Ο Ισίδωρος Ζουργός στο έβδομο
μυθιστόρημα του «Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο» θέλησε να ξανοιχτεί
πέρα από τα σύνορα των προηγούμενων έργων του που είχαν θέματα από την
Ελλάδα του σήμερα και του χτες και να πλάσει ένα μυθιστόρημα που να αγκαλιάζει
όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτισμικά.
Αφορμή για το θέμα του αυτό -όπως συμπεραίνω κι από συνέντευξη του στην
εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11 Μαίου 2014- πρέπει να στάθηκε η ανησυχία του για
την Ευρώπη του σήμερα, που έφερε η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα και
την Ευρωζώνη. Έτσι θέλησε να μας θυμίσει πολλά για την ιστορία αυτής της
ηπείρου και τους στόχους που έθεσε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όταν άρχισε να
μορφοποιείται μετά την Αναγέννηση και πριν τον Διαφωτισμό που τον δόξασε. Κατά
τη γνώμη μου, επέλεξε τον 17ο αιώνα, μια εποχή σχετικά άγνωστη στο
σημερινό αναγνώστη, που τη σκιάζει ο επόμενος αιώνας του Διαφωτισμού με το
δυνατό του φως. Μια εποχή όμως εξίσου σπουδαία με έντονα τα σημάδια της νέας
ιστορικής φάσης, αυτής των νεώτερων χρόνων με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που
είχε ήδη μπει η Δυτική Ευρώπη με την εξέλιξη του διεθνούς εμπορίου, της ανάπτυξης των θεσμών των τραπεζών και του
χρηματιστηρίων, της εξέλιξης των επιστημών
και της πίστης στον ορθολογισμό και στον άνθρωπο, τη στιγμή που προσπαθούσε να
αφήσει πίσω τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και του δεσποτισμού της θεολογικής σκέψης.
Στα όρια αυτού του κόσμου σαν αντίστιξη,
κινείται ο παλιός κόσμος της Ευρώπης, όπου στα Βαλκάνια και στην
Κωνσταντινούπολη κυριαρχεί η Οθωμανική αυτοκρατορία και ένας άλλος κόσμος ακόμα που προσπαθεί να βρει την ταυτότητα του
μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, αυτός της αχανούς Ρωσίας κειμένης μεταξύ των δυο αυτών
ηπείρων.
Μια πανοραμική θέα της Ευρώπης λοιπόν στη
χαραυγή του πολιτισμού της που αποτέλεσε την πρωτοπορία του παγκόσμιου
πολιτισμού και που τώρα απειλείται ποικιλοτρόπως. Μια θέα που απλώνεται πάνω στο γεωγραφικό της ανάγλυφο, το τόσο ποικίλο κι όμορφο! Απλώνεται
ακόμα πάνω στις μεγάλες πόλεις της δυτικής Ευρώπης ως κέντρα πολιτισμού και σε
άλλες πόλεις στα όρια της Ευρώπης ως πολυπολιτισμικά κέντρα της εποχής.
Αγκαλιάζει επίσης τις πολιτισμικές αντιθέσεις της Ευρώπης ανάμεσα στη Δυτική κι
Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα στον ορθολογισμό και στο μυστικισμό τους.
Επεκτείνεται ακόμα στις διαφορές ανάμεσα στα
έθνη που την απαρτίζουν και στις τρεις μεγάλες θρησκείες,
του χριστιανισμού, του μουσουλμανισμού και του ιουδαϊσμού που συνυπήρχαν για
ένα διάστημα σε διάφορους τόπους της. Δεν ξεχνά
όμως να εστιάζει το φακό του πάντα στην Ελλάδα του 17ου αιώνα
και να επανέρχεται σ' αυτήν είτε περιγράφοντας μέρος της
τουρκοκρατούμενης ηπειρωτικής Ελλάδας είτε των βενετοκρατούμενων Επτανήσων.
Συνδετικός κρίκος όλων αυτών των
τόπων, λαών και συνηθειών είναι ο Ματίας Αλμοσίνο, Εβραίος στην καταγωγή που
στη συνέχεια υιοθετήθηκε από πλούσιο Έλληνα έμπορο κι εξελληνίστηκε μέσω της
παιδείας του. Μια χαρισματική προσωπικότητα, πολυταξιδεμένος ανά την Ευρώπη,
πολύγλωσσος, ένας στοχαστής γιατρός που αγαπούσε τη ζωή και τον άνθρωπο
προσφέροντας απλόχερα τις επιστημονικές του γνώσεις σε οποιονδήποτε ασθενή
ανεξάρτητα από καταγωγή, πλούτο, θρησκεία, εθνικότητα, ένας ανθρωπιστής
βάζοντας πάνω από όλα τον πάσχοντα άνθρωπο και τη θεραπεία σωμάτων και
ψυχών!
1η ενότητα σκηνών
από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο :
καταγωγή, βιώματα από τα παιδικά του
χρόνια:
Ομολογώ ότι με ξένισαν τα πρώτα
κεφάλαια του βιβλίου που εστιάζουν τους στη ζωή των Εβραίων και στις
παραδόσεις τους στην Ελβετία και στην Ολλανδία του 17ου αιώνα κι
αναρωτήθηκα γιατί η εμμονή αυτή. Πιστεύω ότι για το συγγραφέα ήταν ένα
προσφιλές θέμα λόγω της παρουσίας μεγάλης εβραϊκής κοινότητας στη γενέτειρα του
τη Θεσσαλονίκη μέχρι και το Β! παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγγραφέας έτσι μάλλον
έγινε αποδέκτης πολλών λεπτομερειών από
τη ζωή των ανθρώπων αυτών που άκουγε από το περιβάλλον του. Ακόμα δεν μπορούσε
να αγνοήσει τη διασπορά των Εβραίων στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, ούτε
το δράμα ενός λαού που βίωνε το ρατσισμό των άλλων εθνοτήτων. Γι αυτό φαντάζεται τους Εβραίους ήρωες του με συνειδησιακές κρίσεις σχετικά με την αποδοχή της ταυτότητας του, το
διχασμό τους ανάμεσα στο ρεαλισμό της απόκτησης του χρήματος και στο ιδεαλισμό
της πίστης στη θρησκεία του ως όπλα και τα δυο για την επιβίωση τους. Δεν είναι
τυχαίο λοιπόν που πλάθει το μύθο του με τους δίδυμους αδελφούς Ισαάκ και
Τομπίας Αλμοσίνο που ο μεν πρώτος ως πιο ρεαλιστής επιδίδεται σε τραπεζικές και
χρηματιστηριακές ασχολίες ενώ ο Τομπίας παραμένει φανατικά προσκολλημένος στις
παραδόσεις του λαού του περιμένοντας τον Μεσσία για να τους σώσει, εν έτει 1666
που άκουγε μάλιστα στο όνομα Σαμπετάι Σέβί! Συγκεκριμένα λοιπόν μηνύματα
επιβάλλουν το πλάσιμο του μύθου του αλλά το βασικότερο είναι η
προβολή της εμβληματικής μορφής του Ματίας Αλμοσίνο, η προσωπική διαδρομή του
οποίου διαμόρφωσε το νέο τύπο ανθρώπου που έφερνε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός,
αυτού του ανθρωπιστή, που στέκεται πάνω από εθνότητες και θρησκείες για να
μπορεί να πλησιάζει τον συνάνθρωπο του απ’ όπου κι αν προέρχεται κατακτώντας
έτσι την ουσία της ζωής!
Σκηνές από το βίο του Ματίας
Αλμοσίνο αλλά και σκηνές από την Ευρώπη του 17ου αιώνα παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα αυτό, διότι
κανένα μυθιστόρημα δεν μπορεί «να αναπαραστήσει τον ανθρώπινο βίο στην ολότητα
του», πόσο μάλλον μιας ηπείρου. Το ξετύλιγμα των σκηνών ξεκινά από τη Βασιλεία
της Ελβετίας, την πόλη στην οποία γεννήθηκε ο Ματίας, όπου κατοικούσε πλήθος
Εβραίων της διασποράς, των λεγόμενων μαράνων δηλαδή κρυπτοεβραίων
που δεν έκαναν στα αγόρια τους περιτομή και που αναγκάζονταν με χίλιες
προφυλάξεις να τελούν τα έθιμα τους και να ακολουθούν τις παραδόσεις τους. Την
πατρότητα του Ματίας την διεκδικούσαν
και οι δυο αδελφοί Αλμοσίνο, ο βιολογικός του πατέρας Ισαάκ και ο επίσημος λόγω
γάμου Τομπίας. Προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη ότι ο θρησκόληπτος Τομπίας
γνωρίζοντας ότι είναι στείρος «ώθησε» τον αδελφό του να κάνει παιδί με τη
γυναίκα του για να μη χαθεί η φυλή του Ισραήλ και αναρωτιέμαι αν αυτή η
νοοτροπία ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα των χρόνων εκείνων ή είναι
απλά ένα στοιχείο πλοκής του μύθου! Η διαφωνία των δυο αδελφών για τη
διαπαιδαγώγηση του Ματίας, μετά το θάνατο της μητέρας του, αναγκάζουν τον Ισαάκ να πάρει το γιο του Ματίας
και να φύγει από τη Βασιλεία. για να ξεφύγει από τα οραματικά σχέδια του
Τομπίας που ήθελε το παιδί να αφιερωθεί στη θρησκεία τους. Ο Ισαάκ άνθρωπος των
καιρών του διαβλέποντας τα χαρίσματα του 10χρονου γιού του ήθελε ο Ματίας να
σπουδάσει στις επιστήμες που πολλά νεοϊδρυθέντα πανεπιστήμια τότε δίδασκαν
υποσχόμενοι μεγάλες ελπίδες για το μέλλον του ανθρώπου.
Το οδοιπορικό της διάβασης των Άλπεων:
Μια σκηνή από το βίο του Ματίας
Αλμοσίνο κλείνει και μια άλλη ανοίγει.
Ο Ισαάκ αποφασίζει λοιπόν να εγκαταλείψει τη Βασιλεία της Ελβετίας. Στις αρχές της άνοιξης του 1657 αυτός και ι γιος του Ματίας μπαίνουν σε ένα καραβάνι Εβραίων εμπόρων που ταξίδευε με προορισμό τη Βενετία. Πολύ δύσκολα τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια, πόσο μάλλον να διασχίσεις τις πανύψηλες και γεμάτες γκρεμνούς Άλπεις που δεσπόζουν στο μέσον της Ευρώπης. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλες τις λεπτομέρειες γύρω από τα ταξίδια των καραβανιών και μας τα παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μας ολοζώντανα. Ξεκινούν την αρχή της Άνοιξης προτού αρχίσουν τα χιόνια να λιώνουν και τα ορμητικά νερά κατεβαίνουν από τα βουνά. Με λιγοστές άμαξες που τις σέρνουν μουλάρια, και σπανιότερα άλογα, εμπορεύονται ελαφρά κι ακριβά προϊόντα που μεταφέρονται εύκολα, όπως τα μπαχάρια, που αγοράζουν από τη Βενετιά και τα πουλούν στην Κεντρική Ευρώπη, εκεί που δεν φτάνουν τα πλοία. Οργανώνουν το γενικό πρόγραμμα του ταξιδιού, από πού θα περάσουν και πότε, παίρνοντας υπόψη τους πάντα τις καιρικές συνθήκες, συχνά ζητούν τη βοήθεια ντόπιων οδηγών από τους τόπους που περνούν, διανυκτερεύουν σε πανδοχεία και πολλές φορές στην ύπαιθρο, προσέχουν να μην πέσουν πάνω σε ληστές. Είναι ένα ταξίδι-οδοιπορικό μιας άλλης εποχής, τότε που τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα δεν υπήρχαν, αλλά που οι αργοί ρυθμοί, η άμεση επαφή με τη φύση, οι κίνδυνοι που παραμόνευαν πεζοπορώντας σε άγνωστα μέρη σε συνδυασμό με τη ομορφιά των τόπων και των διαφορετικών πολιτισμικών συνηθειών που αντίκριζαν γέμιζαν την ψυχή των ταξιδιωτών με συναισθήματα έντονα κι αξέχαστα! Έτσι κι ο μικρός Ματίας σαν σφουγγάρι ρουφούσε λόγια, λέξεις από διαφορετικές γλώσσες που άκουγε, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις… κι αφομοίωνε ποικίλα στοιχεία από παντού!
Ο Ισαάκ αποφασίζει λοιπόν να εγκαταλείψει τη Βασιλεία της Ελβετίας. Στις αρχές της άνοιξης του 1657 αυτός και ι γιος του Ματίας μπαίνουν σε ένα καραβάνι Εβραίων εμπόρων που ταξίδευε με προορισμό τη Βενετία. Πολύ δύσκολα τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια, πόσο μάλλον να διασχίσεις τις πανύψηλες και γεμάτες γκρεμνούς Άλπεις που δεσπόζουν στο μέσον της Ευρώπης. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλες τις λεπτομέρειες γύρω από τα ταξίδια των καραβανιών και μας τα παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μας ολοζώντανα. Ξεκινούν την αρχή της Άνοιξης προτού αρχίσουν τα χιόνια να λιώνουν και τα ορμητικά νερά κατεβαίνουν από τα βουνά. Με λιγοστές άμαξες που τις σέρνουν μουλάρια, και σπανιότερα άλογα, εμπορεύονται ελαφρά κι ακριβά προϊόντα που μεταφέρονται εύκολα, όπως τα μπαχάρια, που αγοράζουν από τη Βενετιά και τα πουλούν στην Κεντρική Ευρώπη, εκεί που δεν φτάνουν τα πλοία. Οργανώνουν το γενικό πρόγραμμα του ταξιδιού, από πού θα περάσουν και πότε, παίρνοντας υπόψη τους πάντα τις καιρικές συνθήκες, συχνά ζητούν τη βοήθεια ντόπιων οδηγών από τους τόπους που περνούν, διανυκτερεύουν σε πανδοχεία και πολλές φορές στην ύπαιθρο, προσέχουν να μην πέσουν πάνω σε ληστές. Είναι ένα ταξίδι-οδοιπορικό μιας άλλης εποχής, τότε που τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα δεν υπήρχαν, αλλά που οι αργοί ρυθμοί, η άμεση επαφή με τη φύση, οι κίνδυνοι που παραμόνευαν πεζοπορώντας σε άγνωστα μέρη σε συνδυασμό με τη ομορφιά των τόπων και των διαφορετικών πολιτισμικών συνηθειών που αντίκριζαν γέμιζαν την ψυχή των ταξιδιωτών με συναισθήματα έντονα κι αξέχαστα! Έτσι κι ο μικρός Ματίας σαν σφουγγάρι ρουφούσε λόγια, λέξεις από διαφορετικές γλώσσες που άκουγε, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις… κι αφομοίωνε ποικίλα στοιχεία από παντού!
Το οδοιπορικό της διέλευσης των
Άλπεων και ειδικά το πέρασμα του Αγίου Γκοτάρντο με τη γέφυρα του διαβόλου,
όπως τη λέγανε, κόβει την ανάσα του αναγνώστη και πιστεύω ότι είναι μια
απ’ τις καλύτερες σκηνές μέσα στο έργο! H Ελβετία τότε ήταν χωρισμένη σε καντόνια, τα οποία απαιτούσαν από τους
εμπόρους, που περνούσαν τα σύνορα κάθε καντονίου, άδεια εισόδου και παραμονής. Ήδη στο
κέντρο της Ελβετίας είχε αναπτυχθεί η πόλη της Λουκέρνης που η γεωγραφική της
θέση δίπλα στη μοναδική διάβαση από τις Βόρειες Άλπεις στις Νότιες, αυτή του
Γκοτάρντο, την έκαναν κέντρο των εμπόρων της εποχής! Ο Ματίας δεν είχε ξαναδεί
σκεπαστή γέφυρα, όπως αυτή η ξύλινη της Λουκέρνης ( Chapel Bridge) και έμεινε έκπληκτος
από τις ζωγραφιές που στόλιζαν τους τοίχους της κι εκεί έμαθε για την επιδημία
της πανούκλας που θέρισε χιλιάδες ανθρώπους και οι εναπομείναντες ζωγράφισαν το
χορό των νεκρών για να θυμούνται το κακό που τους βρήκε! Θεωρείται η παλαιότερη
ξύλινη σκεπαστή γέφυρα της Ευρώπης κτισμένη το1333 που στεγάζει μάλιστα και
ναό!
Πιο κάτω όμως τους περίμενε το τρομερό πέρασμα του Γκοτάρντο. «Το πάσο του Γκοτάρντο ήταν
άνεμος και ίλιγγος.[…] η δύσκολη ώρα είχε φτάσει. Το γεφύρι του διαβόλου ήταν
φτιαγμένο ολόκληρο από γρανιτένια πέτρα, κάτω του έχασκε το αφρισμένο στόμα του
ποταμού. Το βούισμα του σκέτη κραυγή που έβγαινε από τα μέσα του, έκανε
αντίλαλο στους γκρεμνούς, γινόταν άγρια οχλοβοή που έπεφτε στους κάθετους
βράχους και σκόρπιζε τους αφρούς του σ’ όλο το φαράγγι[…]όσο προχωρούσαν κι
ακροβατούσαν στο χάος, ο άνεμος και το βουητό των νερών δυνάμωναν. Οι φωνές
τους είχαν σκεπαστεί από απ’ τη βουή, μόνη τους πια επικοινωνία τα νοήματα.[…]
Όποιος ζαλίζεται να μην κοιτάει κάτω, φώναξε ο Γιοχάνες. Πώς μπορείς όμως να
είσαι πάνω στο μπαλκόνι του Θεού και να μη γυρνάς να τον κοιτάξεις; Ο Ματίας
εκείνες τις ώρες δεν έπαψε να αγναντεύει την απεραντοσύνη των Άλπεων. Ανέβαιναν
το βουνό των βουνών. Κάτω απλώνονταν χαμηλότερες κορυφές κολλημένες η μια στην
άλλη, σιαμαίες πάντα από τη γέννηση του κόσμου. Πέρα στην υποψία του ορίζοντα
κάμποι τυλιγμένοι σε γαλάζια ομίχλη. Πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονταν χιόνια,
θα έλιωναν το καλοκαίρι, αν το αποφάσιζε ο Θεός.» ένα μικρό δείγμα λυρικών
περιγραφών της άγριας φύσης του περάσματος του Σαν Γκοτάρντο από τη γραφίδα του
συγγραφέα. Για ευνόητους λόγους δεν στέκομαι στα συναισθήματα αγωνίας, τρόμου,
θαυμασμού, και τέλος ανακούφισης των
ταξιδευτών και παραλείπω λεπτομέρειες από την πλοκή του μύθου με τις οποίες ο
ευφάνταστος συγγραφέας έκανε πιο αγωνιώδες το πέρασμα του Γκοτάρντο!
«Ο Ματίας μεγάλωνε με τον τρόπο
της ανάβασης (στο βουνό) του Γκοτάρντο. Η κάθε μέρα ήταν πιο ανηφορική απ’ την
προηγούμενη και πάντοτε κρύα σαν λάμα μαχαιριού» έτσι ο συγγραφέας και
συγχρόνως με ένα παράξενο όνειρο του Ματίας με τη νεκρή μητέρα του,
προοικονομεί την ευλογιά που κόλλησε ο μικρός στο πανδοχείο που έμειναν μετά το
πέρασμα του Γκοτάρντο. Η ευλογιά, η καταραμένη ασθένεια της εποχής, που
ελάχιστοι κατάφερναν να γλιτώσουν απ’ αυτή μένοντας σημαδεμένοι στο πρόσωπο για
πάντα από τα ξεθυμασμένα έμπυα σπυράκια της. Ένας απ’ αυτούς που γλίτωσε ήταν
και ο μικρός Ματίας. Σημαδεμένος λοιπόν από τη χάρη του Θεού το παιδί αυτό,
διότι τέτοιο συμβολικό νόημα θέλει να στείλει ο συγγραφέας κατά τη γνώμη μου. Το
οδοιπορικό συνεχίζεται με τις ατέλειωτες κατηφόρες τώρα των Άλπεων μέχρι που
φθάνουν στο μεγάλο κάμπο της Λομβαρδίας. Το τοπίο αλλάζει, η βλάστηση κι η φύση
βρίσκονται στην καλύτερη εποχή τους. Άνοιξη, primavera για τους Ιταλούς, «μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην
ομορφιά και χάρη» και με «ένα φως αλλιώτικο που σκηνοθετούσε τον καινούργιο
κόσμο» ο μεσογειακός πια ήλιος που ανέτειλε τώρα παντού.
Στην ξακουστή Βενετιά:
Επιτέλους φθάνουν στην ξακουστή
πόλη-λιμάνι της Βενετιάς. «Εμπόριο και ναυτιλία ήταν τα δυο χρυσά χερούλια που
κουβαλούσαν το σεντούκι της Σερενίσιμα μέσα στους αιώνες». Τα καράβια που
έρχονταν από το Βορρά, το Άμστερνταμ και τη Φλάνδρα κουβαλούσαν ξυλεία, γούνες
αλεπούς κλπ. Τα καράβια που έρχονταν από την Ανατολή κουβαλούσαν λινάρι,
βαμβάκι, σταφίδα, μπαχαρικά και αιχμαλώτους που πουλούσαν για υπηρέτες. Εκεί
γινόταν η μεγάλη ανταλλαγή των προϊόντων που χάριζε τα πλούτη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας για να
κτίζουν τα εντυπωσιακά παλάτσα τους με τα αψιδωτά παράθυρα κατά μήκος των
καναλιών της! Ο συγγραφέας μέσα από πολλές εικόνες ζωντανεύει μπροστά στα μάτια
μας πολλές όψεις, ακόμα κι αντιθετικές της Βενετίας. Η Βενετία του πλούτου, η
Βενετία της διαφθοράς, των πορνών και των μαχαιροβγαλτών, η Βενετία της
μουσικής και των τραγουδιών, η Βενετία
που ζέχνουν πολλά κανάλια της από τα σάπια φρούτα, τα ψόφια ποντίκια που
επιπλέουν στις γωνιές τους, η Βενετία των πλεούμενων της από τις γόνδολες μέχρι
τις κωπήλατες γαλέρες, και την εξέλιξη τους στις γαλεάτσες με κατάστρωμα τώρα
που κινούνταν και με κουπιά και με πανιά, η Βενετία του φημισμένου καζίνου της
του Ριτόντου, η Βενετία της μάσκας, η Βενετία της ακμάζουσας ελληνικής
παροικίας και η Βενετία του Γκέτο Βέκιο δηλαδή της συνοικίας των Εβραίων, όπου
εκεί έβρισκαν καταφύγιο οι Εβραίοι που εμπορεύονταν στη Μεσόγειο.
Οι Κάτω χώρες και η συμβολή
τους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό:
Τη θαλασσοκράτειρα για 4 αιώνες
Βενετία είχαν αρχίσει ήδη να την ανταγωνίζονται κι άλλες πόλεις που εν τω
μεταξύ αναπτύσσονταν τώρα στην Ευρώπη, στην Ολλανδία και στη Φλάνδρα κυρίως και
οι οποίες είχαν δημιουργήσει ένα νέο κέντρο εμπορίου στη Βαλτική πια
θάλασσα Ήδη κατά τον 17ο
αιώνα επτά μεγάλες πόλεις των Κάτω Χωρών είχαν
δημιουργήσει μια αυτόνομη και δημοκρατική ομοσπονδία κρατών τη λεγόμενη
Ενωμένες Επαρχίες, η οποία με τον εμπορικό της στόλο, τον μεγαλύτερο της
εποχής, όργωνε τους ωκεανούς, που είχαν ανακαλυφθεί 200 χρόνια πριν. Από τις μακρινές τους αποικίες μέσω της
Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, που είχαν συστήσει, εμπορεύονταν πλήθος προϊόντων.
Ο πλούτος τους συμβάδιζε με την ανάπτυξη των Επιστημών,των Τεχνών και των
Γραμμάτων. «είμαστε ένα έθνος εμπόρων» συνήθιζαν να λένε και στο Χρηματιστήριο
του Άμστερνταμ παιζόταν ένα νέο είδος εμπορίου, αυτό του χρήματος και των
μετοχών. Πουλούσαν κι αγόραζαν εμπορεύματα-προϊόντα που δεν τα έβλεπαν, και που
η κατάλληλη πληροφορία για τις τιμές των προϊόντων αυτών - οι οποίες δεν ήταν σταθερές αλλά ανεβοκατέβαιναν - πουλιόταν κι αυτή στον χρηματιστή-έμπορο που ενδιαφερόταν να πουλήσει ή να
αγοράσει το προϊόν. Ολόκληρες περιουσίες κερδίζονταν ή χάνονταν μέσα σε λίγες
ώρες! «Οι χρηματιστές του Άμστερνταμ πάντα ντυμένοι στα μαύρα σαν τους λύκους
της νύχτας. Η άσπρη δαντέλα στο λαιμό τους θύμιζε τα σάλια τους, όταν άφριζαν
την ώρα που κάποιες τιμές (προϊόντων) απρόσμενα γκρεμίζονταν». Έτσι αποτύπωσαν
την εικόνα των χρηματιστών οι χρωστήρες των Ολλανδών ζωγράφων τότε αλλά και η
πένα του συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού!
Εκεί στο Άμστερνταμ λοιπόν είχε δούλεψε ο Εβραίος Ισαάκ Αλμοσίνο κι είχε μάθει άριστα τον κόσμο των χρεογράφων, της
ισοτιμίας κι ανταλλαγής των νομισμάτων και του χρυσού. Εκεί έμαθε και το νέο πνεύμα που έφερνε μαζί
του ο καινούργιος κόσμος που γεννιόταν υποσχόμενος ένα καλύτερο μέλλον για την
ανθρωπότητα, πνεύμα που μετέδωσε και στον μικρό Ματίας, φέρνοντας του ως πρώτο
δώρο την Ανατομία του ανθρωπίνου σώματος του Βεζάλ, ένα εικονογραφημένο βιβλίο
που ο μικρός δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Η Ολλανδία δεν πλούταινε μόνο υλικά αλλά και πνευματικά. Η αστική της
τάξη ψαγαπούσε και χαιρόταν τη ζωή. Ήταν η εποχή της
ολλανδικής ζωγραφικής με τους Ρέμπραντ, Βερμέερ…, που ξεφεύγοντας από τα θρησκευτικά
και μυθολογικά θέματα απεικόνιζαν πια κοσμικά θέματα και φυσικά τοπία! Ήταν
επίσης η εποχή της γέννησης του σύγχρονου δικαίου με τον Γκρότιους, της
ανάπτυξης της ανατομίας από το γιατρό Βεζάλ και της χειρουργικής από το γιατρό Τουλπ, ακόμα της
φιλοσοφίας του Σπινόζα, της αστρονομίας του Χόυχενς και γενικότερα των
πανεπιστημίων του Λέϊντεν και της Ουτρέχτης. «Κάτι
καινούργιο είχε γεννηθεί στη χώρα αυτή» που εκφράστηκε και πολιτικά με την
εγκαθίδρυση της πρώτης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στην Ευρώπη με την
κυβέρνηση του Γιαν ντε Βιτ συνεπικουρούμενου από τον αδελφό του Κορνέλιους, η
οποία διήρκεσε 20 χρόνια. Ήταν ο Χρυσός
αιώνας της Ολλανδίας και του Διαφωτισμού της, που κράτησε ακριβέστερα 70
χρόνια, και που προηγήθηκε του γαλλικού διαφωτισμού!
Τον Αύγουστο όμως του 1672 οι
αδελφοί ντε Βιτ που πρώτοι στην Ευρώπη είχαν δημιουργήσει κοινωνική ασφάλιση
για όλους τους πολίτες του κράτους και δημόσια ψυχιατρεία στο Άμστερνταμ (!)
δολοφονούνται ή ακριβέστερα λιντζάρονται από τον όχλο στη Χάγη. Ο όχλος
–αποβράσματα της κοινωνίας κι εγκληματίες- λένε ότι ξερίζωσαν τις καρδιές των
νεκρών και πουλούσαν σε δημοπρασία τα κομμένα δάχτυλα τους στα καπηλειά! Ο
οίκος της Οράγγης προσπαθούσε να επαναφέρει τη μοναρχία στην Ολλανδία, όπως κι
έγινε το 1672. Συγχρόνως όμως και ο θρόνος της Αγγλίας αντιμετωπίζοντας
προβλήματα διαδοχής ζητούσε τον πρίγκιπα Γουλιέλμο της Οράγγης να διαδεχτεί τον παππού του εκ
της μητρός στον αγγλικό θρόνο, όπως κι έγινε λίγο αργότερα το 1688 κατά την
ονομαζόμενη «Ένδοξη Επανάσταση». ΄Εκτοτε η Αγγλία γίνεται η νέα ανερχόμενη
αποικιακή δύναμη της εποχής που «εξωθεί» σιγά σιγά την Ολλανδία απ’ τις
αποικίες της! «Το μοχλό των εξελίξεων τον κρατά ο αγγλικός θρόνος» αναφέρει ο
Ματίας, διάσημος γιατρός πια, στον Ολλανδό πρόξενο που συναντά στην Πόλη,
συνοψίζοντας έτσι και προοικονομώντας τις πολιτικές εξελίξεις. Ο συγγραφέας
παρουσιάζοντας λοιπόν την Ευρώπη του 17ου αιώνα δεν μπορούσε να μην
προβάλλει αυτό το κέντρο πολιτισμού των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών που
διακρινόταν για το πρωτοποριακό του πνεύμα, που επηρέασε κι άλλους ευρωπαϊκούς λαούς!
Στη πολυπολιτισμική
Θεσσαλονίκη:
«Ο Ματίας έζησε σύντομα παιδικά
χρόνια, γιατί αντί να παίζει ώρες ατέλειωτες με άλλα παιδιά […] αυτός από νωρίς
είχε εξασκήσει τις αισθήσεις του σε παφλασμούς από κύματα άλλων κόσμων. Η ακοή και τα μάτια του
ήταν κι αυτά συνεργοί στην πρώϊμη ωριμότητα του»,αφηγείται ο συγγραφέας. Οι δυο
πατεράδες του, ο καθένας για δικό του λόγο, αποφασίζουν να φύγουν από τη
Βενετία για το Λεβάντε και φθάνουν στη Σαλόνικα, στην επικράτεια του Σουλτάνου
τότε. «Συγκεχυμένη παράσταση» στα μάτια του Ματίας η πολυπολιτισμική
Θεσσαλονίκη του 17ου αιώνα είναι ο τίτλος του σχετικού κεφαλαίου. Ο
συγγραφέας παρουσιάζει με γνώση τα πολλά πρόσωπα της αγαπημένης του γενέτειρας.
Μια πόλη που έσφυζε από ζωή! Ανακάτεμα λαών, γλωσσών, θρησκειών, ναών,
ενδυμασιών, εθίμων, που αν κι ο καθένας
ακολουθούσε το δικό του ρυθμό, η πόλη κατάφερνε να ομονοεί και να ζει αρμονικά.
Πάνω από δέκα γλώσσες μιλιόνταν τότε στη Σαλόνικα. Ρωμιοί, Εβραίοι, Τούρκοι,
Αρμένιοι, Βούλγαροι, Φράγκοι έμποροι, Αρβανίτες…που μπαινόβγαιναν στην πολύβουη
και λαβυρινδώδη αγορά της πόλης που συνδεόταν με το μεγάλο λιμάνι της δίνοντας
και τα δυο μαζί τον εμπορικό τόνο της πόλης. Οι έμποροι διαρκώς αναζητούσαν νέα
προϊόντα που θα τους έφερναν πλούτη. Ένα απ’ αυτά ήταν κι ο καφές Μόκα από την
Αραβία Η Σαλονίκη εκείνη την εποχή ήταν η πιο κοντινή διαδρομή για να φθάσει ο
καφές στην Ευρώπη, ο οποίος μεταφερόταν από τη Μόκα απέναντι στην Αίγυπτο και
μέσω του Νείλου στην Αλεξάνδρεια κι από κει κατ’ ευθείαν στο λιμάνι της
Θεσσαλονίκης.
Το τείχος της Σαλονίκης δέσποζε κι οριοθετούσε
την πόλη, αυτή μέσα στο τείχος κι αυτή έξω απ’ το τείχος. Ξεκινούσε κάτω από
την ακτή του λιμανιού της κι ανέβαινε ψηλά ως τα βράχια της ακρόπολης της με 7
πύργους στην ανατολικά πλευρά του κι άλλους 3 δίπλα στη θάλασσα. Τα σπίτια μέσα
στο τείχος πατικωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, με στενά σοκάκια και με ανθρώπους
περισσότερους από αυτούς που μπορούσε να χωρέσει η πόλη. «Οι κάτω γειτονιές του
κάστρου δίπλα στο παραθαλάσσιο τείχος ήταν γεμάτες ακαθαρσίες και βουρκόνερα
που κατηφόριζαν από τις πάνω γειτονιές γυρεύοντας διέξοδο στη θάλασσα»!
Στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη
δεν υπήρχε εβραϊκό γκέτο απομονωμένο που να κλείνουν οι πύλες του με τη δύση
του ηλίου, όπως στη Βενετιά. Υπήρχε μόνο η εβραϊκή συνοικία μέσα στην οποία
δέσποζε το Ταλμούδ Τορά, ένα ίδρυμα-συγκρότημα κτηρίων, που κέντρο του είχε τη
μεγάλη συναγωγή της πόλης, ενώ γύρω της υπήρχαν ξενώνας, σχολείο, γραφεία,
αρχειοθήκη, γραφείο ευρέσεως εργασίας κι αποθήκες μαλλιού κι υφασμάτων στα
υπόγεια του. Το Ταλμούδ Τορά ήταν το καμάρι των σεφαραδιτών Εβραίων σ’ όλη τη
Μεσόγειο! Μέσα στις εβραϊκές γειτονιές ακούγονταν εκείνο το παράξενο ανακάτεμα λέξεων από
διαφορετικές γλώσσες, εβραϊκά με καστιλιάνικα, πορτογαλικά, τούρκικα,
ελληνικά…ενώ μέσα στα σπίτια τους ακούγονταν οι κτύποι από τους αργαλειούς που
δούλευαν κι έξω από τα σπίτια τους έτρεχαν κόκκινα ρυάκια που μύριζαν μαλλί και
ούρα από την επεξεργασία των μαλλιών.
Όλοι αυτοί οι κάτοικοι της πόλης
λάτρευαν ελεύθερα τους θεούς τους είτε σε χριστιανικές εκκλησιές, είτε σε
συναγωγές είτε σε τζαμιά και μεντρεσέδες. Εκεί για πρώτη φορά ο μικρός Εβραίος Ματίας αντικρίζει μια τελετή μιας άλλης θρησκείας και εντυπωσιάζεται. Στο μουσουλμανικό μεβλεβιχανέ, δερβίσηδες λάτρευαν με κείνο το
μοναδικά δικό τους τρόπο τον Άγιο τους Μεβλανά. Προσεύχονταν χορεύοντας, στροβιλίζοντας το σώμα τους γύρω από τον εαυτό τους! Φορούσαν πλατιά λευκά ράσα-κελεμπίες που φούσκωναν κι όλο φούσκωναν καθώς
στροβιλίζονταν όλο και πιο γρήγορα σε έναν ξέφρενο ρυθμό, μέσα σε κείνη την τεράστια
αίθουσα με το σμαραγδί θόλο από πάνω, το δάπεδο κάτω γεμάτο γεωμετρικά σχέδια
και μοτίβα, ενώ γύρω-γύρω οι τοίχοι με τα καλλιγραφικά γράμματα όλο κύκλους και
στροφές, τελείες και στίγματα! Χρώματα, κινήσεις, κι ένα παράξενο φως του ήλιου
που έμπαινε από κάποια μικρά ανοίγματα φώτιζε αυτή τη μυσταγωγία, κι έκαναν το
μικρό Ματίας να μην ξεχάσει ποτέ αυτή την εμπειρία. Μεγάλος πια κι αναγνωρίζει την ανάγκη
πίστης όλων των λαών σε ένα θεό και συγκρίνοντας θρησκείες ομολογεί ότι η
χριστιανική θρησκεία συνέλαβε τη μορφή της Παναγίας, ανάγοντας τη σε σύμβολο
της μεγάλης Μάνας και της ακατάλυτης σχέσης της με το παιδί της!
2η ενότητα σκηνών
από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο
Η υιοθεσία του και οι σπουδές
του
Στη Θεσσαλονίκη ο Ισαάκ Αλμοσίνο
γνώρισε τον Γραικό μεγαλέμπορα Παναγιωτάκη Μελισσηνό, από το Τζάντε από το
οποίο έφυγε νεαρός για τη Βενετιά, όπου πλούτισε κι έκανε οικογένεια. Στο
υποκατάστημα του εμπορικού του οίκου στη Σαλονίκη δούλεψε για λίγο ο Ισαάκ
Αλμοσίνο, που μετά το ξαφνικό του θάνατο από πανούκλα, ο έμπορας Μελισσηνός δεν
δίστασε καθόλου να υιοθετήσει το μικρό Ματίας διαβλέποντας τα ψυχικά και
πνευματικά του χαρίσματα. Δεύτερη μητέρα τού στάθηκε η Θεοφανώ, οικονόμος στο
σπίτι του Μελισσηνού, σύντροφος όμως πιστή του Παναγιωτάκη με την οποία
διατηρούσε επί χρόνια σχέση και μια εξάρτηση ανεξήγητη για πολλούς. Ο Ματίας αφού μεγάλωσε κοντά τους με αγάπη
και στοργή, το 1665, νεαρός πια,
στέλνεται στο διάσημο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας στην Ιταλία για να σπουδάσει ιατρική. Η γνωριμία του με
τον κόσμο της ιατρικής και γενικότερα των
επιστημών γέμιζε χαρά το νεαρό Ματίας, η δε έμφυτη περιέργεια και φιλομάθεια
του τον έκαναν να ξεχωρίζει μεταξύ των συμφοιτητών του κερδίζοντας την εκτίμηση
των καθηγητών του. Ο Ματέο Γκρέκο, όπως τον αποκαλούσαν στα ιταλικά τώρα, βιώνει την αξία της φιλίας του
συμφοιτητή του Λουδοβίκο Καζάρο και ζει την πρώτη ερωτική του σχέση με την
σπιτονοικοκυρά του Κάρλα.
Προξενούν εντύπωση οι συνθήκες έρευνας και
διδασκαλίας του μαθήματος της ανατομίας του ανθρωπίνου σώματος που γινόντουσαν
πάνω σε πτώματα νεκρών, γεγονός που το επέτρεπε η Σερενίσιμα Δημοκρατία της
Βενετίας σε αντίθεση με άλλα κράτη, όπως στη Γαλλία στο πανεπιστήμιο του
Μονπελιέ, όπου το μάθημα γινόταν με συγγράμματα και χάρτες. Βέβαια η δυσωδία
που απέπνεαν τα σε αποσύνθεση πτώματα ήταν αφόρητη αλλά έτσι οι φοιτητές είχαν
την έμπρακτη απόδειξη της παρατήρησης για να κατακτηθεί η επιστημονική αλήθεια.
Το μάθημα της φυσιολογίας διδασκόταν παράλληλα με την ανατομία, ειδικά μετά τις
ανακαλύψεις του Σανκτόριους (1561-1636) για τη θερμοκρασία και την αναπνοή του ανθρώπου και
του Χάρβεϋ (1578-1657) για την κυκλοφορία του αίματος. Συγχρόνως η φαρμακολογία
αναζητούσε κι επεξεργαζόταν ιαματικά φυτά, πολλά απ’ τα οποία καλλιεργούσε στο
Βοτανικό κήπο του πανεπιστημίου της Πάντοβας. Στο πνεύμα των πανεπιστημίων ήταν
και η άσκηση κριτικής γύρω από τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις που πήγαιναν
την έρευνα παρακάτω. Για παράδειγμα στην θεωρία του ο Χάρβεϋ είχε αφήσει ένα
κενό, δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς το αίμα περνά από τις αρτηρίες στις φλέβες.
Με την ανακάλυψη του μικροσκοπίου από τον Μαλπίγκι οι επιστήμονες αρχίζουν να
προσανατολίζονται στην αέναη κυκλική κίνηση του αίματος. Η κυκλική κίνηση, η
τέλεια κίνηση, που υπάρχει σ’ όλο το σύμπαν με τον κύκλο των εποχών, του νερού,
των ουρανίων σωμάτων και την οποία είχε εξάρει κι ο Αριστοτέλης, γοήτευε το κοινό
και πήρε πολύ χρόνο στους επιστήμονες μέχρι να ανακαλύψουν όλες τις
λεπτομέρειες του κυκλο-φοριακού συστήματος του αίματος.
Στον πανεπιστημιακό κύκλο της Πάντοβας ο Ματέο
άκουσε επίσης για πρώτη φορά για τον Παράκελσο (1493-1541), τον πρόδρομο της
χημείας την οποία προσπάθησε να εισάγει στην ιατρική και για το
σύγγραμμα του Μπέρτον «Η ανατομία της μελαγχολίας», μελέτη για τα ψυχικά
νοσήματα, τα οποία ανήγαγε στην ύπαρξη της μέλαινας χολής>μελαν-χολία, για
την οποία πρωτομίλησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Όμως οι ανατόμοι δεν βρήκαν πουθενά
τη μέλαινα χολή, όσο κι αν ανέτεμναν τα ανθρώπινα σώματα, έτσι ώστε να θεωρούν
ότι αλλού πρέπει να βρίσκονται τα αίτια αυτής της ασθένειας. Ο πολύς κόσμος
βέβαια αναζητούσε τότε το βότανο του Αγίου Ιωάννη που θα έδιωχνε το διάβολο που
είχε μπει στο σώμα του ασθενούς-του δαιμονισμού- κατά τα λεγόμενα τους. Η
ιατρική όμως του 17ου αιώνα αναγνώριζε ότι πρόκειται για νόσο που
δεν μπορούσε όμως να τη μελετήσει γιατί
δεν χωρούσε πείραμα σ’ αυτήν. Γενικότερα
τότε άρχισαν να φαντάζονται τον κόσμο σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι ή καλύτερα
σαν πολλά καλοκουρδισμένα ρολόγια που λειτουργούσαν μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο,
αυτό του Σύμπαντος, όπως διέδιδε και η νέα φιλοσοφία του Ντεκάρτ που
προσπαθούσε με τη λογική να εξηγήσει τον κόσμο, αποστασιοποιημένη από τη
θεολογική ερμηνεία του κόσμου που κυριαρχούσε για αιώνες. Παρόλα αυτά ο Ματέο
δεν μπορούσε να πειστεί εντελώς, διότι η φιλοσοφική θεωρία του Ντεκάρτ δεν μπορούσε να
εξηγήσει την παρουσία της πνοής ή ας το πούμε αλλιώς της ψυχής αλλά και της
ιδέας.
3η ενότητα σκηνών
από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο:
Η προσωπική στάση ζωής που
επιλέγει στον μετέπειτα βίο του
Στο Τζάντε
Μετά το τέλος των σπουδών του, το
μέλλον του Ματέο ανοιγόταν λαμπρόν εμπρός του. Όλες οι πόρτες ήταν ανοικτές γι
αυτόν! Προσωπικός γιατρός του Δούκα του Βένετο ή γιατρός στο Λαζαρέτο της
Σερενίσιμα ή θα ακολουθούσε πανεπιστημιακή καριέρα; Χωρίς ο ίδιος να υποτιμά
κάτι απ’ αυτά, προτίμησε πρώτα να ικανοποιήσει την επιθυμία του θετού του
πατέρα Παναγιώτη Μελισσηνού, που άρρωστος πια στα τελευταία του ζητούσε να τον
συνοδεύσει στο νησί του στο Τζάντε για να πεθάνει εκεί. Με έκπληξη παίρνει από
τα χέρια του άρρωστου θετού πατέρα του ένα γράμμα που έκρυβε ένα βαρύ μυστικό
με την υπόσχεση να το ανοίξει μετά το θάνατο του. Η αγάπη του και το χρέος του
απέναντι στον άνθρωπο που στάθηκε δεύτερος πατέρας του μέτρησαν περισσότερο από
τα χρήματα και τη δόξα που ίσως κέρδιζε, ακολουθώντας κάποια προοπτική από αυτές που ανοίγονταν μπροστά του. Κι
έτσι ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο βενετοκρατούμενα Επτάνησα, με έναν τρόπο
μοναδικό!
Αξιοποιώντας την επτανησιακή
λογοτεχνική παράδοση τη σχετική με την
περίοδο της βενετοκρατίας επιλέγει απ’
το μνημειώδες δεκάτομο έργο «Περίπλους» του Διονυσίου Ρώμα (1901-1983) την
περίοδο του 17ου αιώνα, όταν το Τζάντε (Ζάκυνθος) συμμετείχε στο
πλευρό της Βενετίας στον 25ετή Κρητικό πόλεμο κατά των Οθωμανών που ήθελαν να
κατακτήσουν τον Χάνδακα ή Κάντια πρωτεύουσα της Κρήτης. Ενσωματώνει λοιπόν μέσα
στο μυθιστόρημα «Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο» σκηνές από το «Ο θρήνος
της Κάντιας». Και η ένταξη αυτή γίνεται πολύ πετυχημένα! Κρατά τα ονόματα των
ηρώων του Ρώμα με τους οποίους συγχρωτίζεται ο Ματέο, κρατά το φυσικό και
κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσεται κι ο Ματέο, κρατά τα πιο
συνταρακτικά γεγονότα της αφήγησης του Ρώμα, βρίσκει τρόπους να ενσωματώσει το
βενετοτζαντιώτικο γλωσσικό ιδίωμα της εποχής και τέλος προσθέτει νέα στοιχεία
για την πλοκή του δικού του μύθου δένοντας τα όλα αυτά με πολύ φυσικό κι
αβίαστο τρόπο.
Τρία σχεδόν χρόνια έμεινε στο Φιόρο του
Λεβάντε -τιμητική ονομασία του νησιού για την ομορφιά και τα πλούτη του- ο
Ματέο από το 1667 ως το 1670 ξεχνώντας να φύγει, παρά τις επανειλημμένες
προτροπές του αγαπημένου του καθηγητή Σκαντιέρι με τον οποίον αλληλογραφούσε κι
ο οποίος του υπενθύμιζε ότι μπορούσε να προσφέρει κι αλλιώς στην ιατρική μέσα
από την έρευνα της επιστήμης. Ο Ματέο όμως προτίμησε να θέσει τις ιατρικές του
γνώσεις στην υπηρεσία των πληγωμένων στρατιωτών που κατέφθαναν από την Κρήτη,
ιδίως μετά την πτώση του Χάνδακα το 1669. Κι όταν η φήμη του εξαπλώθηκε σ’ όλο
το νησί έμεινε κι άλλο για να γιατρεύει
τους φτωχούς και κατατρεγμένους που έφθαναν μαζικά έξω από το σπίτι του! Έτσι ο
Ματέο αντιλαμβανόταν το χρέος του ως γιατρός απέναντι σε κάθε άνθρωπο που έπασχε
ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία και πλούτο.
Στην Κωνσταντινούπολη
Κάποτε όμως έρχεται το πλήρωμα
του χρόνου κι ο Ματέο Γκρέκο αφήνει το Τζάντε αναζητώντας αλλού νέες εμπειρίες
και μαζί το δικό του δρόμο στη ζωή. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, στην
Ανατολή που τόσα είχε ακουστά γι αυτήν και τελικά κάθεται εκεί 11 χρόνια. Με το
ταξίδι αυτό ο συγγραφέας ενσωματώνει στο έργο του ένα άλλο κομμάτι του
Ελληνισμού της εποχής που σχετιζόταν με το Φανάρι, τους Φαναριώτες και το
Πατριαρχείο. Εικόνες από την Πόλη με το βυζαντινό παρελθόν της αλλά και το
οθωμανικό παρόν της. Το μεγάλο Τείχος της με τις πολυάριθμες Πύλες, 13 από τη
θάλασσα του Μαρμαρά και άλλες 14 μαζί με τις στεριανές από τη μεριά του Γαλατά
οι χριστιανικές εκκλησιές, η συνοικία του Φαναριού, οι γειτονιές των Ρωμηών με
τα καπηλειά τους, η συνοικία του Πέραν με τα αρχοντικά της και τις ξένες
πρεσβείες, η πολύβουη αγορά της που στα παρασκήνια της φούντωνε το σκλαβοπάζαρο
και το Παλάτι του Σουλτάνου, που ήταν μια πόλη ολόκληρη περιτειχισμένη μέσα στη
μεγαλύτερη Πόλη.
Η παλιά του γνωριμία του με τον
Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο το γένος Σκαρλάτου- που είχε σπουδάσει κι αυτός ιατρική
στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας- του άνοιξε όλες τις πόρτες για να σταδιοδρομήσει
και να παντρευτεί εκεί αλλά ο Ματθαίος Μελισσηνός, όπως τον αποκαλούσαν στα ρωμαίικα τώρα, έμενε
πιστός στον δικό του αστερία που καθοδηγούσε τη ζωή του και που τού γέμιζε την ψυχή. Στις δικές του αξίες το χρήμα και η
δόξα δεν ήταν αυτοσκοπός. Δικός του θεός ήταν η επιστήμη του κι ένα γάμο θα τον
αποφάσιζε μόνο από αγάπη. Ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος είχε εγκαταλείψει την
ιατρική χάριν της πολιτικής, την οποία «σπούδασε» δίπλα στον Νικούσιο Μαμωνά ως
γραμματέας του, όταν ο τελευταίος είχε αναδειχτεί μεγάλος δραγουμάνος της
Υψηλής Πύλης. «ποτέ Γραικός δεν αξιώθηκε
στο παρελθόν τα μεγαλεία του, τη φήμη του, τα πλούτη του, τη δύναμη του»
αναφέρεται. Ο Νικούσιος ήταν αυτός που διαπραγματεύθηκε με τον Μοροζίνι την
παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς. Παρόλες τις πολιτικές του ικανότητες ήταν
μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όμως, λένε, που του άρεσαν τα απόκρυφα κάθε
λογής, έπεφτε σε πνευματιστικές εκστάσεις και είχε «προφητεύσει» το θάνατο του!
Στην Κωνσταντίνου πόλη ο Ματίας
μεταξύ των άλλων γιατρεύει από ευλογιά τα μικρά αγόρια που θα επάνδρωναν το
τάγμα των Γενιτσάρων και τολμά τις πρώτες χειρουργικές επεμβάσεις!
Κατάφερε να κάνει καισαρική τομή και να ζήσουν και η μητέρα και το παιδί, έκανε
ράψιμο κοιλίας που είχε σχιστεί, και σκέφτηκε να τραβήξει απ’ το πληγωμένο μάτι
ενός ραβίνου τα ρινίσματα σιδήρου που είχαν μπει μέσα, με τη βοήθεια ενός
μαγνήτη! Επίσης προσπάθησε να αποκαταστήσει την παραμόρφωση στα χείλη (λαγοχειλία) του νεαρού Ολλανδού
πρόξενου στην Πόλη εφαρμόζοντας την μέθοδο του Ιταλού γιατρού Ταλιακόζι
(1545-1599) χρησιμοποιώντας μόσχευμα ιστού που θα έπαιρνε από το χέρι του
ασθενούς. Θα ενωνόταν το χείλος με το δέρμα του χεριού, το οποίο δέρμα δεν θα
αποκοβόταν τελείως από το χέρι. Με το αριστερό χέρι κολλημένο πάνω στο χείλος
για τρεις εβδομάδες, ακίνητος και βουβός ο ασθενής, ήλπιζαν να πάρουν το
μόσχευμα που θα διόρθωνε την παραμόρφωση. Μια πρωτοποριακή μέθοδος, αδοκίμαστη
σχεδόν που ο ασθενής έπρεπε να έχει αποδεχτεί όλους τους πιθανούς κινδύνους. Ο
νεαρός πρόξενος δυστυχώς υπέκυψε τελικά
στο μοιραίο, ψευδίζοντας τα τελευταία του λόγια «Είμαι μάρτυρας της ομορφιάς γιατρέ!».Το
γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή να φύγει ο Ματίας από την Κωνσταντινούπολη για το
Λονδίνο, θέλοντας να εργαστεί στη Βασιλική Εταιρεία δίπλα σε διάσημους γιατρούς
της εποχής στους οποίους είχε στείλει επιστολές ζητώντας να τον δεχτούν.
Σε όλες τις μετακινήσεις του ο
Ματίας πάντα συνοδευόταν από κάποιον πιστό υπηρέτη του, που συχνά έπαιζε και το
ρόλο του ιατρικού βοηθού του. Η ανάγκη μιας νεαρής σκλάβας που θα βοηθούσε το
γέρο Θωμά τον τωρινό υπηρέτη του στις δουλειές του σπιτιού ανάγκασαν τον
τελευταίο να επισκεφθεί το σκλαβοπάζαρο της Πόλης. Εικόνες ντροπής και φρίκης
για το ανθρώπινο γένος! Άνθρωποι να πουλιούνται σαν να είναι εμπορεύματα! Το
προηγούμενο απόγευμα της αναχώρησης για το Λονδίνο επιτέλους βρέθηκε η
κατάλληλη σκλάβα. Ήταν μια Μολδαβή, που την έφερε ο δουλέμπορος στο σπίτι του
γιατρού Ματίας τραβώντας τη με ένα σχοινί και σκεπασμένη με μια μαντήλα. Η
επιμονή του γέρο Θωμά να δουν την κόρη έκαμψε τις αντιρρήσεις του Ματίας για τη
μη ανάγκη πια υπηρέτριας. «Όταν εκείνο
το απόγευμα ο γιατρός Μελισσηνός πρωτοαντίκρισε την Όλγα, ένιωσε πως τίποτε στη
ζωή του δεν θα ήταν πια το ίδιο». Με αυτή την απλή φράση ο συγγραφέας αφήνει να
υπονοηθούν πολλά για τα συναισθήματα που πλημμύρισαν την καρδιά του μέχρι τώρα
μοναχικού Ματίας! Κι ο γέρο Θωμάς μένει στη Πόλη, όπως επιθυμούσε, και συγκινημένος εύχεται καλό κατευόδιο στο
ζευγάρι ξέροντας ότι από δω και μπρος ο αφέντης του δεν θα είναι πια μόνος στη
ζωή του!
Ο γάμος του
Στο Λονδίνο:
Στο Λονδίνο:
Στο Λονδίνο ο Ματίας έζησε την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του. Ο έρωτας και η αγάπη δέσανε τον Ματίας με την Όλγα σ’ έναν ακατάλυτο δεσμό κι έκαναν δυο γιους, που δυστυχώς ο ένας έφυγε νωρίς, παιδί ακόμα, γεμίζοντας τους γονείς του βαθιά θλίψη! Ο συγγραφέας πλάθει το μύθο του, βάζοντας τον Ματίας να συναναστρέφεται επαγγελματικά και φιλικά πολλά μέλη της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου. Έτσι του δίνεται η δυνατότητα να μας παρουσιάσει το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών στην Αγγλία κατά τον 17ο αιώνα. Ο πιο κοντινός του φίλος ήταν ο γιατρός Τόμας Σύντεχαμ, ο Άγγλος Ιπποκράτης, όπως τον αποκαλούσαν, που οι δημοκρατικές του πεποιθήσεις τον κράτησαν εκτός Βασιλικής Εταιρείας, αν και όλοι θαύμαζαν το επιστημονικό του έργο. Ασχολήθηκε κι έγραψε συγγράμματα για την «Μέθοδο θεραπείας των πυρετών», «Πραγματεία για την ποδάγρα και την υδρωπικία», «Ιατρικές παρατηρήσεις», δημιούργησε το λάβδανο, ένα είδος αναισθητικού, και χορηγούσε κινίνη για τους ελώδεις πυρετούς τονίζοντας ότι η κινίνη δεν είναι πανάκεια για κάθε πυρετό. Σημειωτέον ότι την κινίνη την εμπορεύονταν αποκλειστικά οι ιησουίτες μοναχοί. Μεταξύ των φίλων του ήταν κι ο Χάλλεϋ (1657-1742) που ταξίδεψε στο Νότιο Ατλαντικό, κι έμεινε 18 μήνες στο νησί της Αγίας Ελένης για να χαρτογραφήσει τα αστέρια του νότιου ημισφαιρίου. Εκεί γνώρισε και τον Ισαάκ Νεύτων (1643-1727) που με το μνημειώδες έργο του «Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας» -εισάγοντας τα σύγχρονα μαθηματικά στην επιστήμη της φυσικής- ανακάλυψε το νόμο της βαρύτητας και της παγκόσμιας έλξης των ουρανίων σωμάτων, προσφέροντας μας έτσι το κλειδί για την ανακάλυψη των μυστικών του Σύμπαντος!
Το οδοιπορικό προς τη Μολδαβία
Ο Ματίας έμεινε 20 χρόνια στο Λονδίνο. Κάποτε ήλθε η
στιγμή να πάρει τη μεγάλη απόφαση για την αγάπη της Όλγας για να την συνοδεύσει
στη μακρινή Μολδαβία. Η νοσταλγία της Όλγας
για την πατρίδα της και την οικογένεια της με την οποία κατάφερε να
αλληλογραφεί αραιά, έκαναν τον Ματίας να ετοιμάσει την ιατρική του τσάντα
βάζοντας μέσα όλα τα απαραίτητα φάρμακα κι εργαλεία του και να ξεκινήσουν μαζί
τον Αύγουστο του 1702 ένα άλλο μεγάλο οδοιπορικό
διασχίζοντας όλη την κεντρική Ευρώπη τώρα από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά!
Ο γιος τους Ισαάκ, νεαρός πια, έμεινε εσώκλειστος σε σχολή χάρη των σπουδών
του. Και τι δεν περιγράφεται στο νέο αυτό ταξίδι προς το άγνωστο. Ξεκινώντας
οδικά δίνονται λεπτομέρειες για τις πόλεις του Άμστερνταμ και του Λέϊντεν, και
για τις ελώδεις κι αχανείς πεδιάδες των Κάτω Χωρών, «που μπέρδευαν τη γη με το
πέλαγος», στη συνέχεια πληροφορίες για τα γερμανικά πριγκιπάτα και κυρίως για
το Άουκσμπουργκ με την οικονομική του ανάπτυξη επί των τραπεζιτών του Οίκου
Φούγκερ, κατόπιν για το πέρασμα τους από την Αυστρία προς την Ουγγαρία μέσα από
τους αμαξιτούς δρόμους, συχνά λασπωμένους και κακότεχνους που τράνταζαν δυνατά
την ταξιδιωτική άμαξα τους ή μέσα από πυκνά δάση που βιάζονταν να τα διασχίσουν
για να μη τους βρει η νύχτα εκεί. Τέλος φτάνουν στον Δούναβη, τον ποταμό
γονιμοποιό σαν τον Νείλο, τον ποταμό μεταφορέα ανθρώπων κι εμπορευμάτων, τον
ποταμό-όριο δυο κόσμων, απ’ τη μια όχθη του της χριστιανικής Ευρώπης κι απ’ την
άλλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
«Πέρα από τις πεδιάδες της Ουγγαρίας υπάρχουν βουνά κι
ύστερα άλλα βουνά κι άλλα ως τη Μαύρη θάλασσα».Τρανσυλαβικές Άλπεις, και
οροσειρές των Καρπαθίων, που έπρεπε να διασχίσουν για να φθάσουν στη Μολδαβία,
ενώ έμπαινε ο χειμώνας του 1703. Κι αρχίζει ένα νέο οδοιπορικό μέσα στα
χιονισμένα όρη αντάξιο της διάβασης του Γκοτάρντο! «Το βίωμα του χειμώνα στα
Καρπάθια αλλάζει την αντίληψη του χρόνου» διαστέλλοντας τον τρομακτικά, ώστε να
φαίνεται ατέλειωτος. «Τυλιγμένοι στις γούνες τους κοιμόντουσαν, μιλούσαν, διάβαζαν
όσο τα τραντάγματα της άμαξας το επέτρεπαν. Έξω από το τζάμι τα Καρπάθια είχαν
κρυφτεί πίσω από τον χειμώνα. Έλατα, οξιές, βελανιδιές ήταν όλα αφανισμένα κάτω
από το χιόνι». Στάσεις στα πανδοχεία για να διανυκτερεύσουν κι ακόμα σε
αχυρώνες, όταν αυτά ήταν δυσεύρετα. Οι ντόπιοι οδηγοί της άμαξας, που
εναλλάσσονταν από περιοχή σε περιοχή, συχνά τούς κατέβαζαν από την άμαξα και
περπατούσαν στο χιόνι για να ελαφρύνει η καρότσα ώστε να μη βουλιάζουν οι ρόδες
μέσα στα χιόνια.
Τον Φεβρουάριο του 1703 φθάνουν στο χωριό Νορ, κτισμένο
πάνω σε ένα μικρό οροπέδιο κι αποφασίζουν να ξεχειμωνιάσουν εκεί. Οι κάτοικοι
υλοτόμοι και ξυλουργοί κτίζουν
τα σπίτια τους όλα από ξύλο. «Πόσα ξύλα υπάρχουν στο χωριό, στους τοίχους, στις στέγες, στους πάγκους, στις κασέλες, στο τζάκι να καίγονται, στους σταυρούς των κοιμητηρίων τους […]το Νορ είναι ένας ξυλόγλυπτος κόσμος: πιάτα, ποτήρια, κουτάλια, κρεβάτια…ο τόπος είναι ζωσμένος από δάση με χοντρούς κορμούς». Μακριά από τον πολιτισμό πιστεύουν στις νεράϊδες των νερών, που κυλούν άφθονα γύρω τους μετά το λιώσιμο των πάγων, πιστεύουν και στους λυκανθρώπους της νύχτας που απλώνεται πολύ σκοτεινή στα απομονωμένα μέρη τους, πιστεύουν στα φυλαχτά, στα δαιμόνια, στα μάγια αλλά και στους αγίους της ρουμανικής εκκλησίας που τις κρύες νύχτες του χειμώνα ζεσταίνουν τις μορφές τους στις εικόνες με τα χνότα τους για να μην κρυώνουν!
τα σπίτια τους όλα από ξύλο. «Πόσα ξύλα υπάρχουν στο χωριό, στους τοίχους, στις στέγες, στους πάγκους, στις κασέλες, στο τζάκι να καίγονται, στους σταυρούς των κοιμητηρίων τους […]το Νορ είναι ένας ξυλόγλυπτος κόσμος: πιάτα, ποτήρια, κουτάλια, κρεβάτια…ο τόπος είναι ζωσμένος από δάση με χοντρούς κορμούς». Μακριά από τον πολιτισμό πιστεύουν στις νεράϊδες των νερών, που κυλούν άφθονα γύρω τους μετά το λιώσιμο των πάγων, πιστεύουν και στους λυκανθρώπους της νύχτας που απλώνεται πολύ σκοτεινή στα απομονωμένα μέρη τους, πιστεύουν στα φυλαχτά, στα δαιμόνια, στα μάγια αλλά και στους αγίους της ρουμανικής εκκλησίας που τις κρύες νύχτες του χειμώνα ζεσταίνουν τις μορφές τους στις εικόνες με τα χνότα τους για να μην κρυώνουν!
Ο Ματίας γρήγορα έγινε ο γιατρός του χωριού, ένα πρόσωπο
αξιοθαύμαστο που σ’ αυτόν προσέτρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Έτσι έγινε κι
ένα βράδυ που με αναμμένους πυρσούς αναζητούσαν τρομοκρατημένοι στις γύρω
σπηλιές-παλιά αλατορυχεία της περιοχής τα τέρατα που είχαν κρυφτεί εκεί!
«Δαιμόνια της κόλασης με πληγές στα σώματα και στα πρόσωπα και με ένα μάτι, που
δεν μιλάνε ανθρώπινα αλλά μουγκρίζουν, τους είχαν δει» έλεγαν «να βγαίνουν τη
νύχτα από εκεί». Και πράγματι ο Ματίας τους αντίκρισε κι αυτός στο φως των
πυρσών αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν τέρατα της Αποκάλυψης αλλά λεπροί που
η αρρώστια τους είχε παραμορφώσει. Αρχηγός τους ο Γιον που δεν μπορούσε να περπατήσει
αλλά σερνόταν στη γη, μονόφθαλμος, διότι το άλλο το είχε φάει η λέπρα, αυτή η
καταραμένη που αρπάζει ό,τι βρει, μάτια μύτη, αυτιά! Την αναγνώρισε την
αρρώστια από το λεόντειο πρόσωπο των ασθενών που, καθώς λένε τα ιατρικά βιβλία,
δημιουργεί ζάρες κι εξογκώματα στο δέρμα κάνοντας το να μοιάζει με αυτό του
λιονταριού μέχρι να το καταφάει όλο! Ο Ματίας βρέθηκε για πρώτη φορά στη ζωή
του με αυτό που φοβόταν πάντα κι έλεγε ότι δεν θα το αντέξει, με τα όρια της
ανθρώπινης δυστυχίας! Κι όμως άντεξε. Πήγε στην κόλαση και γύρισε. Μπήκε στις
γαλαρίες της σπηλιάς, είδε τους λεπρούς χωρίς να αγγίξει κανέναν –η νόσος είναι
μεταδοτική- και συνομιλούσε μαζί τους που του ζητούσαν κλινοσκεπάσματα, σκεύη
για να μαζεύουν το χιόνι να το πίνουν, τροφές, πράγματα που το χωριό τους
προμήθευσε βέβαια. Την άνοιξη οι λεπροί ξαναγύρισαν στον καταυλισμό τους,
μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, με την ελπίδα να τον ξαναχτίσουν μετά την πυρκαγιά
που τον είχε κάψει τον προηγούμενο χρόνο. Απίστευτα κι όμως αληθινά εν έτει
1703 μέχρι που η ανάπτυξη της ιατρικής καταπολέμησε αυτήν την καταραμένη
αρρώστια, μόλις τον
20ο αιώνα!
Στη Μολδαβία
Τον Απρίλη του 1703 έφυγαν από το Νορ και μετά ένα μήνα
έφθασαν στο πατρικό σπίτι της Όλγας στο Έντινετ της Μολδαβίας, που βρισκόταν το
μέρος αυτό υπό την κυριαρχία του τσάρου της Ρωσίας, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα του,
το παραδουνάβιο ο Σουλτάνος είχε παραχωρήσει καθεστώς ημιαυτονομίας υπό τη
διοίκηση φαναριωτών ηγεμόνων, όπως της
οικογένειας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. «Η Μολδαβία βρίσκεται ανάμεσα σε δυο θηρία,
απ’ τη μια ο τσάρος κι απ’ την άλλη ο σουλτάνος» έλεγε ο Ντιμίτρι Καντεμίρ,
πρίγκιπας της Μολδαβίας (1673-1723), ο οποίος προσπαθούσε να υπερασπιστεί τα
συμφέροντα της χώρας του. Ο Καντεμίρ, αν και ισχυρή προσωπικότητα –λόγιος,
ιστορικός, μουσικός, γλωσσομαθής, με ελληνική παιδεία την οποία διέδωσε εκεί η
φαναριώτικη εξουσία αλλά και με πολιτικές και διπλωματικές ικανότητες που
«σπούδασε» στην Υψηλή Πύλη, όταν ο σουλτάνος τον κρατούσε ως όμηρο στην Πόλη-
δεν κατάφερε να ενοποιήσει τελικά τη Μολδαβία. Ο Καντεμίρ τον Ματίας
εμπιστεύτηκε ως γιατρό του –εξάλλου είχαν κοινό φίλο τον Αλέξανδρο
Μαυροκορδάτο- ο οποίος του διέγνωσε εκείνα τα χρόνια πέτρα στα νεφρά και ως
θεραπεία την ούρηση της που θα συνοδεύεται με πόνο.
Η Όλγα καταγόταν από μια οικογένεια βογιάρων, που ζούσε σε
ένα καστρόσπιτο με απέραντα κτήματα γύρω και 367 δούλους. Δούλοι που
καλλιεργούσαν τη γη, φρόντιζαν τα κοπάδια των ζώων, μάζευαν το μέλι από τις
κυψέλες, τα φρούτα από τους οπωρώνες και προσκυνούσαν τους αφεντάδες τους
σκύβοντας μέχρι τη γη, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τους μαστιγώνουν δια ασήμαντον
αφορμήν! Δυστυχώς ένα τραγικό γεγονός άλλαξε άρδην τη ζωή του Ματίας και της
Όλγας. Η πτώση της Όλγας από το άλογο της καθώς αυτή ίππευε κι ο βαρύς
τραυματισμός της, την κράτησε παράλυτη στο κρεβάτι 7 χρόνια ματαιώνοντας την επιστροφή τους στο Λονδίνο,
κοντά στο γιο τους με τον οποίο αλληλογραφούσαν πάντα. Ο Ματίας αφοσιώθηκε
δίπλα της μέχρι που αυτή έφυγε από τη ζωή.
Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώνει το μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας όμως θέλησε να περιπλέξει κι άλλο το μύθο όχι μόνο για να προκαλέσει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά κυρίως για να ολοκληρώσει τα μηνύματα του προς τον αναγνώστη. Δίπλα στον ορθολογισμό της επιστήμης θέλει να προσθέσει και την αξία της πίστης και της θέλησης για ζωή. Η λογική είναι εκ των ων ουκ άνευ για να πορευθούμε στη ζωή αλλά υπάρχει και το απρόοπτο που ανατρέπει το λογικό σχεδιασμό μιας τακτοποιημένης ζωής. Μια βαθιά πίστη στην αξία του ανθρώπου, στην άκακη ψυχή όσων αξιώθηκαν μια τέτοια ψυχή, στο δέος για τις ανεξήγητες πολλές φορές δυνάμεις που μας κυβερνούν και ξεπερνούν τον άνθρωπο. Είναι μια πίστη που λίγοι αξιώθηκαν να έχουν, όπως κάποιοι ασκητές στο Άγιο Όρος.
Διασχίζοντας την Ουκρανία προς τη Μόσχα και
Ξανά από τη Μόσχα προς το Άγιο Όρος
Ο Ματίας λοιπόν, πριν πάει στο Λονδίνο, πέρασε από τη
Σαλονίκη αναζητώντας τα ίχνη του χαμένου του αδελφού. Αναδρομικές αφηγήσεις
διακόπτουν κάθε τόσο τον βασικό αφηγηματικό χρόνο που κυλά ευθύγραμμα
προκαλώντας αγωνία κι εκπλήξεις στον αναγνώστη. Έτσι το τελευταίο γράμμα που
του άφησε ο θετός του πατέρας ο Μελισσηνός, όταν ήτανε στο Τζάντε, το έλεγε
ξεκάθαρα. Η σύντροφος του η Θεοφανώ γέννησε γιο, που ο ίδιος ο πατέρας του ο
Μελισσηνός -παντρεμένος ήδη με τρεις κόρες- από το φόβο του σκανδάλου το άφησε στην
πόρτα της μονής των Βλαταίων στη Σαλονίκη, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Μηνά
το 1652. Ο Ματίας αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες από τη μονή, χρόνια
αργότερα, μαθαίνει ότι το μωρό υιοθετήθηκε από κάποιον Ευστάθιο Βαενά, άτεκνον,
που λίγο αργότερα έφυγε για τα Ιεροσόλυμα μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί.
Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη της οικογένειας κι ο Ματίας ξέγραψε κάθε ελπίδα να
βρει τον χαμένο αδελφό. Ένα βράδυ ενώ βρισκόταν στη Μολδαβία, μετά το θάνατο
της γυναίκας του, έτυχε να φιλοξενηθούν από την κουνιάδα του στο καστρόσπιτο
της οικογένειας Πετρέσκου, μια αποστολή μοναχών από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
που πήγαιναν στη Μόσχα, προσκεκλημένοι από τον Πατριάρχη της Ρωσίας. Κι ως εκ θαύματος ο μοναχός Ιωαννίκιος
ήταν ίδιος ο Παναγιώτης Μελισσηνός! Ο Ματίας δεν πίστευε στα μάτια του! Το
επόμενο πρωί η αποστολή έφυγε χωρίς να προλάβει ο Ματίας να κουβεντιάσει μαζί
του.
Κι ο Ματίας παίρνει τη μεγάλη απόφαση σε ηλικία 63 ετών,
άνοιξη του 1711, να πάει στη Μόσχα να συναντήσει τον Ιωαννίκιο. Ένα νέο
οδοιπορικό ξεκινά, που γίνεται λίγο κουραστικό ίσως με την επανάληψη παρόμοιων
σκηνών από το προηγούμενο οδοιπορικό, μόνο που εδώ αλλάζουν τα ονόματα των
λαών. Νέες φυλές τώρα, Κοζάκοι, Τατάροι,
πέρασμα από το Κίεβο, η εποχή του τσάρου του Μεγάλου Πέτρου που κτίζει τότε την
Πετρούπολη στη Βαλτική. Όλα αυτά φανερώνουν άριστη γνώση του γεωγραφικού
ανάγλυφου της περιοχής και των πόλεων της Μικρορωσίας(Ουκρανίας). Τα γεγονότα με τους νάνους εντυπωσιάζουν μεν
αλλά αν περιορίζονταν σε έκταση θα ήταν καλύτερα. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης με
ένα αφήγημα 780 σελίδων που περιλαμβάνει πολλά οδοιπορικά φυσιολογικά ίσως
αρχίζει να αισθάνεται κάποια κόπωση.
Κι αφού επιτέλους ο Ματίας συναντά τον Ιωαννίκιο στη Μόσχα
και γίνεται η αποκάλυψη του μυστικού τα δυο αδέλφια ξεκινούν ένα νέο οδοιπορικό
τώρα από τη Μόσχα προς το Άγιο Όρος, όπου ο Ιωαννίκιος είχε γίνει δεκτός να
μονάσει εκεί. «από αγιοταφίτης θα γίνω αγιορείτης» έλεγε. Κατά διάρκεια του
ταξιδιού όμως ο Ιωαννίκιος αρρωσταίνει και πριν το Άγιον Όρος πεθαίνει. Ο Ματίας
φθάνει στη μονή του Αγίου Διονυσίου κουβαλώντας το νεκρό μέσα σε ένα σεντούκι
φορτωμένο πάνω σε ένα ζωντανό, δείχνει τα επίσημα χαρτιά του Ιωαννίκιου από το
Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων και ζητά να μονάσει σε μια σκήτη της μονής! Ο
«Ιωαννίκιος» μόνασε 13 χρόνια εκεί, όπου και πέθανε! Η ιστορία της ζωής του Ματίας μας έγινε
γνωστή από τον Ουκρανό περιηγητή Βασίλι Μπάρσκι (1701-1747) που έτυχε να τον
φιλοξενήσει και να τον γιατρέψει ο γιατρός-μοναχός στη σκήτη του ένα βράδυ του
1725 και να του διηγηθεί σκηνές από τον βίο του! Με αυτό το συγγραφικό τέχνασμα
ο συγγραφέας Ζουργός «μπερδεύει ψέμματα κι αλήθειες» για να προσδώσει στο
μυθιστόρημα του αληθοφάνεια και το πετυχαίνει!
Ποιος ήταν τελικά ο Ματίας Αλμοσίνο;
Ο Ματίας δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο βέβαια αλλά μια
λογοτεχνική περσόνα που έπλασε ο συγγραφέας Ισ. Ζουργός. Είναι μια εμβληματική
μορφή διότι συμπυκνώνει με ενάργεια το πρότυπο του ανθρωπιστή, που έχει ως
στόχο του το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής της δικής του αλλά και των άλλων.
Εκφράζει τον Άνθρωπο και την ουσία του ανεξάρτητα από το πώς τον λένε, Ματία
Αλμοσίνο, Ματέο Γκρέκο, Ματθαίο Μελισσηνό (πιστεύω, ότι δεν είναι τυχαία από
τον συγγραφέα η προσφώνηση του με όλα αυτά τα ονόματα). Ο Ματίας ήταν μια
κοσμοπολίτικη μορφή, θα λέγαμε σήμερα, που είδε κι έμαθε πολλά, κρατώντας όμως
απ’ όλα αυτά την ουσία των πραγμάτων και της ζωής. Είναι «ένας
Οδυσσέας-γιατρός», όπως τον χαρακτήρισε ο γιος του κι «ένας άγιος που δεν
πίστευε σε Θεό», καθώς έλεγε η γυναίκα του. «Φυλή και θρησκεία μου είναι η
τέχνη μου» έλεγε ο ίδιος. Είναι ο
Άνθρωπος όπως θα έπρεπε να είναι, παντού και πάντα. Μη μας μπερδεύει η φυλετική
καταγωγή, το θρησκευτικό δόγμα στο οποίο μπορεί να ανήκει κάποιος, η
πολιτιστική του ταυτότητα, αυτός ζει έχοντας ξεπεράσει στερεότυπα και
προκαταλήψεις. Ο αληθινός άνθρωπος παντού είναι ίδιος. Παντού και πάντα ο
σεβασμός στη ζωή απαιτεί προστασία της υγείας τόσο της σωματικής, όσο και της
ψυχικής. Πλησίασμα του άλλου ανθρώπου, του συνάνθρωπου, «θεός είναι ο άλλος
άνθρωπος, ο κάθε άλλος. Αν δεν του απλώσεις το χέρι, έρχεται και σε βρίσκει ο
διάβολος. Κόλαση είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη και δεν βλέπουν
ποτέ ο ένας το πρόσωπο του άλλου» αναφέρεται σε ένα σημείο. Πλήρωση της ψυχής,
που ο καθένας την αναζητά κρατώντας το τιμόνι της καρδιάς του πλέοντας κι
ακολουθώντας το δικό του χάρτη «πορτολάνο» της ζωής, όπως τον λέει. Όταν ο νους
και η καρδιά σου λένε προχώρα, κάν’ το!
Ο Ματίας είχε τη διαίσθηση ότι πέρα από τον άνθρωπο και τη
λογική υπάρχει κι ένα ανεξήγητο μυστήριο που πλανάται και κυβερνά τον κόσμο που
κάνει τη ζωή ωραία κι απρόβλεπτη. Είναι κάποιες στιγμές, σπάνιες στη ζωή του
ανθρώπου, που συνδέονται με οριακές καταστάσεις, με αναπάντεχους κι αβάστακτους
στον πόνο θανάτους σαν αυτούς της μητέρας του, του φίλου του Λουδοβίκου, του μικρού
του γιου, είτε με τον έρωτα που συνεπαίρνει τον άνθρωπο, είτε με πράξεις
αναγκαστικές σαν αυτή που σκότωσε ο ίδιος τον νάνο για να ζήσουν όλοι οι άλλοι,
όταν πήγαιναν προς τη Μόσχα. Τότε η ψυχή για να σωθεί αναζητεί μια πίστη σε
κάτι που να την παρηγορεί. Αυτή την πίστη του Ματίας, ο συγγραφέας την
αισθητοποιεί μέσα από «οράματα κι όνειρα» που βλέπει και τον προειδοποιήσαν για
τα συνταρακτικά γεγονότα που του συνέβαιναν. Η πίστη αυτή δεν έχει καμιά σχέση
με τα θρησκευτικά δόγματα μέσα στα οποία η κάθε εκκλησία προσπαθεί να την
περιχαρακώσει. Είναι η πίστη στην ομορφιά της ζωής, στην ομορφιά της φύσης,
στην ομορφιά του καλού, στην ομορφιά της συνύπαρξης όλων αυτών, έτσι ώστε να
πείθουν ότι αξίζει να ζούμε αυτό το μέγα
δώρο της ζωής που μας χαρίστηκε, παρόλη την ύπαρξη της νομοτέλειας του θανάτου και της ύπαρξης
του κακού!
Την πίστη του αυτή ο Ματίας την απέδειξε έμπρακτα με τη
στάση ζωής του, που είχε τη δύναμη να παραμένει καλός ξεπερνώντας το κακό,
προσφέροντας στον συνάνθρωπο. Η επιλογή του να μονάσει σε σκήτη του Αγίου
Όρους, μακριά από τα τελετουργικά της Εκκλησίας εκφράζει ακριβώς αυτό το
μοναδικό χάρισμα των λίγων εκλεκτών που αξιώθηκαν να δουν την ουσία της ζωής.
Ήταν πράγματι ένας χαρισματικός άνθρωπος, όπως τονίζεται και μέσα στο έργο. Και
ο συγγραφέας κ. Ζουργός δεν αναφέρεται μόνο στην έννοια του χαρίσματος «έχεις
όλες αυτές τις ικανότητες που χαρακτηρίζουν τους εκλεκτούς, τους φωτισμένους,
αυτούς που είναι υποχείρια μιας δημιουργικής ορμής, αυτούς που είναι
καταδικασμένοι να ξεχωρίσουν» αλλά τονίζει και τη μοναξιά του χαρίσματος. Το
ίδιο το χάρισμα σε καταδικάζει σε μια ιδιάζουσα μοναξιά, αφού οι άλλοι δίπλα
σου αδυνατούν εκ των πραγμάτων να «συγχρωτιστούν» με τα χαρίσματα αυτά. Μήπως ο συγγραφέας έμμεσα υπονοεί και
τη μοναξιά που συνοδεύει το χάρισμα του λογοτέχνη-δημιουργού;
Για τη γλώσσα του μυθιστορήματος "Σκηνές από το βίο του Ματίας..."
Είναι κι αυτό ένα χάρισμα να μπορείς να ζωντανεύεις με
λέξεις και μόνο με λέξεις κόσμους ολόκληρους που δεν είδες ποτέ αλλά
φαντάστηκες και να τους τοποθετείς μέσα σε ένα πραγματικό ιστορικό και
γεωγραφικό πλαίσιο -ή που φαντάζει τέτοιο- προσδίδοντας αληθοφάνεια στο έργο, ώστε να γίνει
πιστευτό για να μπορεί να συγκινεί και να διαπαιδαγωγεί τους αναγνώστες!
Μεγάλος λοιπόν κι ο άθλος του κ. Ζουργού να αποτυπώσει πάνω στο χαρτί σκηνές
από την ευρωπαϊκή ιστορία ενός αιώνα
-300 χρόνια πριν. Πολύ ευρύ το θέμα
Φαντάζομαι πόσο πολύ δούλεψε, μελέτησε, κράτησε σημειώσεις,
σχεδιαγράμματα, λεπτές παρατηρήσεις μέχρι να αναπαραστήσει με τις κατάλληλες
λέξεις αυτές τις φανταστικές σκηνές τις τόσο κοντινές στην πραγματικότητα
Κάθε εποχή έχει τις
δικές της λέξεις, κάποιες ιδιαίτερες λέξεις που την ξεχωρίζουν από άλλες εποχές
και χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να αναπαρασταθεί γνήσια η ατμόσφαιρα κάθε
εποχής. Κι ο κ. Ζουργός ανέσυρε από την τόσο πλούσια ελληνική γλωσσική παράδοση μας πλήθος ξεχασμένων λέξεων που
ακούγονταν στα χείλη των ανθρώπων τότε και μας τις ξαναθύμισε και μαζί τους μας
ταξίδεψε στο χρόνο και στο όνειρο! Γενικά θα έλεγα ότι ο συγγραφέας έχει
κατακτήσει ένα τελείως προσωπικό ύφος γραφής, εφευρίσκοντας νέους απρόσμενους
και τολμηρούς συνδυασμούς λέξεων που ανανεώνουν την ελληνική γλώσσα.
Αφορμώμενος από ένα ρεαλιστικό γεγονός κατορθώνει να εκφράσει ένα λυρισμό που
ταξιδεύει τον αναγνώστη μέσα στην αχλύ του ονείρου –ενίοτε και του μυστικισμού-
Έτσι τουλάχιστον εγώ βίωσα την ανάγνωση λυρικών περιγραφών, πλούσιων σε
παρομοιώσεις, μεταφορές, μετωνυμίες, προσωποποιήσεις, που βρίθουν στο έργο.
«Ο Ιερεμίας ήταν ένας ποιητής των κοριτσιών, που βρέχουν
τα πρόσωπα τους σε μια κρήνη ένα μεσημέρι του καλοκαιριού. Αν είχε γεννηθεί στο
Βένετο ή στην Τοσκάνη οι στίχοι του θα λικνίζονταν με ηδυπάθεια σαν τον καπνό
των κεριών, που ανεβαίνει σε οροφές ζωγραφισμένες με γυμνές Αφροδίτες και
Τρίτωνες» γράφει ή παρακάτω
«ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ
ΟΜΙΧΛΗΣ είναι σκαθάρια μες το γάλα, καψίματα απ’ το στάξιμο του λυχναριού στους
πορτολάνους- ξεχωρίζουν. Είναι συνήθως χτισμένες δίπλα στο νερό, κρυμμένες κάτω
από τους στυλοβάτες του ουρανού, και ζούνε στη σιγή του χρόνου που περνά. Οι
πόλεις της ομίχλης έχουν τζαμιά με μύτες σαν μεγάλα μολύβια, τρούλους με
φωταγωγούς πάνω από λουτρά που αχνίζουν, τείχη με φρουρούς που χασμουριούνται
μες στη γαλακτερή αφάνεια της ομίχλης. Τέτοιες πόλεις, όσο κι αν κρύβονται,
ξεχωρίζουν, όσο κι αν χώνονται στο λευκό του πρωινού, τις διακρίνουν από μακριά
τα κουδούνια των καραβανιών και οι φωνές από την κόφα (καλάθι) στο ψηλό
κατάρτι, όταν οι νάβες (καράβια της εποχής) τις πλησιάζουν» ή
«ο Ματίας ένοιωθε το καλοκαίρι να τον φιλάει στο στόμα και
να τον παραλύει».
Το μοτίβο της μέλισσας και των χρωμάτων της επανέρχεται
και σε αυτό το έργο του γράφοντας «το σώμα της είχε ένα χτυπητό κίτρινο, που θα
το ζήλευαν όλοι οι ζωγράφοι, δίπλα σ’ ένα γαλήνιο μαύρο που του θύμισε τα μάτια
των μοσχαριών. Τα φτερά της διάφανα, όπως μια δεξαμενή με καθαρό νερό, τέτοια
που πλένονται οι άγγελοι κι ύστερα στεγνώνουν τα φτερά τους σ’ έναν ήλιο
κίτρινο, όπως αυτόν που είχε στο σώμα της»!
Κλείνω την ανάγνωση μου με τα αποσπάσματα αυτά αφήνοντας
στον αναγνώστη ένα μικρό δείγμα της μαγείας που αποπνέει ο λυρισμός της γραφής του Ισίδωρου Ζουργού!
Αγγελική Σούλη
Βάρκιζα, 30 Μαίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου