέμου, όταν οι ΗΠΑ συμπεριέλαβαν στο γεωπολιτικό σχεδιασμό τους την περικύκλωση της Ρωσίας, σύμφωνα με τη θεωρία του Spykman- συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στον Καύκασο και στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ανήκαν κάποτε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και στο Αφγανιστάν, κι Ιράν. Η Αμερική θέλει να ελέγχει τις χώρες αυτές, όχι μόνο για τον ορυκτό πλούτο τους αλλά και για να ελέγχει την αχανή ενδοχώρα (= Ρωσία) της μεγαλύτερης σε έκταση ηπείρου στον κόσμο, διότι μόνο τότε δεν θα μπορεί καμιά χώρα να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία της.
Στον 21ο όμως αιώνα, που αναπτύσσονται οι πολυπληθείς  Κίνα και Ινδία, πως θα εξελιχτεί το γεωπολιτικό παιχνίδι παγκόσμια; Ποιες καινούργιες συμμαχίες μπορεί να προκύψουν; Ο συγγραφέας, που αρέσκεται στη προβλεπτική γεωπολιτική, την οποία παρομοιάζει με μια συναρπαστική παρτίδα σκάκι, φαντάζεται να επικρατεί ένα τριπολικό παγκόσμιο σύστημα (Αμερική, Ρωσία, Κίνα) ή μια παραλλαγή του παλαιού διπολικού, χωρίς να το κατονομάζει. Κι ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη σκεφτεί τότε: Αμερική κατά Ρωσίας, με στρατηγικούς συμμάχους, ποιους; μάλλον την Κίνα δίπλα στην Αμερική και την Ευρώπη δίπλα στη Ρωσία; Εκεί μάλλον οδηγεί ο ζήλος του συγγραφέα για μια Ευρώπη ισχυρή –που μόνο μέσα από την ολοκλήρωση της ενοποίησης της θα το πετύχει και με τη Ρωσία δίπλα της που έτσι κι αλλιώς εκ φύσεως (γεωγραφικά) είναι δεμένες μαζί. «Ο χρόνος, όπερ δείξαι», που έλεγαν και οι αρχαίοι ημων πρόγονοι!
Υ.Γ
Η πολιτική της Ρωσίας για τους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη καθώς και τα αίτια που καθιστούν αναγκαία τη προσέγγιση Ευρωπαϊκής ένωσης και Ρωσίας (ευρωσιατισμός) περιγράφονται στο κεφάλαιο για την νέα εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
  
                                                                                      Σούλη Αγγελική,
                                                                                      Αθήνα 8/02/2011
                                            ΤΕΛΟΣ

[1] Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος
[2] Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Βασίλειος Μαρκεζίνης: Μέρος Β!

Ο συγγραφέας Σπύρος Μαρκεζίνης, αφού μας εξήγησε για ποιούς λόγους πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική πολιτική (βλέπε στο ίδιο μπλοκ),  στη συνέχεια  παρουσιάζει τους στόχους που πρέπει να θέσει η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική. 
2.Οι ΣΤΟΧΟΙ να επικεντρωθούν στα εξής: Βαθμιαία ανεξαρτοποίηση μας από την πολιτική των ΗΠΑ  Είναι ευκαιρία λοιπόν αυτή τη χρονική στιγμή, που η κατάσταση στη διεθνή σκηνή είναι ρευστή και που οι ΗΠΑ στο εσωτερικό τους αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και δεν μπορούν πλέον να παίξουν το ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο, να αποστασιοποιηθούμε από την πολιτική των ΗΠΑ. Εξάλλου οι τελευταίοι υπερπόντιοι πόλεμοι που διεξήγαγε, την εξάντλησαν οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά. Επίσης έχοντας υπόψη ότι στα εθνικά μας θέματα δεν μας συμπαραστέκεται δεόντως (πΓΔΜ, Κυπριακό, Αιγαίο) είναι καιρός να απελευθερωθούμε από τα σύνδρομα της υποταγής, χωρίς αυτή η ανεξαρτοποίηση να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ μας. Παράδειγμα  η σημερινή Τουρκία, η οποία απαλλάχτηκε από τις αμερικάνικες αυταπάτες της βλέποντας τη διπροσωπία των ΗΠΑ, κι έκτοτε ακολουθεί μια πολιτική δίνοντας προτεραιότητα  στα  δικά της  εθνικά συμφέροντα και όχι των ΗΠΑ. 
Η σύσφιξη των σχέσεων μας και με τα νέα κέντρα ισχύος που αναδύονται παγκόσμια, Ρωσία, Κίνα, Ινδία. Την Κίνα την ενδιαφέρουν τα ελληνικά λιμάνια, μέσω των οποίων έχει πρόσβαση στην Ευρώπη. Ας αδράξουμε την ευκαιρία τώρα γιατί η Κίνα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της, όλο και πιο έντονα, στην Αφρική, Ινδία. Λατινική Αμερική, θεωρώντας την Ευρώπη αδύναμη και διχασμένη. Όσον αφορά τη Ρωσία, να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην ιδέα της ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας, έστω κι αν είμαστε μικρή χώρα. Να εκμεταλευτούμε τους κοινούς δεσμούς που είχαμε στο παρελθόν με την ορθόδοξη Ρωσία, να εξαλείψουμε τις αντιρωσικές φοβίες μας, που χαρακτήριζαν το παλιό ΝΑΤΟ κι έκφραζαν αντισοβιετικά κομμουνιστικά κατάλοιπα. Να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ρώσων με μια συνεπή εξωτερική πολιτική, που να δείχνει ότι δεν ακολουθούμε πειθήνια την αμερικάνικη πολιτική. Και η συμφωνία για τον αγωγό South Stream ήταν μια καλή αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση, που δυστυχώς προς το παρόν έχει παγώσει.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Βασίλειος Μαρκεζίνης "Επικοινωνιακή Διπλωματία και Διπλωματία Βάθους" και "Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα", εκδ. Α.Α.Λιβάνη, 2009 και 2010 αντίστοιχα Μέρος Α!

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Ο Βασίλειος Μαρκεζίνης (1944-) με έργο πολυδιάστατο και σημαντικό πάνω στο Διεθνές Δίκαιο, για το οποίο η βασίλισσα της Αγγλίας το 2005 του απένειμε τον τίτλο του "Sir",  έχει διδάξει στις σπουδαιότερες Νομικές Σχολές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, έχει πρωτοστατήσει στη δημιουργία του Συγκριτικού Δικαίου ιδρύοντας  Ινστιτούτα Διεθνούς Δικαίου στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ, έχει εκδώσει 37 βιβλία γύρω από το Δίκαιο, τη γεωπολιτική, την Τέχνη και την ψυχοβιογραφία, και έχει συμβάλει  στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτή λοιπόν η διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα που ζει κι εργάζεται στο εξωτερικό, στα δυο  βιβλία του "Επικοινωνιακή Διπλωματία και Διπλωματία Βάθους" και "μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα" εκφράζει την αγωνία του ως Έλληνας κι ως διανοούμενος για την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η χώρα μας και καταθέτει τις προτάσεις του για την ελληνική εξωτερική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί κατά τον 21ο αιώνα.
Τα βιβλία αυτά (βλ. εικόνες εξωφύλλου δίπλα) αποτελούν συλλογή δοκιμίων κι άρθρων -εκ των οποίων πολλά έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό Τύπο- κι ως εκ τούτου δεν έχουν αυστηρή συνοχή μεταξύ τους,  αν και τα σχετικά ομοιογενή δοκίμια ομαδοποιούνται σε κεφάλαια.Το «μειονέκτημα» της έλλειψης αυστηρής συνοχής αντισταθμίζεται από την εσωτερική δομή των βιβλίων που περιστρέφεται γύρω από το θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας που δένει τις σκέψεις. Επίσης η ρέουσα γλώσσα που χρησιμοποιείται με τις ξεκάθαρες έννοιες, που σκοπό έχουν να διαφωτίσουν κι όχι να συσκοτίσουν τον αναγνώστη, να πείσουν με επιχειρήματα και τεκμήρια, συμβάλλουν στην ενοποίηση των άρθρων και δοκιμίων. Ο λόγος του εμπλουτίζεται ακόμη με παραθέσεις στίχων ποιητών, αναφορές αρχαίων μύθων,  έκφραση προσωπικών συναισθημάτων (οργή κι αγανάκτηση για το παρόν της Ελλάδας, ελπίδες και διάθεση να εμψυχώσει τους σύγχρονους Έλληνες για να ανακτήσουν τη χαμένη αυτοπεποίθηση κι εθνική υπερηφάνεια τους). Ακόμα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει λαϊκές εκφράσεις της καθομιλουμένης για να αφυπνίσει τον απογοητευμένο Έλληνα π.χ "που είσαι Ελλαδίτσα;" ή "Ελλάδα ακούς;"
Ως προς την ιδεολογία του δηλώνει ο ίδιος ότι είναι εκλεκτικιστής, αφού η σκέψη του δεν περιχαρακώνεται σε συγκεκριμένες πολιτικο-φιλοσοφικές θεωρίες αλλά επιλέγει στοιχεία από διαφορετικά συστήματα, για να συνθέσει τη δικιά του κοσμοθεωρία. Επίσης ο Β. Μαρκεζίνης είναι Ευρωπαϊστής. Πιστεύει σε μια ενοποιημένη, κι όχι ενιαία, Ευρώπη, όπου δεν θα έχουν όλα ομογενοποιηθεί και στενοχωρείται που η σχετικά πρόσφατη διεύρυνση της Ευρώπης λειτούργησε σε βάρος της εμβάθυνσης της. Καταπολεμά κάθε πολιτική κι ιδίως την Αμερικάνικη που αντιστρατεύεται την ολοκλήρωση της Ενωμένης Ευρώπης. Θεωρεί Δούρειο Ίππο την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε και τίθεται υπέρ μιας ειδικής σχέσης μαζί της. Βλέπει το μέλλον στον ευρωασιατισμό(σύσφιξη σχέσεων ΕΕ με Ρωσία) κι όχι στον ευρωατλαντισμό επισημαίνοντας την απομάκρυνση Αμερικής-Ευρώπης.
 Ο Β.Μαρκεζίνης αισθάνεται βαθιά Έλληνας και διαφωνεί με τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των «πλουσιο-προσφύγων» Ελλήνων, όπως τους αποκαλεί, που ενδιαφέρονται μόνο για το οικονομικό τους συμφέρον, μεταφέροντας τα χρήματα τους στο εξωτερικό, πολλά απ’ τα οποία απέκτησαν κλέβοντας το ελληνικό δημόσιο. Επίσης η έκδοση των δυο αυτών βιβλίων του, κατά την προσωπική μου γνώμη, μπορεί να εκληφθεί ως απάντηση στο βιβλίο του Τούρκου υπουργού των εξωτερικών Νταβούτογλου  Το Στρατηγικό Βάθος:Η διεθνής θέση της Τουρκίας, ή ως Διάλογος πάνω σε θέματα Διεθνών Σχέσεων με ενδιαφέρον ελληνοτουρκικό αλλά και γενικότερα παγκόσμιο.
 Τέλος πρέπει να τονιστεί η παρρησία του λόγου του, με την οποία εκφράζει τις απόψεις του για σύγχρονα γεωπολιτικά ζητήματα, έστω κι αν δεν αρέσουν σε κάποιους ισχυρούς, όπως αναγνωρίζει. Κι ακόμα γράφει με ειλικρίνεια ό,τι πιστεύει, έστω κι αν διατρέχει τον κίνδυνο να κάνει λάθος, αποδεχόμενος τη ρήση του Γκαίτε «ο άνθρωπος πρέπει να δρα και δρώντας, μοιραίο είναι ότι θα σφάλλει». Ο κίνδυνος του λάθους είναι μέσα στην ανθρώπινη ζωή, αυτό που μετρά είναι οι πρωτότυπες ιδέες χωρίς τις οποίες η ζωή δεν εξελίσσεται, αναφέρει σε άλλο σημείο.

  Περιεχόμενο βιβλίων:

Θέμα: Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και το είδος της ελληνικής διπλωματίας μέσω της οποίας αυτή ασκείται. Αυτή για να γίνει κατανοητή παρουσιάζει πρώτον τη νέα επιστήμη της γεωπολιτικής που εμφανίστηκε κατά τον 20ο αιώνα  και δεύτερον το διεθνές πολιτικό κλίμα κι ειδικότερα της ευρύτερης περιοχής στην οποία ανήκει η Ελλάδα. Με την παρουσίαση των θεμάτων αυτών φωτίζονται καλύτερα τα αίτια που επιβάλλουν την αλλαγή πλεύσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
 Στο πλαίσιο των θεμάτων αυτών εξετάζει ακόμα την πολιτική δυναμική των χωρών ΗΠΑ και Ρωσίας, την εξωτερική πολιτική της σύγχρονης Τουρκίας, τις γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή (Καύκασος, Ισραήλ…) αλλά και αναφέρεται στα μεγάλα γεωπολιτικά προβλήματα που απασχολούν την παγκόσμια κοινή γνώμη (χώρες της Κεντρικής Ασίας, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν), και στη σχέση Ευρώπης-Αμερικής αλλά κι Ευρώπης-Ρωσίας. 

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Για μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα μας εισάγει στον περίπλοκο χαρακτήρα  της γεωπολιτικής, αυτής της νέας επιστήμης, που εμφανίστηκε κατά τον 20ο  αιώνα κι αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς σήμερα. Οι δυσχέρειες που συναντά ο γεωπολιτικός σχεδιασμός  πηγάζουν:
 Α. από την απαίτηση να συνδυαστούν γνώσεις από διάφορους κλάδους του επιστητού,  όπως γεωγραφία, ιστορία, εθνολογία, ψυχολογία, οικονομία, κοινωνιολογία. «η γεωπολιτική είναι ένας απροσπέλαστος γνωστικός κλάδος λόγω του εύρους και του βάθους των γνώσεων που απαιτούνται για να εξειδικευτεί κάποιος σ’ αυτόν» (σ.29) Γι αυτό χρειάζεται ο έντεχνος συνδυασμός πληροφοριών από πολλές πηγές και το ένστικτο, τα οποία βοηθούν τον άνθρωπο να πάρει τις αποφάσεις που πρέπει. «Ο γεωπολιτικός σχεδιασμός πρέπει να στηριχτεί και στη φαντασία, στη δημιουργική πλην όμως ελεγχόμενη» για να μπορούμε να μαντέψουμε σωστά, αναφέρει.
Β. Απ’ την ταχύτητα της αλλαγής των γεγονότων ή από την έλλειψη σταθερών, ώστε αυτός που σχεδιάζει τη στρατηγική του, πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, κι αν χρειαστεί να την ξανασχεδιάσει γρήγορα κάνοντας τις αναγκαίες αλλαγές.
Γ. Απ’ την ικανότητα του ασχολούμενου με τη γεωπολιτική να αξιολογεί το υπόβαθρο και τους στόχους των προσωπικοτήτων που εμπλέκονται στο γεωπολιτικό σχεδιασμό. Πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στις γεωπολιτικές απόψεις που εκφράζονται και να μη θαμπωνόμαστε απ’ τα μεγάλα ονόματα και τα ερευνητικά ιδρύματα που τις εκφράζουν, διότι πολλοί από αυτούς χρηματοδοτούνται από συγκεκριμένα λόμπι και κυβερνήσεις για να προωθούν τα συμφέροντα τους.  Το ζήτημα δεν είναι η ίδια η χρηματοδότηση, αλλά το γεγονός ότι αυτή κρατείται μυστική ή το ποσόν της χρηματοδότησης, παραβιάζοντας έτσι μια σειρά από νόμους και κανονισμούς, γιατί δεν έχουν σκοπό να προωθήσουν πρώτιστα τα εθνικά συμφέροντα.

Τέλος η επιστήμη της γεωπολιτικής και η δημοσιογραφία γύρω από αυτήν διακρίνεται : α. σε περιγραφική, όπου περιγράφονται τα γεγονότα που σχετίζονται με τα γεωπολιτικά σχέδια, β. σε αναλυτική, όπου προσπαθούν να ερμηνευτούν τα γεγονότα (αίτια, σκοποί), και γ. σε προβλεπτική, όπου προσπαθούν να προβλέψουν τις επόμενες κινήσεις στο γεωπολιτικό παιχνίδι μεταξύ αυτών που συμμετέχουν ή κι άλλων δυνάμεων, που πιθανόν, να θελήσουν να επέμβουν. Δύσκολες οι προβλέψεις –πρέπει να ξέρεις πολλά και να διαισθάνεσαι περισσότερα- αλλά εκεί παίζεται το παιχνίδι! Όποιος προβλέψει σωστά, θα προλάβει και να προετοιμαστεί για το μέλλον για να μη βρεθεί αδιάβαστος κι απροετοίμαστος και χαμένος στο παιχνίδι!

Η  ΝΕΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το όλον θέμα της εξωτερικής πολιτικής μπορεί να συμπυκνωθεί στα παρακάτω δυο ερωτήματα που αφορούν τους στόχους που αυτή θέτει.
α. Μια κυβέρνηση ασκεί εθνική εξωτερική πολιτική; μελετημένη πολιτική, βάθους κι ουσίας με μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους;
         ή
β. ασκεί προσωπική, επικοινωνιακή, λαϊκίστικη εξωτερική πολιτική και διπλωματία;

Δυστυχώς για το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο συγγραφέας δεν μπορεί να ισχυριστεί το πρώτο, εκτός ολίγων εξαιρέσεων. Αναφέρει[1] «η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι παρωχημένη  αδυνατεί να συμβαδίσει με τους μεταβαλλόμενους καιρούς  ακολουθεί δουλικά τις αμερικάνικες προσταγές  ασκείται από υπαλλήλους που διαπρέπουν στις δημόσιες σχέσεις, αλλά όχι στη βαθιά σκέψη».


1.Γιατί πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική, που γενικά ασκείται ως σήμερα;
2.Ποια είναι η νέα εξωτερική πολιτική που προτείνει ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης;
3.Ποιος είναι ο ρόλος του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ); 
Η δομή του; ο ρόλος των συμβούλων του υπουργού; η ποιότητα και τα κριτήρια πρόσληψης του υπαλληλικού προσωπικού; με ποια κριτήρια χρησιμοποιεί τα κονδύλια που δικαιούται; η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να γίνεται από τον Υπουργό ή τον πρωθυπουργός; ποιος χαράσσει την εξωτερική πολιτική στις άλλες χώρες;   και τέλος γιατί το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών αδυνατεί να ασκήσει μια μελετημένη εθνική πολιτική σε βάθος χρόνου κι αντίθετα εξαντλείται σε προσωπικές, επικοινωνιακές, λαϊκίστικες πολιτικές χωρίς βάθος;

1.Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι μονοδιάστατη, όσον αφορά το γενικό προσανατολισμό της, δεμένη στο άρμα των ΗΠΑ, απ’ το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου, 65 χρόνια στατικότητας, παρόλο που ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία, ιδίως τα τελευταία 20-30 χρόνια. Οι αλλαγές, που σημειώθηκαν τα χρόνια αυτά και διαμόρφωσαν ένα νέο διεθνές τοπίο, είναι οι ακόλουθες:
Α. η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πυροδότησε περισσότερες κι απρόβλεπτες συνέπειες, απ’ όσες είχαν υπολογιστεί.  Το διπολικό σύστημα που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου κατέρρευσε και οι ΗΠΑ ενώ είχαν απομείνει η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο για λίγα χρόνια,  στη συνέχεια η παγκόσμια κυριαρχία της κλονίστηκε και σήμερα αμφισβητείται από τα νέα παγκόσμια κέντρα ισχύος που αναδύονται στην Ασία (Κίνα, Ινδία…) και τη Ρωσία. Ζώντας λοιπόν σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, που η κατάσταση είναι ρευστή και συγκρουσιακή μέχρι να παγιωθεί ένα καινούργιο σύστημα παγκόσμιας ισορροπίας –τριπολικό (ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα) ή μια νέα παραλλαγή του διπολικού συστήματος - η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων απ’ τα κυριότερα κέντρα ισχύος σήμερα την Αμερική, την Κίνα, τη Ρωσία, και να πάψουμε να ακολουθούμε πιστά σε βάρος μάλιστα του εθνικού μας συμφέροντος (δες πΓΔΜ, Κύπρος, Αιγαίο) τις προσταγές των ΗΠΑ. Αυτό το γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε απ’ την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης διείδε κι εκμεταλεύτηκε πρώτος ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών  Νταβούτογλου κι αναθεώρησε την τουρκική εξωτερική πολιτική στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Και με χιούμορ ο Μαρκεζίνης κλείνει κάποιο απ’ τα δοκίμια του λέγοντας «Ελλαδίτσα τ’ ακούς;» υπονοώντας ότι εμείς έχουμε παραμείνει ακόμη στη λογική του Ψυχρού πολέμου.

 Β. Ένας επιπλέον λόγος αποστασιοποίησης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από την πολιτική των ΗΠΑ είναι ότι επιταχύνεται όλο και περισσότερο η απομάκρυνση της Ευρώπης –στην οποία ανήκει κι η Ελλάδα- από την Αμερική, ιδίως μετά την κατάρρευση της σοβιετικής απειλής, ενώ αναδύεται η προσέγγιση Ευρώπης- Ρωσίας.
Ο ευρωατλαντισμός δηλαδή η προσέγγιση Ευρώπης-Αμερικής είναι ένας μύθος, τονίζει ο συγγραφέας κι όπως κάθε μύθος έχει μια λογική βάση που στηριζόταν, κατά το παρελθόν, πάνω στα κοινά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα πίσω από το σχέδιο Μάρσαλ, σύμφωνα με το οποίο η Αμερική βοήθησε την Ευρώπη να ορθοποδήσει μετά το Β! Παγκόσμιο πόλεμο, κρυβόταν η θέληση της Αμερικής να μην εξαπλωθεί ο κομμουνισμός στη Δυτική Ευρώπη και χάσει έναν σπουδαίο στρατηγικό σύμμαχο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η προώθηση από τις ΗΠΑ της  επανένωσης της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική κρύβει την επιθυμία των ΗΠΑ αλλά και της Γερμανίας να δημιουργηθεί ένα ισχυρό προπύργιο ενάντια σε μια  ενδεχόμενη ανάκαμψη της Ρωσίας. Επειδή όμως στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς υπάρχει και το απρόβλεπτο η επανένωση της Γερμανίας συνέβαλε στην ισχυροποίηση της, έτσι ώστε να φλερτάρει τώρα με τη Ρωσία, κάνοντας απιστίες στις ΗΠΑ! Με δυο κουβέντες «ο γάμος Αμερικής-Ευρώπης ήταν γάμος από συμφέρον κι όχι από έρωτα»(σ.168) καταλήγει ο συγγραφέας, και βέβαια πάντοτε υπήρχαν υποβόσκουσες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης ήδη από την εποχή της αμερικάνικης ανεξαρτησίας.
Όσο χάνει έδαφος όμως ο ευρωατλαντισμός τόσο μεγαλώνουν τα περιθώρια για να αναπτυχθεί ο ευρωασιατισμός για να χρησιμοποιήσω το νέο όρο της σύγχρονης διπλωματίας. Η Ευρώπη έχει ανάγκη τη Ρωσία και η Ρωσία την Ευρώπη.  Η  Ευρωπαϊκή Ένωση προτιμά το ρωσικό φυσικό αέριο από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής με τις δυσκολίες μεταφοράς του και την πολιτική εξάρτηση από τις πολιτικά «ασταθείς» χώρες που το παράγουν. Η Ρωσία έχει ανάγκη τη τεχνογνωσία της Ευρώπης κι οι δυο βλέπουν καινούργιες αγορές να ανοίγονται μπροστά τους, η πρώτη για να πουλήσει ενέργεια κι η δεύτερη για επενδύσεις. Ακόμα ο ενδόμυχος φόβος[2] της αχανούς Ρωσίας μπροστά στην ταχύτατη ανάπτυξη της γείτονος της κι υπερπληθούς Κίνας την ωθεί να αναζητεί στρατηγικό σύμμαχο στην αναπτυγμένη γειτονική της Ευρώπη. Εξάλλου η Ρωσία (ως τα Ουράλια) ανήκει στην Ευρώπη γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά. Η λογοτεχνία της, η αρχιτεκτονική της, η πολιτική της ιστορία…πάντα ήταν συνδεδεμένα με την Ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμό. Ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης τίθεται ανεπιφύλακτα υπέρ της Ευρωσίας ή Ευρασίας λέγοντας[3] χαρακτηριστικά « θεωρώ συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης, βλέπω ως ένα είδος διανοητικής παρτίδας σκάκι […]τη συνεργασία εντός της Ευρώπης υπό την ευρύτερη γεωγραφική έννοια του όρου. Διότι, εάν επιτευχθεί αυτή η συνεργασία, θα μπορούσε να εξοπλίσει καλύτερα την Ευρώπη και τη Ρωσία, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα διάφορα σημεία σύγκρουσης, […] που μπορεί να απειλήσουν και τις δυο πολύ περισσότερο από τους κινδύνους που προκύπτουν από τη μέχρι τώρα αντιπαλότητα τους.  Δυστυχώς όμως το αντικομμουνιστικό σύνδρομο, κατάλοιπο του Ψυχρού πολέμου, εμποδίζει τους Έλληνες να δουν θετικά τη Ρωσία και τα οφέλη από μια στενότερη συνεργασία μαζί της. 

Γ. Επίσης η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε μια σειρά αλλαγών που αποσταθεροποίησαν την υπάρχουσα ισορροπία στην περιοχή που έλεγχε παλαιότερα. Η δημιουργία νέων κρατών στην Κεντρική Ασία, (Καζακστάν και Τουρκμενιστάν…) και στον Καύκασο (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν) και οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι εκεί άλλαξαν τα δεδομένα. Η πολυφυλετική και πολυθρησκευτική σύνθεση των λαών που κατοικούν τον Καύκασο δυσκολεύει τη συγκρότηση εθνικών κρατών. Η επέμβαση όμως των ισχυρών της γης εκεί για ίδια συμφέροντα κάνει την κατάσταση πολύ πιο εκρηκτική.  Πρώτον, ο τεράστιος ενεργειακός πλούτος που βρίσκεται στις περιοχές αυτές, με πρώτο το Τουρκμενιστάν, που θεωρείται ο γίγαντας[4] των ενεργειακών αποθεμάτων, έφερε σε σύγκρουση τους ισχυρούς της γης, κύρια Ρωσία-Αμερική αλλά κι Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, οι χώρες του Καυκάσου βρίσκονται πάνω στο δρόμο που ενώνει Ανατολή-Δύση και Βορά-Νότο, δρόμο αναγκαίο για τη μεταφορά του πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη και για την πρόσβαση της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες (Εύξεινος, Μεσόγειος, Περσικός κόλπος). Η Αμερική και η Ρωσία λοιπόν βιάζονται ποιες απ’ τις περιοχές αυτές θα βρεθούν κάτω από τη σφαίρα επιρροής τους. Γι’ αυτό μπλέκουν στα γεωπολιτικά τους παιχνίδια τους λαούς που κατοικούν εκεί, τονίζοντας τις διαφορές τους, φανατίζοντας τους, κι υποβοηθώντας τους στρατιωτικά. Τρίτον, ας μην ξεχνούμε ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονται πάνω σε τμήμα της περιμέτρου που κυκλώνει τη Ρωσία -περίμετρο που η Αμερική από την εποχή του Ψυχρού πολέμου περιέλαβε στη γεωπολιτική στρατηγική της θέλοντας να ελέγχει την κομμουνιστική Ρωσία, κι ακόμη και σήμερα εξακολουθεί το ίδιο, παρότι ο κομμουνισμός κατάρρευσε. Γιατί; Όσο όμως η Ρωσία αισθάνεται αυτόν τον κλοιό να την  περισφίγγει, τόσο  θα ασφυκτιά, σαν το θηρίο στο κλουβί του και θα αγριεύει. Φαντάζεστε λοιπόν, τι αντιθέσεις συμφερόντων υπάρχουν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, που εμπλέκονται με τις αντιθέσεις των μικρών λαών και των φυλών της περιοχής, και γιατί οι πόλεμοι εκεί δεν έχουν τελειωμό, μέχρι να κλείσει αυτό το γεωπολιτικό κενό!
Η γείτονος μας Τουρκία, γείτονος εκ Βορειοανατολικών και με  χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας διείδε πρώτη το γεωπολιτικό κενό λόγω της διαταραχθείσης ισορροπίας κι άλλαξε την εξωτερική της πολιτική. Φιλοδοξεί επηρεάζοντας το μουσουλμανικό στοιχείο ή τους τουρκόφωνους που υπάρχουν εκεί, να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, παίζοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή, για να κερδίσει έτσι οφέλη για τον εαυτό της.
Δ. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το θέμα των αγωγών, που θα μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τον Καύκασο στην Ευρώπη έχει ξεσπάσει σφοδρός ανταγωνισμός μεταξύ των δυνάμεων που εμπλέκονται στη μεταφορά ενέργειας. Αυτός ή αυτοί που θα ελέγχουν τη μεταφορά τους θα προσκομίσει τεράστια οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Μέχρι στιγμής έχουν σχεδιαστεί οι εξής αγωγοί, αλλά η λειτουργία τους απαιτεί τεράστια οικονομικά ποσά για την  κατασκευή τους, αρκετή ποσότητα αερίου ή πετρελαίου για την καθημερινή ροή τους –που μια μόνο χώρα παραγωγής ενέργειας δυσκολεύεται να την καλύψει- και συμφωνίες πολιτικές μεταξύ των κρατών που αναγκαστικά θα συνεργαστούν για την ολοκλήρωση του έργου.
Ο αγωγός Nabucco Stream, αμερικανοτουρκικών συμφερόντων, ξεκινά από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν στην Κασπία θάλασσα και διερχόμενο από την Τουρκία φτάνει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας και μέσω Ρουμανίας, Ουγγαρίας διακλαδίζεται στα γειτονικά κράτη.
Ο αγωγός South Stream, ρωσικών συμφερόντων κι ιταλικών ακόμη, ξεκινά από τα ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου της Ρωσίας, διασχίζει υπόγεια τον Εύξεινο Πόντο και φτάνει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Από κει διακλαδίζεται στα δυο: ο ένας αγωγός δια μέσου της Β. Ελλάδας φτάνει στην Κάτω Ιταλία κι ο άλλος μέσω Σερβίας φτάνει στην Αυστρία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο Blue Stream, ρωσοτουρκικών συμφερόντων, επαναδραστηριοποιήθηκε ως ιδέα, όταν η Βουλγαρία ανέβαλε (προσωρινά έστω;) τον αγωγό South Stream, κάτω από τη πίεση της Αμερικής ή απ’ την απληστία της, αναφέρει ο συγγραφεύς, για να μείνει η Ρωσία εκτός παιχνιδιού ή να μπει καθυστερημένα στο παιχνίδι, αν θα τη συμφέρει πια. Έτσι η Ρωσία, ως εναλλακτική λύση, προωθεί τον αγωγό που απ’ τα παράλια της Ρωσίας διέρχεται υπογείως τον Εύξεινο και φτάνει στη πόλη Σαμψούντα του Πόντου κι από εκεί Άγκυρα και μετά Ελλάδα,  (μέσω Θράκης) κι από Ελλάδα στην Ιταλία.
Η Ρωσία και η Τουρκία σχεδιάζουν κι άλλον αγωγό Σαμψούντα-Άδανα(Τσεϊχάν), που ξεκινά από τη Σαμψούντα του Πόντου, διασχίζει σχεδόν κάθετα την Τουρκία και καταλήγει στην πόλη Τσεϊχάν (Άδανα), απέναντι από την Κύπρο.
   Η Τουρκία με τη συμμετοχή της σε δυο (ή τρεις) αγωγούς και ρωσικών κι αμερικάνικων συμφερόντων, στο Nabucco και στο  Blue Stream, που μεταφέρουν ενέργεια κι από τις πηγές της Ρωσίας κι από τις πηγές του Καυκάσου, πετυχαίνει μεγάλη νίκη οικονομική και γεωστρατηγική, διότι καθίσταται η χώρα-κλειδί απ’ την οποία θα περάσουν αναγκαστικά όλοι οι αγωγοί. Η Τουρκία ασκεί εθνική εξωτερική πολιτική και δεν φοβάται την Αμερική να αναπτύξει σχέσεις ενεργειακές και με τη Ρωσία. Έτσι εξασφαλίζει φτηνότερη ενέργεια για την ίδια, είσπραξη ναύλων μεταφοράς, και πετυχαίνει να εξαρτώνται από αυτήν οι χώρες, τις οποίες προμηθεύει ενέργεια, που πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να τις πιέζει να υποχωρούν σε θέματα γεωστρατηγικά, στα οποία διαφωνούν οι δυο χώρες.
Για την Ελλάδα έχει μεγάλη σημασία, αν προμηθευόμαστε ενέργεια μέσω Τουρκίας, από τον Blue Stream, διότι τότε η πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από την Τουρκία είναι δεδομένη, τη στιγμή που  υπάρχουν διεκδικήσεις της γείτονος χώρας σε θέματα εθνικής κυριαρχίας μας. Αντίθετα η διέλευση του South Stream από την Ελλάδα καθιστά τη χώρα μας ανεξάρτητη από την Τουρκία, η οποία σημειωτέον δεν συμμετέχει στον αγωγό αυτόν.

Ε. Ακόμα το νέο Ανατολικό ζήτημα, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, και για το οποίο αφιερώνει ολόκληρο το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου του Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα, αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να επαναπροσδιορίσουμε την εξωτερική πολιτική μας. Η αναβίωση του νέο-οθωμανισμού με το δόγμα Νταβούτογλου, ο οποίος κατάφερε να ντύσει τον επεκτατισμό της σύγχρονης Τουρκίας με ιστορικό και επιστημονικό μανδύα, φανερώνει ότι ένα νέο Ανατολικό Ζήτημα, αρχίζει να αναδύεται, διαφορετικό κι αντίθετο ακόμα απ’ το Ανατολικό Ζήτημα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το παλαιό Ανατολικό ζήτημα αποτέλεσε ένα μακροχρόνιο και φλέγον διεθνές ζήτημα, που αφορούσε τη διανομή της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης –με προεξάρχοντες την Αγγλία και τη Ρωσία, ακολουθούμενες από Γαλλία και Γερμανία- σχετικά με τον έλεγχο των περιοχών που θα αποσχίζονταν, κατά τη διάλυση και  διανομή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό το Ανατολικό ζήτημα, που έληξε με τον Α! Παγκόσμιο πόλεμο είχε απρόβλεπτες συνέπειες για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αλλά και για τους λαούς που ζούσαν μέσα στα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τη  μια κατάρρευσαν οι αυτοκρατορίες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους (Γερμανική, Ρωσική, Αυστροουγγρική, Γαλλική, Οθωμανική) κι απ’ την άλλη αναδύθηκαν νέα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.  
Στο δόγμα Νταβούτογλου, πίσω από την «πολυγαμική» εξωτερική πολιτική, όπως την ονομάζει, που σκοπό έχει να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, κρύβονται σχέδια εδαφικού επεκτατισμού. «Επειδή η Τουρκία δεν αγνοεί αυτό το γεγονός, έχει φροντίσει να παρουσιάσει ότι το πρόγραμμα Νταβούτογλου βασίζεται α. σε μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες   β. στην οικονομική συνεργασία μαζί τους γ. δίνει έμφαση ότι η Τουρκία εκπροσωπεί το ήπιο Ισλάμ κι όχι τον ισλαμικό φονταμενταλισμό».(σ.419)  Ο επεκτατισμός όμως αυτός θα προκαλέσει προβλήματα με παλιούς και νέους γείτονες της Τουρκίας, σύμφωνα με την προβλεπτική γεωπολιτική, με την οποία του αρέσει να ασχολείται ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης, παρ’ όλες τις δυσκολίες πρόβλεψης και τους κινδύνους διάψευσης της στο μέλλον, όπως χαρακτηριστικά γράφει.
Έτσι στο μέλλον η πολιτική αυτή θα φέρει σε σύγκρουση τη Ρωσία με την Τουρκία, εξ αιτίας των χωρών του Καυκάσου και των τουρκόφωνων χωρών της Κεντρικής Ασίας, τις οποίες η Τουρκία φιλοδοξεί να ελέγχει, και οι οποίες όμως συνορεύουν με τη Ρωσία καθιστώντας έτσι ασφυκτικό τον κλοιό γύρω από αυτήν. Επίσης θα φέρει σε σύγκρουση το Ισραήλ με την Τουρκία, εξ αιτίας των Παλαιστινίων, τους οποίους  τώρα τελευταία η Τουρκία αρχίζει να προστατεύει, θέλοντας να αναδειχτεί σε ηγέτιδα δύναμη των μουσουλμάνων της Μέσης Ανατολής, θέση όμως που διεκδικεί και το Ιράν. Επίσης ανακαλύπτοντας έναν νέο ρόλο για τον εαυτό της, ως προστάτιδα των μουσουλμάνων στα Βαλκάνια, (Βοσνία,  Κοσσυφοπέδιο), δεν αποκλείεται στο μέλλον να εγείρει θέμα για «τουρκικές» μειονότητες στην Ελλάδα (Θράκη) και στη Βουλγαρία.
Ακόμα δεν είναι αλήθεια ότι η Τουρκία έχει μηδενικά προβλήματα με γείτονες λαούς, αφού με τους Έλληνες είναι ανοιχτά τα προβλήματα στο Αιγαίο, στην Κύπρο. Κι επίσης το Κουρδικό ζήτημα δεν έχει λυθεί. Πίσω λοιπόν από τα ωραία λόγια του δόγματος Νταβούτογλου κρύβονται ίδια συμφέροντα. Εμείς λοιπόν οι Έλληνες, ας μη βιαστούμε να κλείσουμε συμφωνίες μαζί τους, τονίζει ο συγγραφέας, υπονοώντας ίσως οικονομικές συμφωνίες για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, διότι μπάζουμε τον εχθρό μέσα στο σπίτι μας από την πίσω αυλή, όπως γράφτηκε στον αθηναϊκό Τύπο[5], με ευκαιρία την επίσκεψη Παπανδρέου στο Ερζερούμ. Στην άποψη του Ναβούτογλου ότι το ήπιο Ισλάμ πρεσβεύει σε αξίες που είναι συμβατές με τις αξίες του χριστιανισμού", ο νομικός επιστήμονας Μαρκεζίνης τονίζει ότι θεωρητικά ωραία ακούγεται η άποψη αυτή, στην πρακτική όμως εφαρμογή της δεν ισχύει αυτό, γεγονός που αποδεικνύεται από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία να εναρμονίσει το δίκαιο της σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ισχύουν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαραίτητη προϋπόθεση για να ενταχθεί στην ΕΕ.
Γι όλους αυτούς γενικά τους λόγους η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να επαναπροσδιοριστεί για να συμβαδίζει με τους σύγχρονους καιρούς.

ΜΕΡΟΣ Β' 

Ο συγγραφέας Σπύρος Μαρκεζίνης, αφού μας εξήγησε για ποιούς λόγους πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική πολιτική (βλέπε στο ίδιο μπλοκ),  στη συνέχεια  παρουσιάζει τους στόχους που πρέπει να θέσει η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική. 
2.Οι ΣΤΟΧΟΙ να επικεντρωθούν στα εξής: Βαθμιαία ανεξαρτοποίηση μας από την πολιτική των ΗΠΑ  Είναι ευκαιρία λοιπόν αυτή τη χρονική στιγμή, που η κατάσταση στη διεθνή σκηνή είναι ρευστή και που οι ΗΠΑ στο εσωτερικό τους αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και δεν μπορούν πλέον να παίξουν το ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο, να αποστασιοποιηθούμε από την πολιτική των ΗΠΑ. Εξάλλου οι τελευταίοι υπερπόντιοι πόλεμοι που διεξήγαγε, την εξάντλησαν οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά. Επίσης έχοντας υπόψη ότι στα εθνικά μας θέματα δεν μας συμπαραστέκεται δεόντως (πΓΔΜ, Κυπριακό, Αιγαίο) είναι καιρός να απελευθερωθούμε από τα σύνδρομα της υποταγής, χωρίς αυτή η ανεξαρτοποίηση να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ μας. Παράδειγμα  η σημερινή Τουρκία, η οποία απαλλάχτηκε από τις αμερικάνικες αυταπάτες της βλέποντας τη διπροσωπία των ΗΠΑ, κι έκτοτε ακολουθεί μια πολιτική δίνοντας προτεραιότητα  στα  δικά της  εθνικά συμφέροντα και όχι των ΗΠΑ. 
Η σύσφιξη των σχέσεων μας και με τα νέα κέντρα ισχύος που αναδύονται παγκόσμια, Ρωσία, Κίνα, Ινδία. Την Κίνα την ενδιαφέρουν τα ελληνικά λιμάνια, μέσω των οποίων έχει πρόσβαση στην Ευρώπη. Ας αδράξουμε την ευκαιρία τώρα γιατί η Κίνα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της, όλο και πιο έντονα, στην Αφρική, Ινδία. Λατινική Αμερική, θεωρώντας την Ευρώπη αδύναμη και διχασμένη. Όσον αφορά τη Ρωσία, να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην ιδέα της ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας, έστω κι αν είμαστε μικρή χώρα. Να εκμεταλευτούμε τους κοινούς δεσμούς που είχαμε στο παρελθόν με την ορθόδοξη Ρωσία, να εξαλείψουμε τις αντιρωσικές φοβίες μας, που χαρακτήριζαν το παλιό ΝΑΤΟ κι έκφραζαν αντισοβιετικά κομμουνιστικά κατάλοιπα. Να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ρώσων με μια συνεπή εξωτερική πολιτική, που να δείχνει ότι δεν ακολουθούμε πειθήνια την αμερικάνικη πολιτική. Και η συμφωνία για τον αγωγό South Stream ήταν μια καλή αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση, που δυστυχώς προς το παρόν έχει παγώσει.