Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

«Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», Λεονάρντο Παδούρα, Εκδ. Καστανιώτη, 2011

        Εποχή του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται το 20ετές διάστημα μεταξύ του τέλους του Α! και την αρχή του Β! Παγκοσμίου Πολέμου (1918-1939): εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση με τις πολιτικές εκκαθαρίσεις από τον Στάλιν - Ισπανικός Εμφύλιος πόλεμος και ήττα των  Δημοκρατικών από τους Εθνικιστές του στρατηγού και μετέπειτα δικτάτορα Φράνκο - η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία - η Νορβηγία των σοσιαλδημοκρατών αλλά και του φιλοναζιστή μπροδότη Κουϊσλιγκ - το Μεξικό του στρατηγού Καρδένας που τόλμησε να εθνικοποιήσει τα πετρέλαια της χώρας του αλλά και το Μεξικό της Φρίντα Κάλο! Όλα αυτά ειδωμένα από τον  Κουβανό συγγραφέα Λεονάρντο Παδούρα, ο οποίος προσθέτει επιπλέον το θέμα το πώς βίωσε ο κουβανέζικος λαός την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλιασμού στη δεκαετία του 1990 στην πατρίδα του. Όλα αυτά τα φαινομενικά ετερόκλητα θέματα τελικά δένουν μεταξύ τους στο μυθιστόρημα "Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά" έχοντας ως συνδετικό κρίκο τον Τρότσκι και την πολυτάραχη ζωή του από τα άδυτα της εξουσίας στο Κρεμλίνο μέχρι τις περιπλανήσεις του ως εξόριστος ανά τον πλανήτη, αφού σχεδόν καμμιά χώρα στον πλανήτη δεν του πρόσφερε πολιτικό άσυλο! Επίσης το μυθιστόρημα περιλαμβάνει και την καταπληκτική αφήγηση που σχετίζεται με την κατασκευή ενός κατά παραγγελία δολοφόνου από το σταλινικό καθεστώς και τη δολοφονία του Τρότσκι τελικά στο Μεξικό, αφήγηση που από μόνη της θα μπορούσε να είναι ένα άλλο μυθιστόρημα! Ο Παδούρα με το έργο αυτό καταφέρνει να υπερβεί τη μυθιστορηματική βιογραφία και να  συνθέσει ένα μυθιστόρημα για την άνοδο και την πτώση του κομμουνισμού, όπως τη βίωσαν απλοί άνθρωποι, στελέχη του κόμματος, πράκτορες, ηγέτες. «Τα ιστορικά γεγονότα εισέρχονται στο χώρο της μνήμης, μόνο όταν έχουν  μετασχηματιστεί σε αφηγηματικά γεγονότα[1]» και ο Παδούρα  με τη μυθιστορηματική αφήγηση του κατάφερε να ζωντανέψει και να εντυπώσει στη μνήμη μας την εποχή εκείνη, μεταδίδοντας μας την ένταση του βιώματος των ανθρώπων εκείνων που μέσα στη δίνη της Ιστορίας συνετρίβησαν ενώ η πλειονότητα τους  αγωνίζονταν για ένα καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας!
               Η ιδέα να γράψει ο Κουβανός συγγραφέας Λ. Παδούρα αυτό το μυθιστόρημα, του γεννήθηκε το 1989, όταν επισκέφθηκε το Μεξικό και πήγε στο σπίτι –που έχει μετατραπεί σε μουσείο σήμερα - που έζησε και δολοφονήθηκε ο Τρότσκι. Μεσολάβησαν 20 χρόνια μέχρι να εκδοθεί το έργο, χρόνια που σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η οποία βιώθηκε έντονα στην πατρίδα του την Κούβα. Αναφέρει ο ίδιος στο επιλογικό Σημείωμα του βιβλίου του «με την ΕΣΣΔ πεθαμένη και θαμμένη πια, θέλησα να χρησιμοποιήσω την ιστορία της δολοφονίας του Τρότσκι για να πραγματευτώ τη διαστροφή της μεγάλης ουτοπίας του 20ου αιώνα, αυτής της διαδικασίας στην οποία πολλοί επένδυσαν τις ελπίδες τους και τόσοι από μας έχουμε χάσει όνειρα, χρόνια, κι ακόμα αίμα και ζωή […] Μεσολάβησαν χρόνια σκέψης, διαβάσματος, έρευνας και συζήτησης» για να αποδώσει πιστά  τα ιστορικά γεγονότα, αναφέρει. Μόνο στην περίπτωση του δολοφόνου  Ραμόν Μερκαντέρ βάδισε «με το πιθανό και το επαληθεύσιμο», διότι οι πληροφορίες για τη ζωή του ή τις ζωές του δεν έχουν διασωθεί με ακρίβεια.
Άσχετα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί  κάποιος με την άποψη του συγγραφέα για το «πώς και γιατί διαστρεβλώθηκε η ουτοπία αυτή», τα αίτια της οποίας ο συγγραφέας εστιάζει στο σύστημα εξουσίας που άρχισε να διαμορφώνεται στην ΕΣΣΔ τα μετεπαναστατικά χρόνια μετά το θάνατο του Λένιν, το μυθιστόρημα προσφέρεται και για άλλου είδους ερμηνείες, όπως για τη μοίρα των επαναστατών που εμπλέκονται στα γρανάζια της Ιστορίας στην προσπάθεια τους να αλλάξουν τον κόσμο, για τους «νικητές» και τους «ηττημένους» αυτού του αγώνα είτε πρόκειται για ηγέτες είτε για απλούς ανθρώπους, για τη δύναμη αλλά και τη χαμέρπεια του ανθρώπου και άλλα πολλά!
                                                           *   *   *
ΤΡΟΤΣΚΙ: από τα χρόνια της Επανάστασης στα χρόνια της Εξορίας 
Το κουβάρι της αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται  από τη στιγμή της απέλασης του Τρότσκι από τη Σοβιετική Ένωση προς άγνωστη κατεύθυνση! Ο Λιέφ Νταβίνοβιτς Μπρονστάιν, γνωστός στην Ιστορία με το ψευδώνυμο Τρότσκι –το οποίο υιοθέτησε παίρνοντας το επίθετο του δεσμοφύλακα του που του προμήθευε χαρτί και μελάνι μέσα στις τσαρικές φυλακές-  αυτός που αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία κατά την εξέγερση του 1905 στην πατρίδα του Ουκρανία ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά του καταπιεστικού τσαρικού καθεστώτος, αυτός που είχε οδηγήσει την εξέγερση των μπολσεβίκων στον θρίαμβο τον Οκτώβρη του 1917 και είχε δημιουργήσει τον Κόκκινο Στρατό μέσα απ’ το χάος και είχε σώσει την Επανάσταση στα χρόνια των ιμπεριαλιστικών εισβολών και του εμφυλίου πολέμου, ο συνοδοιπόρος  του Λένιν μετά το θάνατο του οποίου το 1924 συμμετείχε στο 5μελές Πολιτικό Γραφείο που κυβερνούσε τη Σοβιετική Ένωση, τώρα το 1928 λαμβάνει επιστολή από την ΓκεΠεΟυ (Μυστική Αστυνομία) να εγκαταλείψει τη χώρα του εντός 24 ωρών -χωρίς να αναφέρεται μάλιστα συγκεκριμένος τόπος προορισμού του- με τη δικαιολογία ότι οργάνωνε παράνομο κόμμα εχθρικό προς τα σοβιέτ! Τρία χρόνια αργότερα το 1932, -όπως δημοσιεύθηκε και στην «Πράβντα», την εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος  ο Τρότσκι -μαζί με άλλους 30 εξόριστους διακεκριμένες μορφές του μενσεβικισμού στην εποχή τους- παύει να είναι πολίτης του σοβιετικού κράτους στερώντας του υπηκοότητα και ιθαγένεια εξ αιτίας της συμμετοχής του σε αντεπαναστατικές ενέργειες και χαρακτηριζόταν Εχθρός του Λαού. Ο Τρότσκι ηγούνταν τότε της Αντιπολίτευσης δηλαδή των μενσεβίκων που δρούσε δίπλα στην τάση των μπολσεβίκων μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της ΕΣΣΔ., και δεν είχε διστάσει να πει στον Στάλιν μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος μπροστά σε όλους τους συντρόφους το 1926 «έχεις μετατραπεί σε Νεκροθάφτη της Επανάστασης»!
      Χωρίς διαβατήριο λοιπόν ο Τρότσκι (1879-1940) εξορίζεται προσωρινά στην εσχατιά της ασιατικής Ρωσίας, στο μακρινό Κιργιστάν κοντά στα κινεζικά σύνορα! Ήταν Γενάρης του 1928, όταν κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες που έφθαναν μέχρι και τους μείον 40 βαθμούς ο Τρότσκι ταξιδεύοντας με τρένο και με φορτηγό φθάνει στην Άλμα Άτα (σημερινό Καζακστάν) μαζί με τη σύζυγο του Ναταλία. Καταπληκτικές οι εικόνες από την άγρια χειμωνιάτικη φύση της περιοχής που δίνει ο συγγραφέας που ζει σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, όπως αυτό της Κούβας. Γράφει λοιπόν «διασχίζοντας τις παγωμένες στέπες, τυλιγμένοι στο απόλυτο λευκό μέσα στο οποίο χάνονταν οι έννοιες του χρόνου και της απόστασης …εκεί που τα κύματα του χιονιού έπεφταν από τον ουρανό κι απ’ όπου είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος ήλιου και τα οποία απειλούσαν να καταβροχθίσουν ο,τιδήποτε τολμούσε να αψηφήσει τη συντριπτική επιμονή τους […] φθάνουν σ’ αυτήν την τραχιά γωνιά του κόσμου», όπου κατοικούσαν αραιά και που οι νομαδικές φυλές των Τουρκμενίων, Κιργισίων, Ουζμπέκων. Ο συγγραφέας φαντάζεται τον Τρότσκι να συνειδητοποιεί εκ του σύνεγγυς τους ανέφικτους  στόχους για το μετασχηματισμό αυτών των σχεδόν πρωτόγονων κοινωνιών, που έθετε η Επανάσταση και να αναρωτιέται: Πώς να μετατραπούν αυτοί οι νομάδες σε εργάτες, οι ορεσίβιες κατσίκες τους σε κρατικά κοπάδια, δημιουργώντας κολεκτιβίστικες φάρμες και πώς να πάψουν να λατρεύουν Πέτρες ή Δέντρα ως θεότητες, τα μόνα που έβλεπαν να αντιστέκονται στο χρόνο και στο χιόνι, όταν αυτό σκέπαζε την αχανή κι άγονη στέπα τους; και πώς να καταλάβουν ότι η συνήθεια τους αυτή ήταν αντιμαρξιστική και όφειλαν να την εγκαταλείψουν για χάρη της προόδου της ανθρωπότητας! 
       Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του εκεί στην Άλμα-Άτα – απομονωμένος από την πολιτική ζωή αφού δεν μπορούσε ούτε να λάβει ούτε να στείλει αλληλογραφία, συντροφιά με ελάχιστα μόνο βιβλία-  ο Λέων Τρότσκι είχε το χρόνο να σκεφτεί και να ξανασκεφτεί πώς τα πράγματα έφθασαν ως εδώ και να αναγνωρίσει και τις δικές του ευθύνες στη διαδοχή της εξουσίας μετά το θάνατο του Λένιν το  Γενάρη του 1924. Η αλήθεια είναι ότι υποτίμησε τον Στάλιν, αυτόν τον ακαλλιέργητο Γεωργιανό «με το βλέμμα ερπετού που του θύμιζαν μάτια σαύρας που παραμονεύουν για να επιτεθούν», αυτόν τον μνησίκακο και χωρίς όρια ραδιούργο, όπως απεδείχθη. Ο Τρότσκι δεν έδωσε τη μάχη που  είχε αρχίσει για την κατάκτηση της εξουσίας μέσα στο 5μελές Πολιτικό Γραφείο (με Τρότσκι, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν) που κυβερνούσε τότε το νεοσύστατο Σοβιετικό κράτος. Δεν εκμεταλλεύτηκε τις επιστολές του Λένιν, στις οποίες μεμφόταν τον Στάλιν για το βάναυσο χειρισμό του στο ζήτημα των Εθνοτήτων, ούτε εκμεταλλεύτηκε τη «διαθήκη» του Λένιν με την οποία ζητούσε να απομακρυνθεί ο Γεωργιανός  απ’ τη Γραμματεία  του Κόμματος.
 Αντίθετα ο Στάλιν φρόντισε οι πιστοί οπαδοί του να διεισδύσουν στον κομματικό μηχανισμό και τελικά κερδίζοντας τη συνενοχή του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ (που ο τελευταίος είχε παντρευτεί μάλιστα τη μικρή αδελφή του Τρότσκι Όλγα!) και τη λιπόψυχη υποστήριξη του Μπουχάριν, έκανε πέρα τον Τρότσκι από στο Πολιτικό Γραφείο και λίγο αργότερα απ’ το Κόμμα χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει καλά-καλά. Κι όταν το 1927 απομακρύνθηκαν και οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ το πράγμα ήταν ολοφάνερο πως βάδιζε προς την απόλυτη εξουσία του "ενός ανδρός αρχή", αφού το «παιδί-θαύμα» της Επανάστασης ο πολλά υποσχόμενος θεωρητικός της ο Μπουχάριν είχε παροπλιστεί ζώντας κάτω από τη βαριά σκιά και το φόβο του Στάλιν, όπως κι ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε φίλο «μένω από φόβο». Η εξαφάνιση του Τρότσκι από τη μνήμη των ανθρώπων ήταν η επόμενη πράξη που μεθόδευσε ο Στάλιν. Η έκδοση των βιβλίων του Τρότσκι διακόπτεται, όσα απ’ αυτά βρίσκονταν σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες τα μάζεψαν και σταμάτησαν να αναφέρουν στο όνομα του σε δημοσιογραφικά άρθρα κι αφιερώματα.
Ένα άλλο ερώτημα που βασάνιζε τον εξόριστο Τρότσκι είναι γιατί ο Στάλιν επέλεξε την εξορία του κι όχι τη δολοφονία του που θα του εξασφάλιζε κι οριστική απαλλαγή από την ενοχλητική παρουσία του. Ο Τρότσκι δεν μπορούσε  να μην αναγνωρίσει ότι ο Στάλιν με την τακτική της απέλασης αντέγραψε τον ίδιο και τον Λένιν, όταν αυτοί εγκαινίασαν την πολιτική της «αναγκαστικής μετανάστευσης» για κάποιους αντιφρονούντες με την Επανάσταση. Τώρα όμως το μέτρο αυτό στρεφόταν κατά συντρόφων που αγωνίστηκαν μαζί για την επιτυχία της Επανάστασης. Ο Στάλιν έκρινε μάλλον ότι δεν είχε έρθει ακόμα ο κατάλληλος χρόνος για τη δολοφονία του. Το όνομα του Τρότσκι ήταν ακόμα δυνατό, χρειαζόταν πρώτα να το εξευτελίσει  ηθικά πείθοντας το σοβιετικό λαό και τους κομμουνιστές παντού ότι δεν είναι απλά ένας πολιτικός αντίπαλος του αλλά κάτι παραπάνω: Προδότης της Επανάστασης, Εχθρός του Λαού και συνεργάτης αστικών κυβερνήσεων!
 Εξόριστος λοιπόν λόγω διαφωνιών στη χάραξη της πολιτικής και οικονομικής στρατηγικής που θα εφάρμοζε το σοβιετικό κράτος για την οικοδόμηση του  κομμουνισμού! Μα ο Στάλιν όσον αφορά το οικονομικό πρόγραμμα ακολούθησε αυτό της Αντιπολίτευσης για την κολεκτιβοποίηση της γης και τον εκβιομηχανισμό της χώρας,  μόνο που η εφαρμογή του έγινε τόσο πολύ βίαια με αποτέλεσμα οι μεγάλοι αλλά και οι μεσαίοι ιδιοκτήτες της γης να σαμποτάρουν τις μεταρρυθμίσεις του Στάλιν σφάζοντας μαζικά τα ζώα τους και πλήττοντας ανεπανόρθωτα την κτηνοτροφία. Έτσι τους απέμειναν μόνο τα σιτηρά και γενικά τα δημητριακά ως κύρια διατροφή κι έφτασαν να καταναλώσουν ακόμα και τους σπόρους που φύλαγαν για την επόμενη σπορά. Τον επόμενο χρόνο 1930  ξέσπασε λιμός με εκατομμύρια νεκρούς από πείνα! Τότε ολόκληροι οικισμοί και χωριά εγκαταλείφθησαν, οι πρώην καλλιεργητές της γης ξεριζώθηκαν από τα χωράφια και μεταφέρθηκαν ως εργάτες στα δάση και στα ορυχεία της Σιβηρίας, από τα οποία η κυβέρνηση σκεφτόταν να βγάλει τα πλούτη που είχε πάψει να παράγει η γη τους. Στις πόλεις η μαύρη αγορά οργίαζε. Κανείς δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση, διότι ένα κλίμα τρόμου άρχισε να απλώνεται πάνω από την κοινωνία ενώ συγχρόνως άρχισε να εγκαινιάζεται η λατρεία στο πρόσωπο του Στάλιν, που άρχισε να αποκαλείται « ο πατερούλης»! 

          Ένα χρόνο ακριβώς έμεινε στην Άλμα-Άτα, όταν παίρνει εντολή από τη Μόσχα να εγκαταλείψει τη χώρα, χωρίς να έχει εξασφαλίσει όμως την πολυπόθητη βίζα που του την αρνήθηκαν οι χώρες στις οποίες είχε απευθυνθεί, η Γερμανία, η Αυστρία, η Γαλλία, η Αγγλία και η Νορβηγία προφασιζόμενες η καθεμιά διάφορους λόγους. «ο κόσμος είχε μετατραπεί γι αυτόν σε έναν πλανήτη για τον οποίο δεν είχε βίζα». Ήταν ανεπιθύμητος σε κυβερνήσεις  τόσο αστικές όσο και σοσιαλιστικές που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης! Κι ενώ διέσχιζε τις παγωμένες στέπες της κεντρικής Ασίας με 40 υπό το μηδέν, έρχεται η είδηση ότι μόνο το νεοσύστατο τουρκικό κράτος από τον Κεμάλ Ατατούρκ τον δέχεται στα εδάφη του χορηγώντας του βίζα για λόγους υγείας. Και η άνοιξη του 1929 τον βρίσκει στην Πριγκιπόνησο, το νησί των εξορίστων πριγκίπων,  στη θάλασσα της Προποντίδας να κατοικεί σε μια ξύλινη έπαυλη με κήπο μαζί με τη Ναταλία, το αγαπημένο σκυλί του τη Μάγια, ένα μπορζόϊ, απ’ αυτά που συντρόφευαν τους τσάρους και τους Ρώσους ευγενείς, και το οποίο δεν είχε αποχωριστεί ούτε στην Αλμα-Άτα.
Τρία κοντά χρόνια έζησε στην Τουρκία. Στην Πριγκηπόνησο  η ζωή του κυλούσε σε σχετικά κανονικούς ρυθμούς.  Δέχτηκε λιγοστούς επισκέπτες ομοϊδεάτες του από το εξωτερικό, φιλοξένησε τον μικρό εγγονό του Σιέβα, άρχισε να γράφει την «Ιστορία της Επανάστασης», κι ολοκλήρωσε την «Αυτοβιογραφία» του, είχε γραμματείς που φρόντιζαν για την αλληλογραφία του και τα γραπτά του, υπηρέτες για να βοηθούν τη Ναταλία, σωματοφύλακες για τον ίδιο, πήγαινε για ψάρεμα με τον Έλληνα βαρκάρη Χαράλαμπο και χαιρόταν την όμορφη εξοχή του νησιού. Δυστυχώς όμως μια πυρκαγιά-εμπρησμός μετέτρεψε σε ερείπια την ξύλινη έπαυλη και μαζί επιστολές, φωτογραφίες, ντοκουμέντα από την Επανάσταση, που είχε παραγγείλει να του σταλούν από τη Ρωσία. Αυτό που τον στενοχώρησε όμως πολύ ήταν η κλονισμένη υγεία της κόρης του Ζίνας –μητέρας του Σιέβα- από φυματίωση και η εγχείρηση που οι Τούρκοι γιατροί της αφαίρεσαν κατά λάθος τον υγιή της πνεύμονα! Οι ευτυχισμένες μέρες στην Πριγκιπόνησο είχαν τελειώσει! Μετακόμισαν σε ένα μικρό σπίτι στην Κωνσταντινούπολη μέχρι που η κυβέρνηση Νταλαντιέ της Γαλλίας του χορήγησε άσυλο με την προϋπόθεση να μην επισκεφθεί ποτέ το Παρίσι. Την άνοιξη του 1933, ενώ ο Χίτλερ έχει πάρει την εξουσία και διαλαλούσε ότι θα εξαφανίσει τους κομμουνιστές, αναχωρούν με καράβι για τη Μασσαλία αφού αποχαιρέτησαν την Πριγκιπόνησο θάβοντας εκεί την αγαπημένη τους Μάγια που δεν μπόρεσε κανένας κτηνίατρος να σώσει.

         Οι Τρότσκι έμειναν στη Νότια Γαλλία, και για ένα διάστημα στη γραφική Μπαρμιζόν που την ομορφιά της απαθανάτισαν με τους πίνακες τους γνωστοί ζωγράφοι του μοντερνισμού. Ο Τρότσκι μαζί με τον εξόριστο γιο του Λιόβα, δραστήριο μέλος των τροτσκιστών στην Ευρώπη κι άλλους συνεργάτες  οργανώνουν την ιδρυτική συνέλευση για την 4η Κομμουνιστική Διεθνή στο Παρίσι. Η Διεθνής θα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός, πίστευε, για να ακουστεί η αλήθεια και να ταρακουνηθούν συνειδήσεις, όμως η συνέλευση αυτή κατέληξε σε φιάσκο. Τα κόμματα και οι οργανώσεις που εκπροσωπήθηκαν σ’ αυτήν ήταν μια αντανάκλαση της διάλυσης που βίωνε η Αριστερά στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική αποθαρρυμένη από τις αποτυχίες της μετά την άνοδο του φασισμού και τρομοκρατημένη από τις πιέσεις της Μόσχας. Οι  συμμετέχοντες που διαφωνούσαν με τα σοβιετόφιλα κόμματα των χωρών τους έκαναν πίσω φοβούμενοι να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική οργάνωση μαρξιστική μεν, αντισταλινική δε, που θα είχε για ιδεολογική αρχή τη «διαρκή επανάσταση». «Τα καλέσματα για διαρκείς επαναστάσεις και η εικόνα ενός ηγέτη ανατρεπτικού τόσο της μοσχοβίτικης τάξης πραγμάτων, όσο και της καπιταλιστικής άρχισαν να μετατρέπονται σε αναχρονισμούς» σημειώνει ο συγγραφέας! Μετά τη συνέλευση αυτή στην οποία τόλμησε να κάνει την παρουσία του ο Τρότσκι μεταμφιεσμένος βέβαια, παραβαίνοντας τον όρο διαμονής του στη Γαλλία, παίρνει εντολή να εγκαταλείψει τη χώρα εντός 48 ωρών!
     
   Είναι καλοκαίρι του 1935, όταν ο Τρότσκι με τη γυναίκα του Ναταλία φτάνουν στη Νορβηγία, στην οποία μόλις είχε θριαμβεύσει στις εκλογές το Εργατικό Κόμμα που τους παραχώρησε και το άσυλο. Φιλοξενείται στο σπίτι του σοσιαλδημοκράτη πολιτικού και δημοσιογράφου Κόνραντ Κνούτσεν στο Βέξαλ, έναν οικισμό 50 χιλιόμετρα έξω από το Όσλο. Η φιλοξενία στο σπίτι ήταν πολύ ζεστή σε αντίθεση με τα προβλήματα που αντιμετώπισε από τη φιλοξενία στη χώρα. Ο κομμουνιστικός αλλά και ο φασιστικός Τύπος που ελεγχόταν από το φιλοναζιστή Κουίσλινγκ προσπαθούσαν να μετατρέψουν την παραμονή του εκεί σε πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση. Μάλιστα η Σοβιετική κυβέρνηση ζητούσε την απέλαση του Τρότσκι αλλιώς θα διέκοπτε τις εμπορικές σχέσεις της με τη Νορβηγία.. 
Έτσι ενάμιση χρόνο μετά, Δεκέμβριο του 1936 κι ενώ μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα αναγκάζεται να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας προς το μακρινό Μεξικό τώρα, όπου  η κυβέρνηση Καδένας ήταν η μόνη που του χορήγησε άσυλο! Εννέα χρόνια περιθωριοποίησης  κι επιθέσεων είχαν καταφέρει να τον μετατρέψουν σε παρία, περιπλανώμενο Ιουδαίο, καταδικασμένο στην αναμονή ενός επονείδιστου θανάτου…άφηνε την Ευρώπη κι εκεί τα πτώματα τόσων συντρόφων και τους τάφους των δυο παιδιών του…μαζί του έφευγαν και οι ψευδαισθήσεις, ακόμα κι εκείνη της επανάστασης… «μαζί μου όμως παίρνω και τη ζωή, κι όσο κι αν θεωρούν ότι με έχουν τσακίσει, εφ’ όσον αναπνέω, δεν θα παραδεχτώ την ήττα μου» θα έγραφε ο ίδιος ο Τρότσκι στην αυτοβιογραφία του αργότερα!

       
Και ο άνθρωπος Τρότσκι ποιος ήταν; Ο συγγραφέας προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την προσωπικότητα του ανθρώπου Τρότσκι ως ηγέτη, ως επαναστάτη, ως οικογενειάρχη, και, αν κι αισθάνεται συμπαθών μαζί του, δεν αποκρύπτει τα λάθη του. Λάθη που διέπραξε, όταν κατείχε εξουσία, όπως την αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης των ναυτών στο ρωσικό ναύσταθμο της Βαλτικής θάλασσας επί της νήσου Κρονστάνδης το Μάρτη του 1921, κι ας δικαιολογούσε την παραδειγματική τιμωρία τους ως πολιτική αναγκαιότητα της εποχής, αφού η χώρα βρισκόταν στο χάος εν μέσω πείνας και οικονομικής παράλυσης. Ο συγγραφέας επικαλούμενος στοιχεία από την αυτοβιογραφία του Τρότσκι, τον παρουσιάζει κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του, να έχει αμφιβολίες για ιδεολογικά ζητήματα και πρακτικές και να αναρωτιέται: η δικτατορία του προλεταριάτου θα εξάλειφε τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, ωστόσο θα έπρεπε να καταστέλλει και τους εργάτες, όταν εξεγείρονταν; Έπρεπε να συναινέσει στην απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, στην επιβολή λογοκρισίας στον Τύπο το 1918 και στην απαγόρευση των εκλογών το 1921  επικαλούμενος την επιβίωση της Επανάστασης; Μήπως δεν είχε συναινέσει στη δημιουργία της Τσε Κα της μυστικής αστυνομίας στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, μόνο που αυτή στρεφόταν κατά των ταξικών αντιπάλων κι όχι κατά κομμουνιστών. Αναπόφευκτα αναγνωρίζει ότι «Η Επανάσταση είχε αρχίσει να τρώει τα παιδιά της και σ’ αυτόν έλαχε ο κλήρος να δώσει τη διαταγή να αρχίσει το συμπόσιο» σε πολλές περιπτώσεις, αναφέρει ο συγγραφέας. Μήπως τελικά είναι νομοτέλεια οι επαναστάσεις να λοξοδρομούν;
Όμως βαθιά μέσα του ελπίζει και δεν παραιτείται από τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Αγωνιστής μέχρι τέλος, δεν καταπτοήθηκε ούτε από τις κακουχίες και τις διώξεις ούτε από τις οικογενειακές συμφορές που τον έπληξαν.
Γράφει σε μια επιστολή του «ο επαναστάτης πρέπει να έχει βούληση, αφοσίωση στο σκοπό του κι πνεύμα αυτοθυσίας». Έχοντας λοιπόν πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του σκέπτεται, ασκεί κριτική στα πολιτικά δρώμενα όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και της Ευρώπης, γράφει  βιβλία και άρθρα που δημοσιεύονται στο «Δελτίο» που εκδίδεται από τροτσκιστές, οργανώνει την 4η κομμουνιστική Διεθνή. Στην εξορία τελειώνει την «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», την «Αυτοβιογραφία» του, τη «Βιογραφία του Στάλιν».
 Στο πιο γνωστό βιβλίο του «Η προδομένη Επανάσταση» που εκδόθηκε το Μάη του 1937, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο Μεξικό, καταγγέλλει ότι ο σταλινισμός είναι η αντιδραστική και δικτατορική μορφή του σοσιαλιστικού μοντέλου, μια κυβέρνηση γραφειοκρατικής μειοψηφίας που με τη βία και το φόβο καταπνίγει κάθε υπόνοια δημοκρατίας ενάντια στα επαναστατικά σκιρτήματα της ταξικής πάλης σε ολόκληρο τον κόσμο… έχουν διαστρεβλωθεί μέχρι τα μύχια το κοινωνικό όνειρο και η οικονομική ουτοπία που το στήριζε […] γι αυτό είναι ανάγκη το προλεταριάτο να εξεγερθεί ενάντια στο ίδιο του το κράτος […] χρειάζεται μια πολιτική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση, μια δραστική κοινωνική αλλαγή που θα γκρεμίσει το σύστημα αυτό. Σκεπτόμενος την υστεροφημία του σε συνδυασμό με το μέλλον της Επανάστασης γράφει ότι το έργο και τα όνειρα του θα μείνουν στα χέρια της απρόβλεπτης μοίρας που θα τους επιφυλάξουν οι επίγονοι, ίσως οι μελλοντικές γενιές αποδώσουν δικαιοσύνη σ’ αυτό το όνειρο αλλά  σίγουρα τα αγάλματα του Μεγάλου Ηγέτη θα γκρεμιστούν από τα βάθρα τους, προέβλεψε!
Η ψυχολογική του κατάσταση πέρασε από διάφορες ακραίες φάσεις! Από τα  ενθουσιώδη επαναστατικά χρόνια της νιότης, από τα λίγα ευτυχισμένα χρόνια στο Κρεμλίνο που κατοικούσε μαζί με τα μικρά παιδιά του και με τη λατρεία του κόσμου και τη δικαίωση, όταν νίκησε η Επανάσταση μέχρι τις μεγάλες πίκρες που του έδωσε το γκρέμισμα του από την εξουσία, ο εκτοπισμός του από την πατρίδα χωρίς διαβατήριο, η κατασυκοφάντηση του ονόματος και του έργου του ως προδότη κι αποστάτη, ο εγκλωβισμός του σε ξένες πατρίδες που τον έκαναν να αισθάνεται παροπλισμένος και παρείσακτος, ενώ η ψυχή του λαχταρούσε να συμμετέχει κι ο ίδιος μέσα στα πολιτικά πράγματα της  Σοβιετικής Ένωσης και της Ευρώπης. Δίπλα σ’ αυτές τις πίκρες έρχονται να προστεθούν και άλλες μεγαλύτερες οι θάνατοι των τριών από τα τέσσερα παιδιά του, όλα σε σχετικά νεαρή ηλικία!!
Πρώτα έφυγε αυτοκτονώντας η κόρη του η Νίνα, έπειτα η κόρη του η Ζίνα από τον πρώτο γάμο του με την Αλεξάνδρα Σοκολόφσκαγια -την επαναστάτρια στα χρόνια της Οδησσού- αφού πρώτα ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τη φυματίωση και τις διώξεις του Στάλιν κατά της οικογένεια της. Έπειτα ο γιος του ο Λιόβα το δεξί χέρι του πατέρα του, που μετά από μια απλή εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας που υπεβλήθη στο Παρίσι  υποτροπίασε, ενώ υπήρχαν υπόνοιες ότι δηλητηριάστηκε. Πολύ βαρύ το πένθος για τους γονείς που βρίσκονταν στο Μεξικό και κλείστηκαν για μέρες στο δωμάτιο τους χωρίς φαγητό κι επικοινωνία με κανέναν! Για το  μικρότερο γιο τους το Σεριόζα που είχε μείνει στη Σοβιετική Ένωση και δεν μπορούσε να φύγει συνεχώς καρδιοχτυπούσαν αφού βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα και σπάνια έφθαναν νέα του στους γονείς του. Κι όταν αργότερα πληροφορήθηκαν ότι είχε συλληφθεί και σταλεί σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, πονούσαν κι αγωνιούσαν, αν θα άντεχε τα βασανιστήρια σε αυτή την επίγεια κόλαση. Ποιος ο Σεριόζα που δεν ασχολιόταν με την πολιτική και που όταν ήταν παιδί έπαιζε και μάθαινε τη μικρή Σβετλάνα του Στάλιν να γράφει την αλφάβητο! Τίποτα δεν είχε σεβαστεί αυτός ο άνθρωπος!
 Ο Τρότσκι πατέρας δεν ήταν τόσο που δεν έβλεπε τα παιδιά του ζώντας μακριά τους, δεν ήταν που ανησυχούσε διαρκώς για τη ζωή τους φοβούμενος την εκδίκηση του Στάλιν, ήταν προπάντων οι ενοχές που αισθανόταν για την τύχη τους και τα διλήμματα που έθετε στον εαυτό του. Αυτός «που είχε πρωταγωνιστήσει στη σωτηρία  των μεγάλων μαζών ταυτόχρονα έριχνε στη φωτιά τη μοίρα των πιο κοντινών κι αγαπημένων του ανθρώπων» εξ αιτίας του πολιτικού του πάθους; Ίσως ο δικός του θάνατος θα μπορούσε να σταματήσει την εκδίκηση που τους απειλούσε.  Είχε όμως το δικαίωμα ένας επαναστάτης να εγκαταλείψει τη μάχη; Βάραινε περισσότερο η ζωή  των παιδιών του από τη μοίρα μιας ολόκληρης τάξης; Πάνω στην οργή και την πίκρα του για το θάνατο της Ζίνας ετοίμασε μια ανοιχτή επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή του μπολσεβίκικου κόμματος την οποία κατηγορούσε εξίσου ως ένοχη με τον Στάλιν διότι ανέχτηκαν την εκδικητική μανία του προς την άρρωστη κόρη του, ενώ δεν ντρέπονταν να τον ανακηρύσσουν «Ιδιοφυία της Επανάστασης» και «Πατέρα των Προοδευτικών Λαών του κόσμου». Οι  πονεμένες κραυγές του πατέρα όμως σκεπάστηκαν από τις χιλιάδες ζητωκραυγές των Γερμανών που τις ίδιες μέρες γιόρταζαν την άνοδο του Χίτλερ στην Καγκελαρία, ενώ η ελπιδοφόρος σύντομη περίοδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έληγε άδοξα!                                             
*   *   *

Η περίοδος των πολιτικών εκκαθαρίσεων και της Τρομοκρατίας του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση

Κι ενώ ο Τρότσκι περιπλανάται εξόριστος, ο Στάλιν στη Μόσχα αρχίζει να οικοδομεί τη μονοπρόσωπη αυταρχική εξουσία του εξαφανίζοντας κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Συγχρόνως θέλησε να μεταμορφώσει τη Μόσχα σε προλεταριακή πόλη. Η μεταμόρφωση άρχισε από το Κρεμλίνο. «Μέσα στα τείχη του κατεδαφίστηκαν οι μονές των Θαυμάτων και της Αναλήψεως, χτισμένες το 1358 και το 1389 αντίστοιχα καθώς και το υπέροχο Παλάτι του Νικολάου, έργο της εποχής της Αικατερίνης Β! Έξω από τον περίφρακτο χώρο της εξουσίας, η πιο θλιβερή καταστροφή ήταν εκείνη του Ναού του Χριστού Σωτήρος, του πιο μεγάλου ιερού οικοδομήματος στην πόλη με τα 90 μέτρα ύψος […], τα 4 καμπαναριά του φορτωμένα με 14 καμπάνες ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζε εκείνη η γιγάντια 24 τόνους βαριά, που αψηφούσε τους νόμους της φυσικής και προκαλούσε τη ζήλια των απανταχού χριστιανών…» που κατεδαφίστηκε για να ορθωθεί στη θέση του ο Οίκος των Σοβιέτ. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το ξενοδοχείο Μοσκβά, αυτό το εξάμβλωμα αρχιτεκτονικής που το δεξί και το αριστερό του τμήμα είναι χτισμένα σε διαφορετικούς «ρυθμούς» αταίριαστους μεταξύ τους.
Διαφορετικές είναι οι περιπτώσεις των δυο συνοικιών του Σοκόλνικι του Γκολιάνοβο, οι οποίες κτίσθηκαν η μεν πρώτη, όταν ο σταλινισμός δεν είχε ακόμα εδραιωθεί, και η δεύτερη μετά τον Β! Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαβάζουμε «Το Γκολιάνοβο μύριζε Στάλιν. Τα μπλοκ των διαμερισμάτων, τετράγωνα και γκρίζα, με μικροσκοπικά παράθυρα,  χωρίζονταν με διαδρόμους από πατημένο χώμα γεμάτους δένδρα που διεκδικούσαν τον χώρο. Η μονοτονία μιας αρχιτεκτονικής τσαπατσούλικης, που πάσχιζε να αποδείξει ότι στον άνθρωπο αρκούν λίγα τετραγωνικά μέτρα στέγης για να ζήσει σοσιαλιστικώς, έφερνε ίλιγγο με την ομοιομορφία και την απρόσωπη εικόνα της». Αριθμοί προσδιόριζαν τα οικοδομικά τετράγωνα, τα κτήρια, τις εισόδους, που οι περισσότεροι είχαν σβηστεί απ’ το χιόνι και τη βροχή. Ο επισκέπτης χανόταν μέσα σ’ αυτήν την προλεταριακή μεγαλούπολη αναζητώντας για παράδειγμα το κτήριο 26-C του οικοδομικού τετραγώνου 7, και όταν τελικά το έβρισκε μετά από πολύ ψάξιμο, έπρεπε να γνωρίζει ποια απ’ τις εξωτερικές σκάλες του κτηρίου θα τον οδηγούσε στον όροφο που βρισκόταν το διαμέρισμα που αναζητούσε! Το Γκολιάνοβο ήταν ένα δείγμα της αυστηρής σοβιετικής πόλης.
Αντίθετα «το Σοκόλνικι ήταν σαν ένα μουσείο του σοσιαλιστικού ονείρου», που πρόλαβε να κτιστεί  τη δεκαετία του 1930 από μια ομάδα καλλιτεχνών και ζωγράφων, που έφτιαξαν σπίτια με κήπο και αυλή  που προορίζονταν να στεγάσουν μια οικογένεια το καθένα. Πολλοί έχτισαν ίζμπες και βορειοευρωπαϊκές καμπάνες, και κάποιοι ένα αραβικό παλατάκι ή ένα σπίτι με μεσογειακό στυλ. Χάραξαν δρόμους ελικοειδείς, γεμάτους στροφές, με πάρκα στις γωνίες. Τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις και στις κοινοτικές εκτάσεις είχαν φυτέψει μια ποικιλία δένδρων ανεπανάληπτη στην πόλη.  Ροδόδεντρα, αμυγδαλιές και κυδωνιές που το φθινόπωρο τα φυλλώματα τους πρόσφεραν ένα θεαματικό παιχνίδι χρωμάτων. «ήταν το μοναδικό μέρος στη Μόσχα, όπου η βούληση των κατοίκων του είχε αποφασίσει το είδος του σπιτιού όπου ήθελαν να ζήσουν» και που αποτελούσε την εξαίρεση του κανόνα μέσα στην αυστηρή και μαζικά ομοιόμορφη προλεταριακή πόλη, που επέβαλλε ο σταλινισμός. 
          Την απαρχή της περιόδου των πολιτικών  εκκαθαρίσεων και της Τρομοκρατίας κατά των διαφωνούντων με την πολιτική του Στάλιν σηματοδοτεί η δολοφονία του Κίροφ, του φέρελπι νεαρού Γραμματέα του Κόμματος στο Λένινγκραντ το Δεκέμβριο του 1934. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από μαζικές συλλήψεις, διώξεις, φυλακίσεις κι εκτελέσεις πολυάριθμων μελών του Κόμματος, κορυφώθηκε με τις περιβόητες Δίκες της Μόσχας και τη δολοφονία  του Τρότσκι  το 1940, οπότε και τελειώνει μέσα στον κουρνιαχτό του Β! Παγκοσμίου Πολέμου που  είχε  ήδη ξεκινήσει.
 Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις Δίκες της Μόσχας (1936-38), όπως έμειναν στην Ιστορία, αποκαλούμενες με τον αριθμό των μελών των κατηγορουμένων κάθε φορά, και συγκεκριμένα  τη Δίκη των 8, τη Δίκη των 13, τη Δίκη των 16 και τη Δίκη των 21 με κατηγορούμενους υψηλόβαθμα  στελέχη του Κόμματος, αξιωματούχους του Κόκκινου Στρατού και της Δημόσιας Διοίκησης. Οι Δίκες διεξήχθησαν στον Οίκο των Συνδικάτων, όπως είχε μετονομαστεί αυτό το αριστούργημα της ρωσικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα που χρησίμευε ως Λέσχη για τη ρωσική αριστοκρατία, και συγκεκριμένα μέσα στην ιστορική Αίθουσα των Κιόνων. Μέσα στην αίθουσα αυτή με τους 28 κίονες είχαν παίξει τις μουσικές συνθέσεις τους οι ιδιοφυίες της ρωσικής μουσικής, είχαν χορέψει προσωπικότητες του 19ου αιώνα, είχαν εκφωνήσει τους επαναστατικούς λόγους τους οι μπολσεβίκοι και είχαν ξενυχτίσει τη σωρό του Λένιν.
Στη Δίκη των 21, για παράδειγμα, μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν ο Μπουχάριν, το τέταρτο και τελευταίο μέλος του παλιού Πολιτικού Γραφείου που είχε στηρίξει την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία και στη συνέχεια την εδραίωση της, ο Γιάγκοντα πρώην αρχηγός της Μυστικής Αστυνομίας της περιβόητης ΓκεΠεΟυ, που είχε συλλάβει κι εκτελέσει πολύ κόσμο,  ο δόκτωρ Λέβιν προσωπικός γιατρός του Λένιν και του Στάλιν με την κατηγορία ότι δηλητηρίασε το γιο του συγγραφέα Γκόρκι. Στη Δίκη των 16 ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ με την κατηγορία ότι δολοφόνησαν τον Κίροφ το Γραμματέα του Κόμματος στο Λένινγκραντ και ότι μηχανορραφούσαν με τη γερμανική Γκεστάπο για να σκοτώσουν τον Στάλιν.  Ο εισαγγελέας Βισίνσκι –φανατικός σταλινικός μέχρι και υπουργός Εξωτερικών έγινε το 1948- του Στρατοδικείου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Σοβιετικής Ένωσης παρουσίαζε τις κατηγορίες χωρίς να στοιχειοθετούνται με αποδεικτικά στοιχεία!
Όλοι οι κατηγορούμενοι, προς έκπληξη όλων, παραδόξως ομολογούσαν τα εγκλήματα τους, δήλωναν μετανιωμένοι για τις πράξεις τους προς το Κόμμα που τόσο λάτρευαν, όσο και προς τον ηγέτη τους!! «Ο Στάλιν ήταν ένας από τους λίγους δήμιους στην ιστορία, που εισέπραξαν τη λατρεία των θυμάτων τους τη στιγμή που τα οδηγούσαν στο θάνατο» τονίζει ο συγγραφέας. Οι κατηγορούμενοι ομολογούσαν λοιπόν ότι σε συνεργασία με τον εξόριστο Τρότσκι είχαν σχεδιάσει δολοφονίες, κατασκοπείες, μαζικές δηλητηριάσεις, σαμποτάζ …αρκετά από τα οποία βέβαια απετράπησαν χάρη στην άγρυπνη επέμβαση της μυστικής αστυνομίας του Σοβιετικού κράτους. Η αγανάκτηση του λαού μεγάλωνε όσο οι κατηγορούμενοι παραδέχονταν τα  εγκλήματα τους.  Μάλιστα  αγανακτισμένα πλήθη, οργανωμένα από το Κόμμα,  διαδηλώνοντας στην πλατεία που δέσποζε το θέατρο Μπολσόι κατευθύνθηκαν δίπλα προς τον Οίκο των Συνδικάτων ζητώντας το θάνατο των αντιμπολσεβίκων και τροτσκιστών προδοτών! Μόνο ο Γιάγκοντα ενώ στην αρχή παραδέχτηκε τα εγκλήματα του, στη συνέχεια ομολόγησε ότι είπε ψέματα στην ανάκριση και δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για εγκλήματα που δεν διέπραξε, όπως τη δολοφονία του γιου του Γκόρκι για να αποδεχτεί όμως ξανά τις κατηγορίες κάτω από την πίεση του εισαγγελέα Βισίνσκι.
Το ερώτημα που εύλογα γεννιέται είναι γιατί όλοι οι κατηγορούμενοι αποδέχτηκαν ότι διέπραξαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι τους ασκήθηκε τρομερή σωματική και ψυχολογική πίεση, όταν βρέθηκαν φυλακισμένοι στα μπουντρούμια της Λουμπιάνκας, του πιο μισητού κτηρίου σε όλη τη Μόσχα, που στέγαζε τη μυστική αστυνομία. Στην αρχή αρχηγός της ΓκεΠεΟυ ήταν ο Γιάγκοντα και μετά την εκπαραθύρωση του, αυτή μετονομάστηκε σε ΝιΚαΒεΝτε (NKVD) με αρχηγό τον Γέζοφ, ο οποίος προχώρησε στην οργάνωση στρατοπέδων, των γνωστών «γκούλαγκ», για τις χιλιάδες των εκτοπισμένων που συστηματικά αυξάνονταν κι εξοντώνονταν εκεί. «Δεν μπορεί η εξόντωση πολιτών να γίνεται κυβερνητική πολιτική» σημειώνει ο συγγραφέας διότι τότε «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» θα συμπλήρωνα κι εγώ. Εκεί λοιπόν στα σκοτεινά μπουντρούμια με βασανιστήρια και ψυχολογική βία για την τύχη των οικογενειών τους ή ακόμα και την ελπίδα ότι θα γλιτώσουν, αποσπούσαν από τα χείλη των κατηγορουμένων τις ομολογίες τους, ακόμα και υπογεγραμμένες γραπτές δηλώσεις τους! Οι εκκαθαρίσεις δεν είχαν τελειωμό. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι αλλά και οι συγγενείς των κατηγορουμένων βρέθηκαν εκτοπισμένοι στα γκούλανγκ ή και δολοφονημένοι. Η μικρή αδελφή του Τρότσκι και σύζυγος του Κάμενεφ η Όλγα μαζί με το γιο τους, τα 4 αδέλφια του Ζινόβιεφ κι ο μεγάλος του γιος… Για τη χήρα και την αδελφή του Λένιν επεφύλαξε άλλη τύχη. Τις τοποθέτησε ως μέλη μιας επιτροπής με την αποστολή να εκδίδουν κομματικές ετυμηγορίες για τους κατηγορούμενους, μετατρέποντας τες έτσι σε συνενόχους των πράξεων του.
          Ο συγγραφέας προβληματίζεται πολύ για τη σημασία αυτών των στημένων Δικών, με τις οποίες επιχειρείται η παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας! Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου καταγγέλλεται η φρίκη του καθεστώτος να λέει διαρκώς ψέματα, να συκοφαντεί, να διαστρεβλώνει την αλήθεια και συγχρόνως να έχει τα μέσα για να  οργανώνει αυτό το μηχανισμό της παραπληροφόρησης. Έτσι ο Στάλιν με την καταδίκη κι εκτέλεση των περισσοτέρων κατηγορουμένων για προδοσία απαλλάχτηκε από την παλιά γενιά των κομμουνιστών που θύμιζαν τα ιδανικά της Επανάστασης, απαλλάχτηκε κι από τους μάρτυρες που γνώριζαν τις μηχανορραφίες και τα εγκλήματα του για να ανέλθει κα να εδραιωθεί στην εξουσία, απαλλάχτηκε κι από τους ανεπιθύμητους στο Κόμμα, στο Στρατό, στην κυβέρνηση και με μια κουβέντα από την παλιά ηγεσία των μπολσεβίκων, στεριώνοντας έτσι το ολοκληρωτικό καθεστώς του μέσα στο φόβο κι «απαιτώντας απ’ όλους μια νέα μορφή υποταγής που θα υπερέβαινε την πολιτική υπακοή και θα μετατρεπόταν σε εγκληματική συνενοχή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Ακόμα οι κατηγορούμενοι με τις ομολογίες των εγκλημάτων τους πήραν επάνω τους την ευθύνη για τις αποτυχίες και τα λάθη του σταλινικού καθεστώτος εκτονώνοντας έτσι τη δυσαρέσκεια των μαζών για το σταλινικό καθεστώς. Τέλος ο Στάλιν «προβιβάζεται» σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και του κομμουνισμού διεθνώς. Αυτός ο άξεστος ορεσίβιος από τη Γεωργία γίνεται τώρα ο Κόκκινος Τσάρος, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσε ο Τρότσκι. 
Ο συγγραφέας δεν μπορεί να μην αναφέρει όμως ότι για τους αληθινούς κομμουνιστές κι όχι μόνο, με τις Δίκες αυτές και τις εκτελέσεις που ακολούθησαν, χάθηκε η αξιοπιστία του κινήματος: Πού ακούστηκε κομμουνιστές να εκτελούν κομμουνιστές!  «Ο επιθανάτιος ρόγχος της ουτοπίας» έχει αρχίσει, διαβάζουμε κι αλλού αναφέρεται «Η Σοβιετική Ένωση θα κληροδοτούσε στο μέλλον την αποτυχία και το φόβο πολλών γενεών να κυνηγήσουν ένα όνειρο ισότητας» 
              
                                                  *    *    *

ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ  ΕΜΦΥΛΙΟΣ  ΠΟΛΕΜΟΣ (1936-39):
Την ίδια εποχή σε μια άλλη χώρα στο άκρο της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ισπανία μαίνεται ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, που διήρκεσε τρία χρόνια  (1936-1939) ανάμεσα στους λεγόμενους Δημοκρατικούς και στους Εθνικιστές υπό τον στρατηγό Φράνκο, ένας πόλεμος πολυσυζητημένος, στον οποίον έχουν αποδοθεί πολλές ερμηνείες: βίαιη σύγκρουση όλων των πολιτικών ιδεολογιών του 20ου αιώνα ή πρελούδιο του Β! Παγκοσμίου Πολέμου ή αντιφασιστικός αγώνας… Η Ισπανία από τις αρχές του 20ου αιώνα είναι ένα καζάνι που βράζει! Χώρα φεουδαρχική με μεγάλες ανισότητες, κάτω από τη μεγάλη ισχύ της Καθολικής Εκκλησίας, μια χώρα που γνώρισε πολλές δικτατορίες, ζητάει τώρα δημοκρατικές πολιτικές αλλαγές! Βρισκόμαστε στο 1931, όπου στις εκλογές που διεξήχθησαν τότε – μετά την παραίτηση του δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα- νίκησαν οι λεγόμενοι Δημοκρατικοί (ένα πλατύ μέτωπο στο οποίο συμμετείχαν αστοί, κομμουνιστές, συνδικαλιστές εκ των οποίων πολλοί ήταν αναρχικοί)  προκαλώντας την πτώση της Μοναρχίας και την ανακήρυξη της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, η οποία προβαίνει σε κάποιες άτολμες μεταρρυθμίσεις! Η Παλινόρθωση όμως και η επαναφορά των συντηρητικών στην εξουσία στα τέλη του ιδίου χρόνου επιτρέπει να αρχίσει «μια αγροτική αντιμεταρρύθμιση που επιστρέφει τη γη στους φεουδάρχες και τη χώρα στον ατέρμονο Μεσαίωνα της».
Στις αρχές όμως του 20ου αιώνα στην Ισπανία είχαν αρχίσει και οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης της χώρας, που επιτρέπει την δημιουργία μιας νέας τάξης της εργατικής, η οποία μάλιστα αρχίζει να οργανώνεται. Τρία χρόνια αργότερα, το 1934 λοιπόν ξεσηκώνονται οι ανθρακωρύχοι της Αστούριας, ζητώντας πρωτάκουστα πράγματα, όπως κατάργηση του νομίσματος και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας! Συγχρόνως η Καταλονία με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη, περιοχή στην οποία ομιλούνταν κύρια τα καταλανικά  κι όχι τα καστιλιάνικα, και στην οποία είχε επικεντρωθεί η μεγαλύτερη εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, ζητά την αυτονομία της! Οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι πολλές και βαθιές και η Ισπανία «μια χώρα πονεμένη που παλεύει να αποτινάξει τα βάρη του παρελθόντος και τις απογοητεύσεις του παρόντος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας,
           Η σύγκρουση μεταξύ παλαιάς και νέας τάξης πραγμάτων δεν αργεί να εκδηλωθεί. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936 νικούν ξανά οι Δημοκρατικοί. Οι Εθνικιστές κάτω από το φόβο αλλαγής των πραγμάτων μεταφέρουν ισπανικά στρατεύματα –με τη βοήθεια της ιταλικής αεροπορίας- από το Νότο και το Βορρά της χώρας για να καταλάβουν τη Μαδρίτη. Οι Δημοκρατικοί αντιστέκονται και ο εμφύλιος ξεκινά σε μια εποχή που η Ευρώπη δοκιμάζεται από την επικράτηση του φασισμού και ναζισμού στην Ιταλία και Γερμανία και την εδραίωση του Στάλιν στην ΕΣΣΔ, χώρες οι οποίες δεν διστάζουν να στείλουν τη «βοήθεια» στους εμπόλεμους σε οπλισμό και συμβούλους. Η Αγγλία και η Γαλλία παρόλο που υποστήριζαν την αρχή της ουδετερότητας, τα συμφέροντα τους (κεφάλαια επενδυμένα στην Ισπανία κι ο έλεγχος του Γιβραλτάρ) τούς ωθούσαν υπέρ των Εθνικιστών.  Απ’ την άλλη πολλοί δημοκρατικοί πολίτες από όλη σχεδόν την Ευρώπη συγκινούνται από τον αγώνα των Δημοκρατικών και πηγαίνουν να πολεμήσουν εκεί ως εθελοντές στρατιώτες εντασσόμενοι στις λεγόμενες Διεθνείς Ταξιαρχίες.     
          Εκεί λοιπόν στο μέτωπο των Δημοκρατικών πάνω στη Σιέρα Γουαδαράμα έξω από τη Μαδρίτη βρίσκεται ο Ραμόν Μερκαντέρ, ένας νεαρός Ισπανός κομμουνιστής, που αμύνεται μαζί με άλλους για να μην καταληφθεί η Μαδρίτη από τους εθνικιστές. Ο Ραμόν είναι 23 χρονών και με όλο τον ενθουσιασμό της νιότης πολεμά για μια πατρίδα  πιο δίκαιη κι ελεύθερη. Αστός από τη Βαρκελώνη με πατέρα βιομήχανο που έχασε την περιουσία του και με μητέρα τη Καριδάδ  από την οποία επιζητούσε πάντα την μητρική τρυφερότητα κι αποδοχή που πάντα του έλειπε!  Με τι λόγια να περιγράψει κανείς την τρομερή μορφή της Καριδάδ και τον ταραγμένο ψυχικό της κόσμο, η οποία από μια φινετσάτη αριστοκράτισσα της Βαρκελώνης είχε εκφυλιστεί «σε ένα ανδρόγυνο όν που βρωμοκοπούσε διαρκώς νικοτίνη»! Κόρη Ισπανού με φυτείες στην Κούβα που διώχτηκε αναγκαστικά από κει μετά το τέλος της Ισπανικής αποικιοκρατίας, μια γυναίκα που ασφυκτιούσε μέσα στα πλαίσια του γάμου της και η οποία προτιμούσε τις νύχτες  να τριγυρνά  στα πριβέ πορνεία της Βαρκελώνης, να παίρνει ναρκωτικά και να συναναστρέφεται ανθρώπους από το λιμάνι και τους κύκλους των αναρχικών. Μάλιστα δεν δίστασε να οργανώσει απεργίες στα εργοστάσια του άντρα της και σχεδίασε ακόμα μαζί με τους φίλους της να ανατινάξει ένα απ’ αυτά! Μετά τον εγκλεισμό της για λίγο στο τρελοκομείο και την αποτοξίνωση της από τα ναρκωτικά, εγκαταλείπει τον άντρα της και παίρνοντας μαζί της τα 4 μικρά  παιδιά τους το σκάει για τη Γαλλία. Εκεί μπροστά στις δυσκολίες που αντιμετώπισε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας από την οποία την πρόλαβε ο Ραμόν με τον αδελφό του.
Στα ταραγμένα χρόνια  που ζει η Ισπανία μετά την επιστροφή της στη Βαρκελώνη μεταμορφώνεται σε μια όψιμη φανατική κομουνίστρια, η οποία κάτω από την επιρροή του Ρώσου πράκτορα κι εραστή της Κοτόφ σπρώχνει το γιο της Ραμόν να πάρει την απόφαση να εκτελέσει τον Τρότσκι, αν και γνώριζε καλά ότι η εκτέλεση αυτή για να πραγματοποιηθεί θα άλλαζε άρδην τη ζωή του παιδιού της και θα μετάλλαζε την προσωπικότητα του νεαρού κι αγνού Ραμόν! Ήταν μια απόφαση ζωής που θα τον οδηγούσε σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή! Κι ο νεαρός Ραμόν κάτω απ’ την ισχυρή επιρροή της Καριδάδ αλλά και της Άφρικα ντε λας Έρας -της φανατικής κομουνίστριας που είχε ερωτευτεί  και η οποία θεωρούσε αλυσίδες τον έρωτα και την οικογένεια, στέλνοντας στους γονείς της ακόμα και το κοριτσάκι που απέκτησε με το Ραμόν χωρίς να τον ενημερώσει για τη γέννηση της και χωρίς ο ίδιος να το αντικρίσει  ποτέ -θέλει να κάνει κάτι μεγάλο για να ανέβει στα μάτια τους! Μπλέκεται σιγά-σιγά στα δίκτυα της ρωσικής κατασκοπείας! Στην αρχή του ανέθεσαν μια εύκολη αποστολή. Με το ψευδώνυμο Αδριανός παρακολουθεί τον Αντρέου Νιν, αρχηγό των τροτσκιστών της οργάνωσης POUM, που μπήκε στο μάτι του σοβιετόφιλου κομμουνιστικού κόμματος της Καταλονίας, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στη Βαρκελώνη την άνοιξη του 1937. Οι πληροφορίες του Ραμόν βοήθησαν το κομμουνιστικό Κόμμα να τον δολοφονήσουν, γεγονός που τάραξε πολύ τον Ραμόν, όταν κατάλαβε τι έκανε. Οι σοβιετόφιλοι φίλοι του όμως φρόντισαν να τον απαλλάξουν από τις ενοχές του καθησυχάζοντας τον ότι έπραξε για το καλό της πατρίδας του, εξοντώνοντας έναν προδότη κομμουνιστή!
Τα γεγονότα του Ισπανικού εμφυλίου, μέσα στα οποία εμπλέκονται οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να τα διακρίνει πάντα με ακρίβεια, γι αυτό προσέτρεξα και σε άλλες πηγές για να επιβεβαιώσω την ιστορική πραγματικότητα που περιγράφεται. Σ’ αυτό συμβάλει βέβαια και η πολυσυλλεκτικότητα του Δημοκρατικού ή Λαϊκού Μετώπου, στο οποίο συμμετείχαν 16 κόμματα ή οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν: Οι φιλελεύθεροι αστοί με τη Δημοκρατική Ένωση, οι κομμουνιστές (στην αρχή κατείχαν το 3% του εκλογικού σώματος αλλά μετά πλήθυναν, μέσα στους οποίους ξεχώριζε η Ντολόρες Ιμπαρούρι, γνωστή ως Πασιονάρα ), οι σοσιαλιστές χωρισμένοι στους ριζοσπάστες με τον Νεγκρίν και στους συμβιβαστικούς με τον Λάργκο Καμπαλιέρο, οι αναρχικοί (στους οποίους ανήκε ο Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι,  μια ηγετική φυσιογνωμία του αναρχισμού διεθνώς που έχασε τη ζωή του στη μάχη της Μαδρίτης στην αρχή του εμφυλίου), οι τροτσκιστές της οργάνωσης POUM με αρχηγό τον Αντρέου Νιν, οι αναρχοσυνδικαλιστές της CNT,  Καταλανοί αυτονομιστές, και άλλοι.
Απ’ τα κύρια μέτωπα του πολέμου ήταν η Μαδρίτη, έδρα της δημοκρατικά εκλεγμένης το 1936 κυβέρνησης της Ισπανίας η οποία έμεινε πολιορκημένη για τρία χρόνια  και γύρω από την οποία διεξήχθησαν 4 μάχες χωρίς να μπορέσουν οι εθνικιστές να την καταλάβουν, μέχρι που αναγκάστηκαν να παραδοθούν μετά την ήττα των Δημοκρατικού Μετώπου. Το άλλο σημαντικό μέτωπο ήταν η Βαρκελώνη, η οποία επιπλέον ζητούσε την αυτονομία της. Έδρα της αυτόνομης κυβέρνησης της Καταλονίας, της Τζενεραλιτάτ,  από τον Αύγουστο του 1936, μετατρέπεται σε πεδίο μάχης το Μάη του 1937, γεγονός που σηματοδοτεί τη διάσπαση του Δημοκρατικού Μετώπου που καταλήγει μάλιστα σε αδελφοκτόνο βία! Στην αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλονίας στην οποία συμμετείχαν πολλές πολιτικές τάσεις μετά τον ερχομό των σοβιετικών συμβούλων άρχισε ο κρυφός πόλεμος για τον έλεγχο της εξουσίας. Το κομμουνιστικό κόμμα Καταλονίας ήθελε μα απαλλαγεί από τους αναρχικούς συνδικαλιστές και τους τροτσκιστές. Ο σπόρος της διάσπασης ρίχτηκε  όταν τέθηκε το δίλημμα στο Δημοκρατικό Μέτωπο: πόλεμος κατά των Εθνικιστών με επανάσταση ή πόλεμος χωρίς επανάσταση;  Δηλαδή θα πολεμούσαν για να νικήσουν το φασισμό του Φράνκο και συγχρόνως να αλλάξουν τις αναχρονιστικές δομές της κοινωνίας τους ή θα πολεμούσαν κι αφού νικούσαν θα άλλαζαν τις απαρχαιωμένες δομές; Το σοβιετόφιλο κομμουνιστικό κόμμα ήθελε πόλεμο χωρίς επανάσταση σε αντίθεση με τους αναρχικούς και τροτσκιστές που ήθελαν πόλεμο  κι επανάσταση. Ο καθένας ας κρίνει τις θέσεις αυτές.
 Αφορμή για την αδελφοκτόνο βία στάθηκε η κατάληψη του κτηρίου της Τηλεφωνικής από τους εργαζόμενους αναρχοσυνδικαλιστές του που έλεγχαν τις τηλεπικοινωνίες. Μαζί τους τάχτηκαν και οι τροτσκιστές του POUM. Η κυβέρνηση της Τζενεραλιτάτ διατάζει την εκκένωση του κτηρίου και στέλνει την αστυνομία εκεί. Μαζί με τους Καταλανούς αυτονομιστές της κυβέρνησης συντάσσονται και οι κομμουνιστές. Αρχίζουν διαβουλεύσεις μεταξύ των πολλών και διαφορετικών τάσεων των Δημοκρατικών, πλήθη υπερασπιστών βρίσκονται στους δρόμους κρατώντας σημαίες που δηλώνουν την πολιτική ένταξη της κάθε ομάδας, οδοφράγματα στήνονται σε κάθε γωνιά της πόλης, η ατμόσφαιρα είναι πολύ φορτισμένη! Ο συγγραφέας με τις περιγραφές του στους κεντρικούς δρόμους της Βαρκελώνης, τις ονομαζόμενες Ράμπλας που κατέβαιναν στην κεντρική πλατεία της  Πλάθα Καταλούνιας, μεταδίδει όλον τον ενθουσιασμό του πλήθους που συμμετείχε υπερασπιζόμενος ο καθένας την ομάδα του, ο οποίος δυστυχώς δεν άργησε να εξελιχθεί σε συμπλοκή μεταξύ τους που κατέληξε στη νίκη των κομμουνιστών κι αυτονομιστών. Οι κομμουνιστές είχαν θαμπωθεί από τα όπλα και τους συμβούλους που τους έστελνε ο Στάλιν από  τη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος όμως δεν δίστασε ένα χρόνο αργότερα το 1938 να τους εγκαταλείψει και να στραφεί προς συνεννόηση με τον Χίτλερ. Συνεννόηση που κατέληξε  στην υπογραφή του «Συμφώνου Ρίμπεντροπ- Μολότωφ» ή αλλιώς «φιλίας και μη επίθεσης» μεταξύ των δυο χωρών σε περίπτωση επικείμενου πολέμου. Ο Β! Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν προ των πυλών και η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας τα βρίσκει με την κομμουνιστική της Σοβιετικής Ένωσης, άσχετα αν αργότερα το Σύμφωνο αυτό διαλύθηκε.
Τελικά το Δημοκρατικό Μέτωπο διασπάται κι αποδυναμώνεται ενώ αντίθετα ο Φράνκο πλησιάζει όλο και περισσότερο προς τη Βαρκελώνη καταλαμβάνοντας όλες τις περιοχές γύρω από την Καταλονία.  Η τελευταία πράξη του δράματος στον Ισπανικό Εμφύλιο ήταν η πτώση της Βαρκελώνης από τα στρατεύματα του Φράνκο το Γενάρη του 1939 και τα κύματα των ηττημένων προσφύγων που περνούσαν τα γαλλοϊσπανικά σύνορα ζητώντας προστασία και άσυλο. Παραθέτω επιλεκτικά φράσεις του βιβλίου. «Εκατοντάδες χιλιάδες Δημοκρατικοί μαχητές, αξιωματικοί, πολιτικοί, απλοί άνθρωποι, όλοι απελπισμένοι, τρομοκρατημένοι από τα αντίποινα των νικητών, πεινασμένοι, σκεπασμένοι με κουρέλια, στοιβαγμένοι σε σαραβαλιασμένα αμάξια  που τα τραβούσαν λιμοκτονούντα άλογα ή πεζοί σέρνοντας μπόγους, σαν τα κοπάδια εισέρχονταν στο γαλλικό έδαφος. Ήταν μια έξοδος βιβλικών διαστάσεων, μια παλίρροια πολλών χιλιομέτρων από ανθρώπους που κουβαλούσαν μαζί τους κι ένα τεράστιο φορτίο από απογοητεύσεις κι απώλειες ολοφάνερες στα βλέμματα τους. Ήταν οι ίδιοι που νωρίτερα είχαν τραγουδήσει και χορέψει για τις νίκες των Δημοκρατικών, που είχαν σταθεί πίσω απ’ τα οδοφράγματα, που είχαν ονειρευτεί τη νίκη, την επανάσταση, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και πολλές φορές είχαν εφαρμόσει με τρόπο ανελέητο και την επαναστατική βία». Εικόνες που ματώνουν την καρδιά όσων πίστεψαν στην αξία του αγώνα για μια δημοκρατική αλλαγή και μια πιο δίκαιη κοινωνία που τελικά δεν δικαιώθηκε!
                 
                                            *    *    *
                                                                                        
      Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ

Κι ενώ μαίνεται ο εμφύλιος στη Βαρκελώνη, ο σοβιετικός πράκτορας Κοτόφ, εραστής της Καριδάδ, ανακοινώνει στο νεαρό Ραμόν ότι επιλέχτηκε να μεταβεί στην πατρίδα του σοσιαλισμού για να εκπαιδευτεί ώστε να αναλάβει μια αποστολή που θα οδηγούσε στο θρίαμβο της παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης! Το σχέδιο της  κατασκευής  ενός  κατά παραγγελία  δολοφόνου  από ένα πανίσχυρο σύστημα εξουσίας μπαίνει σε εφαρμογή! Ο Ραμόν θα ταξίδευε στη Ρωσία το με πλαστό διαβατήριο με το όνομα Ραμόν Πάβλοβιτς. Καλοκαίρι του 1937 ο Ραμόν συνοδευόμενος από τον καθοδηγητή του  Κοτόφ που κι αυτός άλλαξε ταυτότητα τώρα ως Γκριγκόριεφ, φθάνει στη Ρωσία και  κλείνεται  στη στρατιωτική βάση της Μαλάχοβκα. Και αρχίζει  η εκπαίδευση του, τον αληθινό  σκοπό της οποίας γνώριζαν μόνο 4 άτομα, όπως τον διαβεβαίωνε ο Κοτόφ-Γκριγκόριεφ: Ο Στάλιν, ο Μπέρια, ο νέος αρχηγός τώρα της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν από τον οποίο έπαιρνε κατευθείαν εντολές ο Κότοφ-Γκριγκόριεφ και ο ίδιος ο Ραμόν. 
Πρώτα του αφαιρούν το διαβατήριο και μαζί και το αληθινό του όνομα και τον ονομάζουν «ο Στρατιώτης 13». Πήρε θεωρητικά μαθήματα για την ιστορία, την πολιτική, το μαρξισμό-λενινισμό, το μπολσεβικισμό… του μετέδωσαν να μισεί θανάσιμα τον Τρότσκι, τον αποστάτη, τον προδότη, τον αποσυνάγωγο (Εβραίος στην καταγωγή που είχε ξεκόψει πολύ νωρίς με τα θέματα της θρησκείας), το σκυλί, τον παλιόγερο.  Πέρασε από σκληρές σωματικές και ψυχολογικές δοκιμασίες: έμαθε να επιτίθεται με όλων των λογιών τα όπλα (πιστόλι, μαχαίρι, τσεκούρι…) και να σκοτώνει εν ψυχρώ! Έμαθε πώς να αντιστέκεται σε μεθόδους ανάκρισης, αν τον συλλάβουν και πώς να αποπροσανατολίζει τους ανακριτές Το πιο σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης ήταν όμως η δουλειά πάνω στην προσωπικότητα του. Έπρεπε να ξεχάσει τον παλιό του εαυτό! Συστηματική πλύση εγκεφάλου για να του αδειάσουν το μυαλό, να πειστεί ότι είναι προορισμένος από τη μοίρα -λόγω των ικανοτήτων του- για κάτι πολύ σπουδαίο, θα γινόταν ήρωας, η ανθρωπότητα θα μιλούσε γι αυτόν! Η εκπαίδευση συμπληρώθηκε με τη ξενάγηση στη Μόσχα για να θαμπωθεί ο Ραμόν από την πόλη που μεταμορφωνόταν σε παγκόσμια πρωτεύουσα του κομμουνισμού και από την εξυπηρέτηση που απολάμβαναν τα μέλη του Κόμματος, με την απλή επίδειξη της κομματικής τους ταυτότητας, σε εστιατόρια και ξενοδοχεία που σερβίριζαν ευρωπαϊκά ποτά και εδέσματα. Η κορύφωση της ξενάγησης ήταν η παρακολούθηση των Δικών της Μόσχας μέσα στις αίθουσες των οποίων πείστηκε για το μεγαλείο του Στάλιν που κατατρόπωνε κάθε εχθρό του σοβιετικού λαού, μη διστάζοντας να καταδικάζει  σε θάνατο τους πιο στενούς συνεργάτες του! 
Αφού τελείωσε η εκπαίδευση του «Στρατιώτη 13» άρχισε η δεύτερη μετάλλαξη της προσωπικότητας του νεαρού Ραμόν με τη νέα μεταμόρφωση του τώρα σε Ζακ Μορνάρ, ενός νεαρού καλλιεργημένου Βέλγου αστού. Το σχέδιο της δολοφονίας του Τρότσκι απαιτούσε στη συνέχεια τη μετακίνηση του στη Γαλλία. Κλεισμένος στο στρατόπεδο διάβαζε και ξαναδιάβαζε την ιστορία του Βελγίου και το φάκελο με τα δοτά στοιχεία ταυτότητας του Ζακ Μορνάρ, της ψεύτικης καταγωγής του από οικογένεια διπλωματών, και τα αποστήθιζε! Συγχρόνως εκπαιδευόταν  στα σπορ και στη φωτογραφία, που τόσο αγαπούσε ο Μορνάρ, και παρουσιαζόταν ως γνώστης των πολιτικών θεμάτων της εποχής του χωρίς όμως να ανήκει σε κανένα κόμμα και ακόμα ως θαμώνας συγκεκριμένου καφενείου, όταν βρισκόταν στις Βρυξέλλες. Διαβάζουμε «Οι ψυχολόγοι του εμφύτευαν στο μυαλό του αναμνήσεις, ιδέες, τρόπους αντίδρασης σε συγκεκριμένες καταστάσεις από τη ζωή του ως Ζακ Μορνάρ! έπρεπε να σκέφτεται τον εαυτό του ως Ζακ Μορνάρ και μόνο και να ξεχάσει τον αληθινό Ραμόν!»
Σημαντικό ρόλο στις μεταμορφώσεις του αυτές έπαιξε ο Σοβιετικός πράκτορας κι ενορχηστρωτής του σχεδίου της αποστολής του Ραμόν, που τον συνόδευε σε όποια. χώρα ο Ραμόν πήγαινε. Ο πράκτορας με τα πολλά ψεύτικα ονόματα (Κοτόφ στην Ισπανία. Γκριγκόριεφ στη Ρωσία, Τομ στο Βέλγιο και στη Γαλλία, Ρόμπερτς στο Μεξικό) φρόντιζε για όλα, ήταν ο συνδετικός κρίκος κι εκτελεστής των διαταγών που έπαιρνε από τους ανώτερους του. Είχε γίνει κάτι σαν μέντορας του. Είχε απαντήσεις σε ότι απασχολούσε τον Ραμόν ο οποίος είχε γίνει πιόνι στα χέρια του. Του είχε τυφλή εμπιστοσύνη, ήξερε να του ανεβάζει το ηθικό και να τον απαλλάσσει από τυχόν αμφιβολίες του. Του καλλιεργούσε μια τυφλή πίστη και άκρατο θαυμασμό στον μεγάλο ηγέτη του κομμουνισμού τον Στάλιν που πάντα ήξερε τι έκανε κι ας μην καταλάβαιναν τα σχέδια του πολλοί κομμουνιστές επί γης! Για παράδειγμα στο διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ αυτού και του ναζιστή Χίτλερ, μια πολιτική πράξη που έκανε αρκετούς Ισπανούς κομμουνιστές να αυτοκτονήσουν από ντροπή, αφού αισθάνθηκαν προδομένοι από τον ηγέτη του κομμουνισμού! Ακόμα όταν ο Ραμόν τον ρωτούσε αυτονόητα πράγματα τον αποστόμωνε με τις απαντήσεις του: τον μεταμόρφωσαν σε Βέλγο κι όχι σε Γάλλο γιατί δεν ήθελαν να θυμάται καμιά εμπειρία του από τη ζωή του στη Γαλλία που μπορούσε να τον προδώσει! Ή επέλεξαν αυτόν να σκοτώσει τον Τρότσκι όχι τη μαγείρισσα-πράκτορα που δούλευε στο σπίτι του γιατί ο Στάλιν ήθελε ένα θάνατο να κάνει θόρυβο κι όχι μια απλή δηλητηρίαση! Τι να πει κανείς!
Ο Ραμόν μεταμορφωμένος πια εξωτερικά κι εσωτερικά  σε ένα νέο άνθρωπο, με την πλαστή ταυτότητα αυτού του ανύπαρκτου προσώπου που κατασκεύασαν αναχωρεί για το Παρίσι, μαζί πάντα με τον καθοδηγητή του τον Κότοφ που τώρα άκουγε στο όνομα Τομ. Εκεί ο Τομ του νοικιάζει ένα ωραιότατο διαμέρισμα, του προμηθεύει  ρούχα ακριβά και με γούστο, όπως θα ταίριαζε στον άνθρωπο που κατασκεύασαν και στις λίγες και με χίλιες προφυλάξεις συναντήσεις τους τον χρηματοδοτεί, και τον   συμβουλεύει να κυκλοφορεί σε συγκεκριμένα μέρη και στέκια μέχρι να κάνει τη «μοιραία» συνάντηση με την  νεαρή τροτσκίστρια Σίλβια Αγγέλοφ. Η Σίλβια  είναι ένα δραστήριο μέλος των τροτσκιστών της Γαλλίας, την οποία συναντά «τυχαία» στο βιβλιοπωλείο που σύχναζε, όπου ήταν και η αρχή ενός μεγάλου "έρωτα" μεταξύ τους! Αληθινού από την πλευρά της ασχημούλας Σίλβιας με τα μεγάλα μυωπικά γυαλιά που είχε εντυπωσιαστεί από τον όμορφο Ζακ που τη σκλάβωνε όλο και περισσότερο κάθε μέρα με τη γεμάτη αβρότητες συμπεριφορά του, ψεύτικου όμως από την πλευρά του Ζακ που υποκρινόταν χάρη του μεγάλου σχεδίου του! 

ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ

 Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στη Γαλλία, το ζεύγος Τρότσκι βρίσκεται ήδη στο Μεξικό, εδώ κι ενάμισι χρόνο περίπου. Ο στρατηγός Καρδένας -αυτός που  εθνικοποίησε τα πετρέλαια του Μεξικού- του είχε παραχωρήσει άσυλο σε μια στιγμή δύσκολη για την κυβέρνηση του, πράξη με την οποία τόνιζε όμως περισσότερο την εθνική κυριαρχία της χώρας του παρά τη συμπάθεια του προς τις ιδέες του Τρότσκι. Έτσι ο Τρότσκι διαπλέοντας τον Ατλαντικό μέσα σε είκοσι μέρες από τη Νορβηγία, πάνω σε ένα πετρελαιοφόρο πλοίο που μοναδικούς επιβάτες είχε, εκτός από το πλήρωμα, το ζεύγος Τρότσκι και τους αστυνομικούς που τον φρουρούσαν, φθάνει το Γενάρη του 1937 στο λιμάνι Ταμπίκο του Μεξικού. Από εκεί παίρνοντας το τραίνο -πάντα υπό αστυνομική επιτήρηση- φθάνει στην πόλη του Μεξικού και φιλοξενείται στο Γαλάζιο Σπίτι των αριστερών ζωγράφων Ριβέρα και Φρίντα Κάλο στη συνοικία Κογιοακάν. Το Γαλάζιο Σπίτι εξωτερικά βαμμένο με ένα γήινο γαλάζιο χρώμα, εσωτερικά στολισμένο με πίνακες της Φρίντας, έπιπλα κι αντικείμενα που θύμιζαν προκολομβιανή τέχνη και με μια εσωτερική αυλή γεμάτη λουλούδια, θάμνους και δένδρα, ήταν πανέμορφο ακόμα και τώρα που για την ασφάλεια  των φιλοξενούμενων τους είχαν κλείσει κάποια παράθυρα και είχαν  ενισχύσει κάποιους τοίχους. Ο Ριβέρα ήταν γνωστός από τη μεγάλων διαστάσεων εκρηκτική μνημειακή ζωγραφική του, που εγκαινίασε το κίνημα των τοιχογραφιών με θέματα από τη Μεξικάνικη Επανάσταση του 1910-20 με ηγέτες τους Εμιλιάνο Ζαπάτα και Βίλια. Αντίθετα η Φρίντα «με το βασανισμένο και συμβολικό έργο της, το τόσο προσωπικά σουρεαλιστικό», έκφραζε τον πόνο της γυναικείας ψυχής μπροστά στην αρρώστια, στις αποβολές που της στερούσαν τη μητρότητα, στην γυναικεία σεξουαλικότητα …
          Η υποδοχή που επεφύλαξε το ζεύγος Ριβέρα-Κάλο στο ζεύγος Τρότσκι ήταν θερμή. Ο Τρότσκι ζώντας μέσα σε ένα τόσο φιλόξενο περιβάλλον ασχολήθηκε με τα γραπτά του και την οργάνωση μιας αντι-δίκης, επειδή ο Τρότσκι στις Δίκες της Μόσχας είχε καταδικαστεί χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να απολογηθεί. Η αντι-δίκη του Τρότσκι διεξήχθη τον Απρίλη του 1938 ενώπιον μιας διεθνούς Επιτροπής προσωπικοτήτων με πρόεδρο τον Αμερικανό φιλόσοφο και παιδαγωγό τον 78χρονο Τζ. Ντούι και παρουσία δημοσιογράφων. Η αντιδίκη αυτή είχε βέβαια μόνο ηθικό χαρακτήρα κι όχι ποινικό και θα κατέληγε σε ορισμένα συμπεράσματα. Στην απολογία του ο Τρότσκι στην αγγλική γλώσσα μεταξύ των επιχειρημάτων του τόνισε ότι δεν μπορούσε η λογική του να καταλάβει, γιατί όλοι οι κατηγορούμενοι στη Μόσχα επεδίωκαν να καταστρέψουν όσα οι ίδιοι είχαν οικοδομήσει τα προηγούμενα χρόνια και να γίνονται έτσι προδότες των ιδανικών τους τα οποία με τόσες θυσίες είχαν υπηρετήσει για 20 χρόνια! Επιπλέον τους υπενθύμισε ότι όλες οι κυβερνήσεις των χωρών που φιλοξενήθηκε κατά τις εξορίες του είχαν επιβεβαιώσει ότι στο έδαφος τους δεν είχε αναπτύξει καμιά αντισοβιετική δραστηριότητα, αφού βρισκόταν διαρκώς απομονωμένος και υπό αστυνομική επιτήρηση. Ακόμα τόνισε ότι ο Στάλιν τον ήθελε ακόμα  ζωντανό μέχρι να τελειώσει τις πολιτικές εκκαθαρίσεις του στο σοβιετικό κράτος. Έτσι θα μπορούσε να επιρρίπτει επάνω του ως αρχηγού της Αντιπολίτευσης κάθε αντίσταση κι αμφισβήτηση στην απόλυτη εξουσία που οικοδομούσε. Μετά ήταν σίγουρο ότι θα τον δολοφονούσε! Η αντιδίκη κατέληξε στην αθωότητα του Τρότσκι  αλλά η ετυμηγορία της δεν μεταδόθηκε όσο έπρεπε, διότι ήταν πολλοί οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του Τρότσκι που κατείχαν την πολιτική εξουσία στην Ευρώπη και Αμερική.
       Εκεί λοιπόν μέσα στο Γαλάζιο Σπίτι φιλοξενήθηκε για λίγο διάστημα και ο πατέρας του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος είχε έλθει στο Μεξικό για να εκδώσουν μαζί με το Ριβέρα το «Μανιφέστο για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη». Τα όρια της ελευθερίας του καλλιτέχνη έφεραν σε προστριβή τον Τρότσκι με τον Μπρετόν που ο μεν πρώτος πρέσβευε ότι «όλα επιτρέπονται στην Τέχνη», ο δε δεύτερος «όλα επιτρέπονται, εκτός κι αν στρέφονται ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση.». Ο Τρότσκι ήταν πεπεισμένος τώρα πια για τη θέση του αυτή, μετά τις επιπτώσεις του σταλινισμού στην καλλιτεχνική δημιουργία μέσα κι έξω από την ΕΣΣΔ. Για τον Τρότσκι ο θάνατος-αυτοκτονία του επαναστάτη ποιητή Μαγιακόφσκι, η υποχρεωτική σιωπή της Αχμάτοβα, του Όσιπ Μάλντεσταμ κι άλλων καλλιτεχνών, ακόμα και η αλλαγή της στάσης του πρώην επαναστάτη Γκόρκι υπέρ του Στάλιν συνδέονται με τη βαθιά απογοήτευση τους από την εξέλιξη που επιφύλαξε ο σταλινισμός στην προλεταριακή Επανάσταση του 1917. 
         Η σύντομη  ερωτική σχέση του Τρότσκι με τη Μεξικάνα ζωγράφο Φρίντα Κάλο είναι γνωστή κι έχει παρουσιαστεί και στην κινηματογραφική ταινία για τη ζωή της ζωγράφου. Ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην ερωτική συνάντηση αυτών των δυο προσωπικοτήτων, που η λογική την απαγόρευε. Ο Τρότσκι και η γυναίκα του ήταν φιλοξενούμενοι στο σπίτι του ζεύγους Ριβέρα - Κάλο και κάτι τέτοιο παρέβαινε τα όρια της φιλοξενίας και της ηθικής. Τι έσπρωξε λοιπόν τον έναν  στην αγκαλιά του άλλου;  Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ότι το Γαλάζιο Σπίτι απέπνεε έναν αισθησιασμό και μια ελευθερία ηθικής, τόσο από το ζεύγος Ριβέρα-Κάλο που παρά τον παθιασμένο έρωτα που τους ένωνε δεν δίσταζαν να έχουν σύντομες παράλληλες σχέσεις,  όσο κι απ’ την αδελφή της Φρίντας την Κριστίνα που έμενε μαζί τους. Μήπως -αναρωτιέται στη συνέχεια ο συγγραφέας - η Φρίντα εξαιτίας των περιορισμών που της επέβαλε η σωματική της παραμόρφωση με τους ορθοπεδικούς κορσέδες και το μπαστούνι για το προβληματικό πόδι της, μήπως βίωνε το σεξ και τον αισθησιασμό με τρόπο επιθετικό και εκρηκτικό;
 Ο Τρότσκι πάλι  βίωνε τα δικά του αδιέξοδα, έγκλειστος και περιθωριοποιημένος για χρόνια σε τόπους εξορίας, υπό το συνεχή φόβο της δολοφονίας του, σε μια ηλικία που ζητούσε επιβεβαίωση του εαυτού του ως άντρα, μαγεύτηκε από τα γλυκά καλέσματα του έρωτα και της ζωής! Διαβάζουμε «γοητευμένος από το σαγηνευτικό φτερούγισμα των αδελφών Κάλο, οι φροντίδες των οποίων είχαν ξυπνήσει μέσα του ένστικτα που τα χρόνια του αγώνα και της απομόνωσης είχαν ναρκώσει. Το να απολαμβάνει την ομορφιά της Κριστίνα και τη μυστηριώδη άλω που τύλιγε τη Φρίντα, το άρωμα της νιότης που ανέδιδαν κι οι δυο τους…μετατρεπόταν σε ένα είδος εφηβικού παιχνιδιού που μπορούσε να εξαφανίζει την αίσθηση του εγκλεισμού και να μετατρέπει την κουζίνα, τους διαδρόμους,  την αυλή του σπιτιού σε τόπους χαμογελαστών συναντήσεων, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε πως όλα αυτά τα παιχνιδίσματα καθυστερούσαν τα γηρατειά του που παραμόνευαν.» Αναπόφευκτος λοιπόν ο θαυμασμός και μαζί του το ερωτικό κάλεσμα που κάνει τον ασφυκτικό έλεγχο της λογικής να  χαλαρώσει… Κι ο Τρότσκι ενέδωσε στο κάλεσμα αυτό, χωρίς ποτέ να το παραδεχτεί στα γραπτά του, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας.
     Μετά το γεγονός αυτό και την ψύχρανση των σχέσεων του Τρότσκι με τον Ριβέρα λόγω της άρνησης του να γίνει ο Ριβέρα γραμματέας του μεξικάνικου τμήματος της 4ης  Διεθνούς,  οι Τρότσκι μετακόμισαν σε άλλο σπίτι εκεί κοντά, επί της οδού Βιέννης ή Βιέννας.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΤΣΚΙ

Ο Παδούρα αποδεικνύεται μαέστρος στη μυθιστορηματική του αφήγηση. Ξέρει να ενορχηστρώνει τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Περιγραφές  τοπίων από το παγωμένο Κιργιστάν της κεντρικής Ασίας μέχρι την ειδυλλιακή Πριγκιπόνησο της θάλασσας του Μαρμαρά ή τη Μόσχα στην εποχή της ανοικοδόμησης της για να συμβαδίζει με το σοβιετικό μετασχηματισμό της, ή τα φιορδ της Νορβηγίας ή τη Βαρκελώνη των οδομαχιών μεταξύ φασιστών και Δημοκρατικών Ενορχηστρώνει επίσης πλήθος προσώπων που συναναστράφηκαν τους δυο πρωταγωνιστές και εμβαθύνει στην ψυχολογία τόσων διαφορετικών κοινωνικών τύπων από τον ενθουσιώδη επαναστάτη, ως τον καιροσκόπο πράκτορα, από τον πιστή σύζυγο του Τρότσκι Ναταλία ως την αρρωστημένη κι αλλοτριωμένη μορφή της Καριδάδ κι ως την απελευθερωμένη σουρεαλίστρια ζωγράφο Φρίντα Κάλο, με κορύφωση βέβαια τις μεταμορφώσεις του ίδιου του Ραμόν, όταν άλλαζε ταυτότητες κατά παραγγελία! Ενορχηστρώνει ακόμα πλήθος γεγονότων από την περίοδο του Μεσοπολέμου, κι όλα αυτά χωρίς να χάνει ποτέ το νήμα του αφηγηματικού του χρόνου!
            Εκεί λοιπόν στο Μεξικό, ήρθε η ώρα να συναντηθούν οι δυο χωριστές αφηγήσεις που μέχρι τώρα εξελίσσονταν παράλληλα -σε χωριστά κεφάλαια και που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της αφήγησης- του Τρότσκι και του δολοφόνου του. Το ζεύγος Τρότσκι ζει στο σπίτι της οδού Βιέννας που έχει μετατραπεί σε φρούριο, και έχουν υποδεχτεί το μικρό εγγονό τους Σιέβα Βόλκοφ, που η μητέρα Ζίνα είχε πεθάνει και που τα ίχνη του πατέρα του αγνοούνταν μετά τον εκτοπισμό του στα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία. Είναι ένα έξυπνο χαρισματικό παιδί που η παρουσία του έδωσε ζωή στο σιωπηλό σπίτι της οδού Βιέννας. Εκεί κατά τις αρχές του 1940 φθάνει και μια νεαρή γραμματέας που ήλθε να αντικαταστήσει τον παλιό γραμματέα του Τρότσκι, η Σίλβια Αγγέλοφ. Η σοβιετική κατασκοπεία είχε φροντίσει να προωθήσει -εν αγνοία της- τη Σίλβια να εργαστεί στους τροτσκιστές της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια ως γραμματέας του Τρότσκι στο Μεξικό! Τα πράγματα από δω και πέρα γίνονται εύκολα για τον κατά παραγγελία δολοφόνο του Τρότσκι,  οποίος πάει εκεί να συναντήσει την ήδη μνηστή του Σίλβια. Με καινούργιο διαβατήριο στο όνομα Φρανκ Τζάκσον που εξέδωσε γιατί ως λιποτάκτης του στρατού τάχα δεν μπορούσε να ταξιδεύσει, επαναλαμβάνει τους όρκους πίστης κι αγάπης στη Σίλβια και κάθε απόγευμα πηγαίνει στην οδό Βιέννα για να την πάρει απ΄ τη δουλειά της. Πιάνει γνωριμία και φιλίες με τους φρουρούς, το μικρό Σιέβα και το ζεύγος Τρότσκι δεν αργεί να τον καλέσει να πάρουν μαζί το τσάι τους.  
     
Ένα τέτοιο απόγευμα ήταν, την 20η Αυγούστου 1940 που έγινε το κακό. Ο Τζάκσον, όπως τον γνώριζαν οι Τρότσκι, με την καπαρντίνα στο χέρι που έκρυβε πίσω της μια ορειβατική αξίνα (πιολέ) -που επέλεξε ως πιο κατάλληλο φονικό όπλο λόγω της  αιχμηρής μύτης του- μπαίνει στο γραφείο του Τρότσκι για να ακούσει τη γνώμη του για ένα κείμενο που του είχε δώσει και που προτίθετο τάχα να το δημοσιεύσει. Τη στιγμή που ο Τρότσκι ανύποπτος γύρισε το κεφάλι του για να δείξει στον Τζάκσον που στεκόταν πίσω του, το ασυνάρτητο κείμενο που του είχε δώσει, τότε μόλις ο Τρότσκι πρόλαβε «να διακρίνει το δολοφόνο του που κατέβαζε με όλη του τη δύναμη το πιολέ που αναζητούσε το κέντρο του κρανίου του. Η κραυγή τρόμου και πόνου ταρακούνησε τα θεμέλια του άχρηστου φρουρίου της οδού Βιέννας». Καμιά άλλη λεπτομέρεια για τη στιγμή της δολοφονίας ο συγγραφέας δεν θέλησε να μας δώσει εκείνη την ώρα. Είχε φροντίσει όμως, ο αναγνώστης να την έχει φανταστεί πολλές φορές μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Ο Τρότσκι ξεψύχησε την άλλη μέρα στο νοσοκομείο του Μεξικού, όπου μεταφέρθηκε.
             Για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του η κραυγή αυτή θα στοιχειώνει τις νύχτες του Ραμόν μαζί με την πληγή στον καρπό του δεξιού του χεριού που κρατούσε το φονικό όπλο. Ο βαριά πληγωμένος Τρότσκι πρόλαβε γυρίζοντας το κεφάλι να αποφύγει τον ακαριαίο θάνατο και «να ορμήξει  στο οπλισμένο χέρι, να το γραπώσει για να του καρφώσει τα δόντια του και να τον υποχρεώσει να αφήσει το πιολέ, που ήταν κηλιδωμένο από αίμα και εγκεφαλική μάζα […] Η ανεξίτηλη ουλή σε σχήμα μισοφέγγαρου (τυλιγμένη πάντα με έναν λευκό επίδεσμο… για να μη τη βλέπει), και κείνο το φρικτό ουρλιαχτό πόνου, έκπληξης κι οργής θα τον καταδίωκαν» πάντα ως το θάνατο του μαζί με μια μόνιμη αίσθηση κενού στην ψυχή του! Ήταν που δεν έγινε ήρωας, όπως του είχαν υποσχεθεί; Ήταν που σκότωσε έναν άνθρωπο που κατά βάθος τον είχε συμπαθήσει γνωρίζοντας τον, και που τον δεχόταν  ανύποπτος μέσα στο σπίτι του; Ήταν που δεν κατάφερε το ακαριαίο θανάσιμο κτύπημα με αποτέλεσμα  να συλληφθεί επί τόπου από τους φρουρούς και να μείνει 20 χρόνια στις φυλακές του Μεξικού;  Ήταν που ζούσε στη Μόσχα, μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα την Ισπανία; Ήταν που του κλέψανε τα αθώα χρόνια της νιότης του και που τον έκαναν να απαρνηθεί τον εαυτό του και την προηγούμενη ζωή του; Κι ήταν μόλις 29 χρονών τότε!
        Και ποιος έφταιγε γι όλα αυτά; Πολλοί αλλά κι ο ίδιος που αφέθηκε να παρασυρθεί από λόγια μεγάλα χωρίς να αντισταθεί. Τι κι αν προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του μετά την αποφυλάκιση του ο Ραμόν Πάβλοβιτς, όπως ονομαζόταν τώρα ο Ραμόν Μερκαντέρ! Ο γάμος του με την Κουβανέζα κομουνίστρια Ροκέλια, η υιοθεσία των δυο παιδιών τους, το καλό διαμέρισμα που του παραχώρησε το Κόμμα στη Μόσχα δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν να ξεχάσει τον σίφουνα που πέρασε από τη ζωή του  και σάρωσε την ξενοιασιά του, το αυθόρμητο γέλιο του, τον αληθινό του εαυτό! Του είχαν πάρει τα πάντα, το όνομα, το παρελθόν, την εθνικότητα, τη γλώσσα, την πατρίδα, τη βούληση, την αξιοπρέπεια, κι όμως ο Ραμόν ποτέ δεν μίλησε για το έγκλημα που διέπραξε κι ανέτρεψε τα πάντα στη ζωή του! Μπορούσε άλλωστε να ακουστεί; κι αν μπορούσε ποιος θα τον καταλάβαινε για να αποδώσει μια άλλου είδους δικαιοσύνη;
  
Ο συγγραφέας αισθάνεται αλληλέγγυος τόσο προς το θύμα όσο και προς το θύτη. Θεωρεί και τους δυο τραγικά πρόσωπα. Η «συμπάθεια» του μάλιστα προς το πρόσωπο ενός δολοφόνου τον βασάνιζε, εξομολογείται, και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αποδεχτεί ότι η ζωή γράφει τις δικές της ιστορίες και οι συγγραφείς έρχονται κατόπιν για να τις αφηγηθούν επινοώντας δικούς τους τρόπους αφήγησης και δίνοντας τις δικές τους ερμηνείες. Εδώ θα μπορούσε να τελειώνει το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» και να είναι ολοκληρωμένο αλλά ο συγγραφέας θέλησε να συμπεριλάβει σε αυτό σκηνές κι από την πατρίδα του την Κούβα. Ο Κουβανέζος αφηγητής του μυθιστορήματος, το κομμουνιστικό καθεστώς της Κούβας το εξαρτώμενο από τη Σοβιετική Ένωση, ο τρόπος που βίωσε κι αυτή τη «διαστροφή της ουτοπίας» και μια χώρα με την οποία ο Ραμόν σχετιζόταν λόγω  της μητέρας του Καριδάδ και της συζύγου του Ροκέλιας την οποία γνώρισε εκεί  μετά την αποφυλάκιση του από το Μεξικό το 1960, εντάσσουν αρμονικά την Κούβα στο υπόλοιπο μυθιστόρημα. Έτσι προσφέρεται η ευκαιρία να ακουστεί και η φωνή των σύγχρονων Κουβανέζων για  την εφαρμογή του κομμουνιστικού μοντέλου στην πατρίδα τους.

ΣΤΗ ΚΟΥΒΑ 

 Ο συγγραφέας λοιπόν επινοεί το δικό του αφηγητή, έναν Κουβανέζο ονόματι Ιβάν, που του μοιάζει σε πολλά. Είναι δημοσιογράφος-συγγραφέας, αγαπούν και οι δυο το αστυνομικό μυθιστόρημα, πίστεψαν κι δυο στο όραμα για μια δίκαιη κομμουνιστική κοινωνία και δυστυχώς απογοητεύτηκαν οικτρά στο τέλος. Πρόκειται βέβαια για πλαστοπροσωπία του ίδιου του συγγραφέα. Ο αφηγητής λοιπόν ενώ βρισκόταν στην έρημη παραλία της Σάντα ντελ Μαρ της Κούβας την άνοιξη του 1977 απολαμβάνοντας τη φύση την ώρα του δειλινού γνωρίζει τάχα κάποιον Λόπες που τα απογεύματα έβγαζε τα σκυλιά του βόλτα. Εκεί λοιπόν στην μακρόστενη -όσο εκεί που φτάνει το μάτι σου- παραλία Σάντα Μαρία ντελ  Μαρ της Κούβας  με τις πανύψηλες καζουαρίνες που φύονται μέχρι εκεί που αρχίζει η άμμος, συνάντησε για πρώτη φορά τον Λόπες. Ελάχιστοι είχαν την τύχη  τότε στην Κούβα να τα έχουν στην ιδιοκτησία τους  δυο τέτοια πανέμορφα σκυλιά. Ήταν δυο μεγαλόσωμα ρωσικά κυνηγόσκυλα, ράτσας μπορζόι, με στιλπνό λευκό τρίχωμα που το κηλίδωναν σκούρες λιλά βούλες στη ράχη και τους γλουτούς και με μουσούδες προικισμένες με σιαγόνες ικανές να σπάσουν το μηριαίο οστό ενός λύκου. Η μοναχικότητα του Λόπες χαμένου στον κόσμο του, που είχε πάντα δεμένο τον καρπό του χεριού του με λευκό επίδεσμο, η μυστηριώδης κούρσα που τον περίμενε παραέξω για να τον πάρει κάθε φορά, τράβηξαν την προσοχή του Ιβάν και την περιέργεια του για την ταυτότητα αυτού του άγνωστου που επισκεπτόταν συχνά την παραλία.
 Η γνωριμία δεν άργησε να έλθει μεταξύ τους με αφορμή τα πανέμορφα σκυλιά και να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ τους, ώστε ο Λόπες να διηγηθεί στο συγγραφέα Ιβάν την τρομερή ιστορία ενός φίλου του, του Ραμόν, που του  την εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος προτού πεθάνει και την οποία θα επιθυμούσε να γραφεί σε βιβλίο. Έτσι ο συγγραφέας βρίσκει το θέμα του νέου βιβλίου του, και «ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» δίνεται ως τίτλος στο έργο του. Ο συγγραφέας λοιπόν παράλληλα με την ιστορία που του αφηγήθηκε ο Λόπες για κάποιον Ραμόν που έγινε πιόνι στα χέρια Ρώσων πρακτόρων για να  δολοφονήσει τον Τρότσκι, εξιστορεί και τη δική του ιστορία, το δικό του μαραθώνιο από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να συγγράψει το βιβλίο αυτό. Από τη μια οι δυσκολίες να βρει πληροφορίες και ντοκουμέντα για τη ζωή και το έργο του Τρότσκι. Στην Κούβα της λογοκρισίας και του σοβιετικού δορυφόρου ελάχιστοι γνώριζαν το όνομα Τρότσκι και τη σύγκρουση του με τον Στάλιν. Η εξεύρεση της τρίτομης βιογραφίας του Τρότσκι του Ισαάκ Ντόϊτσερ με τίτλο «Ο εξόριστος προφήτης» που κυκλοφόρησε στο Μεξικό στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αλλά είχε απαγορευθεί η κυκλοφορία της στη Κούβα, ήταν η πρώτη πηγή που έφτασε στα χέρια του. Μετά έπρεπε να περιμένει αρκετά χρόνια, να πέσει η Σοβιετική Ένωση  να ανοίξουν τα σύνορα της Κούβας για να αποκτήσει πρόσβαση σε πολλές άλλες πηγές. Από την άλλη οι πληροφορίες για τον Ραμόν ήταν ελάχιστες. Ίσως γι αυτό ο συγγραφέας επινόησε τη μορφή του Λόπες, όπου η ταύτιση του με τον Ραμόν Μερκαντέρ είναι φανερή, καθώς εξελίσσεται ο μύθος. Έτσι γέμισε τα μυθιστορηματικά κενά για τη ζωή του Ραμόν αφήνοντας τον αναγνώστη  λίγο μπερδεμένον για το πού σταματά ο μύθος κι αρχίζει η αλήθεια. Εδώ το βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, γίνεται λίγο κουραστικό αλλά σε αποζημιώνουν οι σελίδες που αφιερώνονται στην Κούβα.

 Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή σκηνών από το τροπικό κλίμα της Καραϊβικής, όπως του κυκλώνα « Ιβάν», που συχνά τέτοια φαινόμενα πλήττουν τις περιοχές αυτές και ο τρόμος των κατοίκων μπροστά στον ερχομό τους. Διαβάζουμε «Ήταν η ένατη τροπική καταιγίδα της σεζόν του 2004 που γνώρισε η Κούβα. Ήταν υπερβολικά πολλές οι συμπτώσεις που ώθησαν τους μετεωρολόγους να αποφασίσουν, αρκετούς μήνες νωρίτερα, ότι θα αποκαλούσαν Ιβάν, ( δίνοντας όνομα αρσενικό που δεν είχε ποτέ χρησιμοποιηθεί πριν για τέτοιο σκοπό) εκείνη την καταιγίδα. Το έμβρυο που θα μετατρεπόταν στον Ιβάν είχε συλληφθεί ως μια συσσώρευση δυσοίωνων νεφών στην περιοχή γύρω από το Πράσινο Ακρωτήρι (της Δυτικής Αφρικής), το οποίο σε μόλις λίγες μέρες - έχοντας ήδη βαφτιστεί και μετατραπεί σε τυφώνα με τα όλα του - θα εμφανιζόταν στην Καραϊβική για να μας βάλει στο αδηφάγο του στόχαστρο […].Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου,  ο τυφώνας Ιβάν, φορτωμένος ήδη με τη μέγιστη ισχύ του, είχε μόλις διασχίσει τον Ατλαντικό και πλησίαζε το νησί της Γρανάδας». Μετρούσαν τους αριθμούς των νεκρών που άφηνε στο διάβα του από τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής που πέρναγε, και υπολόγιζαν τις καταστροφές που θα επέφερε στην Κούβα, ανάλογα από ποιο σημείο του ορίζοντα θα έμπαινε σε αυτήν, σύμφωνα με τον κώνο των πιθανών τροχιών που είχαν υπολογίσει οι μετεωρολόγοι.
«Η πιο κρίσιμη φάση άρχισε όταν ο Ιβάν με ανέμους γύρω στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα την ώρα[2] έκοβε βόλτες στις θάλασσες νότια της Κούβας. Ο κυκλώνας κινιόταν  με μια ράθυμη προπέτεια, λες και διάλεγε το σημείο όπου θα έκανε την αναπόφευκτη στροφή προς τα βόρεια και θα έκοβε στα δυο τη χώρα, αφήνοντας πίσω του έναν τεράστιο διάδρομο από ερείπια και θάνατο. Τη νύχτα της 12ης Σεπτεμβρίου, όλα ( ειδικοί, ραντάρ, δορυφόροι ) έδειχναν ότι ο Ιβάν θα έστριβε βόρεια και με τις ριπές του ανέμου του σαν πολιορκητικούς κλοιούς, με τα γιγαντιαία κύματα και με τις μπόρες του θα απολάμβανε χαιρέκακα την οριστική ισοπέδωση της Αβάνας…Ευτυχώς το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου οι μετεωρολόγοι ανακοίνωσαν το θαύμα: ο Ιβάν τελικά θα περνούσε ξυστά από το νησί και εξασθενημένος θα κατέληγε στις ακτές των ΗΠΑ.  Λεπτομέρειες για τον τόπο γέννησης του κυκλώνα, τη διάρκεια κι ένταση των ανέμων του, τις διακυμάνσεις και τις αλλαγές στην πορεία του, την εξασθένιση του, τις καταστροφές που επιφέρει, κι όλα αυτά δοσμένα μέσα από μια προσωποποίηση και πολλές μεταφορές. Η προσωποποίηση του κυκλώνα με το ανθρώπινο όνομα και η συμπεριφορά του τελικά μας θυμίζει τόσο πολύ εμάς τους ανθρώπους όταν οργιζόμαστε μέχρι να ξεθυμάνει  η οργή μας!

Ο συγγραφέας Παδούρα ασκεί επίσης κριτική στο κομμουνιστικό σύστημα και στον τρόπο ζωής που είχε επικρατήσει στην πατρίδα του την Κούβα στις τελευταίες δεκαετίες, πριν και μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Σοβιετική ΄Ενωση. Η δημιουργία του Νέου Ανθρώπου που ευαγγελίζονταν, ταυτιζόταν με  ρωμαλέους αγρότες που έκοβαν ζαχαροκάλαμο στις φυτείες, με  εργάτες γεμάτους αυταπάρνηση, με ανθρώπους ανύποπτους για το τί γινόταν έξω από τα σύνορα της Κούβας, ανθρώπους χωρίς ανεκτικότητα προς τους συνανθρώπους τους που υιοθετούσαν μια διαφορετική συμπεριφορά που ξεπερνούσε τα ειωθότα με αποτέλεσμα να διώκονται, όπως οι ομοφυλόφιλοι που απολύονταν από τις εργασίες τους. Οι δυσκολίες για πληροφόρηση κι ενημέρωση συμπληρώνονταν από τη λογοκρισία και τα εβδομαδιαία μαθήματα στα οποία διαβάζονταν πολιτικές ομιλίες. Οι ελλείψεις βασικών προϊόντων σε χαρτί, μελάνι, ηλεκτρικό ρεύμα μετά την πτώση της συμμάχου Σοβιετικής Ένωσης αυξήθηκαν. Το ηλεκτρικό ρεύμα διακόπτονταν τώρα όχι 8 αλλά 12 ώρες το εικοσιτετράωρο, οι μετακινήσεις γίνονταν όλο και περισσότερο με κινέζικα ποδήλατα,  η πείνα απειλούσε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι λέξεις γκλάνοστ και περεστρόϊκα έφταναν με το σταγονόμετρο στην Κούβα, μέχρι που αναγκάστηκαν να ανοίξουν τα σύνορα τους το καλοκαίρι του 1994.
Τότε έγινε η μεγάλη μαζική Έξοδος εκατοντάδων χιλιάδων πεινασμένων και απελπισμένων Κουβανέζων προς τις ΗΠΑ! Γράφει ο συγγραφέας «ρίχτηκαν στη θάλασσα πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο μπορούσε να επιπλεύσει, φορτωμένοι με την απόγνωση, την κούραση και την πείνα τους για να αναζητήσουν καινούργιους ορίζοντες […] Ομάδες από άντρες και γυναίκες με σανίδες, μεταλλικά ντεπόζιτα, σαμπρέλες, καρφιά και σκοινιά, προσπαθούσαν, δίπλα στην ακτή, να δώσουν μορφή στις κατασκευές πάνω στις οποίες θα ρίχνονταν στη θάλασσα, άλλες ομάδες έρχονταν με φορτηγά που κουβαλούσαν τα ήδη φτιαγμένα σκάφη. Κάθε φορά που έφτανε ένα από κείνα τα εξαμβλώματα, ο κόσμος κατέφθανε προς το φορτηγό, και αφού χειροκροτούσε τους νεοφερμένους σαν να ήταν ήρωες, άλλοι άρχιζαν να τους βοηθάνε στο ξεφόρτωμα του πολύτιμου σκάφους, ενώ άλλοι με δεσμίδες δολάρια στο χέρι προσπαθούσαν να αγοράσουν λίγο χώρο για τον διάπλου. Μέσα σε κείνο το χάος, έκλεβαν πορτοφόλια και κουπιά, έστηναν μαγαζιά που πουλούσαν μπιτόνια πόσιμου νερού, πυξίδες, φαγητό, καπέλα, γυαλιά ηλίου, σπίρτα, λάμπες και γύψινες εικόνες των προστάτιδων Παρθένων, της Κούβας και των θαλασσών[…]. Άλλοι συζητούσαν για τις δουλειές των εκατομμυρίων που θα έκαναν μόλις έφθαναν στο Μαϊάμι, ενώ άλλοι δίπλα στα βράχια της ακτής αποχαιρετούσαν με χειροκροτήματα, λυγμούς και υποσχέσεις ότι θα ξανασυναντηθούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα!

Τελικά ο Λεονάρδο Παδούρα μας χάρισε αυτό το ωραίο μυθιστόρημα των 685 σελίδων, που μπορεί να ενταχθεί αναμφίβολα στο ιστορικό μυθιστόρημα που περιέχει όμως και στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο Παδούρα έχει διακριθεί παγκόσμια και βραβευτεί. Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί ακόμα να ενταχθεί και στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία με την ευρεία έννοια, η οποία δεν σταματά να μας εκπλήσσει δεκαετίες τώρα. Έτσι 71 χρόνια μετά αυτή τη στυγερή και ιστορική δολοφονία εκδίδεται το βιβλίο, «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» ένα ρέκβιεμ για τη «χαμένη ουτοπία», αλλά και για κάθε χαμένο πρόσωπο, όπως αυτό του Ραμόν, αλλά και του αδικοχαμένου με τόσο οικτρό τρόπο, επαναστάτη Τρότσκι.
                                                                                             Σούλη Αγγελική
                                                                                           Αθήνα, 10-02-2015


[1] Τζίνα Πολίτη « Δοκίμια για το ιστορικό μυθιστόρημα"
[2] Οι άνεμοι στην κλίμακα των μποφόρ, με ανώτατο τα 12 μποφόρ έχουν ταχύτητα κατά μέσον όρο 120 χιλιόμετρα την ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου