Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Περί Τυφλότητος, Ζοζέ Σαραμάγκου, Εκδ. Καστανιώτης, 1998

     Η φήμη του μυθιστορήματος «Περί Τυφλότητος» του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010), βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας  1998, το οποίο  θεωρείται από τα καλύτερα του μυθιστορήματα – και που ξεχωρίζει τόσο για το μύθο του που στηρίζεται σε μια υπόθεση που κάνει ανατρέποντας την πραγματικότητα που  ζούμε,  όσο και για τον τρόπο που οργανώνει γλωσσικά την  αφήγηση  του μύθου του-   με ώθησαν να αγοράσω το βιβλίο.  Επίσης  ήθελα  να  γνωρίσω  την  προσωπικότητα αυτού του συγγραφέα, που κατάφερε χωρίς  πανεπιστημιακές  σπουδές , φτωχό παιδί ξεκινώντας από σιδηρουργός να φτάσει  50 χρονών να εκδώσει το πρώτο βιβλίο του και στα 76 του να πάρει  Νόμπελ Λογοτεχνίας! Βέβαια η κύρια επαγγελματική του ενασχόληση με τη δημοσιογραφία και  την εργασία του σε εκδοτικούς οίκους καθώς και η ασχολία του με τα κοινά ως δραστήριο  μέλος του ΚΚ Πορτογαλίας, πιστεύω, τον όπλισαν με εκείνα τα  πνευματικά εφόδια που τον βοήθησαν στη συγγραφή των έργων του. Το 1993 μετοίκησε στο  νησί Λανθαρότε των Καναρίων νήσων απογοητευμένος  από την κυβέρνηση της Πορτογαλίας  και την Εκκλησία,  που τον είχαν  αποκλείσει από τη διεκδίκηση  Ευρωπαϊκού Βραβείου στη Λογοτεχνία  εξ αιτίας του  βιβλίου του «Το κατά Ιησούν  Ευαγγέλιο».

            Έτσι βρέθηκα να διαβάζω το «Περί τυφλότητας» αλλά από τις πρώτες σελίδες ως και τη μέση περίπου του βιβλίου η απογοήτευση μου ήταν πολύ μεγάλη!  Δεν μου άρεσε καθόλου,  συνέχιζα να το διαβάζω από περιέργεια,  παρόλο που το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με είχε αλλιώς προετοιμάσει γράφοντας: «Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνοται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια   ο Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε έναν κόσμο που χάνει την όραση του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού; Τι θα απογίνουν τα κατοικίδια; Οι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα; και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες , αν έβλεπες;»

 

Το μυθιστόρημα ήταν πολύ κουραστικό. Το περιεχόμενο του ήταν καταθληπτικό! Οι περιγραφές  της  ζωής των τυφλών -που κάθε μέρα πλήθαιναν- και τους είχαν συγκεντρώσει σε ένα εγκαταλελειμμένο φρενοκομείο που λειτουργούσε ως καραντίνα, μου δημιουργούσε ένα αίσθημα μονοτονίας και αποτροπιασμού. Τα δυστυχισμένα αυτά άτομα  που έχρηζαν βοήθειας από την πολιτεία και τους υγιείς συνανθρώπους τους, είχαν εγκαταλειφθεί  στην τύχη τους. Εικόνες φρίκης  να βλέπεις τους  ανήμπορους τυφλούς  να προσπαθούν να προσανατολιστούν με τα χέρια ψαχουλεύοντας και  σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον ή  ακόμα μπουσουλώντας  με τα τέσσερα, να κάνουν τις σωματικές τους ανάγκες εδώ κι εκεί  με αποτέλεσμα  η βρωμιά και η δυσωδία να  απλώνονται  παντού ενώ είχαν βουλώσει  οι νιπτήρες και οι τουαλέτες  και η καθαριότητα ήταν  ανύπαρκτη.

              Επίσης ένα εξ ίσου μεγάλο θέμα  ήταν η διανομή των τροφίμων που τους έστελνε η Πολιτεία, αφού δεν έβλεπαν να τα μοιράσουν δίκαια μεταξύ τους και κάποιοι άρπαζαν περισσότερες μερίδες ενώ  άλλοι έμεναν νηστικοί. Επιπλέον οι στρατιώτες που τους φύλαγαν,  από φόβο μήπως κολλήσουν την τυφλότητα, πυροβολούσαν εν ψυχρώ  όσους επιχειρούσαν να φτάσουν στην Πύλη ζητώντας βοήθεια!  Το αποκορύφωμα έφτασε, όταν ένας  τυφλός  που είχε όπλο και κάποιοι που συμφωνούσαν μαζί του άρπαξαν τα τρόφιμα κι απαίτησαν οι υπόλοιποι τυφλοί να πληρώνουν για την τροφή τους (!) αρπάζοντας τους έτσι όσα τιμαλφή φορούσαν και στη συνέχεια άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες κάθε θαλάμου με τη σειρά αλλιώς δεν τους παρείχαν την τροφή που δικαιούνταν!   Εδώ ο συγγραφέας παραπέμπει στην άνιση κατανομή κι αρπαγή πλούτου που συμβαίνει στις κοινωνίες μας που μόνο με βίαια μέσα αυτή συντηρειται.  Η αντίδραση των τυφλών στην εξαθλίωση και αποκτήνωση ήταν αναμενόμενη  και να μη τα πούμε όλα ... κάποια  τυφλή  έβαλε  φωτιά στα κλινοσκεπάσματα του θαλάμου της συμμορίας, η οποία εξαπλώθηκε βέβαια σε όλο το κτήριο! Οι τυφλοί μέσα στους καπνούς και στις φλόγες κάνουν ηρωϊκή έξοδο προς τη Πύλη... διαπιστώνοντας προς μεγάλη έκπληξη τους  ότι κανείς δεν ήταν εκεί για να τους εμποδίσει  να βγούν στην Πόλη. 

Ήταν ελεύθεροι! Ελεύθεροι όμως σε μια πόλη τυφλών, σε μια χώρα τυφλών, αφού όλοι οι κάτοικοι είχαν μολυνθεί από αυτή την καταραμένη τυφλότητα. Οι εικόνες που ακολουθούν είναι πολύ χειρότερες από τις εικόνες του φρενοκομείου, διότι η τυφλότητα είναι πια καθολική.Οι εικόνες φρίκης απλώνονται σε όλη την κοινότητα, στους αναστατωμένους και γεμάτους σκουπίδια δρόμους της πόλης και δεν φαίνεται κανενός είδους βοήθεια στον ορίζοντα. Δεν  λειτουργεί καμμιά δημόσια υπηρεσία, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε υπάρχει παροχή νερού, τα μαγαζιά με τα τρόφιμα έχουν λεηλατηθεί, ένα χάος επικρατεί παντού! Οι άνθρωποι έχουν βγει έξω προς άγραν τροφής,  δεν βλέπουν που είναι τα σπίτια τους για να ξαναγυρίσουν σε αυτά, κοιμούνται όπου βρούν! Κι εγώ τελικά διαβάζοντας όλα αυτά ταρακουνήθηκα!

Φαντάστηκα τι μπορεί να συμβεί, αν οι ανθρώπινες κοινωνίες μας, οι οργανωμένες και πολιτισμένες, όπως τις αποκαλούμε φτάσουνε κάποτε σε τέτοιο σημείο! Απίθανο φαντάζει, όχι όμως και τόσο εξωπραγματικό ξανασκέφτηκα. Και γιατί όχι, αναρωτήθηκα, όταν η κλιματική αλλαγή,  η έκπτωση των ηθικών αξιών μέχρι κυνισμού, η λατρεία του χρήματος  και μια στρεβλή ανάπτυξη της τεχνολογίας που εστιάζει σε όλο και πιο σύγχρονα πολεμικά όπλα και χειραγώγησης  των πολιτών απειλούν τις σύγχρονες κοινωνίες μας και τελευταία εμφανίστηκε μια  παγκόσμια πανδημία;  Θεωρούμε δεδομένα αυτά που έχουμε κατακτήσει ως ανθρωπότητα αλλά θα τα έχουμε πάντα; Οι πόλεις των χιλιάδων κι εκατομμυρίων κατοίκων είναι πολύ ευάλωτες σε μια φυσική και οικονομική καταστροφή. Στις πρωτόγονες κοινωνίες ο πληθυσμός ήταν λίγος και η φύση παρθένα, σε αντίθεση με σήμερα που ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί και η φύση και το κλίμα επιβεβαρημένα  πολύ, αναφέρει ο συγγραφέας.

                  Ο Σαραμάγκου με το μυθιστόρημα «Περί τυφλότητας» δεν μας έδειξε μόνο τις τρομακτικές συνέπειες  της τυφλότητας  για την ίδια τη φύση του ανθρώπου που μεταλλάσσεται σε κείνη του ζώου αποποιούμενος τα χαρακτηριστικά  που τον εξανθρώπισαν μέσω του πολιτισμού του  αλλά  μας θύμισε και ομορφιές της ζωής, αξίες και κατακτήσεις που μέχρι τώρα  θεωρούνται  αυτονόητες και δεδομένες στη ζωή μας. Την  αξία των πέντε αισθήσεων κι όχι μόνο των κυρίαρχων  όρασης κι ακοής αλλά και της αφής  και γεύσης και εκείνης της ευαίσθητης και παραμελημένης στην εποχή μας,  της όσφρησης  που ξεπερνά  τα εμπόδια για να προειδοποιήσει τον άνθρωπο! Όλες οι κεραίες  ανοικτές για να μην χαθούμε στην τυφλότητα. Μας θύμισε ακόμα την αξία της βροχής και του νερού  που καθαρίζουν, δροσίζουν, ποτίζουν, ομορφαίνουν. –αυτό το δώρο της φύσης που με τον πολιτισμό μας το φέραμε μέσα στα σπίτια μας- Η  σκηνή  της δυνατής βροχής  που ξέπλυνε τους δρόμους της πόλης, που ξέπλυνε τα βρώμικα κορμιά των τυφλών που εκτέθηκαν σε αυτή λειτουργεί ως κάθαρση  προμηνύοντας τον λυτρωμό των δυστυχισμένων τυφλών. Μας θύμισε τις αξία της οργάνωσης για την ατομική και κοινωνική ζωή μας και τη θεωρεί πρώτιστη για την αξιοπρεπή επιβίωση του ανθρωπίνου είδους. Με την  οργάνωση, μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, επινοούνται κάθε τόσο καινούργιοι τρόποι ζωής ώστε αυτοί να προσαρμόζονται  στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής μας. Ακόμα και το ανθρώπινο σώμα είναι  οργανωμένο, αναφέρει, και είναι ζωντανό όσο διατηρείται οργανωμένο, που αν πάψει να λειτουργεί  ως τέτοιο  αρρωσταίνει και πεθαίνει. ‘Ενα κακοσχεδιασμένο όμως και κακά οργανωμένο στοίβαγμα ανθρώπων σε ένα χώρο ...μπορεί να αποβεί σε θανατηφόρα παγίδα, συμπληρώνει. Το ότι θα πεθάνουμε όλοι είναι ζήτημα χρόνου. Να πεθάνει όμως κάποιος,  μόνο επειδή είναι τυφλός είναι ο χειρότερος τρόπος θανάτου, καταλήγει.

         Τελικά τι είναι αυτή η επιδημία της τυφλότητας   που εξαπλώθηκε παντού αναρωτιούνται οι πάντες; Ο συγγραφέας την τυφλότητα αυτή δεν την ταυτίζει με το σκοτάδι, ως είθισται, αλλά με μια  λευκότητα σαν πηχτή ομίχλη που εμποδίζει τα μάτια να δουν αλλά και το μυαλό. Πρόκειται για σωματική και πνευματική τυφλότητα που ακρωτηριάζει και τα συναισθήματα και κάνει  τον άνθρωπο να χάσει  εκείνα τα στοιχεία ταυτότητας και συμπεριφοράς  που τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. «Τυφλότητα είναι να παραδινόμαστε στο φόβο και  να μην αντιδρούμε», «τυφλότητα είναι να ζούμε  μέσα σε έναν κόσμο που η ελπίδα έχει τελειώσει», διότι «χωρίς  μέλλον το παρόν δεν έχει καμμιά αξία, είναι σαν να μην υπάρχει» «μπορεί η ανθρωπότητα να καταφέρει να ζήσει χωρίς μάτια, τότε όμως θα πάψει πια να είναι ανθρωπότητα»,  «τυφλότητα είναι ο θάνατος της λέξης» αφού ο τυφλός χάνει και το νόημα των λέξεων, όταν δεν μπορεί να αναπαραστήσει μέσα στο νού του την έννοια των πραγμάτων, που δεν βλέπει.   Σίγουρα το «Περί Τυφλότητος» είναι ένα μυθιστόρημα που μέσα από την υπερβολή κτυπάει τον κώδωνα κινδύνου στις σύγχρονες  κοινωνίες, οι οποίες  στις αρχές του 21ου αιώνα διέρχονται  πολλαπλών κρίσεων,  σύγχυσης και αβεβαιότητας με αποτέλεσμα  πάρα πολλοί να αδυνατούν να διακρίνουν  με καθαρή ματιά την πραγματική ουσία της ζωής και του κόσμου.

       Και γεννάται το εύλογο ερώτημα :  Μπορεί κάποιος να ξεφύγει από αυτή την πανδημία της τυφλότητας και πώς; Μέσα σε αυτόν τον κόσμο των τυφλών, τι θα έκανε κάποιος αν έβλεπε; Όπως συνέβη με τη γυναίκα του οφθαλμίατρου, η οποία όταν ήλθαν να πάρουν τον τυφλό άντρα της προσποιήθηκε ότι κι αυτή είναι τυφλή για να βρίσκεται μαζί του και να τον βοηθά στην ανημποριά του. Η αγάπη, το θάρρος, η ελπίδα ότι θα διορθωθεί η κατάσταση,  η αλληλεγγύη  προς το συνάνθρωπο και το αίσθημα ευθύνης στην αρχή  προς τον άντρα της και αργότερα και  προς τους υπόλοιπους τυφλούς, ήταν  αρετές που την προστάτευσαν από την τυφλότητα. Οι συμβουλές της για πως μπορούν να βρούν τον προσανατολισμό τους  στο κτήριο και στην αυλή του, για το πως να διανείμουν πιο δίκαια τα τρόφιμα, για το πως να κρατήσουν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες  καθαριότητας  και οργάνωσης ενωμένοι σε ομάδες μικρές  και μεγαλύτερες  την ανέδειξαν σε φυσικό ηγέτη των τυφλών. Ακόμα και η δολοφονία του αρχισυμμορίτη ήταν μια αναγκαία πράξη απελευθέρωσης  για να μην πεθάνουν οι τυφλοί από την πείνα και να γλυτώσουν την αποκτήνωση των βιασμών. Βέβαια δεν αποκάλυψε στους τυφλούς  ότι βλέπει, επειδή διαισθανόταν ότι όλοι θα έτρεχαν σε αυτή για βοήθεια, κάτι που δεν θα μπορούσε να αντέξει. Μόνο ο σύζυγος της ήξερε την αλήθεια και ήταν συμπαραστάτης της στα δύσκολα.  Κι όταν βγήκαν στην πόλη της καθολικής τύφλωσης, αυτή κράτησε ενωμένη  την ομάδα του θαλάμου της  και  τους οδήγησε στην κάθαρση ...

    Το μυθιστόρημα αυτό δεν ξεχωρίζει μόνο για το αναποδογύρισμα της πραγματικότητας, όπως τη γνωρίζουμε αλλά και τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα.  

Πρώτα απ’ όλα δεν δίνει βαφτιστικά ονόματα στα  πρόσωπα-ήρωες του μυθιστορήματος αλλά τους αποκαλεί με βάση ένα γνώρισμα τους  π.χ ο γιατρός, ο πρώτος τυφλός, η γυναίκα του πρώτου τυφλού, η κοπέλα με τα σκούρα γυαλιά κλπ. Από τα σημεία στίξης  χρησιμοποιεί μόνο κόμματα και τελείες. Εντύπωση προκαλεί  η  παρουσίαση των διαλόγων χωρίς εκείνα τα διακριτικά (εισαγωγικά ή αλλαγή σειράς με παύλα) που τους  ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο κείμενο.  Η χρήση του κόμματος και στη συνέχεια κεφαλαίου γράμματος σηματοδοτεί και την αρχή νέας πρότασης. Γενικά δεν χωρίζει σε παραγράφους εκτός λίγων περιπτώσεων, και τα  17 κεφάλαια του βιβλίου δεν φέρουν κανένα διακριτικό τίτλο ούτε και  αριθμό.

          Γιατί ο  συγγραφέας επιλέγει να γράψει με αυτόν τον τρόπο το έργο του; Κατά τη γνώμη μου, θέλει να σοκάρει τον αναγνώστη πρώτον  με το υποθετικό  σενάριο της  τύφλωσης όλων  των ανθρώπων μιας πόλης και δεύτερο με τους εκφραστικούς τρόπους γραφής του. Και το σοκ, όσο πιο δυνατό είναι, τόσο πιο δυνατά κινητοποιεί τον ψυχικό κόσμο του αναγνώστη ή στη χειρότερη περίπτωση εγκαταλείπει την ανάγνωση του βιβλίου. Ο συγγραφέας αφήνει μόνο του τον αναγνώστη να δει με τα δικά του μάτια, να ξεχωρίσει όσα του αποκρύβουν η απουσία σημείων στίξης, παραγράφωνκλπ. Θα τολμούσα να πω, ότι ο αναγνώστης ιχνηλατεί σαν τον τυφλό να βρεί τον προσανατολισμό του μυθιστορήματος και της δικής του ανάγνωσης.

Έτσι ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι ο συγγραφέας δεν περιγράφει μόνο  «με γραφειοκρατική ακρίβεια»   το  πώς μετακινούνται  στα τυφλά οι δυστυχισμένοι  αυτοί άνθρωποι  αλλά παρουσιάζει  και τις λεπτές  σκέψεις που τους ωθούν να συμπεριφέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο  φτάνοντας  έτσι αρκετές  φορές    στο στοχασμό  ή σε ψυχολογικές  ερμηνείες  ή σε  σπάνιες λυρικές εκλάμψεις.  Διαβάζουμε σελ.127 «Ένας τυφλός είχε επιτέλους σκουντουφλήσει πάνω στα κιβώτια (με τα τρόφιμα) και φώναζε αγκαλιάζοντας τα, Εδώ είναι, εδώ είναι, ακόμα κι αν κάποια μέρα ο άνθρωπος αυτός ξαναβρεί το φως του, αποκλείεται να ανακοινώσει το εκπληκτικό νέο με μεγαλύτερη χαρά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα οι υπόλοιποι τυφλοί είχαν σκοντάψει πάνω στα κιβώτια, ανάκατα χέρια πόδια, ο καθένας έσπρωχνε προς την πλευρά του διεκδικώντας την προτεραιότητα, εγώ θα πάρω, όχι, εγώ θα πάρω πρώτος. Εκείνοι που είχαν απομείνει πιασμένοι απ’ το σκοινί  της σκάλας ήταν νευρικοί, άλλος ήταν ο φόβος τους τώρα, μη τυχόν και τους απέκλειαν απ’ τη μοιρασιά τιμωρώντας την τεμπελιά και τη δειλία τους, ώστε έτσι,  δεν θέλατε να πέσετε στα τέσσερα μη τυχόν και φάτε σφαίρα (από το στρατιώτη), τώρα μείνετε χωρίς φαγητό,»             

  Τελικά ο συγγραφέας δίνει αίσιο τέλος στο μυθιστόρημα του, όπου οι τυφλοί ξαναβρίσκουν το φως τους αφού πρώτα δοκιμάστηκαν  σκληρά από την απώλεια του, αναφωνώντας  «ευλογημένο ας είναι το φως» με κάθε είδους συμβολισμούς  που αυτό φέρει!

                                                                                                              Βάρκιζα 10-7-2020

                                                                                                                                          Σούλη Αγγελική

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου