Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου, Σβετλάνα Αλεξιέβιτς,εκδ. Πατακη, 2019


Εισαγωγή:
        
Την εποχή της περεστρόικας και την  πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έχει ως θέμα το βιβλίο της Αλεξιέβιτς «Το τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου»,  η οποία  τιμήθηκε με  Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2015. Η συγγραφέας αφηγείται πώς  η ίδια η σοβιετική κοινωνία βίωσε την ανατροπή του κομμουνιστικού συστήματος της – που είχε για 70 περίπου χρόνια- σε καπιταλιστικό. Το βιβλίο αυτό δεν είναι μυθιστόρημα με την κλασσική έννοια του όρου, αφού στερείται ενός ενιαίου μύθου. Η δομή του  στηρίζεται σε ένα κεντρικό πρόσωπο την αφηγήτρια-συγγραφέα, η οποία παίρνει συνεντεύξεις-μαρτυρίες από ένα πλήθος ανθρώπων που έζησαν  την εποχή της περεστρόϊκας αλλά είχαν γεννηθεί κι ανδρωθεί στη σοβιετική εποχή κι άλλων που ήταν μικρά παιδιά τότε και άλλων που γεννήθηκαν μετά την περεστρόικα. Αυτή η πολυφωνία συμβάλλει στον πλουραλισμό απόψεων οι οποίες, όσο κι αν είναι υποκειμενικές, δεν παύουν να  έχουν στοιχεία ντοκουμέντου που προσδίδει κάποιο βαθμό αντικειμενικότητας στο έργο. Η Αλεξιέβιτς, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, είναι εξοικειωμένη με τη τεχνική του ρεπορτάζ, η οποία επηρεάζει και τη λογοτεχνική γραφή της. Διαβάζουμε  στο αυτί του εμπροσθόφυλλου του βιβλίου της «το κύριο έργο της είναι τα βιβλία μαρτυριών προσδίδοντας νέα διάσταση στο γραμματολογικό είδος της λεγόμενης τεκμηριωτικής πεζογραφίας».           

Πώς να βάλει σε τάξη λοιπόν ο αναγνώστης  ένα βιβλίο 682 σελίδων, στο οποίο τόσοι πολλοί αφηγητές  παρουσιάζουν ο καθένας τη προσωπική  ή οικογενειακή του  ιστορία από τη δική του οπτική γωνία; 
       Σε πρώτο επίπεδο πληροφορούμαστε το πώς βίωσε ο σοβιετικός άνθρωπος τη μεταβατική εποχή της περεστρόικας (Απρίλης 1985 - Δεκέμβρης 1991όπου διαλύεται η ΕΣΣΔ) ανάμεσα στη σοβιετική και τη μετασοβιετική εποχή και θυμάται το Σοκ που υπέστη με το πέρασμα από το κομμουνιστικό παρελθόν του στο καπιταλιστικό παρόν του. Κι όταν ζυγίζουν το πριν με το μετά αισθάνονται ελλιποβαρή και τα δυό. Αισθάνονται ότι τα χρόνια της παρεστρόικας άλλα περίμεναν κι άλλα τους ήλθαν. Εξαπατήθηκαν, ήταν αφελείς, λένε. Η οικοδόμηση του κομμουνισμού ήταν ουτοπία; Αλλά και ο παράδεισος της αγοράς που υπόσχεται ευτυχία στον καταναλωτικό άνθρωπο,  μήπως δεν είναι μια άλλη ουτοπία της Δύσης αναρωτιούνται οι αφηγητές στη μετασοβιετική Ρωσία.   
        Σε δεύτερο επίπεδο ο αναγνώστης στοχάζεται πάνω στην εξέλιξη της ιστορίας, και  συγκεκριμένα του κομμουνιστικού κινήματος που τα ιδεώδη του στη διάρκεια του 20ου αιώνα είχαν  εξαπλωθεί στο μισό περίπου πλανήτη και πώς η ηγέτιδα δύναμη του κόσμου αυτού κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος χωρίς να δοθεί ούτε μια μάχη. Ο αναγνώστης στοχάζεται επίσης για τα αυταρχικά καθεστώτα και τα μέσα που χρησιμοποιούν κάνοντας  πάντα επίκαιρο το ερώτημα «αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».    
      Η κεντρική ιδέα που διαπερνά το βιβλίο είναι ότι  σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης  ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος, έχει τις ίδιες ανάγκες, βιώνει τον ίδιο πόνο και χαρά, αγαπά την πατρίδα του και θέλει να ζει ελεύθερος. Έρχονται όμως στιγμές που η ανθρωπιά του χάνεται και τότε οδηγείται  σε μια ζωώδη κατάσταση. Το  τρομακτικό όμως είναι, όταν αυτή η απώλεια της ανθρωπιάς εξαπλώνεται σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού και  γίνεται πολιτική στα χέρια αυταρχικών-ολοκληρωτικών καθεστώτων που την επιβάλλουν στις κοινωνίες τους!     

           
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου «Σημειώσεις μιας συνενόχου» η συγγραφέας αναζητεί τις ευθύνες που είχε ο σοβιετικός άνθρωπος στο δράμα που παίχτηκε στη χώρα του μέσα σε 74 χρόνια. Η οικοδόμηση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση που με τόση θέρμη ξεκίνησε η γενιά των παππούδων και συνέχισε η γενιά των πατεράδων, πώς κατέρρευσε τόσο εύκολα; Πώς το ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα ήρθε και σάρωσε μέσα σε τρία χρόνια καθετί σοβιετικό; Ο σοβιετικός άνθρωπος ήταν θύμα ή συνένοχος σε αυτό το δράμα που παίχτηκε στη χώρα του; πόσο ελέυθερος ήταν να αποφασίσει για τη ζωή του;
        Κατ’ αρχάς μας ενημερώνει ότι στην αχανή χώρα της ΕΣΣΔ είχε διαμορφωθεί ένα ξεχωριστός τύπος ανθρώπου, ο homo sovieticus. «Ο σοβιετικός άνθρωπος είχε το δικό του τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που είχε βγει από το "εργαστήριο" του μαρξισμού –λενινισμού. Ο σοβιετικός άνθρωπος δεν είναι μόνο Ρώσος, είναι και Λευκορώσος, Τουρκμένιος, Ουκρανός, Καυκάσιος... Τώρα ζούμε σε διαφορετικά κράτη, μιλάμε διαφορετικές γλώσσες αλλά μας αναγνωρίζεις με την πρώτη. Είμαστε όλοι παιδιά του Οκτώβρη (Οκτωβριανής επανάστασης του 1917). Είμαστε με μια μοναδική κομμουνιστική μνήμη. Το κράτος αντικατέστησε τα πάντα για μας. Ζούσαμε με μεγάλες ιδέες και αισθανόμαστε ότι διαρκώς βρισκόμαστε σε πόλεμο για να τις επιβάλλουμε. Ακολουθούσαμε τον ξεχωριστό ρωσικό δρόμο. Ο σοβιετικός άνθρωπος μπορούσε να πάει στα Ουράλια χάρη της ιδέας κι όχι για τα δολάρια.  Το μικρό και ιδιωτικό το θεωρούσαμε ασήμαντο για τη ζωή μας, ...»
        Φαντάζεστε λοιπόν το Σοκ που υπέστησαν οι άνθρωποι αυτοί με τον βίαιο ερχομό του καπιταλισμού; Μέσα σε ελάχιστα χρόνια έχασαν τον αξιακό προσανατολισμό τους και έπρεπε να μάθουν να πιστεύουν σε πράγματα που υποτιμούσαν κι αρνιόντουσαν επί δεκαετίες.  «Η ανακάλυψη του χρήματος έπεσε σαν ατομική βόμβα στη σοβιετική κοινωνία», «προηγουμένως  το χρήμα δεν μας χρειαζόταν ή μας χρειαζόταν ελάχιστα»,  «η μαμά δεν μπορούσε να κάνει την εμπόρισσα, ντρεπόταν γι αυτό», «παλιά λέγαμε ο άνθρωπος με την εργασία του κέρδισε χρήματα, σήμερα λέμε  αυτός έκανε λεφτά», «η λέξη κομμουνιστής σήμερα θεωρείται βρισιά». Με άλλα λόγια, ο απλός άνθρωπος  στην αρχή της μετασοβιετικής  εποχής  με το σοκ που υπέστη «αλλού πατούσε κι αλλού βρισκόταν». Έτσι επήλθε «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου»,  φράση-τίτλος του βιβλίου με την οποία η συγγραφέας συμπυκνώνει όλη τη περιπέτεια και τραγωδία που ανθρώπου που πίστεψε σε μια ιδεολογία, αγωνίστηκε γι αυτήν και διαψεύστηκε οικτρά! Γιατί κόκκινου ανθρώπου; Γιατί το κόκκινο χρώμα έγινε σύμβολο της  σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας από το  χρώμα του αίματος με το οποίο έχουν ποτιστεί οι αγώνες του!   
  
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ  «Η παρηγοριά της ανακάλυψης»

           Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι το Πραξικόπημα στις 19 Αυγούστου 1991 κατά του Γκορμπατσόφ από την  αντιπολιτευόμενη πτέρυγα του ΚΚΣΕ που ήλεγχε η Μυστική Υπηρεσία της Κα Γκε Τσε Πε και απαιτούσε την παραίτηση του Γκορμπατσόφ και το τέλος της περεστρόικας. Γι αυτό το καθοριστικό ιστορικό συμβάν η συγγραφέας αφιερώνει την  ιστορία «Για έναν μοναχικό κόκκινο στρατάρχη και τρεις μέρες μιας ξεχασμένης επανάστασης» αλλά στιγμές του επανέρχονται σε πολλές μαρτυρίες των αφηγητών. Βίωσε πολλά σοκ ο σοβιετικός άνθρωπος μέχρι να εγκατασταθεί ο καπιταλισμός στη χώρα του. Ένα από αυτά ήταν, όταν οι Μοσχοβίτες εκείνο το πρωί του Αυγούστου αντίκρισαν τα τάνκς να έχουν κατέβει στους δρόμους της αγαπημένης τους πρωτεύουσας. Στην αρχή ανησύχησαν! Που ματάγινε η πρωτεύουσα της μεγάλης πατρίδας τους της ΕΣΣΔ, που επεκτεινόταν από την βόρεια και κεντρική Ασία μέχρι και την Ευρώπη στη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα να απειλείται από τάνκς! Ποιος την απειλεί και γιατί; Μετά μάθανε ότι ο Γκορμπατσόφ που βρισκόταν στη θερινή προεδρική κατοικία του στην Κριμαία αρνιόταν να παραιτηθεί κι επέστρεφε στη Μόσχα. Για τρεις μέρες έγινε ο χαμός στη Μόσχα. Ο κόσμος  είχε κατέβει στους δρόμους φωνάζοντας γεμάτος ενθουσιασμό «Ελευθερία, Ελευθερία» και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο.  Ήταν η Επανάσταση του απλού λαού που έμοιαζε με μια μεγάλη γιορτή! Έβλεπες παντού χαμογελαστά πρόσωπα που δεν δίσταζαν να  μιλούν άγνωστοι μεταξύ τους ελπίζοντας όλοι σε μια καλύτερη ζωή  κι αψηφούσαν τα τάνκς  και τις απειλές τους!
Η συγγραφέας αναφέρει σποραδικά στοιχεία για το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που προηγήθηκε της περεστρόικας, τα οποία, αν κάποιος τα αγνοεί, δυσκολεύεται στην κατανόηση του βιβλίου. Γι αυτό, νομίζω, ότι μια βιβλιοκριτική οφείλει να σταθεί λίγο σε αυτά.   Δυο χρόνια νωρίτερα λοιπόν το 1989 άρχισαν να καταρρέουν ειρηνικά τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, με εξαίρεση τη βίαιη ανατροπή του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία) και να δέχονται την οικονομία της αγοράς, αλλιώς καπιταλισμό. Επίσης οι Βαλτικές χώρες Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία είχαν από το 1990 ανεξαρτοποιηθεί από την ΕΣΣΔ προσχωρώντας κι αυτές στον καπιταλισμό. Η ηγέτιδα δύναμη του καπιταλισμού, οι ΗΠΑ προηγούνταν ήδη στον παγκόσμιο ανταγωνισμό (Διάστημα, εφεύρεση ηλεκτρονικού υπολογιστή και Διαδίκτυο, χρηματοπιστωτικά) και εξύφαναν με αριστοτεχνικό τρόπο[1] την άλωση των κομμουνιστικών καθεστώτων, έχοντας για όπλο το νεοφιλελευθερισμό που δίδασκε η Σχολή του Σικάγου.  Μέσα λοιπόν σε αυτό το παγκόσμιο κλίμα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης κατανοεί ότι η χώρα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να εκδημοκρατισθεί και να δεχτεί ένα είδος μικτής οικονομίας.  Έτσι ξεκίνησε η περεστρόικα αλλά μια μερίδα του ΚΚΣΕ αμφέβαλε για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων αυτών.         
                   Ο μεγάλος στρατάρχης Αχρομέγεφ, ανώτατος αξιωματούχος του ΚΚΣΕ, παρασημοφορεθείς με το μεγαλύτερο τίτλο του «Ήρωα της Σοβιετικής  Ένωσης», σύμβουλος του Γκορμπατσόφ αλλά και δηλωμένος πιστός της μεγάλης  Σοβιετικής  πατρίδας φθάνει στη Μόσχα από το Σότσι όπου παραθέριζε.  Ο κίνδυνος  του εμφυλίου πολέμου  πλανιέται  στην ατμόσφαιρα.  Στις 21 Αυγούστου όμως τα τανκς αποχωρούν αμαχητί και στις  24 Αυγούστου  ο Γκορμπατσόφ με διάγγελμα του παραιτείται από Γενικός  Γραμματέας  του  Κομμουνιστικού  Κόμματος  της Σοβιετικής ‘Ένωσης και καλεί να αυτοδιαλυθεί το ΚΚΣΕ! Αδιανόητη απόφαση! Ο στυλοβάτης  της σοβιετικής εξουσίας, το  Κόμμα δεν υπάρχει πια ! «Δύσκολη αλλά τίμια απόφαση»  τη χαρακτήρισε ο Γκορμπατσόφ. Την ίδια μέρα  ο στρατάρχης Αχρομέγεφ βρέθηκε  νεκρός  μέσα στο γραφείο του καθισμένος κατάχαμα δίπλα στο καλοριφέρ. Αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε;  Το ερώτημα δίχασε το σοβιετικό λαό, διότι ο τρόπος θανάτου του εξηγεί και το ρόλο του στο  πραξικόπημα που επιχειρήθηκε αλλά απέτυχε.    

Α...! τον  Γκορμπατσόφ τον λάτρεψε ο  λαός  στην  αρχή.  Δεν έμοιαζε με κανέναν από τους προηγούμενους Γενικούς Γραμματείς του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν ήταν ένας βραδυκίνητος  γέρος γεμάτος παράσημα, ήταν ένας σύγχρονος άνθρωπος του κόσμου. Τους υποσχέθηκε έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Θα έκανε ανασυγκρότηση του κράτους επιτρέποντας μεταρρυθμίσεις (περεστρόικα), θα επέτρεπε τη διαφάνεια στη λειτουργία του κράτους (γκλάσνοστ), και θα δρομολογούσε συμφωνίες με τις ΗΠΑ για τον παγκόσμιο αφοπλισμό. Ο σοβιετικός λαός ενθουσιάστηκε..., οι εφημερίδες άφθονες, έτρεχαν όλοι σαν τρελοί να μάθουν επιτέλους όλη την αλήθεια για τον Στάλιν, για τα στρατόπεδα των εκτοπισμένων αντιφρονούντων, να διαβάσουν τα απαγορευμένα βιβλία του Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος  Γκούλαγκ», του Ριμπακόφ «Τα παιδιά του Αρμπάτ» ..., να παρακολουθήσουν  συζητήσεις  που τολμούσαν να γίνονται  δημόσια και να θίγουν θέματα που ήταν αδιανόητα προηγουμένως ! Η εποχή του Γκορμπατσόφ, η εποχή των μεγάλων ελπίδων!  
Όσο όμως ο κόσμος φώναζε πιο δυνατά ελευθερία, τόσο γρηγορότερα άρχιζαν τα μαγαζιά να αδειάζουν από τρόφιμα και αγαθά. Το φάσμα της πείνας άρχισε να εξαπλώνεται  στη Μόσχα και στις  άλλες  πόλεις. Ο Γκορπατσόφ άρχισε να αμφισβητείται. Μετά δε τη διάλυση και  πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το πέρασμα στον άγριο καπιταλισμό των αγορών άρχισαν να τον βρίζουν:  Μυστικός πράκτορας των Αμερικανών, μασόνος, προδότης, μου έκλεψε την πατρίδα μου  το σοβιετικό διαβατήριο μου που το είχα σαν φυλαχτό,  μας τα έπρηξε με την περεστρόικα, ο φαφλατάς, αντί για πατρίδα έχουμε τώρα ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ, στο Κοινοβούλιο έχουμε τώρα τους κλέφτες εκατομμυριούχους των δολαρίων και κυκλοφορούσαν ανέκδοτα σαν κι αυτό «τρέχει, τρέχει η τρόικα με τον Μιχαήλ (Γκορμπατσοφ), τη Ράϊσα(τη γυναίκα του) και την περεστρόικα»
Κι εμείς τι θέλαμε; αναρωτιέται η συγγραφέας, όταν ξεσηκωθήκαμε τον Αύγουστο του 1991 ζητώντας ελευθερία; Τότε μας φαινόταν ότι η ελευθερία είναι πολύ απλή υπόθεση. Σαν ένα λεωφορείο που θα περνούσε από το δρόμο έξω και μεις θα μπαίναμε μέσα και θα μας πήγαινε. Μας είχαν διδάξει πώς να πεθαίνουμε για την ελευθερία αλλά δεν ξέραμε τι σημαίνει ελευθερία[2]. Οι πατεράδες μας λέγανε ότι ελευθερία είναι η απουσία τρόμου, να μη σε δέρνουν. Τα παιδιά έλεγαν ότι η εσωτερική ελευθερία είναι η τέλεια αξία, το να έχεις πολλά λεφτά, το να μη φοβάσαι τις επιθυμίες σου. Ιδού λοιπόν η ελευθερία! Έτσι την περιμέναμε; Σαν παλινόρθωση του μικροαστισμού; Ή είναι η ελευθερία της Μεγαλειότητας της Κατανάλωσης; Ή του σκότους των επιθυμιών ή των ενστίκτων;

          Την καλύτερη ερμηνεία, κατά τη γνώμη μου, για την πτώση της ΕΣΣΔ και τη στάση του Γκορμπατσόφ αλλά  και του στρατάρχη Αχρομέγεφ τη δίνει ο αφηγητής Ν. που παρακάλεσε τη συγγραφέα να μην αποκαλυφθεί το επίθετο του και η θέση του στο μηχανισμό του Κρεμλίνου, στο άδυτο του κομμουνισμού που φύλαγε καλά κρυμμένα τα μυστικά του συστήματος. Αφηγείται λοιπόν ο  ανώτατος αξιωματούχος του Κρεμλίνου:  
  Η Σοβιετική Ένωση ήταν  μια χώρα στρατιωτική. Το  70% της οικονομίας της πήγαινε στο στρατό, στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς  και συντήρηση του. Και τα καλύτερα μυαλά επίσης,  φυσικοί και μαθηματικοί ... και η ιδεολογία ήταν στρατιωτική. Το κράτος από κάτω ήταν ισχυρό από πάνω όμως ευάλωτο. Ο Γκορμπατσόφ  ήταν κοσμικός. Είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή Μόσχας, κι όχι κάποια Πολεμική Ακαδημία. Δεν πολέμησε στον Β! Παγκόσμιο, αφού είχε γεννηθεί το 1931. Το πρόγραμμα του για αφοπλισμό και αποπυρηνικοποίηση τον έφερε σε διάσταση με το στρατιωτικό κατεστημένο της ΕΣΣΔ, που επιχειρηματολογούσε λέγοντας: «Είμαστε ένα κράτος με τόση μεγάλη έκταση, τα σύνορα μας είναι κατά μήκος της μισής γης. Μας υπολογίζουν όσο είμαστε ισχυροί, αν αποδυναμωθούμε κανένας νέος τρόπος σκέψης δεν θα πείσει κανέναν. Για τους Αμερικανούς είμαστε η αυτοκρατορία του κακού και μας απειλούν με πόλεμο των άστρων».
Απ’ την άλλη ο Γκορμπατσόφ να επιμένει «ο αφοπλισμός θα μειώσει τις αμυντικές δαπάνες μας, και θα εξοικονομηθούν χρήματα για άλλες κοινωνικές ανάγκες μας», Αυτή ήταν η βασική διαφωνία Γκορμπατσοφ- Αχρομέγεφ και δεν είναι πρώτη φορά στην ιστορία που πολιτικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους διλήμματα, που η επιλογή τους συχνά τους καθιστά τραγικά πρόσωπα!  Στους διαδρόμους του Κρεμλίνου τον αποκαλούσαν «ο Ρώσος Γκάντι», «ο βουδιστής μοναχός» ακούγοντας να λέει «Θέλουμε αλλαγές δίχως βία και αίμα», «ένας κόσμος χωρίς πυρηνικά» «όλος ο κόσμος ως κοινό σπίτι». Ο Αχρομέγεφ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, ο Γκορμπατσόφ δεν δέχεται την παραίτηση  και τον ορίζει στρατιωτικό του σύμβουλο.

          Κι ο Ρώσος αξιωματούχος συνεχίζει: Το κράτος μας δεν ήταν σχεδιασμένο για ειρηνική ζωή. Νομίζετε δεν μπορούσαμε να παράγουμε μεγάλες ποσότητες μοδάτα γυναικεία μποτάκια και σουτιέν; Βίντεο; Εμείς όμως είχαμε άλλους στόχους. Ο Γκορμπατσόφ δεν θέλησε να γίνει τσάρος και παραιτήθηκε για να μη προκληθεί εμφύλιος πόλεμος, αντίθετα ο Γιέλτσιν έδωσε διαταγή να πυρπολήσουν το Κοινοβούλιο το 1993. Η χώρα μας έχει την τσαρική νοοτροπία στο ασυνείδητο της.
Ηγέτες σαν τον Ιβάν τον Τρομερό,  τον Πέτρο το Μέγα  ή το Στάλιν που παρέδωσαν ισχυρό κράτος  και αιματοκύλισαν τη χώρα τούς μνημονεύουν, αντίθετα τον τσάρο Αλέξανδρο Β! που δώρισε την ελευθερία στους μουζίκους τον σκότωσαν.      
          Όσον αφορά τον Αχρομέγεφ, που με ρωτάτε, αυτός  ήταν γέννημα  θρέμμα της μεγάλης σοβιετικής πατρίδας. Φτωχό παιδί, ορφανό, εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που πρόσφερε η σοβιετική εξουσία και έφτασε μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας. Ξεχώριζε όμως και για το χαρακτήρα του, ασκητικός, σοβαρός, υπεύθυνος είχε κερδίσει την εκτίμηση και το σεβασμό όλων και του λαού. Όταν η κόρη του η Ναταλία τον ρώτησε, αν πρόκειται να υπάρξει ανατροπή του Γκορμπατσόφ από το στρατό απάντησε «Το να απομακρύνεις έναν άβολο αρχηγό, δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Ο στρατός θα μπορούσε να το κάνει μέσα σε λίγες ώρες. Το θέμα είναι τί κάνεις περαιτέρω»! Ο Αχρομέγεφ είχε καταλάβει το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το καθεστώς της  Σοβιετικής Ένωσης. Το παλαιό καθεστώς ήταν ανεπαρκές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και το καινούργιο που σχεδιαζόταν το έβλεπε ανέφικτο. Αυτός έβλεπε ότι η ΕΣΣΔ θα διαλυόταν και καθετί σοβιετικό θα χλευαζόταν, όπως και έγινε. Και δεν το άντεξε! «Εφυγε ο Αχρομέγεφ;  Έφυγε η χώρα του κι έφυγε κι αυτός μαζί της, δεν έβλεπε πια τον εαυτό του εδώ». Ήταν ένα τραγικό πρόσωπο που ενώ έβλεπε την καταστροφή να έρχεται, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα, από τη στιγμή που είχε αποκλείσει  την αναμέτρηση μέσα από έναν εμφύλιο πόλεμο. Γνώριζαν τι είχε συμβεί στην Ρουμανία με τον Τσαουσέσκου, κι αυτός και ο Γκορμπατσόφ και δεν ήθελαν  να αιματοκυλήσουν τη χώρα  τους, καταλήγει ο ανώτατος αξιωματούχος του Κρεμλίνου!

                Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά,   ένα νέο αστέρι της  ρωσικής πολιτικής  σκηνής εμφανίζεται, ο Μπόρις Γιέλτσιν που αναδεικνύεται Πρόεδρος της Ρωσίας.  Γενικός  Γραμματέας του τέως κομμουνιστικού κόμματος της Μόσχας, ένθερμος υποστηρικτής  της οικονομίας της αγοράς,  έγινε ευρύτατα  γνωστός,  όταν ανέβηκε πάνω σε ένα τανκς   για να υπερασπιστεί τη νεαρή  ρωσική  δημοκρατία της Ρωσίας  μετά τη διάλυση  του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή η πράξη του τον ανέβασε στα μάτια του κόσμου! «Ο Γκορμπατσόφ δεν αξίζει δεκάρα. Στηρίξτε τον Γιέλτσιν»  φώναζαν τώρα τα πλήθη, αναφέρει η συγγραφέας.  Πρώτον ανακηρύσσει τη Ρωσία ανεξάρτητο κράτος και  αποχωρεί από την Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλες χώρες της Βαλτικής ροκανίζοντας έτσι τη θέση  του  Γκορμπασόφ ως προέδρου  της ΕΣΣΔ,  η οποία θα πάψει να υπάρχει σε λίγο, όταν από αυτή θα αποχωρήσουν και οι πρώην  Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες του Καυκάσου και της κεντρικής Ασίας  που έχουν εν τω μεταξύ ανακηρύξει  κι αυτές την ανεξαρτησία τους.  Ήταν 26  Δεκεμβρίου 1991, όταν ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε αφού η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών διελύθη στα εξ ων συνετέθη!  Και ήταν 31 Δεκεμβρίου 1991 όταν η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, σύμβολο της ΕΣΣΔ, κατεβαίνει  και στη θέση της κυματίζει πια η τρίχρωμη σημαία της Ρωσίας.       
Το επόμενο χρόνο ο Γιέλτσιν ζητά από τη ρωσική Βουλή να του δώσει απεριόριστες εξουσίες για να εφαρμόσει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του. «Αγόραζε και πούλα» λέει στο λαό, κι αυτός ξεπουλά τα υπάρχοντα του για να επιβιώσει! Και  τι  δεν πούλησαν οι Ρώσοι, και σε ποιους τόπους και χώρες !  Χαλιά του σπιτιού τους, πιάνα, παιδικά παιχνίδια, κουταβάκια ράτσας που τα νάρκωναν και  τα έκρυβαν μέσα σε φουσκωτά μαξιλάρια για να τα εξάγουν στην Πολωνία, οικιακά σκεύη και πολλά πολλά παράσημα και μετάλλια της σοβιετικής εποχής που τα είχαν σε αφθονία και τώρα δεν άξιζαν τίποτα αλλά γίναν της μόδας στις καπιταλιστικές χώρες της Δύσης!  Το πιο προσοδοφόρο μέρος όμως της ρωσικής οικονομίας, τις χιλιάδες εκατοντάδες κρατικές επιχειρήσεις τις φύλαγε για τους φίλους του, πρώην στελέχη του κόμματος και σε όσους «ευέλικτους» πρόλαβαν τις ευκαιρίες για να τα αρπάξουν. Τους έδινε δάνεια από τις νεοϊδρυθείσες τράπεζες με κρατικό χρήμα κι αυτοί αγόραζαν βιομηχανίες... Μόνο που απαγόρευσε με νόμο το ξεπούλημα τους στις διεθνείς αγορές. Έτσι γεννήθηκαν οι Ρώσοι Ολιγάρχες με τα αμύθητα πλούτη, τα ιδιωτικά τζετ, τα διαμερίσματα στο Λονδίνο και τις βίλες στην Κύπρο!

          Και για πόσα άλλα δεν μας πληροφορεί η συγγραφέας-δημοσιογράφος! Στην εισαγωγή του πρώτου μέρους «Από το σαματά του δρόμου και τις συζητήσεις στην κουζίνα» μας μεταφέρει από το δημόσιο χώρο όπου εξελίσσονται τα γεγονότα στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού όπου οι άνθρωποι μιλούσαν ελεύθερα  χωρίς το φόβο ότι η Μυστική Αστυνομία τους παρακολουθούσε.΄Ενα κλίμα καχυποψίας υπήρχε μεταξύ γειτόνων, συναδέλφων ...μήπως κάποιος από αυτούς είναι χαφιές και τους καταδώσει στην Αστυνομία για κάτι που είπαν ή έκαναν μη αρεστό στην εξουσία!  Ακόμα έφθασαν στο σημείο να αμείβονται οι καταδότες για αυτές τις «υπηρεσίες» τους προς το κράτος. Και μικρά παιδιά δασκάλευαν να καρφώνουν τους γονείς τους για το καλό της πατρίδας! Λένε ότι ο Γκορμπατσόφ, όταν ήθελε να συζητήσει κάτι πολύ σοβαρό, καλούσε τους συνομιλητές του στη ντάτσα του (εξοχικό σπίτι) και τους πήγαινε βόλτα στο δάσος κι εκεί συζητούσε τα σπουδαία. Για τους σοβιετικούς των πόλεων λοιπόν η κουζίνα ήταν ένας ιδιαίτερος ζεστός χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας και των φίλων τους και συνάμα ελευθερίας έκφρασης, που τις απέκτησαν, όταν επί Χρουστσόφ κτίστηκαν πενταόροφες πολυκατοικίες με διαμερίσματα που είχαν κουζίνα το καθένα, τα επονομαζόμενα «χρουστσόφσκες», ενώ στα παλαιότερα διαμερίσματα (κομμουνάλκα και κοινόβια) οι οικογένειες μοιράζονταν την κοινή κουζίνα και τουαλέτα.
         Θα λέγαμε λοιπόν ότι η πλειονότητα των σοβιετικών από τη μια θυμούνται πόσο υπερήφανοι αισθάνονταν για το ισχυρό κράτος τους ανά τον κόσμο, αυτό της Σοβιετικής Ένωσης  με τη στρατιωτική του δύναμη και τις ανθρωπιστικές αξίες του κομμουνισμού που πρόβαλε. Η γενιά των παππούδων  καμάρωνε λέγοντας «Νικήσαμε το Χίτλερ, νικήσαμε στον πόλεμο» ή «με τι κέφι τρέχαμε όπου μας έστελναν για να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό, χτίζαμε σιδηροδρομικές γραμμές, γέφυρες, εργοστάσια... μέσα στο δυνατό κρύο και μέσα στα χιόνια». Η γενιά των πατεράδων καμάρωνε, όταν ο αστροναύτης Γκαγκάριν βγήκε έξω από την ατμόσφαιρα της γης στο  διάστημα «Εμείς πήγαμε πρώτοι στο διάστημα, εμείς..».. «Κι όταν ο Φιντέλ Κάστρο έκανε την Επανάσταση στην Κούβα τότε καμαρώναμε για τον κομμουνισμό μας κρεμώντας στα σπίτια μας τις φωτογραφίες του Φιντέλ και του Τσε Γκεβάρα!» Και τώρα τους λένε ότι όλα αυτά πάει πέρασαν! Ο σοσιαλισμός τελείωσε! Και να επιστρέψουν τα κομματικά τους βιβλιάρια ... αυτά που τα είχαν σαν φυλαχτό! Βουνά σχηματίστηκαν από την επιστροφή των βιβλιαρίων και πού να βρεθούν  βέβαια οι υπεύθυνοι να τα παραλάβουν και τι να τα κάνουν;
Η τρίτη γενιά, παιδιά κι εγγόνια, τούς χαρακτηρίζουν τώρα αφελείς, ιδεαλιστές, ρομαντικούς και τους κατηγορούν ότι δεν έβλεπαν τα εγκλήματα που διέπραττε το καθεστώς δίπλα τους ή άν τα έβλεπαν γιατί σιώπησαν γινόμενοι έτσι συνένοχοι τους. Τα κατώτερα μέλη του κόμματος απαντούν ότι πίστευαν στις αξίες του κομμουνισμού –εξάλλου αυτές είχαν διδαχθεί από μικροί ως πιονέροι και μετά στη Κομσομόλ (νεολαία), ή ότι δεν ήξεραν τι πραγματικά γινόταν στα ανώτερα κλιμάκια  και κάποιοι έλεγαν ότι μπήκαν στο Κόμμα από φόβο γιατί ο Στάλιν είχε σκοτώσει μέλη της οικογένειας τους. Όσο για τα δισέγγονα, αυτά γενικά αδιαφορούν για την πολιτική, για την περεστρόικα αλλά και για την πιο μακρυνή Οκτωβριανή  Επανάσταση. Αρκετοί βρίσκουν ενδιαφέρουσα την περίπτωση του Στάλιν ... «που παρέλαβε τη Ρωσία με δίκρανο (εργαλείο για στάχυα) και την παρέδωσε με ατομική βόμβα»! Και άλλοι λένε «Τι να την κάνω τη Μεγάλη Ρωσία ... δεν θέλω να κρεμάσω από το λαιμό μου ένα αυτόματο ... δεν θέλω να πεθάνω», «να φύγω από τη Ρωσία, να πάω στην Αμερική; Και να περάσω όλη μου τη ζωή σερβιτόρος εκεί πέρα;»
 
Α ...! Τι έγκλημα ήταν κι  αυτό, τα στρατόπεδα των εκτοπισμένων, κτισμένα μακριά από τον κόσμο ... κάπου στα βάθη της Σιβηρίας, του Καζαχστάν, καταραμένοι τόποι όπου στάλθηκαν 3.500.000 άνθρωποι, αναφέρει η συγγραφέας, που διαφωνούσαν με το καθεστώς ή και με την υποψία ότι διαφωνούσαν και οι περισσότεροι δεν γύριζαν  πίσω ποτέ. Απίστευτες ιστορίες που σου κόβουν την ανάσα καθώς τις διαβάζεις και γυρνούν τον άνθρωπο στη βαρβαρότητα. Σταχυολογώ προτάσεις για τη ζωή των παιδιών εκεί.
Από την 8η  ιστορία:
« Περιοχή Αλτάι[3]. Τους εξορίστους τους άδειαζαν εκτός πόλης. Κοντά στη λίμνη. Αρχίσαμε να ζούμε στη γη. Σε σπίτια σκαμμένα στο χώμα. Γεννήθηκα κάτω απ’ τη γη,  εκεί μεγάλωσα.  ... κοιμάμαι με δυο κατσικούλες, πάνω στο ζεστό στρώμα από κατσικίσιες κακαράντζες.  Η πρώτη μου λέξη ήταν μεε κι όχι μα ή μαμά. Τα πρώτα παιχνιδάκια μου ήταν τα πολύχρωμα ζουζούνια και οι αράχνες. Την άνοιξη μαζί βγαίναμε στο ήλιο, σερνόμαστε στη γη, ψάχναμε τροφή [...] δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα απ’ τον χειμώνα. Τους περνούσα όλη την ημέρα στο υπόγειο σπίτι. Η μέρα έμοιαζε με νύχτα. Όλα στο μισοσκόταδο. Είχαμε αντικείμενα, εκτός από γαβάθες και κουτάλια; Είχαμε ρούχα; Τυλιγόμαστε με κάτι κουρέλια. Επί μέρες η αδελφή μου παραμένει ξαπλωμένη και βήχει, έχει φυματίωση...»
Από τη 10η ιστορία :
«Βλέπω τα βουνά γύρω μου και τον ξύλινο πυργίσκο και τον στρατιώτη πάνω του.[...] και τα σιδερένια κρεβάτια, πολλά κρεβάτια αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Έζησα σε στρατόπεδο, μετά σε εξορία, σε ορφανοτροφείο, σε κοινόβιο, σε κομμουνάλκα. Πάντα γύρω μου είχα πολλά κορμιά και μάτια. Σπίτι μου έδωσαν στα 40 μου, ένα δυάρι για με και το σύζυγο μου. Το 1937 συνέλαβαν τον μπαμπά, δούλευε στους σιδηροδρόμους και λιγο αργότερα τη μαμά και μένα μαζί της μιας και ήμουν 4 μηνών. Μέχρι τα τρία μου έζησα με τη μαμά μετά με πήγαν στην παράγκα των παιδιών. Το πρωί βλέπαμε τιε μαμάδες μας μέσα από τα συρματοπλέγματα που τις οδηγούσαν στη δουλειά εκτός ζώνης. Το εκτός ζώνης  ήταν κάτι φοβιστικό για μας. Έρημος, άμμος, ξερό χορτάρι, το τέλος του κόσμου. Μέσα από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα ο φίλος μου ο Ρούμπικ μας πήγαινε στην παράγκα των μαμάδων στην τραπεζαρία που τις συγκέντρωναν, κι εμείς κρυβόμαστε πίσω από την πόρτα ... και μια φορά μου έφερε η μαμά ένα κομματάκι καρπούζι τυλιγμένο σε ένα κουρελάκι ... κι ακόμα θυμάμαι το άρωμα του ... κι όταν μου είπε πάρε μια καραμέλα δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν αυτή η καραμέλα, ούτε όταν τα παιδιά μού είπαν έλα να παίξουμε με μια γάτα ...ούτε όταν η Βάλια με ρώτησε τι σημαίνει μπαμπάς, δεν ήξερα ούτε κι εκείνη όμως!
             Πέντε χρονών μας πήγαν στο ορφανοτροφείο, κάπου μακριά από τις μαμάδες ...Κι οι μαμάδες έτρεχαν και γαντζώνονταν στο φορτηγό που μας μετέφερε και φώναζαν κι έκλαιγαν! Στο ορφανοτροφείο θυμάμαι  κάποια παιδιά κατέδιδαν τα άλλα κι αμείβονταν γι αυτό. Μια μέρα γράψαμε καθ’ υπαγόρευση ένα γράμμα στον πολυαγαπημένο μας ηγέτη Στάλιν. Κοιτούσαμε τη φωτογραφία του και μας φαινόταν τόσο όμορφος! Μαλώναμε μεταξύ μας για πόσα χρόνια της ζωής μας θα δίναμε για να χαρίσουμε μια μέρα ζωής στο σύντροφο Στάλιν. Η πρώτη μαμά που μας επισκέφτηκε ήταν της Ρίτας Μ. και μας μάγεψε όταν μας τραγούδησε ένα νανούρισμα και μας είπε ότι όλες οι μαμάδες είναι καλές κι όμορφες! Αργότερα όμως ήρθαν κι άλλες μαμάδες και ήταν όλες άσχημες κι άρρωστες και δεν ήξεραν τραγουδάνε ...και μας είπαν πως δεν υπήρχαν μαμάδες για κάποιες από μας! Μετά από 12 χρόνια στο στρατόπεδο, μας επέτρεψαν εμέ και στη μαμά να μείνουμε μαζί στον οικισμό. Τι ευτυχία! Σύντομα όμως αποδείχτηκε πως δεν καταλαβαίναμε η μια την άλλη. Εγώ ήθελα να μπω στην Κομσομόλ για να πολεμήσω κάποιους αόρατους εχθρούς  που πήγαιναν να καταστρέψουν την τόσο υπέροχη πατρίδα μας. και η μαμά έκλαιγε και δεν έλεγε κουβέντα. Φοβόταν, τώρα σκέπτομαι!
           Μεγάλη πια, θέλησα να επισκεφθώ την Καραγκάντα, εκεί που έζησα τα παιδικά μου χρόνια και με σημάδεψαν. Τι ήταν αυτή η Καραγκάντα; Μια γυμνή στέπα εκατοντάδων χιλιομέτρων που το καλοκαίρι καίγεται ολόκληρη και το χειμώνα η θερμοκρασία πέφτει μέχρι και τους -40 βαθμούς. Εκεί επί Στάλιν έκτισαν δεκάδες στρατόπεδα για τις εκατοντάδες χιλιάδες εξορίστους αντιφρονούντες πραγματικούς και μη. Αλλά ο Στάλιν πέθανε και άρχισαν να γκρεμίζουν τις παράγκες να ξηλώνουν τα συρματοπλέγματα και ιδού σήμερα μια πόλη. Στα τελευταία χρόνια κτίζονται εξοχικές κατοικίες με κήπους. Με τα σανίδια που έχουν απομείνει κτίζονται αποθήκες και με τα συρματοπλέγματα περιφράσσουν τους κήπους τους!
                 Οι ντόπιοι κάτοικοι της Καραγκάντα, οι παλιοί και οι απόγονοι τους αποφεύγουν να μιλούν για τα στρατόπεδα. Ντρέπονται, φοβούνται που κάποτε δούλευαν σε αυτά; Τι να κάνουμε; δουλειά χρειαζόμαστε εκμυστηρεύονται με δυσκολία κάποιοι. Κάποιοι θέλησαν να φύγουν από κει αλλά δεν τους το επέτρεψαν, είχαν δεσμευτεί γραπτώς και αυτοί που είχαν φυλακιστεί και αυτοί που τους φύλαγαν να μην αποκαλύψουν τα κρατικά μυστικά. "Α ...θα περάσουν ακόμα πενήντα χρόνια και θα μείνουν μονο δυο σειρούλες στα βιβλία της Ιστορίας, έστω μια παράγραφος γι αυτά τα κολαστήρια" μονολογεί η αφηγήτρια. "Ήδη ο κόσμος βαρέθηκε να ακούει για αυτά, η μόδα του Σολζενίτσιν πέρασε!" 

Ας μη μιλήσουμε για τα βασανιστήρια και τους δήμιους γιατί η φρίκη δεν έχει τελειωμό!
Επί περεστρόικας οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιοποιούν και να αποκαλύπτουν   βασανιστήρια και ονόματα δημίων αλλά τελικά η έρευνα δεν προχώρησε. Πολλές όμως  έγιναν γνωστές.
Αφηγείται ο ανηψιός ενός κρατούμενου:  Τη δεκαετία του 1930 επί Γέζοφ, το θείο Βάνια τον έστειλαν στα ορυχεία στη Βορκούτα με 10 χρόνια χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας. Άκου εκεί, χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας για 10 χρόνια! Κάποτε αποφάσισαν να  τον στείλουν πίσω ... ένα απομεινάρι ανθρώπου με ένα χέρι παράλυτο, χωρίς δόντια και με κατεστραμμένο συκώτι ... και τον ξαναδέχονται στο γραφείο που δούλευε και ποιον είχε απέναντι του κάθε μέρα; Το συνάδελφο που τον είχε καταδώσει! Να αναφέρω κάποιο από τα βασανιστήρια που υπέστη ο θείος Βάνιας; Τον είχαν κρεμάσει από το ταβάνι γυμνό και σε όλες τις τρύπες που έχουμε στο σώμα μας έβαλαν αμμωνία ... κι ο ανακριτής τον κατουρούσε στο αυτί και του φώναζε «θυμήσου, πες  ονόματα ...» κι ο θείος Βάνιας ... τους θυμήθηκε όλους και υπόγραψε! Έπειτα τον φέρανε πάνω σε ένα φορείο μουσκεμένο με αίμα και ούρα και ... Δεν ξέρω που τελειώνει ο άνθρωπος, εσείς ξέρετε;

Αφηγείται ο (πρώην) μνηστήρας της εγγονής του δήμιου Ιβάν Ντ.
Εγώ ήμουνα αρραβωνιασμένος με την εγγόνα του Ιβαν Ντ. που τη λάτρευε ο γέρος και  συμπαθούσε και μένα γιατί ήμουνα και αξιωματικός του στρατού. Υψηλόβαθμο στέλεχος του Κόμματος, βετεράνος με τιμές και μεγαλεία, του είχαν παραχωρήσει μια παλιά μεγάλη ντάτσα (εξοχική κατοικία) με ένα κομμάτι δάσος μέσα, από κείνες που παραχωρούν στους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς. Ευχάριστος στην παρέα, ευφυής, συχνά χαιρόσουν να κουβεντιάζεις μαζί του «το να πυροβολήσεις στη μάχη ένα μακρινό στόχο είναι ένα πράγμα ... όλοι πυροβολούν αλλά το να πας κάποιον για  εκτέλεση είναι άλλο ... και να τον στήνεις στα τρία μέτρα» μου έλεγε. Ένα βραδάκι που έλειπαν όλοι από τη ντάτσα πάνω στο κρασί  μέθυσε κι άρχισε να μου λέει « όταν με κάλεσε η Εν Κα Βε Ντε, η Μυστική Αστυνομία να δουλέψω εκεί χάρηκα πολύ, ο μισθός ήταν μεγάλος ... Εκτελούσα εντολές, σκότωνα εχθρούς ... βάσει εγγράφων (βέβαια) ... «καταδικασθείς  στην εσχάτη των ποινών για την προστασία του κοινωνικού συνόλου» ! μια δουλειά ήταν κι αυτή ... Το πιο δυσάρεστο ήταν όμως να πυροβολείς γελαστό άνθρωπο - μάλλον  ήθελε να δείξει ότι με  περιφρονεί- ...  Όταν σκότωνες έπρεπε να τον αποτελειώσεις μεμιας αλλιώς έπεφτε κάτω, έσκουζε, έφτυνε αίμα ...
Εκτελείς έναν Γερμανό θα φωνάξει στα γερμανικά, εκτελείς ένα Ρώσο θα φωνάξει στα ρώσικα ... είναι κατά κάποιο τρόπο δικός μας ...
Πριν από αυτού του είδους τη δουλειά απαγορεύεται να φας, θέλεις όλη την ώρα να πίνεις νερό, όπως μετά από ένα μεθύσι ... στο τέλος της βάρδιας μας φέρνανε δυο κουβάδες, έναν με βότκα και έναν με κολώνια. Πλενόμαστε με κολόνια από πάνω ως τη μέση γιατί η μυρωδιά του αίματος είναι στυφή, έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά που σε κάνει να την αποστρέφεσαι...
Τελειώνω εδώ την παρουσίαση και παίρνω ανάσα για να συνέλθω . ..      

                Όλα τα παραπάνω περιέχονται στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου( 1991-2001) και περιλαμβάνει τις  «Δέκα ιστορίες με κόκκινη επένδυση», διότι στη δεκαετία αυτή το σοσιαλιστικό παρελθόν της Ρωσίας είναι ακόμα ζωντανό στις μνήμες των ανθρώπων, αφού ζουν οι παππούδες, οι πατεράδες και τα παιδιά τους έχουν παιδικές μνήμες από τα χρόνια αυτά. 
    
                 Στο Δεύτερο Μέρος του βιβλίου ( 2002-2012) -το 2013 πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο στα ρωσικά- περιλαμβάνονται άλλες δέκα αφηγήσεις αλλά χωρίς επένδυση «Δέκα ιστορίες χωρίς επένδυση», αφού το τοπίο στη Ρωσία αλλά κα στην πρώην ΕΣΣΔ έχει αλλάξει πολύ και οι ιδεολογίες (η πρώην κομμουνιστική και η τωρινή αστική του καπιταλισμού) δεν πείθουν πια ούτε η μια ούτε η άλλη.

ΔΕΥΤΕΡΟ  ΜΕΡΟΣ  «Η γοητεία του κενού»

Οι συνέπειες από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι τόσο έντονες όσο κι εμφανείς: Στη Ρωσία εμφανίζονται συμμορίες που εκβιάζουν και ληστεύουν, το χάσμα μεταξύ πολύ πλουσίων και πολύ φτωχών μεγαλώνει, ξεσπούν τρομοκρατικά χτυπήματα,  και κύματα προσφύγων καταφθάνουν στη Μόσχα από τις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πόλεμοι ξεσπούν στον Καύκασο μεταξύ  Ρωσίας- Τσετσενίας,  Αρμενίας- Αζερμπαϊτζάν, οι Ρώσοι διώκονται από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ κι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός βρίσκει εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί παντού! Από που να αρχίσει κανείς την αφήγηση; Υπάρχουν τόσες πολλές αφηγήσεις προσώπων, όπου επιλέγω ενδεικτικά:

Το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και πολύ φτωχών μεγαλώνει. Δεκαετία του 1990, εμφανίζονται συμμορίες που εκβιάζουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη και τους παίρνουν τα σπίτια τους. Αρκετές φορές βρέθηκαν οικογενειάρχες μεταξύ δυο ανταγωνιστικών συμμοριών που διεκδικούσαν ποιος θα τους πρωτοπάρει την  περιουσία! κι αλλοίμονο αν δεν υπέγραφαν, η απειλή της απαγωγής των παιδιών τους, τούς ανάγκαζε να υπογράφουν, αφού δεν μπορούσε η Αστυνομία ούτε και το κράτος να τους προστατεύσει! Έτσι πολλοί βρέθηκαν άστεγοι να κοιμούνται στις υπόγειες διαβάσεις, στις εισόδους πολυκατοικιών, στα παγκάκια των πάρκων και να πλένονται στις δημόσιες τουαλέττες. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι Ρώσοι ολιγάρχες. Αφηγείται μια δυναμική κυρία  με καριέρα, που 22χρονών ερωτεύτηκε τρελά έναν παντρεμένο ολιγάρχη με δυο παιδιά και τώρα ζει μόνη της από επιλογή. «Με τρέλαιναν οι ρυθμοί του και η αποφασιστικότητα του «Αύριο πετάμε για Παρίσι» μου τηλεφωνούσε -εννοείται με το ιδιωτικό του τζετ- ή «πάμε για τρεις μέρες στα Κανάρια νησιά και μέναμε σε ξενοδοχεία με γυάλινα δάπεδα που από κάτω ήταν γεμάτα νερό και κολυμπούσαν ψάρια! [...]  «Αυτούς που διάβαζαν και ονειρεύονταν να πετάξουν σαν το γλάρο του Τσέχωφ, τώρα τους είχαν υποκαταστήσει αυτοί που δεν διάβαζαν αλλά πετούσαν» και μένα αυτό τότε μου άρεσε μέχρι που με παράτησε όταν του είπα ότι είμαι έγκυος. [...] τώρα μου τηλεφωνεί και μου λέει πόσο δυστυχισμένος αισθάνεται... Τι να την κάνεις όμως μια σχέση δίχως αγάπη;»   
      
Μια Ρωσίδα που μετανάστευσε στο Σικάγο αφηγείται: Έφυγα από τη Μόσχα γιατί φοβόμουνα. Κάθε μέρα κάποιον ανατίναζαν, σκότωναν. Η παλιά Μόσχα έχει χαθεί. Μαζεύτηκε νέος πληθυσμός. Μιλάνε ρώσικα στους δρόμους αλλά δεν τους καταλαβαίνω, διάλεκτος του Νότου με άλλον επιτονισμό και καινούργιες λέξεις. Υπάρχουν πολλοί Ρώσες μετανάστες στην Αμερική, που ο καθένας καταθέτει τη δική του ερμηνεία για όλα αυτά. «Ο καπιταλισμός σε μας δεν θα πιάσει ρίζες. Μας είναι ξένο το καπιταλιστικό πνεύμα. Ο καπιταλισμός στη Δύση είναι παλιός, σε εμάς φρέσκος με καινούργιους κυνόδοντες». «Η δημοκρατία δεν αγοράζεται με αέριο και πετρέλαιο, δεν την επιβάλλεις με προεδρικό διάταγμα, δεν εισάγεται όπως τα υλικά προϊόντα. Στην Ευρώπη των τελευταίων διακοσίων χρόνων τη δημοκρατία τη φροντίζουν, με την προσοχή που φροντίζουν το γκαζόν». «Η Ρωσία δεν χρειάζεται δημοκρατία, χρειάζεται μοναρχία έναν δυνατό και δίκαιο τσάρο» «Η Ρωσία πάντα ήταν, είναι και θα είναι αυτοκρατορία. Η Δύση ακόμα και τώρα φοβάται τη Ρωσία. Ο φυσικός πλούτος χρειάζεται σε όλους, ειδικά στην Ευρώπη. Στο πετρέλαιο είμαστε η έβδομη χώρα στον κόσμο, στο αέριο η πρώτη στην Ευρώπη, και μία από τις πρώτες χώρες σε σίδηρο, ουράνιο, νικέλιο, χαλκό, κοβάλτιο... και με αποθέματα διαμαντιών, χρυσού, αργύρου, πλατίνας», «Η ρωσική ιδέα και πολιτισμός δεν έχει καμμιά σχέση με το αμερικάνικο όνειρο», «Οι γονείς μας έζησαν σε μια χώρα νικητών κι εμείς σε μια χώρα που έχασε τον ψυχρό πόλεμο». Αυτά συζητούν οι Ρώσοι εκτός κι εντός Ρωσίας. Όσο για τον Πούτιν άλλοι τον θαυμάζουν  γιατί φρόντισε για μια ισχυρή Ρωσία κι άλλοι τον αποκαλούν τσαρίσκο και θέλουν να φύγει.   

Ο πόλεμος στη Τσετσενία. Μια περιοχή στο Βόρειο Καύκασο, στο υπογάστριο της Ρωσίας, με πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και που από το υπέδαφος της περνούν οι αγωγοί πετρελαίου από το Αζερμπαϊτζάν προς την Κασπία θάλασσα. Γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα μπλέχτηκαν, όταν η Τσετσενία το 1992 κηρύσσει την απόσχιση της από τη Ρωσική Ομοσπονδία[4]. Ξεσπά ένας 15ετής πόλεμος (Α! πόλεμος επί Γιέλτσιν ως το 1996 και συνεχίζεται επί Πούτιν ο Β! πόλεμος 1999-2009). Αφηγείται ένας Τσετσένος « τι σόι πόλεμος κι αυτός: μας σκοτώνετε, μας σακατεύετε και μετά μας θεραπεύετε στα νοσοκομεία σας, βομβαρδίζετε και μετά ξαναχτίζετε, μας πείθετε ότι η Ρωσία είναι το σπίτι μας, έρχονται εδώ Τσετσένοι για να σωθούν από τη φωτιά του πολέμου και μετά μας διώχνετε! Επί Γιέλτσιν καιγόταν μόνο η Τσετσενία, επί Πούτιν όλος ο βόρειος Καύκασος (επέκταση του πολέμου σε γειτονικές περιοχές, όπως στο Νταγκεστάν). Παντού τώρα χτίζουν τζαμιά.  Κι ανταπαντά ένας Ρώσος: «ποιος μετέτρεψε την Τσετσενία σε γκέτο για τους Ρώσους; Η CIA; Τους Ρώσους τους έδιωχναν από τις δουλειές τους, τους έκλεβαν τα αυτοκίνητα, τους έπαιρναν τα σπίτια, βίαζαν τις Ρωσίδες». Και συνεχίζει ο Τσετσένος «οι Ρώσοι στρατιώτες που στείλατε στη Τσετσενία δεν έκαναν εγκλήματα;»
Πράγματι διεπράχθησαν φρικαλεότητες, εγκλήματα πολέμου  στον πόλεμο κι από τις δυο πλευρές, που τροφοδότησαν στη συνέχεια τρομοκρατικά κτυπήματα στο μετρό της Μόσχας κι αλλού. Η Μόσχα έχει δεχτεί τρομοκρατικά κτυπήματα το 2000, 2001, 2002, 2003, 2004, το 2006, 2010, το 2011. Ένας νεαρός Τσετσένος στις 6 Φλεβάρη 2004 έβαλε βόμβα στο συρμό του τρένου που εξερράγη καθώς αυτό προχωρούσε, με αποτέλεσμα  39 νεκροί και 122 τραυματίες! Η συγγραφέας προβληματίζεται πάνω στο θέμα της τρομοκρατίας προσπαθώντας αφενός να κατανοήσει τα κίνητρα του τρομοκράτη και αφετέρου τις συνέπειες της πάνω στα θύματα που πληρώνουν χωρίς να φταίνε.   Στέκεται στην ιστορία μιας νεαρής σπουδάστριας- θύματος  του τρομοκρατικού κτυπήματος στο μετρό Μόσχας και περιγράφει τον αβάσταχτο πόνο της μάνας που αναρωτιέται με ποιο δικαίωμα ένας τρομοκράτης σακατεύει και αφήνει ανάπηρο για όλη του τη ζωή ένα παιδί γεμάτο αθωότητα που σφύζει  όλο νιάτα και ζωή, που το καμαρώνει η μάνα του,  και του κόβει τα φτερά, τις ελπίδες, τα όνειρα του και το χειρότερο το καθιστά ανίκανο να επιβιώσει μόνο του στη ζωή;  Η δε συγγραφέας κλείνει την ιστορία της με το τρομακτικό κτύπημα γράφοντας : «Η τρομοκρατία είναι ... μπίζνα / είναι θυσία, όπως στα αρχαία χρόνια/ είναι της μόδας / είναι το ζέσταμα πριν την επανάσταση... /είναι προσωπική υπόθεση του καθενός»
 Η Τσετσενία κόστισε πολύ σε χρήμα και πόνο. Στη διάρκεια των  δυο πολέμων αλλά και στο τρίχρονο μεσοδιάστημα μεταξύ αυτών είχε μετατραπεί σε άντρο συμμοριών, πολιτικής βίας και θρησκευτικού φανατισμού. « γιατί  έστειλαν τα παιδιά μας στη Τσετσενία; Δεν τους έστειλαν να πολεμήσουν για την πατρίδα αλλά για τις πετρελαιοπηγές. Μια σταγόνα πετρέλαιο τώρα πια ισοδυναμεί με μια σταγόνα αίμα» αφηγείται μια μάνα που έχασε την κόρη της, υπαξιωματικό της Αστυνομίας που την έστειλε η πατρίδα εκεί για να ελέγχει την τάξη. Ποια τάξη να επιβληθεί όμως στο χάος που επικρατούσε εκεί; Ο πόλεμος τελείωσε, η Τσετσενία ανήκει ξανά στη Ρωσική Ομοσπονδία και τουριστικά γραφεία διαφημίζουν τουριστικά τουρ στην Τσετσενία! Παίρνουν τους τουρίστες με πολεμικά ελικόπτερα και τους δείχνουν το κατεστραμμένο Γκρόζνι την πρωτεύουσα και τα καμμένα χωριά!    

Από τη συναδέλφωση και τη φιλία των λαών ...  στον εθνικισμό και ρατσισμό.
 Σε κάθε χώρα του Καυκάσου ζούσαν λαοί ανάμικτοι και τώρα με τη δημιουργία εθνικών κρατών αρχίζουν οι διώξεις των αλλοεθνών. Για παράδειγμα Αρμένιοι διώκονται από το Αζερμπαϊτζάν και Αζέροι από την Αρμενία. Πόσα όμως οικογενειακά δράματα δημιουργούνται, όταν σε ένα ζευγάρι ο άντρας τυχαίνει να έχει διαφορετική καταγωγή από τη γυναίκα του; Αφηγείται η  Αρμένισσα Μαργαρίτα που είχε παντρευθεί τον Αζέρο Αμπντουλάχ:
"Αγαπώ πολύ το Μπακού και να κάνω βόλτα στην παραλία του κοιτώντας τη θάλασσα. Εκεί γνώρισα τον Αμπντουλάχ ερωτευθήκαμε και παντρευθήκαμε.[...] Όταν όμως άρχισαν τα πογκρόμ κατά των Αρμενίων και η σφαγή τους στο Μπακού εμένα με έκρυψε στη σοφίτα του σπιτιού της μια Αζέρα φίλη μου [...] Τι ωραία περνούσαμε πριν. Στη γιορτή για τον ερχομό της Άνοιξης καθόμαστε όλοι από τη γειτονιά στο ίδιο τραπέζι και τραγουδούσαμε αρμένικα και αζέρικα τραγούδια και τη ρωσική Κατιούσα και τρώγαμε φαγητά απ’ όλες τις κουζίνες, ρώσικα μπλινί, γεωργιανά χινκάλι, ουκρανικά πιτάκια, κρέας με κάστανα μαγειρεμένο με τον αζέρικο τρόπο και τελειώναμε με την ίδια ποικιλία γλυκών και μιλούσαμε κι αστειευόμαστε μεταξύ μας! [...] Τώρα δεν με θέλουν για νύφη τους η οικογένεια του άντρα μου και επηρεάζουν τον άντρα μου να μη με βλέπει αλλά αυτός έρχεται κρυφά και σμίγουμε. [...]αναγκάστηκα να φύγω πρόσφυγας στη Μόσχα να γεννήσω εκεί το παιδί μας [...] με τον άντρα μου σμίξαμε μετά από αρκετά χρόνια όταν ήλθε κι αυτός στη Μόσχα."
Διώξεις Ρώσων έγιναν από όλες τις πρώην σοβιετικές σοσιαλιστικές  δημοκρατίες, οι οποίοι ζούσαν εκεί κατέχοντας  υψηλές διοικητικές θέσεις. Εκεί που περιμέναμε την ελευθερία μας, το 1992 άρχισε ο εμφύλιος στο Τατζικιστάν «πίσω κομμούνια στην Μόσχα σας» μας φώναζαν. Μόλις που προλάβαμε να φύγουμε αφήνοντας πίσω όλα τα υπάρχοντα μας, γιατί άλλους τους σκότωσαν. Ήρθαμε σε συγγενείς και συγκατοικούμε 9 άτομα σε ένα τριάρι στο Μίνσκ, η οικογένεια μου, της αδελφής μου και τα πεθερικά της.
Πόλεμος στο Αφγανιστάν:  αν και ο πόλεμος αυτός έγινε νωρίτερα  (1978-1988) κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, εν τούτοις αναφέρεται αρκετά μέσα στο έργο, διότι έχει στοιχειώσει τη μνήμη των Ρώσων. Ηταν  ένας πόλεμος που οι Ρώσοι με την αναπτυγμένη πολεμική βιομηχανία ηττήθηκαν από έναν λαό υποανάπτυκτο μετά από 10 χρόνια πολέμου! Και οι στρατιώτες που πολέμησαν εκεί οι περισσότεροι γύρισαν πίσω σωματικά και ψυχολογικά ράκη.
     
Πρόσφυγες έχουν κατακλύσει τη Μόσχα, 2.000.000 περίπου από το Τατζικιστάν, Παμίρ, Ουζμπεκιστάν, Αρμένιοι, Αζέροι, Γεωργιανοί, Τσετσένοι ... «πριν είμαστε όλοι σοβιετικοί, τώρα καυκασιανής καταγωγής» ή άλλης φυλής λένε και ζητάμε καταφύγιο στην πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ, που τώρα είναι πρωτεύουσα ενός άλλου κράτους.Αφηγείται ένας από το Τατζικιστάν «Στο δρόμο μας σταματά η Αστυνομία ακόμα και Ρώσοι και μας ζητάνε να δουν τα χαρτιά μας. Όλο και κάτι λείπει μας λένε, και μας ζητούν λεφτά αλλιώς μας χτυπάνε.  [...] αν μας διώξουν από τη Μόσχα, ποιος θα συνεχίσει το χτίσιμο της Μόσχας; Ποιος θα καθαρίζει τις αυλές τους;» Οι συνθήκες διαβίωσης τους είναι άθλιες. Για παράδειγμα πολλοί από το Τατζικιστάν κατοικούν στα υπόγεια των λεγόμενων «σταλινικών» πολυκατοικιών που κτίστηκαν για την ελίτ των μπολσεβίκων και σήμερα είναι περιζήτητες με τις γύψινες διακοσμήσεις, τα ανάγλυφα και τις κολόνες στην πρόσοψη και τους ψηλούς τοίχους των διαμερισμάτων. Εδώ μετακομίζουν οι Νεορώσοι και παρκάρουν τις Μπέντλεϊ και Φερράρι τους  κάτω στο δρόμο, μπροστά από τις βιτρίνες των πανάκριβων μπουτίκ του ισογείου.
    Στα υπόγεια όμως των πολυκατοικιών αυτών με τους μουχλιασμένους τοίχους και τα σκουριασμένους σωλήνες υπάρχουν δωμάτια, πολλά εκ των οποίων είναι χωρισμένα με κόντρε πλακέ και έχουν κουρτίνες αντί για πόρτες! Σε κάθε δωμάτιο κατοικούν 15-20 άτομα, όπου στην άκρη του δωματίου υπάρχει ένα μάτι κουζίνας, δίπλα στοιβαγμένες καρέκλες και τραπέζια παρμένα από την πιο κοντινή χωματερή και παραδίπλα αυτοσχέδιες δίπατες κουκέτες. Μας δέχτηκαν στην κατοικία τους  και οι παλαιότεροι Τατζικιστανοί μιλούσαν ρώσικα γιατί είχαν φοιτήσει σε σοβιετικά σχολεία. «Έχουμε ένα ίδρυμα για τους μετανάστες αλλά δεν έχουμε ούτε λεφτά ούτε εξουσία, μόνο καλούς ανθρώπους» απαντά μια υπάλληλος που εργάζεται εκεί και συμπληρώνει μια πρόσφυγας «ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα είναι σαν το αηδόνι χωρίς τον κήπο του» και η συγγραφέας τιτλοφορεί τη ιστορία της για αυτό το βασανισμένο  κόσμο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του « Για τον ξένο πόνο που ο Θεός απόθεσε στο κατώφλι μας»

Τέλος η συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί σε κείνες τις Ρωσίδες γυναίκες που έχουν αναλάβει όλα τα βάρη της οικογένειας, επειδή αισθάνονται τους άντρες τους απόντες από αυτήν. Άντρες ανάπηροι και ψυχικά ράκη από τους πολέμους είτε άντρες που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις κακουχίες που τους έλαχαν και βρήκαν παρηγοριά στη βότκα, το εθνικό ποτό των Ρώσων. Την ένατη ιστορία της,  η συγγραφέας  την αφιερώνει σε κείνες τις λίγες Ρωσίδες που αγάπησαν βαρυποινίτες, έγκλειστους των φυλακών  τους οποίους γνώρισαν μέσα από την αλληλογραφία μαζί τους. Οι βαρυποινίτες συνηθίζουν να γράφουν γράμματα που κάποιες εφημερίδες δημοσιεύουν.  Ποιο ήταν το κίνητρο των γυναικών αυτών να απαντήσουν στις επιστολές των βαρυποινιτών; Τι περιμένουν οι γυναίκες αυτές που έχουν δικαίωμα να τους επισκέπτονται δυο φορές μόνο το χρόνο και να διασχίζουν χιλιόμετρα μακριά για να τους επισκεφτούν και να μη διστάζουν να τους παντρευτούν για να έχουν το δικαίωμα να τους βλέπουν περισσότερο; «για να τους σώσουν με την αγάπη τους» απαντούν.
 Μέσα από αυτήν την υπερβολή της κατάστασης αυτής μήπως η συγγραφέας θέλει να τονίσει τη δύναμη της αγάπης –θέμα το οποίο επανέρχεται σε πολλές αφηγήσεις- και το οποίο χαρακτηρίζει τη ρώσικη ψυχή; «τι είναι ο άνθρωπος χωρίς αγάπη; Σαν λουλουδάκι χωρίς νερό» και ο Ντοστογιέφσκι έγραψε «η ψυχή του Ρώσου είναι πλατιά σαν τη ρώσικη γη».

Ένας λαός στο επίκεντρο της Ιστορίας, ένα ιστορικό δράμα του 20ου αιώνα, μια αυτοκρατορία που μετασχηματίζεται διαρκώς, τσαρική, σοβιετική, ρωσικό ομοσπονδιακό κράτος; Πάντα τεράστια σε έκταση και δύναμη με ανόδους και καθόδους στην ιστορική της πορεία!
Προσωπικά αναρωτιέμαι μήπως η πτώση αυτής της πανίσχυρης αυτοκρατορίας θυμίζει «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»; Και προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ενώ η αυτοκρατορία αυτή μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε εχθρό, τελικά δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της!
Και η συγγραφέας κατάφερε την περίοδο αυτή της ρωσικής ιστορίας να τη μετουσιώσει σε λογοτεχνία χάρη στη σύνθεση του υλικού της και στη ρέουσα γλώσσα που χρησιμοποιεί. Αν και δεν υπάρχει ένας ενιαίος μύθος, οι επιμέρους αφηγήσεις-μαρτυρίες  αποτελούν ο καθένας έναν μικρότερο "μύθο" και όλοι μαζί συνενώνονται γύρω από το κεντρικό της θέμα. Αν και δεν έχω διαβάσει έργα της τεκμηριωτικής λογοτεχνίας - στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο έχει γράψει ο Στρατής Δούκας με την "Ιστορία ενός αιχμαλώτου"- τελικά με κέρδισε το είδος αυτό, αφού κατάφερε να συγκινήσει το νου και την καρδιά μου, όχι πλάθοντας μια φανταστική ιστορία αλλά ενορχηστρώνοντας πραγματικά ιστορικά γεγονότα και μετατρέποντας αυτούς που τα βίωσαν σε πρωταγωνιστές των αφηγήσεων τους. Κι έτσι τεκμηριώνει, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Σίγουρα η συγγραφέας έχει επενέβη στη γλώσσα των αφηγητών επί το λογοτεχνικότερον, όπως επίσης και στην οργάνωση της ύλης της σε κεφάλαια δίνοντας τίτλους αλλά κυρίως στη σύλληψη της ιδέας ενός τέτοιου βιβλίου και στην υλοποίηση του, γεγονότα που την καθιστούν συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος της επιτυχίας του βιβλίου οφείλεται στη μετάφραση του στα ελληνικά.    




[1] Βλ. «Το δόγμα του Σοκ» που έχει αναρτηθεί στο ίδιο ιστολόγιο, αναφέρεται και στο πέρασμα της Ρωσίας  στον καπιταλισμό ... και για το ρόλο των ΗΠΑ σε αυτό μέσα από τη Σχολή του Σικάγου.
[2] Η συγγραφέας παραθέτει  το παρακάτω απόσπασμα του Ντοστογιέφσκι από το Μεγάλο Ιεροεξεταστή «ο δρόμος προς την ελευθερία είναι δύσκολος, όλο πόνο, τραγικός [...] γιατί ο άνθρωπος να γνωρίσει αυτό το διαβολικά καλό και κακό, όταν κοστίζει τόσο ακριβά; Ο άνθρωπος καλείται κάθε φορά να διαλέξει την ελευθερία του αποκτώντας την όμως  με πόνο ή να διαλέξει μια ευτυχία χωρίς ελευθερία; Κι ο Μεγας Ιεροεξεταστής λέει στο Χριστό «ενώ τον σεβόσουν τον άνθρωπο γιατί απαιτείς από αυτόν τόσα πολλά; Τι φταίει μια αδύναμη ψυχή που δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί τόσα σπουδαία δώρα, όπως αυτό της ελευθερίας με το οποίο γεννιέται η δυστυχής αυτή ύπαρξη; 

[3] Αλτάι: περιοχή στα βάθη της Ασίας, στα σύνορα Ρωσίας, Κίνας, Καζαχστάν, Μογγολίας
[4] Η Ρωσική Ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1991 από την αποδόμηση της ΕΣΣΔ. Είναι η επίσημη διπλωματική ονομασία της Ρωσίας και αποτελείται από 83 (ημι)αυτόνομα κρατίδια,  περιοχές και κράτη.