Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

THE DREAM , Σκιές στην Αθήνα , Μίμη Ανδρουλάκη, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα,1994

Μια παλιά ανάρτηση μου, που άπτεται ενός επίκαιρου θέματος της δυσκολίας άσκησης δημοκρατικής πολιτικής κι όχι  απλώς διαχείρισης των κοινών στη σύγχρονη εποχή   -την οποία κατά λάθος  είχα κατεβάσει- τη δημοσιοποιώ ξανά κατ΄ απαίτηση φίλων που επιθυμούν να τη διαβάσουν.

       Ένα από τα πρώτα βιβλία του Μίμη Ανδρουλάκη,  γνωστού για την πολιτική του δράση στην ευρύτερη Αριστερά, που έκανε αίσθηση όταν εκδόθηκε,  ήταν  το  «THE DREAM"  με υπότιτλο «Σκιές στην Αθήνα».  Ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό έχοντας υπόψη του την κρίση που διέρχεται ο πολιτισμός μας με έμφαση στην αδυναμία άσκησης ουσιαστικής πολιτικής στα τέλη του 20ου αιώνα,   διαπιστώνει την τεράστια απόκλιση της σημερινής πραγματικότητας από τις θεωρίες τριών μεγάλων διανοητών, Φρόιντ,  Μαρξ και Νίτσε, που οραματίστηκαν αλλιώς το μέλλον της ανθρωπότητας πριν περίπου 100 χρόνια, όσον αφορά την «Τέχνη του Ευ Ζην και του Πολιτεύεσθαι». Ο συγγραφέας  πιστεύει, ότι οι διανοητές αυτοί ήταν από τα πιο ριζοσπαστικά πνεύματα της ανθρωπότητας, διότι αποκάλυψαν το αιώνιο παράλογο του πολιτισμού μας, ο οποίος δημιουργήθηκε καταπιέζοντας τριπλά τον άνθρωπο, μέσα από την εργασία του, μέσα από τις ηθικές αρχές που πρέπει να τηρεί, και μέσα από την καταστολή των επιθυμιών του. Μια τριπλή λοιπόν καταπίεση οικονομική, ηθική, ψυχική βρίσκεται στη βάση του ανθρώπινου πολιτισμού. Με τις θεωρίες τους οι τρεις αυτοί διανοητές άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου προσφέροντας επιχειρήματα –λογικά και λογικοφανή- στο σύγχρονο άνθρωπο ώστε να αμφισβητήσει πολλά απ’ όσα οι πρόγονοι τους θεωρούσαν απαγορευμένα ή αδύνατα να γίνουν. 

Έτσι οι σημερινοί άνθρωποι, έγιναν Α-ν-έστιοι, χωρίς εστία, δηλαδή το καταφύγιο εκείνο που προσφέρει προστασία και γαλήνη στο νου και στην ψυχή τους και Α- πάτορες δηλαδή αποκομμένοι απ’ τους προγόνους τους. Ναυαγοί λοιπόν του σύγχρονου καιρού συνομιλούν με τις σκιές των στοχαστών αυτών αναζητώντας λύσεις κι απαντήσεις  στην «Τέχνη του Ευ Ζην και του Πολιτεύεσθαι». «Ο άνθρωπος εδώ και χιλιάδες χρόνια έμαθε να ζει μέσα στα όνειρα του με τις σκιές των πεθαμένων γενιών»  αναφέρει ο συγγραφέας, ο οποίος γι αυτό επιλέγει τον τίτλο «the dream» και τον υπότιτλο «Σκιές στην Αθήνα» που αντανακλούν το σκεπτικό του. Κοινό σημείο έκφρασης των τριών αυτών διανοητών είναι η αναφορά τους σε αρχαίους ελληνικούς μύθους ή φιλοσόφους για να περιγράψουν τις θεωρίες τους. Ο πατροκτόνος Οιδίποδας, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η Αντιγόνη, ο θεός Διόνυσος με τους Σατύρους του, ο κυνισμός, ο Προμηθέας κι άλλα πρόσωπα και φιλοσοφικές θεωρίες επανέρχονται μέσα στο έργο συμβολίζοντας ή συγκρίνοντας καταστάσεις.

Το βιβλίο αποτελείται από 10 κεφάλαια, όπου στο πρώτο με τίτλο «ο Ναυαγός» αναφέρεται στην ταυτότητα του σύγχρονου ανθρώπου, του ανέστιου κι απάτορα. Στα επόμενα  τέσσερα κεφάλαια παραθέτει τις θεωρίες των διανοητών Φρόιντ (κεφ. ο Πατροκτόνος), Μαρξ (κεφ. ο Ερωτικός), Νίτσε ( κεφ. ο Υπεράνθρωπος & ο Άγιος Σάτυρος). Στα  υπόλοιπα με τίτλους  "ο Μοναχικός" μιλά για την ανέλπιστη κυκλοφορία των βιβλίων τους μετά το θάνατο τους και την απήχηση που είχαν. Στα υπόλοιπα κεφάλαια "ο Τεμπέλης", ο "τελευταίος Υπνοβάτης"  διαπιστώνει τη μεγάλη απόκλιση ανάμεσα σε αυτά που οραματίστηκαν  για το μέλλον της ανθρωπότητας οι τρεις διανοητές και στη σημερινή πραγματικότητα που τους διαψεύδει οικτρά! Η αλλοτρίωση του ανθρώπου συνεχίζεται πιο δυνατά ώστε πολλά, αόρατα και σφιχτά δεσμά  τον εγκλωβίζουν και τον χειραγωγούν κάνοντας δύσκολη την Τέχνη του Ζην και του Πολιτεύεσθαι. Στα δυο τελευταία κεφάλαια "ο Ανώνυμος" και ο "τελευταίος Αλκιβιάδης" προβληματίζεται γιατί οι πολιτικοί σήμερα έχουν  χάσει το κύρος τους και ποιος ο ρόλος που τούς απομένει πια στις σημερινές συνθήκες ζωής. 

      Πιο συγκεκριμένα ο Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939) πίστευε ότι η αλλοτρίωση του ανθρώπου, που  τον κάνει να αισθάνεται ανικανοποίητος από τον τρόπο ζωής του, πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο και συγκεκριμένα απ’ την απώθηση των επιθυμιών του (αυτών που πιστεύει ότι θα του δώσουν ηδονή) στο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο του, «στο Εκείνο» όπως το ονόμαζε. Η κοινωνία, «το Υπερεγώ», όπως ονομάτιζε τους  κοινωνικούς θεσμούς με τις αξίες και τους κανόνες τους…λογοκρίνουν –αρχής γενομένης από την νηπιακή ηλικία- πολλές επιθυμίες που προκαλούν ευχαρίστηση στον άνθρωπο, με κυριότερη τη σεξουαλική, οι οποίες καταχωνιάζονται στο υποσυνείδητο ή Εκείνο. Το «Εγώ», δηλαδή η συνείδηση του ανθρώπου βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στο «Υπερεγώ» και στο «Εκείνο» και πότε κολακεύει το ένα και πότε το άλλο για να ισορροπεί. Οι απωθημένες επιθυμίες συνήθως βρίσκουν διέξοδο στα όνειρα μας του ύπνου και του ξύπνιου. Κάποτε όμως οι απωθημένες επιθυμίες, όταν δεν μπορούν να επενδυθούν σε ιδέες και να δημιουργήσουν νέες εξιδανικεύσεις(σ.199) εξεγείρονται, ξεγελώντας τον φρουρό τους, τη συνείδηση, και τότε δημιουργούνται οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις. Έτσι ο Φρόιντ πιστεύει ότι τα αίτια της αλλοτρίωσης είναι ψυχολογικά. Η προσφορά του έργου του ήταν ότι μελέτησε το ρόλο των επιθυμιών στη ζωή του ανθρώπου, ανακάλυψε την τριμερή δομή του ψυχικού μηχανισμού  του ανθρώπου κι ανακάλυψε τη μέθοδο της ψυχανάλυσης δηλαδή έναν τρόπο για να μπορούν να αποκαλύπτονται οι απωθημένες επιθυμίες και να απελευθερώνονται οι άνθρωποι από το διχασμό, στον οποίο έχουν περιπέσει κι ο οποίος τους αλλοτριώνει.

           Αντίθετα ο Κάρολος Μάρξ(1818-1883) πίστευε ότι τα αίτια της αλλοτρίωσης και των δεινών του ανθρώπου είναι κοινωνικά. Όλα ξεκινούν από την εργασία του, από την οποία αισθάνεται αποξενωμένος όταν δεν του προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας. Αυτή η αποξένωση επιτείνεται όταν αισθάνεται ότι τον εκμεταλλεύονται οικονομικά, όταν η δουλειά τον γεμίζει άγχος κι όταν τα ασφυκτικά ωράρια του στερούν τον ελεύθερο χρόνο του. Γι’ αυτό οραματίστηκε μια μελλοντική ιδανική κοινωνία, που ο πολιτισμός της αναγκαστικής εργασίας ή δουλειάς (εκ του δούλος) θα παραχωρήσει τη θέση του στον πολιτισμό του ελεύθερου χρόνου, μέσα στον οποίο ο καθένας θα ασχολείται δημιουργικά με ό,τι του αρέσει κι έτσι θα καλύπτονται συγχρόνως και οι ανάγκες μας, οι οποίες βέβαια σε πολλά θα έχουν διαφοροποιηθεί από τις σημερινές. Προχωρώντας ο Μάρξ περισσότερο αναζήτησε κι ανέλυσε τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος στην Εισαγωγή του πασίγνωστου βιβλίου του το «Κεφάλαιο», γράφοντας ότι η Βάση κάθε κοινωνικοοικονομικού συστήματος είναι η οικονομία, η οποία στηρίζεται στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων[1] συμπαρασύρει και σε αλλαγή τις παραγωγικές σχέσεις[2]. Στη συνέχεια η Βάση της κοινωνίας, δηλ. η οικονομία καθορίζει το Εποικοδόμημα της κοινωνίας δηλαδή τη νομοθεσία, τις αξίες, την ιδεολογία, τη γλώσσα, το πολίτευμα….Η άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου θα ΄ρθει μέσα από την απελευθέρωση του από την αναγκαστική δουλειά για να επικρατήσει ο πολιτισμός του ελεύθερου χρόνου και γενικότερα μέσα από το μετασχηματισμό της κοινωνίας σε αταξική (αρχικά σοσιαλιστική και στη συνέχεια σε κομμουνιστική), όπου τα μέσα παραγωγής θα είναι κοινωνικά δηλαδή δεν θα ανήκουν σε ιδιώτες αλλά σ’ όλη την κοινωνία (social=κοινωνικό). Τότε ο άνθρωπος θα πάψει να ΄ναι κατακερματισμένος  και θα ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα. Τελικά ο Μαρξ με το έργο του θεμελίωσε την επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας[3] δείχνοντας πώς το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που επικρατεί κάθε φορά διαμορφώνει τα μέσα και τους σκοπούς της πολιτικής της εποχής του.

                Τέλος ο Φρειδερίκος Νίτσε (1844-1900) πίστευε ότι η καταπίεση του ανθρώπου έχει ηθική βάση, επειδή οι αξίες, οι ιδεολογίες, ακόμα και η θρησκεία είναι κτισμένα πάνω σ’ ένα ψέμα, σε μια παράλογη λογική που πρέπει να γκρεμιστούν κι αυτό που πραγματικά αξίζει είναι το βίωμα του Υπερανθρώπου. «Γκρεμίστε τα είδωλα, την ηθική, το Θεό…» που προσφέρουν τάχα βεβαιότητες και ψεύτικο εφησυχασμό στον άνθρωπο. Όλα είναι ένα ψέμα. Και καινούργιες ιδεολογίες αν έρθουν πάλι πάνω σε ψέματα θα είναι κτισμένες. Ο Νίτσε, οπαδός του Διονυσιακού πνεύματος, των ενστίκτων και των αισθήσεων, αμφισβητεί το πνεύμα του Διαφωτισμού που στηρίχτηκε στην πίστη της λογικής για να βελτιωθεί η κοινωνία και να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην πρόοδο και στην ευτυχία του. Προτείνει για την άρση της αλλοτρίωσης το προσωπικό βίωμα του Υπερανθρώπου, μέσα από το οποίο θα απολαμβάνει τη ζωή σ’ όλο της το μεγαλείο με την απελευθέρωση των ενστίκτων και των αισθήσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση ο μετασχηματισμός του ανθρώπου σε Υπεράνθρωπο δηλαδή σε μια νέα μορφή ατομικότητας, όπου η θέληση για δύναμη θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της. Μια θέληση όχι για εξουσιαστική δύναμη αλλά για δύναμη που θα μπορεί να καταστρέφει όλα αυτά που τον καταπιέζουν για να μεταμορφώνει τον εαυτό του σε Υπεράνθρωπο. Ο χριστιανισμός και ο σοσιαλισμός οδηγούν στην ισοπέδωση και στην ηθική του κοπαδιού. Όταν οι άνθρωποι αγωνίζονται να αποκτήσουν τα ίδια με τα αφεντικά τους (ιδιοκτησία, εξουσία) τότε αναπαράγεται ο ίδιος πολιτισμός. Γκρεμίστε τις λέξεις της παρακμής: αμαρτία, ενοχή, μετάνοια, λύτρωση, σωτηρία, χρήμα και δημιουργείστε νέες λέξεις.  Τελικά ο Νίτσε με τη θεωρία του φτάνει σ’ έναν πρωτόγνωρο μηδενισμό, που, ενώ απ’ τη μια γκρεμίζει τα πάντα, απ΄ την άλλη καταφάσκει τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου, κηρύσσοντας δηλαδή έναν διονυσιακό μηδενισμό, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς αργότερα.

               Πόσο επίκαιρες μπορεί να είναι σήμερα οι θεωρίες αυτές σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται και που προστίθενται νέες αλλαγές, όπως οικολογικό πρόβλημα, επανάσταση των επικοινωνιών και της πληροφορικής, οικονομική κρίση…αλλαγές που έκαναν τον κόσμο ακόμα πιο πολύπλοκο; Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα πως θα διαχειριστεί όλη αυτή τη γνώση, που συσσωρεύτηκε και που συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής και του πολιτικού σ’ αυτό το σύγχρονο κόσμο; Κατά πόσο επαληθεύτηκαν οι θεωρίες των τριών αυτών διανοητών;  αναρωτιέται ο συγγραφέας

         Στο έκτο κεφάλαιο «ο Μοναχικός» ο συγγραφέας μιλάει για την τύχη των βιβλίων, που είναι απρόβλεπτη μέσα στο χρόνο, για το ποιος δίνει το νόημα σ’ ένα βιβλίο, ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης, για τους διαφορετικούς τύπους αναγνωστών, για το ρόλο του διανοούμενου στην τηλεοπτική εποχή μας, για τη σχέση μοναξιάς και δημιουργίας για να καταλήξει ότι στην εποχή τους τα βιβλία των προαναφερθέντων στοχαστών είχαν ελάχιστες πωλήσεις, ενώ με το πέρασμα του χρόνου οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν κατακόρυφα. Οι πωλήσεις των βιβλίων του Μαρξ έφτασαν να συναγωνίζονται τις πωλήσεις της Βίβλου, ο Νίτσε, το 1994 ήταν ο πρώτος σε πωλήσεις σ’ όλη την Ευρώπη κι ο Φρόιντ, 30 χρόνια μετά το θάνατο του, σάρωσε σε πωλήσεις σ’ όλο τον κόσμο. Δυστυχώς όμως ο σύγχρονος άνθρωπος με την απόκτηση τόσης γνώσης, που λογικά θα τον απελευθέρωνε, κατάντησε ένας «μοναχικός» άνθρωπος, που η ελευθερία του κι η ευθύνη του για τις πολλαπλές υποτιθέμενες επιλογές του τον γεμίζει άγχος κι αγωνία. «Είναι μόνος μέσα στην πιο μεγάλη και χαοτική επικοινωνία που γνώρισε ποτέ ως τα τώρα η ανθρωπότητα, απρόσωπος, κι ανώνυμος χωρίς ταυτότητα» αναφέρει ο συγγραφέας (σ.111).

             Το έβδομο κεφάλαιο «ο Τεμπέλης» έχει θέμα την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο και τη μετεξέλιξη τους. Η  λογική φωνή του Μαρξ, που εκφράζει το πνεύμα του αντάρτη Προμηθέα, ατόνησε. Η κοινωνία της δημιουργικής εργασίας με τον πολιτισμό του ελεύθερου χρόνου, που οραματίστηκε ο Μαρξ, δίνει τη θέση της στην Κοινωνία της Πληροφορίας, η άυλη οικονομία έχει κυριαρχήσει πάνω στην παραγωγική εργασία, που η αποτελεσματικότητα της μετριέται από τις  απρόσωπες Αγορές, η ειδικευμένη εργασία όλο και βαθαίνει ενώ η δημιουργική όλο και λιγοστεύει αποξενώνοντας το άτομο από την εργασία του, χωρίς να του προσφέρει ψυχική ικανοποίηση. Και το χειρότερο δεν υπάρχει εργασία για όλους αλλά ανεργία. Απ΄ την άλλη ο ελεύθερος χρόνος για τον σημερινό άνθρωπο συχνά αποτελεί πηγή νευρώσεων κι άγχους, διότι τα περισσότερα μέσα διασκέδασης είναι εμπορευματοποιημένα. Η διασκέδαση τις περισσότερες φορές είναι προκαθορισμένη δηλαδή προκατασκευάζεται απ’ αυτούς που την ελέγχουν, όπως απ’ τα γραφεία ταξιδίων, οι δισκογραφικές εταιρείες, η βιομηχανία του κινηματογράφου, τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης…έτσι ώστε να στερούν τον αυθορμητισμό, την πρωτοτυπία, την ελευθερία απ’ το άτομο μετατρέποντας τον σε καταναλωτή ακόμα και του ελεύθερου χρόνου του, κι οδηγώντας τον έτσι σε απώλεια του νοήματος της ψυχαγωγίας του και της ψυχικής του πλήρωσης. Μήπως φτάσαμε σε μια κοινωνία δούλων χωρίς εργασία, όπως συνέβη στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν την πτώση της; αναρωτιέται ο συγγραφέας.


         Τη φωνή του Φρόιντ, τη φωνή της αιώνιας επιθυμίας, στο μεταίχμιο της λογικής και των αισθήσεων, την άκουσαν πολλοί και πάνω σ’ αυτήν στηρίχθηκαν η σεξουαλική απελευθέρωση, οι μέθοδοι της διαφήμισης και της προπαγάνδας. Το κεφάλαιο « ο τελευταίος Υπνοβάτης» αναφέρεται στο σύγχρονο τηλεθεατή, όπου η τηλεόραση σαν τον υπνωτιστή χαλαρώνει τον έλεγχο της συνείδησης του, του ξυπνά απωθημένες επιθυμίες που γλιστρούν μέσα στη συνείδηση του και τον δυναστεύουν. Το κυριότερο η τηλεόραση δημιουργεί ένα συλλογικό ασυνείδητο(σ.160),ψεύτικο, εμπορευματοποιημένο, το οποίο δρα παράλληλα με το ατομικό, το αυθεντικό ασυνείδητο, επιτείνοντας έτσι το διχασμό και την αλλοτρίωση του ανθρώπου και σε επίπεδο ασυνείδητου ακόμα! Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει σ’ ένα διχασμό, σε δυο κόσμους: τον κόσμο της εικόνας, που την ορίζουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και στον πραγματικό κόσμο που τον καθορίζουν οι αληθινές ανάγκες της κοινωνίας και του ατόμου. Ζούμε την ακραία σύγχυση κι οφθαλμαπάτη. Ποιος καθορίζει πλέον τα γούστα και τις επιλογές μας; Αλίμονο στον υπνοβάτη, αν ξυπνήσει κάποια στιγμή απότομα. Το ξύπνημα του θα είναι οδυνηρό κι επικίνδυνο!

         Τη φωνή του Νίτσε, που έρχεται απ’ το βάθος των ενστίκτων και των αισθήσεων, την άκουσαν επίσης πολλοί, κι άρχισαν να γκρεμίζουν πολλά παραδοσιακά στοιχεία της κοινωνίας, φτάνοντας  σε μια ισοπέδωση, σε μια κοινωνία που έγιναν όλα πολτός, καταργώντας την αξιοκρατία, την ιεράρχηση αξιών και συμπεριφορών. Ο Νίτσε σήμερα είναι πιο επίκαιρος από ποτέ! Ο παίζων άνθρωπος, ο «Homo lydens», ζει τη ζωή του σαν να είναι παιχνίδι κι αντιμετωπίζει τα σοβαρά προβλήματα του σαν να παίζει, χωρίς ευθύνες, ζώντας σε ένα ονειρικό σύμπαν. Ο «παιγνιώδης πολιτισμός» που οραματίστηκε ο Νίτσε στο έργο του «Ιδέ ο Άνθρωπος» έχει εκφυλιστεί με την εγκαθίδρυση της βιομηχανίας του θεάματος, όπου όλοι «παίζουν» μικροί, μεγάλοι. «Τα πάντα και κάθε στιγμή είναι παιχνίδι στην παγκόσμια αγορά, την τηλεοπτική και διαφημιστική»(σ150). Ο μαγικός κύκλος του παιχνιδιού όμως, με την αθωότητα του, το αυθόρμητο και την ξενοιασιά του έχει χαθεί. Μια νέα απώλεια του εαυτού μας, που  μεγεθύνει την ήδη υπάρχουσα αλλοτρίωση μας, ήλθε να προστεθεί στις προηγούμενες!

                           Και οι πολιτικοί τι κάνουν; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής στις αρχές του 21ου αιώνα; Πως ασκείται η τέχνη του Πολιτεύεσθαι στο 2000 μ Χ; Μη ξεχνάμε ότι η πολιτική ασκείται πάντα μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία και αυτών που εξουσιάζονται και το επίπεδο και των δυο επηρεάζει τον τρόπο άσκησης της.

Στο 9ο κεφάλαιο «Ο Ανώνυμος» ο συγγραφέας πιστεύει ότι από την εξουσία του ενός φαίνεται ότι έχουμε περάσει στην εξουσία του Κανενός. Ένας αόρατος, Ανώνυμος κυβερνήτης πάνω απ’ τους πολιτικούς! Μια βουβή διαδικασία, που ενώ υπάρχουν πολλοί επώνυμοι πολιτικοί, επιτελεία, στρατηγικές, αυτός ο απρόσωπος κυβερνήτης -σαν τις απρόσωπες κι ανώνυμες πολυεθνικές εταιρείες- Αγορές φαίνεται ότι τους υποκλέπτει την εξουσία. Ο σημερινός πολιτικός είναι ένας ναυαγός στο πέλαγος της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας, που άθελα του, μπορεί να γίνει υπαίτιος για συνέπειες που ξεφεύγουν απ’ τον ορθολογικό σχεδιασμό της πολιτικής του, επειδή είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη των πολιτικών αποφάσεων. Μακάρι να υπήρχε ένα μαθηματικό μοντέλο, αναφέρει ο συγγραφέας, που θα έβαζε σε λογική τάξη το χάος που επικρατεί στη σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση (σ.185).Έτσι ο σημερινός πολιτικός δεν είναι τόσο δυνατός, ώστε να μπορεί να υπηρετήσει την αληθινή πολιτική και μάλιστα συχνά γίνεται ο αποδιοπομπαίος  τράγος για τις αποτυχίες του πολιτικού συστήματος, η λειτουργία του οποίου ξεφεύγει απ’ τα όρια των πολιτικών.

Στο τελευταίο κεφάλαιο «ο Τελευταίος Αλκιβιάδης» αναφέρεται ότι σε μια τέτοια κοινωνία σαν τη σημερινή ταιριάζει ένας πολιτικός τύπου Αλκιβιάδη με τα πολλά πρόσωπα, που ξέρει να εξεγείρει το συλλογικό ασυνείδητο  με την ομορφιά του, ή τα πλούτη του, τη ρητορεία του, ή και τα  χοντρά ελαττώματα του, ακόμα και την προδοσία του! Ένας πολιτικός-γόης, που με την εικόνα του που παρουσιάζει προς τα έξω, ξέρει να παραμυθιάζει την κοινή γνώμη γιατί «αυτός είναι αυτό, που θα  ‘θελαν να ΄ναι κι εκείνοι και δεν είναι» (σ.198). Ο πολιτικός αυτού του τύπου όμως ζει μια εσωτερική αγωνία, ένα διχασμό ανάμεσα στον πραγματικό εαυτό του και τον ψευδή που δείχνει προς τα έξω.(σ.199) Ανέβηκε στην κορυφή χωρίς να την κατακτήσει μόνος του, κι ευρίσκεται υπό την κηδεμονία του «ιδρυτή» του κόμματος του. Επιλέγει τους φίλους του υστερόβουλα που με την παρουσία τους εξωραϊζουν τη δημόσια εικόνα του(σ.213).

Ποιες λοιπόν επιλογές μπορεί να έχει σήμερα, ένας που ασχολείται με την πολιτική; Κι ο Ανδρουλάκης απαντά ή να σηκωθεί να φύγει ή σαν το βοσκό να καθοδηγεί το κοπάδι-μάζες ή κάτι σχεδόν ακατόρθωτο: να υποδύεται τον αληθινό εαυτό του και συγχρόνως όμως να διδάσκει ήθος από τη δημόσια σκηνή που εμφανίζεται, το ήθος που υπονοείται ότι έχει, διότι το ήθος είναι ο σκοπός της αληθινής πολιτικής, καθώς λέει και ο Αριστοτέλης και εμπεριέχεται μέσα στην ίδια τη διαδικασία  της πολιτικής, δηλ. στα μέσα που χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων της! Κι αναρωτιέται κανείς κατά πόσο ένας τέτοιος ηθο-ποιός/πολιτικός  μπορεί να λειτουργήσει μέσα στις σημερινές κοινωνίες, όπου ο σκοπός έχει διαχωριστεί από τα μέσα της πολιτικής και η πολιτική έχει γίνει απλώς ένα εργαλείο, για την επικράτηση ιδιοτελών συμφερόντων; (σ.195-6)

 

Ένας Ανδρουλάκης ανατρεπτικός, τολμηρός, αιρετικός ίσως, που με το χάρισμα του λόγου του κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη  προσφέροντας περισσότερο προβληματισμούς παρά λύσεις. Η ίδρυση ενός Παγκόσμιου Κινήματος Βιοσοφίας, που προτείνει ως λύση είναι αόριστη κι ασαφής. Ένα κίνημα που θα προσφέρει νέες ιδέες, αξίες, λέξεις τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή και που θα βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με την πολιτική.  Κατά την προσωπική μου γνώμη η μετα-βιομηχανική ή μετα-μοντέρνα, ή μετα-δημοκρατική εποχή που ζούμε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τη γλώσσα που ο Διαφωτισμός χρησιμοποίησε για να ερμηνεύσει την άνοδο κι επικράτηση της αστικής τάξης ως δίκαιης κι αναγκαίας για την πρόοδο ολόκληρης της κοινωνίας. Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή, όπου το παλιό γκρεμίζεται κα το νέο δεν έχει ακόμα σχηματοποιηθεί, ώστε να είναι ευδιάκριτο και να προσφέρει ελπίδες κι όραμα στον κόσμο. Ένας κύκλος τελειώνει κι ένας νέος αρχίζει. «Η αιώνια επιστροφή» που θα έλεγε κι ο Κάρολος Φρειδερίκος του Ζίγκμουντ ενοποιημένοι σε ένα όνομα, και σε μια νέα ερμηνεία από τον Μίμη Ανδρουλάκη! Η Αγία Τριάδα, το τρισυπόστα ψη κι αυτή ελληνική (σ.14), που εκφράζει το ακατανόητο κι όμως πιστευτό από πολλούς!

Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση, να στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα και να τα ερευνά, πότε συλλαμβάνοντας αλήθειες του κόσμου τούτου και πότε όχι!

                                                                                                                          Σούλη Αγγελική

                                                                                                                              Φιλόλογος

                                                                                                                 Βάρκιζα, καλοκαίρι 2010

   



[1] Βλ, « Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982.Με τον όρο παραγωγικές δυνάμεις εννοούνται όσα μπορούν να παράγουν: α. η εργατική δύναμη του ανθρώπου, (σωματική, πνευματική, μαζί με την αποκτηθείσα πείρα του). β. τα μέσα παραγωγής, η γη αλλά κι αυτά που έχει αναπτύξει κάθε εποχή , όπως εργαλεία, μηχανές, συσκευές, βιομηχανία, και σήμερα μηχανές υψηλής τεχνολογίας. 

[2] Με τον όρο παραγωγικές σχέσεις εννοούνται οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής κι αυτών που δεν τα κατέχουν. Οι σχέσεις αυτές ποικίλλουν ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των  παραγωγικών δυνάμεων. Είναι σχέσεις που εμφανίζονται σ’ όλα τα στάδια της οικονομικής ζωής απ’ την παραγωγή των αγαθών ως τη διανομή και την κατανάλωση τους. Μπορεί να είναι σχέσεις βαθιάς ανισότητας κι εκμετάλλευσης, όπως δούλου-αφέντη, ή μερικής εξάρτησης, όπως εργάτη-βιομήχανου και  οδεύουν σε σχέσεις ισότητας σε σ’ ένα σοσιαλιστικό σύστημα, όπως το οραματίστηκε ο Μαρξ.

[3]Bλ. Εφ. Βήμα Κυριακής 19-10-2008 σ.Β19 Ο Μαρξ μαζί με τον Άνταμ Σμιθ θεωρούνται οι θεμελιωτές της νέας επιστήμης της Πολιτικής Οικονομίας, διότι θεωρούσαν αδιανόητη την εξέταση  της Οικονομίας εκτός πολιτικού χώρου, αποκομμένη από το πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας μέσα στην οποία αποκτούσε νόημα κι αξία. Στον 20ο αιώνα  οι λεγόμενοι νεοκλασσικοί οικονομολόγοι εξαφάνισαν το επίθετο Πολιτική φιλοδοξώντας να παρουσιάσουν τάχα μια ουδέτερη και καθολική επιστήμη της Οικονομίας και για να προσδώσουν κύρος στην επιστήμη τους άρχισαν να απονέμουν από το 1969 και μετά βραβείο Νομπέλ Οικονομίας, κάτι που δεν είχε βέβαια σχεδιάσει ο ιδρυτής του βραβείου ο Άλφρεντ Νομπέλ το 1901. Οι νεοκλασσικοί αντικατέστησαν τη θεωρία της αξίας των αγαθών που βασίζεται στην εργασία, (που δέχονταν και οι μαρξιστές και οι φιλελεύθεροι) από μια υποκειμενική θεωρία που βασίζεται στον οριακό υπολογισμό και που άνοιξε το δρόμο σε μαθηματικές μοντελοποιήσεις της οικονομίας, (που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008).

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Περί Τυφλότητος, Ζοζέ Σαραμάγκου, Εκδ. Καστανιώτης, 1998

     Η φήμη του μυθιστορήματος «Περί Τυφλότητος» του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010), βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας  1998, το οποίο  θεωρείται από τα καλύτερα του μυθιστορήματα – και που ξεχωρίζει τόσο για το μύθο του που στηρίζεται σε μια υπόθεση που κάνει ανατρέποντας την πραγματικότητα που  ζούμε,  όσο και για τον τρόπο που οργανώνει γλωσσικά την  αφήγηση  του μύθου του-   με ώθησαν να αγοράσω το βιβλίο.  Επίσης  ήθελα  να  γνωρίσω  την  προσωπικότητα αυτού του συγγραφέα, που κατάφερε χωρίς  πανεπιστημιακές  σπουδές , φτωχό παιδί ξεκινώντας από σιδηρουργός να φτάσει  50 χρονών να εκδώσει το πρώτο βιβλίο του και στα 76 του να πάρει  Νόμπελ Λογοτεχνίας! Βέβαια η κύρια επαγγελματική του ενασχόληση με τη δημοσιογραφία και  την εργασία του σε εκδοτικούς οίκους καθώς και η ασχολία του με τα κοινά ως δραστήριο  μέλος του ΚΚ Πορτογαλίας, πιστεύω, τον όπλισαν με εκείνα τα  πνευματικά εφόδια που τον βοήθησαν στη συγγραφή των έργων του. Το 1993 μετοίκησε στο  νησί Λανθαρότε των Καναρίων νήσων απογοητευμένος  από την κυβέρνηση της Πορτογαλίας  και την Εκκλησία,  που τον είχαν  αποκλείσει από τη διεκδίκηση  Ευρωπαϊκού Βραβείου στη Λογοτεχνία  εξ αιτίας του  βιβλίου του «Το κατά Ιησούν  Ευαγγέλιο».

            Έτσι βρέθηκα να διαβάζω το «Περί τυφλότητας» αλλά από τις πρώτες σελίδες ως και τη μέση περίπου του βιβλίου η απογοήτευση μου ήταν πολύ μεγάλη!  Δεν μου άρεσε καθόλου,  συνέχιζα να το διαβάζω από περιέργεια,  παρόλο που το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με είχε αλλιώς προετοιμάσει γράφοντας: «Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνοται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια   ο Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε έναν κόσμο που χάνει την όραση του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού; Τι θα απογίνουν τα κατοικίδια; Οι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα; και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες , αν έβλεπες;»

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Η πανούκλα, Αλμπέρτ Καμύ, Εκδ. Δωρικός, 1965

  
       
Μεγάλη επικαιρότητα απέκτησε ξαφνικά «Η Πανούκλα» του Αλμπέρτ Καμύ,  λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Πρόκειται  για ένα μυθιστόρημα–δοκίμιο, αφού η πλοκή του μύθου  είναι ελάχιστη, οι ήρωες του λίγοι και ο στοχασμός πολύς. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος το χαρακτηρίζει Χρονικό για την επιδημία της πανούκλας που ξέσπασε στην πόλη Οράν στο Αλγέρι στη δεκαετία του 1940 και διήρκεσε 10 μήνες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι ο μύθος του έργου, αλλά μια πραγματική επιδημία μπορεί να ξεσπάσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Ο Καμύ εκδίδει το έργο το 1947, δυο χρόνια μετά το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου που ανέτρεψε τις ζωές τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων σκορπίζοντας τον τρόμο και τη φρίκη παντού. Ο Γάλλος Καμύ επιλέγει την πόλη Οράν στην «αλτζερίνικη ακτή» του  αποικιοκρατούμενου Αλγέρι, διότι έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώσει εκεί. Έτσι είχε συνασθηματικούς δεσμούς με τη χώρα,   προτού ακόμα αυτή ξεσηκωθεί κατά της Γαλλικής αποικιοκρατίας. Πώς λοιπόν ο συγγραφέας Καμύ να μην εμπνευστεί το αλληγορικό έργο  του «Η Πανούκλα» ζώντας από κοντά τον πόλεμο και την αποικιοκρατία που ανέτρεψαν την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και τους φυλάκισαν σε τείχη που έκτισαν οι ισχυροί της γης;

Ο Αλμπέρτ Καμύ αναγάγει την Πανούκλα σε σύμβολο κάθε Κακού που χτυπά μαζικά μια κοινότητα, ανατρέπει την τακτοποιημένη κι ευτυχισμένη  μέχρι τότε ζωή της, σκορπά τη δυστυχία και το θάνατο και φυλακίζει τους ανθρώπους της μέσα σε τείχη πραγματικά αλλά και νοητά. Η Πανούκλα είναι μια θεομηνία, είναι η απειλή κι ο φόβος που κρέμεται πάνω σε ολόκληρους πληθυσμούς μήπως  βρεθούν εγκλωβισμένοι σε επιδημίες αρρώστιας, πείνας, πολέμων, ακραίων καιρικών ή φυσικών φαινομένων κι ακόμα θα συμπλήρωνα προσφυγιάς. Η Πανούκλα είναι ο περιορισμός που επιβάλλεται σε κοινωνίες ολόκληρες ή λαούς  που στερούνται την ελευθερία και τη δημοκρατία είτε από κατακτητές είτε από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Και τελικά Πανούκλα είναι το παράλογο να φυλακίζεται η ίδια η ζωή σε καραντίνα! Μα πώς είναι δυνατόν ο χώρος και ο χρόνος να παγώνουν και  να αναστέλλεται η ζωή; Ζωή που δεν τη ζεις πάραυτα ακυρώνεται! Μια τελευταία ερμηνεία που της δίνει ο ήρωας Ταρρού πανούκλα είναι ο εγκλωβισμός του ανθρώπου σε μια τάξη πραγμάτων στον Κόσμο που υπάρχουν θεομηνίες και θύματα. Και μια πολύ ακραία ερμηνεία που  δίνει ο γερο παράξενος και μισάνθρωπος κάτοικος του Οράν στο τέλος του μυθιστορήματος ότι πανούκλα είναι η ζωή, εκφράζοντας ίσως κάποιους αποκλεισμένους από τη ζωή σαν κι αυτόν που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να τη ζήσουν. Είρων και καυστικός ο γερο παράξενος συνεχίζει λέγοντας ότι η πολιτεία θα τιμήσει τους πανουκλιασμένους με λόγους και μνημεία για το δικό της συμφέρον βέβαια και σε αυτό έχει δίκιο. 

Το έργο:
Ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, όπως απαιτεί το Χρονικό, ο συγγραφέας αρχίζει από την εμφάνιση της πανούκλας στην πόλη Οράν, προχωρά στην εξάπλωση, κορύφωση, ύφεση μέχρι το τέλος της  και την επιστροφή των κατοίκων, ας πούμε, στους ρυθμούς της  πρότερης  ζωή τους. Μπορεί όμως, όταν ένας τυφώνας περνά από τη ζωή μιας κοινότητας, να ξαναγυρίσουν τα πράγματα στους ίδιους ρυθμούς;

              Μια μέρα λοιπόν στη ξένοιαστη πόλη του Οράν κοντά στη  βορειοδυτική ακτή του Αλγέρι, κάποιοι κάτοικοι ξύπνησαν κι αντίκρυσαν ψόφιους ποντικούς μπροστά στα σπίτια τους. Το σιχαμερό αυτό θέαμα συνεχίστηκε επί μέρες και συγχρόνως πολλοί κάτοικοι άρχισαν να ανεβάζουν υψηλό πυρετό, να βήχουν δυνατά τραντάζοντας το κορμί τους, να διψούν φοβερά, να πρήζονται τα γάγγλια στις γούβες των αρθρώσεων τους γεμίζοντας πύο που συχνά άνοιγαν μόνα τους και χύνονταν... Πρώτοι που κατάλαβαν ότι πρόκειται για πανούκλα ήταν δυο γιατροί, ο γερο Καστέλ και ο νεώτερος του Μπερνάρ Ριέ δηλαδή άτομα που είχαν μεν ειδικές γνώσεις αλλά ήξεραν και να παρατηρούν προσεχτικά τι συνέβαινε δίπλα τους συνδέοντας τα συμπτώματα της ασθένειας  με την εμφάνιση των ποντικιών. Δυστυχώς πάντα λίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν το Κακό, πριν ξεσπάσει και ενημερώνουν τη Νομαρχία, η οποία δύσπιστη στην αρχή προβάλλει γραφειοκρατικά εμπόδια και τελικά αποφασίζει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστερημένα.
Στο άκουσμα όμως και μόνο της λέξης «πανούκλα» ο κόσμος πανικοβλήθηκε, διότι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα πάθουν όσα φρικτά είχαν πάθει κάποτε κάποιοι άλλοι λαοί, όπως μας έχει παραδοθεί από την Ιστορία: Όταν κτυπήθηκε η Αίγυπτος από τις επτά πληγές του Φαραώ μία εκ των οποίων ήταν η πανούκλα, ή όταν ξέσπασε ο λοιμός μέσα στα τείχη της αρχαίας Αθήνας και πέθαιναν σωρηδόν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ή όταν πέθαναν 10.000 άτομα σε μια μόνο μέρα στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού, ή όταν στην Καντώνα της Κίνας το 1871  τα ποντίκια στους δρόμους ήταν περισσότερα από τους ανθρώπους, ή στη Μασσαλία όταν έκτισαν ψηλό τείχος στην Προβηγκία για να σταματήσουν τάχα το μανιασμένο αέρα της πανούκλας, ή στην Ευρώπη το 1347 που ο Μαύρος Θάνατος, όπως τον είπαν, ξεκλήρισε το 1/3 του πληθυσμού της!
Εντύπωση προκαλεί η χρήση του  ίδιου  λεξιλογίου για την αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών είτε λέγεται  πανούκλα είτε κορωνοϊός.  Το νόημα  λέξεων προληπτικά (προφυλακτικά) μέτρα, απομόνωση.., καραντίνα, απολύμανση, καθαριότητα κλπ αποκτούν τώρα άλλο βάρος καθώς συνειδητοποιείται ο κίνδυνος μετάδοσης του Κακού από άνθρωπο σε άνθρωπο, που την καθιστά τόσο επίφοβο.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

"Homo Deus", Γιουβάλ Νώε Χαράρι, Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017



Στις μέρες της καραντίνας λόγω κορονοϊού και προβληματιζόμενη για την επόμενη μέρα της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, που όπως φαίνεται ακολουθεί, ανακάλυψα τον Γιουβάλ Νώε Χαράρι, καθηγητή ιστορίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο του Ισραήλ, ο οποίος στο βιβλίο του “Homo Deus” (Άνθρωπος Θεός)  παρουσιάζει   μια δυστοπία για το μέλλον της ανθρωπότητας, όπου ο homo sapiens (o σκεπτόμενος άνθρωπος) θα παραχωρήσει τη θέση του στον Άνθρωπο Θεό!
Προβληματίστηκα να αναρτήσω την ανάγνωση του βιβλίου αυτού στο ιστολόγιο μου γιατί δεν με έπεισε η συνολική ερμηνεία που δίνει για την εξέλιξη του χόμο σάπιενς θυμίζοντας μου πιο πολύ βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Όμως το βιβλίο αυτό μας ενημερώνει για τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις στη Silicon Valley των Η.Π.Α για την Τεχνική Νοημοσύνη χωρίς συνείδηση, για την κυριαρχία και τη παντοδυναμία των αλγορίθμων σήμερα όχι μόνο στην πληροφορική αλλά παντού, στον άνθρωπο, στη φύση, στο σύμπαν, για το πάντρεμα των αλγορίθμων με τη βιολογία, που οδηγεί για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας στη σύνδεση της οργανικής με την ανόργανη ύλη, η οποία επιτρέπει σε κάποιους να σχεδιάζουν και να χρηματοδοτούν  την αναβάθμιση του ανθρώπου σε θεό!
Ο συγγραφέας δηλώνει ότι το αφήγημα που πλάθει δεν είναι προφητεία αλλά μια πιθανή πρόβλεψη για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο Χαράρι είναι καλός αφηγητής  που χρησιμοποιώντας μια απλή γλώσσα εντυπωσιάζει πολύ τον αναγνώστη με όσα λέει αλλά και τον τρομοκρατεί ώστε να τον κάνει να σιωπά ή να τον παρασέρνει να αποδεχτεί τα όσα γράφει. Το αφήγημα του όμως  έχει άλματα σκέψης, πλήθος φλύαρων παραδειγμάτων και ενοράσεις, όπως και ο ίδιος παραδέχεται. Προβάλλει απόψεις όπως για την απουσία ελεύθερης βούλησης ενώ αποσιωπά διαφορετικές απόψεις νευροεπιστημόνων. Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω πολλές φορές πού ακριβώς σταματούν τα ζοφερά σχέδια των γκουρού της υψηλής τεχνολογίας και πού αρχίζει η ερμηνεία του Χαράρι. Αν και διαφωνεί με τα μεγαλεπήβολα σχέδια τους, και ενίοτε με λεπτή ειρωνεία σχολιάζει τη στάση τους,  δεν μπορούσα πάντα να ξεχωρίσω εξ ονόματος ποιου μιλάει, του εαυτού του ή των φωστήρων. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αλλά μέσα από την ερμηνεία που παρουσιάζει, η εξέλιξη του χόμο σάπιενς στο μέλλον φαίνεται ως προδιαγεγραμμένη.                                                                                          
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», 'Αλκη Ζέη, Εκδ.Κέδρος, 1987

Με αφορμή το θάνατο της Άλκης Ζέη ξαναδιαβασα  το βιβλίο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, γιατί αισθάνθηκα την ανάγκη να επαναφέρω στη μνήμη μου όσα με είχαν συγκινήσει πριν 30 χρόνια και  σας το παρουσιάσω.

Το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο του βιβλίου στηρίζεται πάνω στα γεγονότα που βίωσε η ίδια η συγγραφέας σε διάστημα περίπου 30 χρόνων:  από την Απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 από τους Γερμανούς κατακτητές, το αδελφοκτόνο μίσος που εμφανίστηκε πριν τον Εμφύλιο, την εξορία πολλών ηττημένων του Εμφυλίου στη Τασκένδη και στη Μόσχα, μέχρι την αυτοεξορία της στο Παρίσι κατά τη στρατιωτική δικτατορία του 1967-1974. Ωστόσο η συγγραφέας έχει αναφέρει σε συνέντευξη της ότι ούτε η αρραβωνιστικιά ούτε ο Αχιλλέας ταυτίζονται με την ίδια και το σύζυγο της Γ. Σεβαστίκογλου που ως πολιτικός πρόσφυγας την περίμενε στην Τασκένδη.  Σίγουρα κάθε συγγραφέας εμπνέεται από την εποχή του και τα βιώματα του αλλά η συγγραφέας τα μεταπλάθει με τέτοιο τρόπο ώστε να μας χαρίσει ένα ωραιότατο μυθιστόρημα εστιάζοντας στον άνθρωπο κι όχι στη φορτισμένη με κομματικούς φανατισμούς εποχή της.   Πρόκειται για τη «βιογραφία» της  γενιάς που ανδρώθηκε στην ταραχώδη δεκαετία του 1940 για την Ελλάδα,  που αντιστάθηκε κατά των Γερμανών και αργότερα αγωνίστηκε για τα ιδανικά της Αριστεράς. Τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα λειτουργούν ως σκηνικό που ορίζουν το χώρο και το χρόνο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η ζωή των ηρώων της και δεύτερο ως καταλύτες για τις σημαντικές αποφάσεις που πήραν  για τη ζωή τους.

 «Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε, τους προλάβαιναν πάντα τα γεγονότα» που σκέπαζαν τις δικές τους επιθυμίες και θεωρούσαν τόσο φυσικό να υπακούουν σε αυτά, επαναλαμβάνει αρκετές φορές η συγγραφέας. Η γενιά της Αντίστασης είχε πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του καθήκοντος προς την πατρίδα και προς μια δικαιότερη κοινωνία χάρη των οποίων υπέτασσε το ατομικό στο συλλογικό καλό. «Ο αγώνας απαιτεί θυσίες» έλεγε ο Αχιλλέας στην δεκαεξάχρονη Δάφνη, γνωστή όμως με το συνωμοτικό όνομα Ελένη,  που τον ερωτεύτηκε. Λίγο αργότερα όμως όλοι την αποκαλούσαν «η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», αφού είχε την τύχη να την διαλέξει για μέλλουσα γυναίκα του ο αρχηγός της οργάνωσης, ο πρώτος στη μάχη που θαύμαζαν κι εμπιστεύονταν όλα τα μέλη της οργάνωσης! Ο έρωτας όμως δεν ήταν στις προτεραιότητες του Αχιλλέα, ακόμα κι όταν παντρεύτηκαν βιαστικά χωρίς νυφικό και καλεσμένους, διότι την ίδια μέρα έπρεπε να φύγει για το βουνό, αντάρτης, αφού είχε πάρει εντολή «από πάνω». «Θα ζήσουμε μαζί» της έλεγε «αφού διώξουμε τους Γερμανούς» μετά «αφού τελειώσουν οι μάχες του Δεκέμβρη του 1944» μετά «σε ένα χρόνο το πολύ, αφού γυρίσουμε νικητές από το βουνό». Τελικά τον συνάντησε μετά αρκετά χρόνια, περίπου οκτώ, στα βάθη της Κεντρικής Ασίας, στη μακρινή Τασκένδη!