Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

«ΜΙΣΤΙΚΟ» Κ. Τρικουνάκης Εκδ. Κλειδάριθμος, Αθήνα, 2017



Ευχάριστη έκπληξη προκάλεσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Μίστικο» του νεοεμφανιζόμενου συγγραφέα Κωνσταντίνου Τρικουνάκη με θέμα την Κρήτη, όταν αυτή είχε μετατραπεί σε Αραβικό Εμιράτο από τους Σαρακηνούς πειρατές για 137 χρόνια (824-961μ.Χ), μέχρι που τους εκδίωξε από το νησί ο Νικηφόρος Φωκάς. Ο συγγραφέας, Κρητικός στην καταγωγή, φωτίζει αυτή τη σχεδόν άγνωστη, μακρινή και ξεχασμένη περίοδο της ιδιαίτερης πατρίδας του, για την οποία οι πηγές είναι φειδωλές και τα διασωθέντα μνημεία ελάχιστα. Εστιάζοντας στην ιστορική περίοδο 824-837 μ.Χ και διαπλέκοντας τα λιγοστά αλλά σημαντικά ιστορικά  στοιχεία της εποχής με έναν ευρηματικό μύθο, πλάθει ολοζώντανους χαρακτήρες και κατορθώνει χρησιμοποιώντας μια πλούσια γλώσσα να δώσει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα.
Πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον τρόπο κατάληψης της Ανατολικής Κρήτης από τους Σαρακηνούς Άραβες το 824 μΧ. και τέσσαρα χρόνια αργότερα και της Δυτικής μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Βυζαντινού στρατηγού Κρατερού να διώξει τους Σαρακηνούς. Οι Σαρακηνοί ερχόμενοι στο νησί  κατέστρεψαν πρώτα την αρχαία πόλη της Γόρτυνας που ήταν και η πρωτεύουσα Κρήτης και Κυρηναϊκής (Β. Αφρικής) από τον καιρό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Σαρακηνοί τώρα κτίζουν νέα πόλη παραθαλάσσια, μερικά χιλιόμετρα βορειότερα, για να την έχουν ως ορμητήριο για τις πειρατικές επιδρομές τους στη Μεσόγειο. Την οχυρώνουν με Κάστρο και ανοίγουν περιμετρικά μεγάλο Χαντάκι γεμάτο νερό για να ενισχύσουν την άμυνα της. Απ’ το Χαντάκι αυτό η  νέα  πόλη ονομάστηκε  Αλ-Καντάκ, ελληνιστί Χάνδακας, που στα νεώτερα χρόνια μετονομάστηκε σε  Ηράκλειο.

Ο συγγραφέας περιγράφει το σχέδιο του αρχηγού των Σαρακηνών του Αμπού Άφες - που ονομάζεται Απόχαψης από τους Βυζαντινούς ιστορικούς- με το οποίο κατόρθωσε να εγκαθιδρυθεί οριστικά στο νησί. Δεν δίστασε να κάψει μέρος του στόλου του ρίχνοντας τις ευθύνες στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού για να εξοντώσει  την ηγεσία της χριστιανικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια καταστρέφει ολοσχερώς την παλιά πρωτεύουσα Γόρτυνα και ό,τι την θύμιζε. Από την αρχαία Γόρτυνα όμως χάρη στις αρχαιολογικές ανασκαφές διασώζονται σήμερα μέρη του ρωμαϊκού πραιτόριου και θεάτρου της, υπολείμματα των ναών Απόλλωνα, Ίσιδας, Αγίου Τίτου και μέρος του αρχαίου τοίχου πάνω στον οποίο ήταν γραμμένοι οι πρώτοι γραπτοί νόμοι του ανθρώπου! Σε αυτήν την πόλη που η ιστορία της χάνεται στα μινωϊκά χρόνια, βρίσκεται και ο ιερός Πλάτανος  που σύμφωνα με το μύθο έσμιξε ερωτικά ο Δίας με την Ευρώπη, όταν σταμάτησε εκεί μετά την αρπαγή της από τη Φοινίκη, κι από τότε ο πλάτανος αυτός είναι ο μοναδικός που δεν ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα! Από το σμίξιμο αυτό γεννήθηκαν ο Μίνωας, ο Σαρπηδόνας και ο Ραδάμανθης.
Την κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς πλαισιώνουν τα ευρύτερα ιστορικά γεγονότα της εποχής, που εκτυλίσσονταν παράλληλα τόσο στο Βυζάντιο όσο και στα αραβικά Χαλιφάτα, και τα οποία συνετέλεσαν στην κατάκτηση της νήσου. Μεγάλες εσωτερικές έριδες ταλάνιζαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία καθιστώντας αδύναμη την άμυνα της. Πρώτον η Επανάσταση του Θωμά του Σλάβου κατά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β! ή Τραυλού, που πολιόρκησε την Κων/λη για δυο χρόνια (821-823 μ.Χ) και δεύτερον η Εικονομαχία (717-843μ.Χ) που είχε διχάσει τους Βυζαντινούς σε εικονομάχους και εικονολάτρες για πάνω από 100 χρόνια. Εσωτερικές έριδες ταλανίζουν όμως και τα αραβικά Χαλιφάτα -που έχουν ιδρυθεί μέσα σε 200 χρόνια από την εμφάνιση του προφήτη Μωάμεθ- και έχουν εξαπλωθεί από την Ινδία μέχρι τη Β. Αφρική και την Ισπανία, επειδή κάποιοι ισχυροί φύλαρχοι διεκδικούσαν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Ένας απ’ αυτούς είναι κι ο Αμπού Άφες, αρχηγός των Σαρακηνών, που εκδιώχτηκε από το χαλίφη της Κόρντοβας της Ισπανίας κι αφού πέρασε κι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, εκδιωχθείς κι από εκεί, κατέληξε στην Κρήτη, που τον εντυπωσίασε τόσο η γεωγραφική της θέση όσο κι ο πλούτος της, που έρρεε «μέλι και γάλα». Μια περιοχή όμως της Ν. Κρήτης τα Σφακιά, ορεινή και δυσπρόσιτη που ξανοίγεται στο Λιβυκό πέλαγος και κατοικείται από άντρες ανυπότακτους στο φρόνημα, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι Σαρακηνοί. Γράφει ο συγγραφέας «εκτός από την αντρειοσύνη που σας κάνει διαφορετικούς, ποιος να πολεμήσει να σας πάρει τα χαράκια και τις ρεματιές, απ’ όπου μόνο εσείς και οι αίγες σας μπορείτε να ζήσετε;»

Πάνω σ’ αυτά τα ιστορικά γεγονότα ο συγγραφέας πλέκει το δικό του μύθο με κεντρικούς ήρωες δυο αδέλφια από τη Γόρτυνα, την Άρτεμη και τον Λέοντα, και το δευτερότοκο γιο του Σαρακηνού εμίρη τον Αζίζ, που οι ζωές τους έσμιξαν αλλά και συγκρούστηκαν προσφέροντας μέσα από έναν ανεπάντεχο επίλογο μεγάλη δραματικότητα στο έργο!
Ο συγγραφέας παρουσιάζοντας λοιπόν τη ζωή των Σαρακηνών αφηγείται αρκετά για την πόλη που ανοικοδόμησαν, για τα γυναικόπαιδα τους που τα έφεραν από την Αλεξάνδρεια που είχαν παραμείνει εκεί μέχρι αυτοί να εγκατασταθούν οριστικά στο νησί και  για τις τελετές «ψυχαγωγίας» τους. Δεν μπορώ να μην αναφέρω μία βάρβαρη, φρικιαστική τελετή που λάμβανε χώρα μέσα σε μια αρένα παρουσία πλήθους θεατών, όπου δυο Σαρακηνοί στρατιώτες με σπαθιά διαγωνίζονταν ποιος απ’ τους δυο θα επιφέρει το πιο καίριο χτύπημα σε αιχμαλώτους που έτρεχαν αλλόφρονες για να γλιτώσουν μέσα στην αρένα! Ο ακαριαίος αποκεφαλισμός με το σπαθί έπαιρνε άριστα, οι ακρωτηριασμοί και τα τυφλά χτυπήματα βαθμολογούνταν λιγότερο!  Ο tempora, o mores!
Το πειρατικό κράτος των Σαρακηνών ζούσε και πλούταινε από την πειρατεία. Το Αιγαίο με τα πολλά και μικρά νησιά του πρόσφερε συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη της πειρατείας. Ήταν ο κατάλληλος τόπος με τους μικρούς κι αθέατους όρμους, τις θαλάσσιες σπηλιές, τα στενά περάσματα, τις συχνές διελεύσεις πλοίων που μετέφεραν προϊόντα, για να κρύβονται οι πειρατές και να αιφνιδιάζουν τα διερχόμενα καράβια. Σκηνές σύγκρουσης πειρατικών με εμπορικά πλοία, με εφόδους από το ένα πλοίο στο άλλο, μάχες σώμα με σώμα, εικόνες φρίκης σκοτωμένων που το αίμα τους κυλά πάνω στα καταστρώματα! Κι ο νικητής λαφυραγωγεί το πλοίο με ό,τι κουβαλά από υλικά αντικείμενα, πρώτες ύλες, τρόφιμα, μέχρι τους αιχμαλώτους ναύτες και επιβάτες του για να τους πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής  ή να ανταλλάξει τους πιο πλούσιους με λύτρα που πλήρωναν οι οικογένειες τους! Οι Σαρακηνοί δεν περίμεναν όμως να επιτεθούν μόνο σε πλοία που βρίσκονταν εν πλώ αλλά επέδραμαν ακόμα μέσα σε λιμάνια πάνω σε αγκυροβολημένα και φορτωμένα καράβια έτοιμα για απόπλου –είχαν τους κατασκόπους τους, με το αζημίωτο φυσικά- και στις αποθήκες του λιμανιού. Δεν έλειψαν και οι επιδρομές σε παραλίες αρπάζοντας ανθρώπους για σκλάβους και οι κατακτήσεις των Κυθήρων και της Μήλου πρόσθεσαν νέα ορμητήρια στους Σαρακηνούς για τις επιδρομές τους.
Ο συγγραφέας εντυπωσιάζει τον αναγνώστη με το πλήθος των λεπτομερειών που προσφέρει για τη ναυπηγική τέχνη και τη ναυσιπλοία, αφού πειρατικά καράβια κι εμπορικά «πρωταγωνιστούν» κι αυτά μέσα στο έργο. Τα Σφακιά λόγω των πλούσιων δασών τους και της γειτνίασης τους με το Λιβυκό πέλαγος προσφέρονταν ως τόπος δημιουργίας ναυπηγείου. Τα κυπαρίσσια και οι κέδροι τους πρόσφεραν ξυλεία κατάλληλη για τη ναυπήγηση πλοίων, η οποία μεταφερόταν από τα ορεινά κάτω στην παραλία μέσω των χειμάρων, όταν τα νερά τους δεν ήταν ορμητικά στις αρχές της άνοιξης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας μια πλούσια γλώσσα με όρους της ναυπηγικής και πλήθος συνωνύμων τους μας δίνει όλα τα στάδια κατασκευής ενός πλοίου από το αμπάρι και τη στεγανοποίηση του με πίσσα ή κατράμι για να είναι αδιάβροχο μέχρι τον αριθμό και τρόπο ανύψωσης των υψηλών ιστών του (κατάρτια) και των ιστίων τους (πανιών) μαζί με τη λειτουργικότητα καθενός από αυτά. Χαμηλά στο αμπάρι οι αποθήκες και λίγο πιο πάνω οι πάγκοι για τους κωπηλάτες και τα ανοίγματα στα πλαϊνά για να βγαίνουν τα κουπιά στη θάλασσα, τα οποία δεν χρειάζονταν όμως, όταν έπνεε ούριος άνεμος. Μέσα από πολλές εικόνες μας δείχνει με ποιούς τρόπους οι ναύτες εκμεταλλεύονταν τη δύναμη του ανέμου με τα πανιά των καραβιών που κατασκευάζονταν από ανθεκτικό υλικό, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα (τετράγωνα, τρίγωνα, τραπεζοειδή), και τα οποία τοποθετώντας τα στην κατάλληλη θέση τα άνοιγαν όλα ή μερικά εξ αυτών ανάλογα το είδος του ανέμου που φυσούσε κάθε φορά. Ο ούριος άνεμος αναλάμβανε τότε τον πλού του καραβιού, αφού τα φουσκωμένα πανιά  ελάφρυναν το βάρος του καραβιού σαν να το σήκωναν λίγο ψηλότερα κάνοντας έτσι τη πλεύση πιο εύκολη και γρήγορη!
Ο ρόλος του καπετάνιου ήταν σημαντικότατος για την πλοήγηση αλλά και τη διοίκηση του πλοίου. Οι ναυτικές του γνώσεις για το είδος του καραβιού που οδηγούσε και τις δυνατότητες του, για τις αλλαγές του καιρού και των ανέμων, για τους στεριανούς σταθμούς που βρίσκονταν κάθε φορά κοντά του, για το γεωγραφικό στίγμα του καραβιού και τον προσανατολισμό του εξετάζοντας το στερέωμα σε μια εποχή που ένα πρωτόγονο είδος πυξίδας μόλις άρχιζε να κάνει δειλά την  εμφάνιση του στους Άραβες,    όλα αυτά καθώς και η επιλογή έμπειρων και συνεργάσιμων πληρωμάτων και λοστρόμου καθιστούσαν τον καλό καπετάνιο αναντικατάστατο. Μ’ έναν τέτοιο καπετάνιο είχε την τύχη να συνεργαστεί ο Λέοντας από τη Γόρτυνα, ο αδελφός της Άρτεμης, όταν κατέφυγε στα Σφακιά, βαφτίστηκε χριστιανός, άλλαξε όνομα σε Γεώργιος, απέκτησε οικογένεια κι έγινε καραβοκύρης ταξιδεύοντας με το καράβι του το «Μίστικο» και τα άλλα που απέκτησε στη συνέχεια εμπορευόμενος και πλουταίνοντας.
Ο συγγραφέας τώρα μας μεταφέρει στην απέναντι πλευρά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στα λιμάνια της Πόλης και της Θεσσαλονίκης, στις πολύβουες αγορές τους, στα αυτοκρατορικά εργαστήρια κατασκευής πορφυρών υφασμάτων, στα οποία κάποιοι αξιωματούχοι έκαναν λαθρεμπόριο αλλά και στα δώματα των ανακτόρων του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου και της εικονολάτρισσας συζύγου του Θεοδώρας και στη διαμάχη που υπόβοσκε μεταξύ τους. Συγχρόνως παρουσιάζει την πνευματική κίνηση της εποχής στο Βυζάντιο με το Λέοντα το Φιλόσοφο και τους Γνωστικούς αλλά και στον αραβικό κόσμο, όπως στη Βαγδάτη του Αλ Μαμούν (813-833) που αγαπούσαν τα Μαθηματικά, την Αρχιτεκτονική την Ποίηση και θαύμαζαν απεριόριστα το Λέοντα το Φιλόσοφο.

Μέσα λοιπόν σε αυτές τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, μοιραία κάποια στιγμή τα πειρατικά πλοία των Σαρακηνών ήλθαν αντιμέτωπα με τα εμπορικά του Λέοντα-Γεωργίου και ο Αζίζ, άνδρας της Άρτεμης τώρα, ήλθε αντιμέτωπος με τον αδελφό της τον Λέοντα-Γεώργιο... κι ο μύθος εξελίσσεται με πολλές εκπλήξεις. Το θέμα της θρησκείας απασχολεί το συγγραφέα και το επαναφέρει συχνά μέσα στο έργο. Οι μουσουλμάνοι Σαρακηνοί αντιμέτωποι με τους χριστιανούς Κρητικούς και στη μέση οι εναπομείναντες κάτοικοι της Γόρτυνας πιστοί ακόμα στο αρχαίο Δωδεκάθεο, αντιμέτωποι ακόμα και οι εικονομάχοι με τους εικονολάτρες. Δεν γνωρίζω κατά πόσο ευσταθεί ιστορικά η επιβίωση της αρχαίας θρησκείας  κατά τον 9ο αιώνα στην Κρήτη αλλά η ύπαρξη αρχαίων μύθων σχετικών με το Δία εκεί και αρχαιολογικών ευρημάτων ναών κάνουν δυνατή μια τέτοια εκδοχή. Κι αυτό ίσως θέλησε να δείξει ο συγγραφέας παρουσιάζοντας μας και τη σπηλιά που επισκέπτεται η Άρτεμη που θυμίζει το Δικταίο Άντρον.
Όπως και να έχει το θέμα όμως, η ύπαρξη διαφορετικών θρησκειών δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να διακωμωδήσει το παράλογο της πίστης σε τόσους διαφορετικούς θεούς, να στιγματίσει ρατσιστικές αντιλήψεις, να προβληματιστεί για την αντίληψη του θείου και τους τρόπους λατρείας του. Επίσης αναγνωρίζει το ρόλο της θρησκείας μαζί και της γλώσσας ως διακριτικό γνώρισμα της ταυτότητας των λαών σε μια εποχή που δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα οι εθνικές συνειδήσεις, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα.  Γι αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το επίθετο Ρωμαίοι όπως ονομάζονταν τότε οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού η λέξη Βυζαντινοί επινοήθηκε πολύ αργότερα κατά τον 19ο αιώνα από τους μελετητές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκ παραλλήλου χρησιμοποιεί και το επίθετο Κρητικοί για τους Έλληνες κατοίκους της Κρήτης δείχνοντας ότι είχαν από τότε συνείδηση της τοπικής τους ταυτότητας.
Η Κρήτη, η ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα είναι διαρκώς παρούσα μέσα στο μυθιστόρημα, όταν περιγράφεται το γεωγραφικό ανάγλυφο περιοχών της, (από τον παραλιακό Χάνδακα στη πεδινή Γόρτυνα κι από εκεί στα Αστερούσια όρη και ως τα Σφακιά κι ως τη Κυδωνία /Χανιά). Διαβάζουμε «οι διαδρομές στα νότια του νησιού ήταν μέσα από βουνά και φαράγγια. Άγρια σαν τους ανθρώπους που τα διάβαιναν, η τροφή ανύπαρκτη καθώς και η σπανιότητα του νερού, ώστε πολλοί που δεν είχαν υπολογίσει σωστά τη διάρκεια της διαδρομής να αφήνουν τα κόκκαλα τους στις ορεινές ερημιές»! Ακόμα παρουσιάζεται η ιδιαίτερη χλωρίδα του νησιού, όπου ξεχωρίζουν «ο κρητικός κυπάρισσος που πρεμνοβλασταίνει πάλι κι έτσι επιβιώνει, έστω και με λιγότερη μεγαλοπρέπεια» και ο κέδρος από τον οποίο παίρνουν και το κεδρόλαδο. Επίσης αξιοπρόσεκτες είναι οι λυρικές περιγραφές του δυνατού νοτιά που έρχεται από την Αφρική διασχίζοντας το Λιβυκό πέλαγος. Γράφει χαρακτηριστικά «Εκείνος ο νοτιάς που, περνώντας το πέλαγος και χαϊδεύοντας το νερό το ξεγελούσε, το πλάνευε και το έπαιρνε μαζί του στην καυτή αγκαλιά του. Μαζί τα δυο στοιχεία έκρυβαν τον ήλιο κι έφταναν στο νησί [...] και δοκίμαζαν την αντοχή των δένδρων [...]ανακάτευαν και μάραιναν τις φυλλωσιές με την υγρή τους φλόγα. Χτυπούσαν τα παραθυρόφυλλα που οι άνθρωποι πάσχιζαν να σταθεροποιήσουν με κοτρόνες στα περβάζια μέχρι που κατάφερναν να κουνήσουν και τις πλάκες που σκέπαζαν κανέναν οντά». Ένας λυρισμός που εκφράζεται μέσα από πολλές εικόνες οπτικές, κινητικές αλλά και προσωποποιήσεις, μεταφορές που μεταφέρουν τον αναγνώστη νοερά εκεί που φυσά ο νοτιάς με «τη καυτή και υγρή πνοή του [...]καθώς ερχόταν από την ακτή, δεν έκανε κύματα αλλά ρυτίδωνε το νερό και σήκωνε ολόκληρες σταγόνες δημιουργώντας ένα υδάτινο πέπλο»! 
Η Κρήτη συνεχίζει να είναι παρούσα, όταν παρουσιάζονται ήθη κι έθιμα πχ τελετές γάμων, η ζωή των κτηνοτρόφων,  αρχαιολογικά μνημεία και τόποι, μεγάλοι σεσμοί που έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων, χρήση λεξιλογίου από τη κρητική διάλεκτο και θρύλοι που παραμένουν ζωντανοί και τους διηγούνται ακόμα στα παιδιά τους, όπως αυτός των γενναίων Νυχτοπολεμιστών από τα ηρωϊκά Σφακιά που δεν υποτάχθηκαν στους Σαρακηνούς. Οι Νυχτοπολεμιστές ήταν μια ομάδα 300 περίπου Σφακιανών μαυροντυμένων κι ελαφρά οπλισμένων με σπαθιά και μαχαίρια, οι οποίοι αφού είχαν διανύσει πεζή μέσα σε μια νύχτα αποστάσεις πολλών ωρών έφθαναν στους καταυλισμούς του εχθρού και τους ξάφνιαζαν! Χωρισμένοι σε μικρότερες ομάδες επιτίθενταν πρώτα στους φρουρούς εξοντώνοντας τους και μετά εισέβαλλαν στις σκηνές των αξιωματικών επιφέροντας τους καίρια χτυπήματα, πριν προλάβουν αυτοί να αντιδράσουν! Το πρωϊ μετά από πεζοπορεία πολλών ωρών είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και στην καθημερινότητα τους σαν να μην έχει συμβεί τίποτα!
Αδύνατα σημεία στο μυθιστόρημα «Μίστικο», κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχέσεις και συμπεριφορές των ανδρογύνων της εποχής εκείνης, οι οποίες θυμίζουν σημερινές σχέσεις και τις οποίες βρίσκω πολύ δημοκρατικές και εμπνεόμενες από την ισότητα, κάτι που δεν συμβαδίζει με τα ήθη της εποχής. Ακόμα η μορφή του εξευγενισμένου πρίγκηπα Αζίζ που αποδίδει σε έναν Σαρακηνό, κόντρα στα στερεότυπα, προβληματίζει τον αναγνώστη με κάποιες υπερβολές της συμπεριφοράς του, αλλά μάλλον ο συγγραφέας θέλησε με τη μορφή αυτή να καταπολεμήσει τα στερεότυπα αυτά δείχνοντας ότι και από την πλευρά του εχθρού υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε αξίες ανώτερες.
Τελικά ο συγγραφέας Κ. Τρικουνάκης μας χάρισε ένα ωραίο μυθιστόρημα ζωντανεύοντας μια σχεδόν άγνωστη περίοδο της ιστορίας της Κρήτης, όταν είχε μετατραπεί σε αραβικό Εμιράτο, κάτι σαν πριγκιπάτο. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο δεν προβάλλεται ο φανατισμός –παρόλο που παρουσιάζονται αγριότητες της εποχής- αλλά ο άνθρωπος και η ανάγκη του να επιβιώνει χωρίς να χάνονται πάντα οι αξίες της γενναιότητας, της αδελφοσύνης, της οικογένειας, της φιλίας. Και ποιο είναι το «Μίστικο»; Το «Μίστικο» είναι το όνομα του πρώτου καραβιού του Κρητικού Λέοντα-Γεωργίου, που από λάθος γράφτηκε έτσι αντί «Μυστικό», και συμβολίζει τη ζωή του καθενός μας που ταξιδεύει μέσα σε θάλασσες ήρεμες και φουρτουνιασμένες, που πιάνει λιμάνια φιλικά κι εχθρικά, και που έχει ανάγκη καπεταναίους ικανούς να την κουμαντάρουν για να μην καταποντιστεί στα βαθιά. Το κουμαντάρισμα όμως της ζωής είναι κι αυτό ένα μυστικό, το  Μίστικο που δεν το ανακαλύπτει κανείς εύκολα αλλά τα άτομα εκείνα που βρίσκουν εκείνες τις λεπτές ισορροπίες στη ζωή τους που τους ορίζουν οι συνθήκες ζωής τους, οι γνώσεις τους για τον κόσμο γύρω τους,  ο χαρακτήρας τους κι η τύχη ίσως ακόμα!
                                                                                    Σούλη Αγγελική
                                                                                       Φιλόλογος
                                                                              Αθήνα, 20 Μαϊου 2017 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου