Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», 'Αλκη Ζέη, Εκδ.Κέδρος, 1987

Με αφορμή το θάνατο της Άλκης Ζέη ξαναδιαβασα  το βιβλίο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, γιατί αισθάνθηκα την ανάγκη να επαναφέρω στη μνήμη μου όσα με είχαν συγκινήσει πριν 30 χρόνια και  σας το παρουσιάσω.

Το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο του βιβλίου στηρίζεται πάνω στα γεγονότα που βίωσε η ίδια η συγγραφέας σε διάστημα περίπου 30 χρόνων:  από την Απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 από τους Γερμανούς κατακτητές, το αδελφοκτόνο μίσος που εμφανίστηκε πριν τον Εμφύλιο, την εξορία πολλών ηττημένων του Εμφυλίου στη Τασκένδη και στη Μόσχα, μέχρι την αυτοεξορία της στο Παρίσι κατά τη στρατιωτική δικτατορία του 1967-1974. Ωστόσο η συγγραφέας έχει αναφέρει σε συνέντευξη της ότι ούτε η αρραβωνιστικιά ούτε ο Αχιλλέας ταυτίζονται με την ίδια και το σύζυγο της Γ. Σεβαστίκογλου που ως πολιτικός πρόσφυγας την περίμενε στην Τασκένδη.  Σίγουρα κάθε συγγραφέας εμπνέεται από την εποχή του και τα βιώματα του αλλά η συγγραφέας τα μεταπλάθει με τέτοιο τρόπο ώστε να μας χαρίσει ένα ωραιότατο μυθιστόρημα εστιάζοντας στον άνθρωπο κι όχι στη φορτισμένη με κομματικούς φανατισμούς εποχή της.   Πρόκειται για τη «βιογραφία» της  γενιάς που ανδρώθηκε στην ταραχώδη δεκαετία του 1940 για την Ελλάδα,  που αντιστάθηκε κατά των Γερμανών και αργότερα αγωνίστηκε για τα ιδανικά της Αριστεράς. Τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα λειτουργούν ως σκηνικό που ορίζουν το χώρο και το χρόνο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η ζωή των ηρώων της και δεύτερο ως καταλύτες για τις σημαντικές αποφάσεις που πήραν  για τη ζωή τους.

 «Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε, τους προλάβαιναν πάντα τα γεγονότα» που σκέπαζαν τις δικές τους επιθυμίες και θεωρούσαν τόσο φυσικό να υπακούουν σε αυτά, επαναλαμβάνει αρκετές φορές η συγγραφέας. Η γενιά της Αντίστασης είχε πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του καθήκοντος προς την πατρίδα και προς μια δικαιότερη κοινωνία χάρη των οποίων υπέτασσε το ατομικό στο συλλογικό καλό. «Ο αγώνας απαιτεί θυσίες» έλεγε ο Αχιλλέας στην δεκαεξάχρονη Δάφνη, γνωστή όμως με το συνωμοτικό όνομα Ελένη,  που τον ερωτεύτηκε. Λίγο αργότερα όμως όλοι την αποκαλούσαν «η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», αφού είχε την τύχη να την διαλέξει για μέλλουσα γυναίκα του ο αρχηγός της οργάνωσης, ο πρώτος στη μάχη που θαύμαζαν κι εμπιστεύονταν όλα τα μέλη της οργάνωσης! Ο έρωτας όμως δεν ήταν στις προτεραιότητες του Αχιλλέα, ακόμα κι όταν παντρεύτηκαν βιαστικά χωρίς νυφικό και καλεσμένους, διότι την ίδια μέρα έπρεπε να φύγει για το βουνό, αντάρτης, αφού είχε πάρει εντολή «από πάνω». «Θα ζήσουμε μαζί» της έλεγε «αφού διώξουμε τους Γερμανούς» μετά «αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη του 1944» μετά «σε ένα χρόνο το πολύ, αφού γυρίσουμε νικητές από το βουνό». Τελικά τον συνάντησε μετά αρκετά χρόνια, περίπου οκτώ, στα βάθη της Κεντρικής Ασίας, στη μακρινή Τασκένδη!

Ο μύθος του έργου έχει έτσι δομηθεί στέλνοντας τα δικά του μηνύματα - ιδέες που αναδεικνύουν και την αξία του μυθιστορήματος, όπως: Την αντίσταση κατά οποιουδήποτε επιβουλεύεται την ελευθερία του ανθρώπου και την δημοκρατία.  Την εξορία από την πατρίδα: τους τόπους εξορίας και τον αγώνα για επιβίωση, όπου η νοσταλγία κι ο πόθος επιστροφής στην πατρίδα την κάνουν πιο δύσκολη. Τον έρωτα, πώς τον βιώνει ο καθένας και πόσο διαρκεί; Τη δύναμη της φιλίας στήριγμα και βάλσαμο για τις δύσκολες ώρες,  τον απολογισμό μιας ζωής που μοιραία έρχεται για όλους μας, περισσότερο όμως γι αυτούς  που κάποιες αποφάσεις τους άλλαξαν άρδην τις ζωές τους.

Η συγγραφέας πλέκει τον αφηγηματικό της χρόνο πολύ έξυπνα κάνοντας φλας-μπακ στο παρελθόν της ηρωίδας της Αρραβωνιαστικιάς  που βρίσκεται τώρα αυτοεξόριστη στο Παρίσι μαζί με τη δωδεκάχρονη κόρη της- που απέκτησε με τον Αχιλλέα. Εκεί δουλεύει ως κομπάρσα στο γύρισμα της κινηματογραφικής ταινίας «Το τρένο της φρίκης». Σύμφωνα με το σενάριο η Ελένη στέκεται όρθια μπροστά από ένα ανοιχτό παράθυρο του τρένου περιμένοντας τη εντολή «σκηνή-πλάνο-λήψη» όπου την τραβά ο φακός μέχρι να δοθεί η εντολή «μοτέρ- στοπ». Η Ελένη όσο ώρα διαρκεί η λήψη κοιτώντας έξω από το παράθυρο, ο νους της τρέχει στα περασμένα και σαν να τα βλέπει να περνούν από μπροστά της, θυμάται όλη την περιπετειώδη ζωή της.
Οι φράσεις «σκηνή-πλάνο-λήψη» και «μοτέρ στοπ» σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος  των σκηνών από το παρελθόν της ηρωίδας που το αφηγείται σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Αντίθετα στα διαλείμματα που μεσολαβούν μεταξύ των λήψεων του φακού παρουσιάζει σε τρίτο ενικό πρόσωπο τις συνομιλίες που κάνει με τους άλλους κομπάρσους, όλοι παιδικοί φίλοι της αυτοεξόριστοι κι αυτοί στο Παρίσι, στις οποίες κυριαρχεί ένας απολογισμός της μέχρι τώρα ζωής τους. Με αυτόν τον τρόπο η σύνδεση των σκηνών μεταξύ παρελθόντος και παρόντος κυλά φυσικά κι αβίαστα μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος που η αφήγηση του παρελθόντος τελειώνει μαζί με τα γυρίσματα της κινηματογραφικής ταινίας «το τρένο της φρίκης». Μαζί τελειώνουν και οι περιπέτειες της Αρραβωνιαστικιάς ( ψευδωνυμο Ελένη - πραγματικό όνομα Δάφνη) αφού ο δρόμος επιστροφής της στην πατρίδα Ελλάδα έχει ανοίξει με την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974.

Το τρένο παίζει ιδιαίτερο ρόλο για την Ελένη και δεν είναι τυχαίος ο τίτλος που δίνει στη ταινία «Το τρένο της φρίκης». Είναι το μεταφορικό μέσον από τη Ρώμη-Μόσχα- Τασκένδη και πάλι πίσω από την Τασκένδη- Μόσχα, κι αν υπολογίσουμε τα τρένα Αθήνα-Πειραιά που χρησιμοποιούσε για τις συνωμοτικές επαφές της και Κηφισιά-Αθήνα που τη συνέλαβαν, είναι τα ταξίδια που έκανε μέσα στο φόβο για το άγνωστο που θα συναντούσε μετά το πέρας του ταξιδιών της. Έτσι το τρένο από σύμβολο του ταξιδιού που οδηγεί σε ανοιχτούς ορίζοντες,  για την Ελένη γίνεται το τρένο της φρίκης για ένα άγνωστο που δεν ξέρει τι θα συναντήσει.


Ενώ η Ελένη λοιπόν στέκεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του τρένου θυμάται όλη την περιπετειώδη ζωή της. Στην αρχή τη νεανική παρέα της από τη γειτονιά της Αθήνας, που συμμετείχαν στην οργάνωση για να διώξουν τους Γερμανούς. Στη συνέχεια   τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας, που με πόσο ενθουσιασμό ξεχύθηκαν στους δρόμους να τη γιορτάσουν, χαρά όμως που κράτησε μόνο 51 μέρες γιατί στις 2 Δεκέμβρη άρχισαν νέες μάχες  για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας τώρα, μεταξύ των Εγγλέζων που κατέφθασαν για να βοηθήσουν τους «δικούς τους» Έλληνες εναντίον των άλλων Ελλήνων της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ, που η ήττα του στα Δεκεμβριανά σηματοδότησε την αρχή του αδελφοκτόνου μίσους, προανάκρουσμα του Εμφυλίου πολέμου. Αρχίζουν λοιπόν οι διώξεις κατά όσων αντιστάθηκαν κατά των Γερμανών και Εγγλέζων. Και η Ελένη, η αρραβωνιαστικιά του «συμμορίτη» Αχιλλέα που είχε καταφύγει στα βουνά,  δεν είχε που να κοιμηθεί τα βράδια,  μέχρι που συνελήφθη από την Αστυνομία. Νέες περιπέτειες, ανακρίσεις, βασανιστήρια και από τη μνήμη της δεν λέει να φύγει η εκτέλεση των παιδικών της φίλων, όπως της τα διηγήθηκε μέσα στη φυλακή η φίλη της η Ματίνα, την οποία άφησαν να επιζήσει την τελευταία στιγμή «σκοτώνοντας» την όμως με έναν άλλον τρόπο, ώστε να απομείνει  μια τραγική νεκροζώντανη φιγούρα!
Θυμάται ακόμα με πόσες προσδοκίες ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αχιλλέα και τι απογοήτευση ένιωσε, όταν έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μόσχας  και ο Αχιλλέας δεν την περίμενε εκεί  αλλά στην Τασκένδη, αφού το Κόμμα δεν του είχε επιτρέψει να μεταβεί στη Μόσχα,   ή  όταν διέσχιζε επί 5 μερόνυχτα την ατελείωτη, ξηρή, άνυδρη ασιατική στέπα για να πάει στην Τασκένδη κι αθέλητα της τη σύγκρινε με  την ομορφιά γαλάζιας ελληνικής θάλασσας και τρόμαξε στην ιδέα ότι  μπορεί να  να μη την ξανάβλεπε ... ή όταν αντίκρυσε το μοναδικό δωμάτιο στο βάθος ενός μακρόστενου διαδρόμου -με κοινόχρηστη κουζίνα και τουαλέτα- που θα γινόταν το νέο σπίτι της και θα στέγαζε τον "έρωτα" της  με τον Αχιλλέα! Αλλά και τι απογοήτευση πήρε από τον Αχιλλέα, όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός που ερωτεύτηκε κι ονειρευόταν χρόνια! Απόμακρος, λιγομίλητος, βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν την καταλάβαινε παρόλες τις προσπάθειες της να του εκμυστηρευτεί ό,τι βασάνιζε την ψυχή της. Αυτός όμως είχε άλλες προτεραιότητες, αφού το Κόμμα τον καλούσε κάθε τόσο στην «έδρα» για να τον εκπαιδεύει, αφήνοντας τη γυναίκα του μόνη στη μακρινή Τασκένδη. Ο Αχιλλέας ήταν ο τύπος που υπηρετούσε το Κόμμα από πίστη κι όχι από συμφέρον. Αντίθετα  άλλοι, όπως ο σύντροφος και υψηλά ιστάμενος στην ιεραρχία του κόμματος, το «λιοντάρι του Ντανφέρ», όπως τον αποκαλούσαν μεταξύ τους αυτή και οι φίλοι της και τώρα βρισκόταν κι αυτός στην Τασκένδη. Ο Αχιλλέας τα δικαιολογούσε όλα λογικά, το συναίσθημα το είχε εξοστρακίσει, χάρη της ενότητας του κόμματος και του μεγάλου πανανθρώπινου σκοπού που αυτό είχε θέσει. Της έλεγε «Ήρθαμε τόσος κόσμος στην Τασκένδη. Και πάλι καλά, που μας βόλεψαν (οι σοβιετικοί)με δικές τους θυσίες», «Εκπαιδεύομαι γιατί όταν γυρίσουμε στην  πατρίδα, αυτή θα μάς έχει ανάγκη», « το μπλε κοστούμι μου (κι ας μην είχα άλλο) το έδωσα στον έρανο ...».
Τώρα συνειδητοποιεί τον εγκλωβισμό της , χωρίς διαβατήριο φυγής, σε έναν τόπο εξορίας ξένο και τόσο διαφορετικό από την πατρίδα της! "Μήπως έκανα λάθος που κουβαλήθηκα εδώ;" συχνά αναρωτιόταν. 

Και τότε αρχίζει και συγκρίνει τη σχέση που τη συνδέει με τον Αχιλλέα και τη σχέση που έζησε με τον Ζαν Πωλ ενώ βρισκόταν "περαστική" από τη Ρώμη περιμένοντας εκεί για δυο χρόνια την πολυπόθητη  βίζα της για να ταξιδέψει στη Σοβιετική Ενωση, αφού στην Ελλάδα απαγορευόταν η έκδοση της! Τώρα συνειδητοποιεί  την αξία του αληθινού έρωτα που φέρνει κοντά δυο ανθρώπους κάνοντας τους ευτυχισμένους. Τί είχε και τι έχασε! Πώς δεν το κατάλαβε; Πόσο ωραία περνούσαν αυτή και ο Ζαν Πωλ ο νεαρός ζωγράφος της Σχολής Καλών Τεχνών της Ρώμης, καταλήγοντας σε έναν απρόσμενο έρωτα ειλικρινή και δυνατό που έζησαν οι δυο τους για δυο χρόνια περίπου, όσο καθυστερούσε η έκδοση της βίζας από το σοβιετικό προξενείο! Με πόση ανεμελιά χαίρονταν τη ζωή τριγυρίζοντας στους δρόμους και στα μνημεία της Ρώμης, κάνοντας κοντινές εκδρομές στα περίχωρα μαζί με τους φίπους τους Φράνκο και Λάουρα! Τι ευχάριστη έκπληξη αισθάνθηκε, όταν είδε στη Ρώμη τη γιορτή προς τιμή της εφημερίδας Ουνιτά, όπου μίλησε το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς ο Τολιάτι και που τα πλήθη είχαν κατακλύσει την πλατεία τραγουδώντας  ελεύθερα «Αβάντι πόπολο ... παντιέρα ρόσσα ...», κάτι αδιανόητο για την Ελλάδα! Αλλά και τι στενοχώρια πήρε,  όταν ένα πρωνό του 1953 άκουσε από τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες ότι ο Στάλιν πέθανε! «Τι θα απογίνει τώρα η χώρα του και ο κόσμος όλος» πρωτοσκέφτηκε  για να την προσγειώσει ο Ζαν Πώλ ότι δεν είναι κομμουνιστής γιατί ο άνθρωπος εκεί δεν ζει ελεύθερος. Τι να πρωτοθυμηθεί την τρυφερότητα που τους ένωνε και που διέλυε τις μικροδιαφωνίες τους,  την ευτυχία που ένοιωθαν να βρίσκονται μαζί, το σπίτι που νοίκιασε ο Πωλ και το πίσω παράθυρο του έβλεπε στη βίλλα Μποργκέζε ή το πρωινό που ξύπνησε και καθώς ήταν μισόγυμνη από τη μέση και πάνω, ο Ζαν Πωλ  σχεδίασε  τη μορφή της με κάρβουνο κι ύστερα πήρε χρώμα κι έκανε τον πυράκανθο να κρατά στο χέρι της, στο χρώμα της φωτιάς! Ή τον βουβό αποχαιρετισμό τους στο σιδηροδρομικό σταθμό ελπίζοντας μέχρι τη τελευταία στιγμή ότι ο Πώλ θα της ζητούσε να μη φύγει! Αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να ανατρέψει τα σχέδια για το ταξίδι προς τον αρραβωνιατικό της, το οποίο είχε προαποφασιστεί εδώ και χρόνια! Η σκέψη "ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ" γραμμένη με κεφαλαία γράμματα αρκετές φορές, δείχνει τον εγκλωβισμό της Ελένης σε αυτή τη λογική που τελικά "επιβάλλεται" ψυχολογικά και στον Ζαν Πωλ! Η μορφή του Ζαν Πωλ έρχεται τώρα και ζεσταίνει τη ψυχή της Δάφνης-Ελένης που τώρα μακριά του συνειδητοποιεί «τι είχε και τι έχασε»! Κι όταν ο Αχιλλέας βρήκε  τη ζωγραφιά «το κορίτσι με τον πυράκανθο» που είχε πάρει μαζί της και την έσχισε,  μαζί ξέσκισε και την καρδιά της!


Τελικά η Ελένη τα άντεξε όλα στην εξορία. Άλλης ψυχοσύνθεσης άνθρωπος ανακάλυψε τις ομορφιές του τόπου όπου βρέθηκε «η Τασκένδη μια όαση μέσα στη στέπα, με πανύψηλα δέντρα και πολλά, πολλά λουλούδια που ευωδιάζουν ... και τι έναστρος ουρανός είναι αυτός» έλεγε, απέκτησε μια κόρη τη Δαφνούλα που έκανε και τον Αχιλλέα να χαμογελάει, και βρήκε λίγους και εκλεχτούς φίλους παρηγοριά και βάλσαμο στις δύσκολες ώρες της. Τον Αντρέα πολιτικό πρόσφυγα, φίλο του Αχιλλέα από το βουνό, ο οποίος ξεχώριζε με την κουλτούρα, τη καλλιτεχνική ευαισθησία και την ευγένεια ψυχής του, αγαπητό σε όλους τους Έλληνες πρόσφυγες, τη Βάγια πρόσφυγας κι αυτή,  η έμπιστη γυναικεία καθημερινή συντροφιά της. Φίλους όμως κι άλλης εθνικότητας. «Να μάθεις τη γλώσσα και να σπουδάσεις. Αυτό θα σε σώσει» της είχε πει ο Αντρέας και συστήνοντας της  το Ρώσο γέρο Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς, πανεπιστημιακό δάσκαλο με δυσμενή μετάθεση στη Τασκένδη, μαζί με τη ρώσικη γλώσσα απέκτησε κι έναν πολύτιμο φίλο που τη μύησε στη ρωσική λογοτεχνία και γενικότερα στον κόσμο των Γραμμάτων,  φωτίζοντας τη ζωή της εκεί. Τη Νάντια με  καταγωγή από την παλιά ρωσική αριστοκρατία, που έφτασε στη Τασκένδη με ένα θίασο ηθοποιών, άτομο ανοικτό χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις, που την ξαναβρήκε στη Μόσχα και συνέχισαν τη φιλία τους. Χωρίς τους έμπιστους κι αγαπημένους φίλους της η μοναξιά της θα ήταν αβάσταχτη στα δυο περίπου χρόνια της εξορίας της  στην Τασκένδη.

Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του τρένου ο νους της Ελένης ταξιδεύει τώρα στη σύγκρουση των Ελλήνων προσφύγων της Τασκένδης με τα βίαια αιματηρά επεισόδια στην Πόλη εκείνο το Σεπτέμβρη του 1955. Κι ενώ ένας καινούργιος άνεμος άρχισε να φυσά στο σοβιετικό κράτος με την αποσταλινοποίηση που προμηνυόταν και οριστικοποιήθηκε πέντε μήνες αργότερα με το περίφημο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, οι Έλληνες πρόσφυγες προσβλέποντας στις αλλαγές αυτές,  βρέθηκαν χωρισμένοι στα δυό: από τη μια βρίσκονταν αυτοί που κάθονταν κάτω από τη βουκαμβίλια και από την άλλη αυτοί που κάθονταν κάτω από την κληματαριά. Η συγγραφέας με την αλληγορία αυτή μας λέει ότι ενώ ήταν μια χούφτα Έλληνες σε ξένο τόπο, σαν μια παρέα γύρω από μια  αυλή, έφτασαν στο σημείο  να αλληλοσπαράσσονται, ώστε οι ντόπιοι να λένε «τρελάθηκαν αυτοί οι Γραικοί;» Χρησιμοποιώντας τις λέξεις «βουκαμβίλια και κληματαριά»  αποφεύγει να  χρωματίσει κομματικά την κατάσταση σε ζαχαριαδικούς και αντιζαχαριαδικούς .... Κατά τη γνώμη μου διαβάζοντας το μυθιστόρημα κατάλαβα ότι το γεγονός της αποσταλινοποίησης ήταν η αφορμή για να έλθουν σε  σύγκρουση οι Έλληνες πρόσφυγες στην Τασκένδη. Πίσω από αυτήν  βρίσκονταν οι διαφωνίες τους  για τις επιλογές κάποιων να βολευτούν στην ξένη γη παίρνοντας υποτροφίες σπουδών και θέσεις στον κρατικό μηχανισμό της χώρας κι ο φόβος τους μήπως τα χάσουν. Επίσης είχαν συσσωρευτεί παράπονα ίσως για τους υπεύθυνους της ήττας τους στον Εμφύλιο, και το σαράκι της νοσταλγίας για την πατρίδα που έχασαν, κι από την άλλη οι ελπίδες των άλλων να αλλάξουν τα πράγματα και να δικαιωθούν οι αγώνες  της νιότης τους και οι συνθήκες ζωής τους.  Όλα αυτά μαζί πυροδότησαν την έκρηξη που ξέσπασε μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης και διέρρηξε την ενότητα και σύμπνοια τους.   
 
          Πράγματι η αποσταλινοποίηση άνοιξε το δρόμο για την μετεγκατάσταση του Αχιλλέα και της οικογένειας του στη Μόσχα,αφού το Κόμμα έκρινε ότι πάντα είχε ανάγκη τέτοια πιστά μέλη, αν και ο ίδιος ψυχικά είχε καταρρακωθεί με το γκρέμισμα του Στάλιν. Μαζί επέστρεψαν ο δάσκαλος Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς που ξαναπήρε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο και μαζί ο Αντρέας ... λόγω της φιλίας του με το  ζωγράφο Λεβ Ιλιτς που τον είχαν εκτοπίσει στην Τασκένδη γιατί είχε τολμήσει να ζωγραφίσει τον πίνακα «ο Λένιν στενοχωρημένος», όπου  έδειχνε τον ηγέτη σε βαθιά περισσυλογή. Στη Μόσχα οι συνθήκες ζωής της βελτιώθηκαν. Η Μόσχα ανοικοδομείτο κι αυτοί έμειναν σε δικό τους διαμέρισμα και μάλιστα με τηλέφωνο, οπότε μπορούσε να επικοινωνεί κάθε Σάββατο με τη μητέρα της Λίζα στην Αθήνα, μια μητέρα για την οποία ήταν υπερήφανη για την ομορφιά, το θάρρος και την αγωνιστικότητα της. Στο διαμέρισμα στη Μόσχα υποδέχτηκε και μια ομάδα Ελλήνων βουλευτών από όλα τα κόμματα, όταν άρχισε να λιώνει ο πάγος στις σχέσεις των δυο κρατών και να συζητούν τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων. Και η Ελένη με την κόρη της ήταν η πρώτη που πήρε άδεια εισόδου στην Ελλάδα για τρεις μήνες! Η κόρη της κι αυτή ενθουσιάζονται και δεν χορταίνουν την αγάπη των δικών τους και την ομορφιά της πατρίδας που στερήθηκαν.  Μια μέρα όμως πριν αναχωρήσουν    για τη Μόσχα κηρύσσεται η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967 και για την εγκλωβισμένη Ελένη ο μόνος δρόμος φυγής που της απέμεινε – για να μη συλληφθεί τώρα- ήταν το Παρίσι, που την περίμενε η Μαρί Τερέζ, φίλη παλιά της μάνας της από το Κ.Κ Γαλλίας.

Αυτοέξοριστη λοιπόν στο Παρίσι! Ολόκληρη παροικία Ελλήνων, παλιών συναγωνιστών και μη στην οποία εντάχθηκε. Συναγωνιστών που άλλοι είχαν καταφέρει να βολευτούν και να ζουν καλά κι άλλοι φυτοζωούσαν ανένδοτοι στις αξίες που γαλούχησαν τη νιότη τους. Στην  Ελένη άλλοι θαύμαζαν τον μύθο  που  είχαν πλάσει για το μεγάλο έρωτα της προς τον Αχιλλέα –και που δεν είχε καμμια σχέση με την πραγματικότητα- και πρότειναν να γυριστεί ταινία, ενώ  άλλοι της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Τασκένδη. Πόσο δύσκολο να ξεφύγουν οι άνθρωποι από τα στερεότυπα τους. Στις ατέλειωτες ώρες της σχόλης τους η στενή της παρέα προβληματίζεται για τις αποφάσεις που πήραν   κάποτε και που άλλαξαν άρδην τη ζωή τους ρίχνοντας την ευθύνη στα γεγονότα αλλά και στους εαυτούς τους που τότε δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς! Μήπως όμως και τώρα επί χούντας δεν επαναλαμβάνονται τα ίδια, αναρωτιούνται. Στον απολογισμό μιας ζωής η μεταμέλεια έρχεται αργοπορημένα και ανίκανη να διορθώσει «λάθη» που έγιναν.
             Η Ελένη στο Παρίσι έτυχε να ζήσει το Μάη του ΄68 και σε αντίθεση με τη δωδεκάχρονη κόρη της που είχε ενθουσιασθεί, αυτή τον αντιμετώπιζε με κάποιο σκεπτικισμό. Σε ολόκληρο το βιβλίο η ιδεολογική τοποθέτηση της συγγραφέως που ταυτίζεται με την αφηγήτρια Ελένη, φωτογραφίζεται μέσα από τις πράξεις της και δεν διαλαλείται και η ματιά της είναι κριτική απέναντι στα κόμματα, τόσο το σοβιετικό όσο και το ελληνικό, εν τούτοις το Μάη του ΄68 τον προσπερνά σχεδόν βιαστικά. Χάσμα γενεών; Μήπως η παλιά γενιά εγκλωβισμένη στον αγώνα επιβίωσης, δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τώρα μια εξέγερση των νέων «που ενώ τα έχουν όλα» εξεγείρονται ζητώντας πράγματα που φαντάζουν ουτοπικά στα μάτια της; Αναγνωρίζει το πάθος της νέας γενιάς που γκρεμίζει την παλιά υποκριτική ηθική και θέτει σε νέες ειλικρινείς βάσεις τις σχέσεις των ζευγαριών αλλά αυτή δεν ανήκει σε αυτή τη γενιά και είναι ανέτοιμη  αποδεχτεί τη λογική της  για τον εαυτό της.

Στη διάρκεια τόσων χρόνων οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες αναγκάστηκαν πολλές φορές να θάψουν τους δικούς τους στην ξενητειά, που η εξορία έκαμε ακόμα βαρύτερο τον πόνο τους. Μια από αυτές ήταν και η κηδεία του Αντρέα, που έφυγε ξαφνικά μέσα σε ένα μήνα από καλπάζοντα όγκο. Η συγγραφέας πλάθει με πολλή αγάπη και αληθοφάνεια τη μορφή του Αντρέα, που κυριαρχεί με την παρουσία του στα χρόνια της εξορίας της στην Τασκένδη και στη Μόσχα. Η Ελένη δεν μπορεί να πιστέψει πώς ο Αντρέας, αυτός ο τζέντλεμαν με το επιμελημένο ντύσιμο που πρωτοστάτησε στην υποδοχή της στην Τασκένδη, με το χαμόγελο και τον καλό λόγο για όλους, αυτός που νεαρός σπούδαζε στο Παρίσι ζωγράφος αλλά για χάρη της γυναίκας που ερωτεύτηκε ήλθε στην Ελλάδα και βγήκε στο βουνό και η οποία μάλιστα του ζήτησε συγγνώμη, που τον κουβάλησε εκεί άδικα, αφού τώρα ήταν με άλλον! αυτός που τα φιλοσοφούσε όλα και συγχωρούσε τις αδυναμίες των ανθρώπων, ο φίλος που μαζί νοσταλγούσαν κι ονειρεύονταν τη μέρα επιστροφής στην πατρίδα, ο ζωγράφος που το έργο του αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα καθυστερημένα... ότι αυτός ο Αντρέας δεν ζει πια! Της το’ χε ζητήσει της Ελένης «αν πεθάνω δεν θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα μέσα σε φέρετρο. Θέλω να γυρίσω ζωντανός για να ξαναδώ την Ελλάδα μας» Οι Ρώσοι τον τίμησαν  και τον έθαψαν στο μοναστήρι Νόβο-ντέβιτσε, εκεί που θάβουν συγγραφείς και καλλιτέχνες κι ακόμα μια επιτροπή από την Τασκένδη κατέφθασε για να τιμήσει το φίλο που έχασαν!           

Η ζωή συνεχίζεται όμως παρόλες τις απώλειες. Και η Ελένη συζητά τώρα στο Παρίσι για τη δίκη του Αχιλλέα που βρίσκεται στην Αθήνα και κατηγορείται ως κατάσκοπος. Η Ελένη όμως έχει πάρει τις αποφάσεις της. Με τον Αχιλλέα την ενώνει μόνο η κόρη τους. Έχει αποφασίσει να πάρει διαζύγιο. Η μητέρα της έχει φύγει από τη ζωή. Και η ανάμνηση του Ζαν Πώλ αρχίζει να ξεθωριάζει από όταν έμαθε τυχαία ότι είχε παντρευτεί μια Καναδέζα, είχε τρία παιδιά και δίδασκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Μόντρεαλ αλλά είχε πάψει προ πολλού να ζωγραφίζει, της εκμυστηρεύτηκε η φίλη της Λάουρα, που συνάντησε τυχαία στις διακοπές της στην Ελλάδα. Και θυμάται το φόβο του Ζαν Πωλ μήπως  σταματήσει να ζωγραφίζει σαν τον πατέρα του απ΄όταν έκανε οικογένεια, που της είχε εκμυστηρευθεί παλιά. Έκλαψε για την ανάμνηση που την κρατούσε τόσα χρόνια αλλά ο χρόνος τα σβήνει όλα κάποτε, και φαίνεται είχε έρθει ο καιρός! Αυτή όμως τώρα επιστρέφει στην πατρίδα που τόσο της έλειψε και μια νέα περίοδος ανοίγεται μπροστά της,  έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στην αγάπη έμπιστων  φίλων και της κόρης της.    
Η περιπετειώδης ζωή μιας γενιάς Ελλήνων από την αριστερή διανόηση που τα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας τους μετά την Απελευθέρωση από τους Γερμανούς το 1944, τον Εμφύλιο,  το μετεμφυλιακό κλίμα και τη στρατιωτική δικτατορία, του 1967-74 σημάδεψαν τη ζωή τους αναγκάζοντας πολλούς να ζήσουν μακριά από αυτήν μέχρι τον επαναπατρισμό τους  μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 και που η Άλκη Ζέη κατάφερε να τα μετουσιώσει σε μυθιστόρημα! 
                                                                                                                       Σούλη Αγγελική,
                                                                                                                          φιλόλογος
                                                                                                                      ``Αθήνα 25-03-2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου