«Ένα ταξίδι στην Ελλάδα, από την Πελοπόννησο πάντα, τη γριά Μάνα, πρέπει να αρχίζει. Η Πελοπόν-νησος στάθηκε πάντα η κοιτίδα του ελληνισμού, έδαφος ιερό και γόνιμο με όλες τις χάρες του νησιού και της στεριάς. Εδώ είναι οι ρίζες –ο Ταϋγετος, ο Αλφειός, οι Ατρείδες, η Ελένη, ο Πλήθων, ο Παλαιολόγος, ο Κολοκοτρώνης. Ο ανθός, η Αθήνα, η ακρότατη φιλοδοξία της ρίζας (!) έρχεται αργότερα» έτσι ξεκινάει την περιήγηση του στον Μοριά ο Καζαντζάκης. Επιλέγει για τίτλο την ονομασία «Μοριάς» που χρησιμοποιείται πιο πολύ απ’ το λαό. Ας μη ξεχνάμε ότι την εποχή που έγραφε την περιήγηση του αυτή το γλωσσικό ζήτημα ήταν σε έξαρση. Με το έργο αυτό αποτίνει ένα φόρο τιμής στην περιοχή, στην οποία τα ελληνικά φύλα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα εδώ πάνω από 3.000 χρόνια και παρόλες τις ιστορικές αλλαγές που συνέβησαν εδώ η ελληνική συνείδηση διατηρήθηκε ανά τους αιώνες. Γράφει «Το πρόσωπο της Ελλάδας είναι ένα παλίμψηστο από 12 κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη εποχή, Επανάσταση του 1821, Τουρκοκρατία, Φραγκοκρατία, Βυζάντιο, Ρωμαϊκή εποχή, Ελληνιστική, Κλασσική, Δωρικός μεσαίωνας, Μυκηναϊκή, Αιγαιϊκή, Λίθινη». Για τον Έλληνα συγγραφέα-περιηγητή λοιπόν το ταξίδι αυτό αναστατώνει την ψυχή του. Το ιστορικό βάρος που κουβαλούν τα ονόματα πολλών τόπων της Πελοποννήσου αναπόφευκτα οδηγεί το συγγραφέα σε οδυνηρές συγκρίσεις με το παρόν. Προβληματίζεται λοιπόν για την ταυτότητα του Νεοέλληνα και τα προβλήματα του Νεοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος δεν κατάφερε να κάνει την αναγκαία σύνθεση της πλούσιας πολιτιστικής του παράδοσης (αρχαίας και βυζαντινής) με τη νεωτερική εποχή του, γεγονός που εμποδίζει την ανάπτυξη και πρόοδο της σύγχρονης Ελλάδας. Παρελθόν και παρόν του Μοριά λοιπόν στη δεκαετία του 1930 δένουν αντιθετικά μέσα από την οπτική του στοχαστή-ταξιδιώτη Νίκου Καζαντζάκη.
Φεύγοντας από την Αθήνα κι
ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου συναντά την πόλη της Κορίνθου και θυμάται
το μεγάλο εμπορικό λιμάνι και τα πλούτη
της κατά την αρχαιότητα. «Πολιτεία της ηδονής» τη χαρακτηρίζει για το ναό της
Αφροδίτης με τις χίλιες ιέρειες που είχε τότε. Ατενίζοντας ψηλά στον Ακροκόρινθο
θυμάται το μύθο του Βελλερεφόντη που καβάλα στο άλογο του τον Πήγασο κυνηγούσε
τη Χίμαιρα κι έπεσε και γκρεμίστηκε από κει γιατί τιμωρήθηκε από τους θεούς για
την ύβριν του να κυνηγά το άπιαστο! Κάθε μύθος έχει τη γοητεία του και «κρύβει νουν αληθείας». Η διαδρομή συνεχίζεται
κι ο συγγραφέας γοητεύεται με την εναλλαγή των τοπίων. Η μεσογειακή βλάστηση με
τα πεύκα, τα κυπαρίσια, τις ελιές...που λάμπουν κάτω από τον ελληνικό ήλιο κι
ουρανό, η γαλάζια θάλασσα που σπάνια χάνεται από τον ορίζοντα, τα ψηλά βουνά
που ξεκινούν από το κέντρο του Μοριά κι απλώνονται χαμηλώνοντας προς τις ακτές
του, οι μικρές και λίγες πεδιάδες που τις διασχίζουν μικροί σχετικά ποταμοί που
κατηφορίζουν από τα βουνά δημιουργούν το
ελληνικό τοπίο, το τόσο γνώριμο σε μας
και το τόσο κοντά στα μέτρα του ανθρώπου ώστε να γαληνεύει την ψυχή του.
Ο συγγραφέας επανέρχεται συχνά σε περιγραφές της ελληνικής φύσης και πιστεύει
ότι ο τόπος έχει επηρεάσει την
ψυχοσύνθεση του Έλληνα, η οποία έχει εκφραστεί και στα έργα τέχνης του. Πέτρα,
θάλασσα, φως, ήμερη βλάστηση, γλυκό κλίμα! Ούτε αχανείς έρημοι λοιπόν, ούτε στέπες,
ούτε δυσθεώρατα βουνά, ούτε άγρια βλάστηση, ούτε αντίξοοες καιρικές συνθήκες, θα συμπλήρωνα εγώ.
Ένας ευλογημένος τόπος για να ζει ο άνθρωπος!
Ψηλά σε αρκετά βουνά ξεπροβάλλουν τα κάστρα του Μοριά ερειπωμένα,
που τα στεφανώνουν σαν κορόνα και στο συγγραφέα θυμίζουν τις απόρθητες
ψυχές που αγωνίστηκαν να μείνουν ελεύθερες αλλά και κάθε ψυχή που αντιστέκεται!
Χλεμούτσι, Καρύταινα, Νίκλι, Γεράκι, Μυστράς, Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά...όλα με τα κάστρα τους από
την εποχή της Φραγκοκρατίας
τα περισσότερα, όταν ο Γοδεφρίγος Βιλλεαρδουίνος μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204 μ.Χ από τους Φράγκους, ήρθε και κατέλαβε το
μεγαλύτερο μέρος του Μοριά. Ο φραγκοκρατούμενος τότε Μοριάς χωρίστηκε σε 12
βαρωνίες κατά το γαλλικό φεουδαρχικό σύστημα με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα και η
γειτονική Γλαρέντζα, η σημερινή Κυλλήνη, εξελίχτηκε σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι,
που τα καράβια φορτωμένα με τοπικά προϊόντα (λάδι, σύκα, μέλι, κερί...)
ταξίδευαν για τη Βενετία, την Αγκώνα κι
άλλους προορισμούς στη Μεσόγειο. Ψηλά στο γειτονικό βουνό έκτισε το κάστρο
Χλεμούτσι, μέσα σε τρία χρόνια, παίρνοντας μεγάλους φόρους από τα μοναστήρια,
τα οποία είχαν δυσανασχετήσει. Η
Φραγκοκρατία κράτησε κοντά τρεις αιώνες.
Στο διάστημα αυτό η επαφή των Ελλήνων με τους τροβαδούρους και τα τραγούδια
τους που υμνούσαν τον έρωτα των ιπποτών επηρέασε τη νεο-ελληνική λογοτεχνία δίνοντας
έργα, όπως τα «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη» κλπ. Μετά τη Φραγκοκρατία ακολούθησε η Τουρκοκρατία.
Επόμενος σταθμός η Αρχαία Ολυμπία μέσα σε ένα
ειδυλλιακό τοπίο, κοντά στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου και στον
κατάφυτο λόφο του Κρονίου Διός. Από ‘δώ ξεκίνησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 776
π.Χ κι άνθησαν τα ιδεώδη του αθλητισμού, της πανελλήνιας ένωσης, της πολεμικής
εκεχειρίας. Ο Καζαντζάκης μέσα στα λιγοστά ερείπια της Ολυμπίας φαντάζεται τους
αθλητές απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας που έρχονταν εδώ για να
αγωνιστούν για έναν κλάδο ελαίας. Οι Έλληνες γυμνάζονταν για να προετοιμαστούν
για την κοινωνική ζωή του πολίτη, όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το νου, επισημαίνει
ο συγγραφέας. Μπαίνει στο Αρχαιολογικό Μουσείο,
κι εκεί δεν μπορεί να μην θαυμάσει τα δυο αετώματα από το μεγάλο ναό του Διός
που δεν υπάρχει πια, καθώς και τους 12 άθλους του Ηρακλέους στις μετόπες του ίδιου
ναού. Επίσης το πασίγνωστο άγαλμα τον Ερμή του Πραξιτέλους που κρατά στο δεξί του
χέρι αγκαλιά το μικρό Διόνυσο στολίζει το Μουσείο. Στέκεται ώρα μπροστά στο ένα αέτωμα που
παριστάνει ανάγλυφη μια παραλλαγή της γνωστής Κενταυρομαχίας αλλά με τον θεό
Απόλλωνα όρθιον στο κέντρο και τη Νίκη επίχρυση δίπλα. Το αέτωμα αυτό έγινε αμέσως
μετά τους νικηφόρους πολέμους των Ελλήνων κατά των Περσών τον 5ο
αιώνα π.Χ, και συμβολίζει τη νίκη του πολιτισμένου ανθρώπου κατά της
βαρβαρότητας. Οι Έλληνες εμπνεόμενοι από αυτό το ιστορικό γεγονός που έγινε σε
έναν ορισμένο τόπο και χρόνο, δημιούργησαν ένα έργο τέχνης που του έδωσαν
παναθρώπινη και διαχρονική διάσταση. Μετατοπίζοντας τη σύγκρουση από τους Έλληνες και τους Πέρσες, στους Κένταυρους ( μισοί άνθρωποι και
μισοί ζώα-άλογα) και στους Λάπιθες (κατοίκους της Θεσσαλίας που τους άρπαξαν τις
γυναίκες οι Κένταυροι σε ένα γλέντι όταν μέθυσαν) μεταφέρουν τη σύγκρουση αυτή σε σύγκρουση ανθρώπου και χτήνους, πολιτισμένου και βάρβαρου,
νου κι ενστίκτου. Γι αυτό παρίσταται κεντρικά κι ο Απόλλωνας ο θεός της λογικής
και του φωτός που φέρνει μαζί του τη Νίκη! «Έτσι με τη συμβολική τους εξευγένιση, οι
ελληνικές νίκες υψώθηκαν σε πανανθρώπινες νίκες». Με τη φράση αυτή ο συγγραφέας
κλείνει την παραπάνω ερμηνεία του για την ελληνική τέχνη!
Στη συνέχεια ανεβαίνει προς την
Αρκαδία. Περνώντας από τη Φιγαλεία επισκέπτεται το ναό του Επικουρείου
Απόλλωνος, που βρίσκεται κτισμένος, πάνω σε σχέδια του Ικτίνου (του ενός
από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα), μακριά μέσα στη φύση απομονωμένος. Φτάνει
στη Μεγαλόπολη, κι
επισκέπτεται τα ερείπια της αρχαίας Μεγάλης πόλης που έκτισε ο Θηβαίος
Επαμεινώνδας μετά τη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ ως ορμητήριο κατά των
Σπαρτιατών, όταν κατέλυσε την Σπαρτιατική ηγεμονία τους και θεμελίωνε τη
Θηβαϊκή ηγεμονία. Μετά ανεβαίνει στην Καρύταινα,
το ελληνικό Τολέδο, όπως το αποκαλεί, με την τραχιά ψυχή, τα στενά δρομάκια, τα
παλιά σπίτια, τις βυζαντινές εκκλησιές, κτισμένα όλα στην πλαγιά του βουνού
στην κορφή του οποίου βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο του. Σε λίγο φτάνει στην Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της
Πελοποννήσου επί Τουρκοκρατίας. Εδώ θυμάται τον Κολοκοτρώνη, το γέρο του Μοριά, που με το μυαλό και το
σπαθί του απελευθέρωσε την πόλη κατά την Επανάσταση του 1821 καταφέροντας
καίριο πλήγμα κατά των Τούρκων. Η μορφή του Κολοκοτρώνη απασχολεί τον συγγραφέα
γιατί πιστεύει ότι εκφράζει την πλούσια νεο-ελληνική ψυχή: πίστη, αισιοδοξία,
πείσμα, παλικαριά, πραχτικό μυαλό, ευλυγισία γεμάτη δόλους, λαϊκή σοφία κι
εμπειρία πολέμου. Όταν οι καλαμαράδες και οι πολιτικοί χάνονταν σε ακατάσχετες
φλυαρίες, ο Κολοκοτρώνης λέγοντας την κατάλληλη στιγμή μια παροιμία τους
αποστόμωνε με την ευθυκρισία του «χωρίς να παραφέρεται ούτε από τους αρχαίους,
ούτε από τους Φράγκους, ούτε από τους κοτζαμπάσηδες, ούτε από τους Τούρκους» Κι
όταν γέρος πια, επί Όθωνος, πήγαν να τον συλλάβουν, αυτός δεν έχασε το χιούμορ
του λέγοντας τους «τι χρειάζεται τόσος στρατός για να με πάει φυλακή;»
Στη συνέχεια κατηφορίζει κατά τον
κάμπο της Σπάρτης, που τον
ποτίζει ο Ευρώτας δίπλα στον οποίο βρίσκεται κτισμένη η Σπάρτη. Από την αρχαία Σπάρτη δεν έχει σωθεί
σχεδόν τίποτα. Η πόλη δεν είχε ανάγκη από οχυρώσεις αφού οι Σπαρτιάτες με τα
σώματα τους φρουρούσαν την πόλη τους κι ούτε άφησαν μνημεία Τέχνης. Το δικό
τους πρότυπο ανθρώπου ήταν πολύ αυστηρό. Ήθελαν να είναι γενναίοι στρατιώτες. «Άτομο
δεν υπάρχει, ούτε ελευθερία. Χορός, μουσική, τραγούδι –μα μονάχα όσο χρειάζεται
για τις ανάγκες του πολέμου». Μια σκληρή ανάγκη τους οδήγησε να δουν τη ζωή σαν
άγριο κυνήγι που σκοτώνουν για να ζήσουν αυτοί. (ο φόβος της εξέγερσης
των ειλώτων που ήταν Μεσσήνιοι και που τους είχαν κατακτήσει ήταν η βασική
αιτία του στρατιωτικού τύπου της κοινωνίας τους. Οι Μεσσήνιοι- είλωτες είχαν συνοχή
μεταξύ τους και δεν ήταν σαν τους δούλους των άλλων πόλεων, που τους αγόραζαν ή
που τους είχαν αιχμαλωτήσει σε πολέμους, άρα χωρίς ενότητα μεταξύ τους). Κι ο Καζαντζάκης κλείνει το κεφάλαιο αυτό με
μια περίεργη κι αντιφατική στάση απέναντι στον πόλεμο. Από τη μια αναγνωρίζει
την τραγικότητα του πολέμου, από την άλλη όμως δέχεται την αναγκαιότητα του
γιατί μόνο ο νικητής είναι αυτός που μπορεί να χαράξει πορεία για να πάει
μπροστά η ζωή, ενώ οι ειρηνόφιλοι, οι αισθηματίες, οι θεόσοφοι, οι ανθρωπόσοφοι
φωνάζουν «Ειρήνη! Ειρήνη!». Είναι φανερές οι απηχήσεις από τον Νίτσε.
Αντίθετα είναι δυνατή η ερμηνεία
που δίνει για τον μύθο της ωραίας
Ελένης. Φαντάζεται πως συνομιλούν δυο Έλληνες με κάποιους ασκητές του
Βούδα, μια συνομιλία που εκπροσωπεί δυο
κυρίαρχες αντιθετικές στάσεις ζωής. Οι βουδιστές σαρκάζουν τους Έλληνες
λέγοντας « οι Έλληνες, τα αιώνια παιδιά της φαντασίας, τα αστόχαστα ψάρια που
σκιρτούν και παίζουν μέσα στα δίχτυα του ψαρά και θαρρούν πως σκιρτούν και
παίζουν ελεύτερα μέσα στην απέραντη θάλασσα... δουλεύουν, πλάθουν μέσα στον
ύπνο τους πολέμους, θεούς, νόμους, ιδέες. Δυστυχισμένοι, χρόνια πολεμούσατε
στην Τροία για την Ελένη και ποτέ δεν νοιώσατε πως πολεμούσατε για τον ίσκιο
της Ελένης. Η Ελένη καθόταν ανέγγιχτη κι αθώρητη στο παλάτι στην Αίγυπτο». Και
ο πρώτος Έλληνας απαντά «Ακόμα κι αν ήταν ίσκιος η Ελένη, βλογημένος ο ίσκιος
της, διότι χωρίς αυτήν δεν θα πηγαίναμε στην Τροία, δεν θα πλαταίναμε το νου
μας, δεν θα δυναμώναμε τα κορμιά μας». Κι ο δεύτερος δίνει μια άλλη καταπληκτική
απάντηση κι ωραιότατα διατυπωμένη «Πριν τη γεννήσει το τραγούδι του ποιητή η
Ελένη... δεν είχε ελπίδα αιωνιότητας, αλλά ο ποιητής την άρπαξε και την έβαλε
στο αμπάρι του δακτυλικού του εξάμετρου κι από τότε πλέει αθάνατη στη μνήμη των
ανθρώπων. Να πως δουλεύουν οι Έλληνες τη ματαιότητα και τη νικάνε». κι ο διάλογος συνεχίζεται «Κι όλη η ζωή
ασκητή είναι ένας ίσκιος... δώσε μου πρόσωπο να μη χαθώ, κοίταξε με να
ζήσω...θεοί κι άνθρωποι απλώνουν τα χέρια και φωνάζουν να τους σώσω» αντίθετα
«εσείς οι ασκητές σταυρώνετε τα χέρια, άνεργοι και συλλογάστε ότι δεν υπάρχει
Ελένη». Αντίθετα εμείς οι Έλληνες πιστεύουμε ότι «Ελένη σημαίνει να πολεμάς για
την Ελένη». Με αυτόν τον καταπληκτικό διάλογο ο Καζαντζάκης αναγάγει την Ελένη
σε σύμβολο των στόχων για δράση που θέτει ο άνθρωπος για να αποκτήσει η ζωή του
νόημα πάνω στη γη, αλλιώς αισθάνεται μάταιη τη θνητή ζωή του. Η παραίτηση από
τη ζωή δεν ταιριάζει στην ελληνική σκέψη και μάλιστα δημιούργησε και τη Τέχνη για
να ‘ναι η ζωντανή μνήμη της ανθρωπότητας, αφού η απουσία μνήμης ισοδυναμεί με
θάνατο.
Το ταξίδι συνεχίζεται. Με βαθιά
συγκίνηση επισκέπτεται τώρα τον Μυστρά,
διότι ο τόπος αυτός συμπυκνώνει συμβολικά μια βαθιά τομή στην ελληνική ιστορία
που σχετίζεται με το τέλος του Βυζαντίου και την απαρχή του νεο-ελληνισμού.
Μυστράς, η πρωτεύουσα του ελληνικού Δεσποτάτου του Μορέως που ήκμασε μέσα στη
φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο, η επικράτεια της δυναστείας των Παλαιολόγων,
κέντρο Γραμμάτων και Τεχνών κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Εδώ εστέφθη
αυτοκράτωρ ο Κωνσταντίνος Παλιαολόγος στις 6 Ιανουαρίου 1449, πριν ξεκινήσει
για την Κωνσταντινούπολη, 4 χρόνια πριν την άλωση της από τους Τούρκους.
Κοιτάζει το Μυστρά! Το κάστρο του στην κορυφή του λόφου που το έκτισε ο
Γοδεφρείγος Βιλλεαρδουίνος, τα ερειπωμένα παλάτια των Κατακουζηνών και των
Παλαιολόγων, πιο κάτω τις βυζαντινές
εκκλησιές της Περιβλέπτου, του Ευαγγελισμού, της Μητρόπολης, των Αγίων
Θεοδώρων, του Αφεντικού, της Παντάνασσας και χαμηλότερα τα σπίτια των απλών
ανθρώπων με τα στενά δρομάκια τους. Τα κοιτάζει και φαντάζεται την πολιτεία του
Μυστρά πώς ήταν στα χρόνια ακμής της.
Με τα μάτια της φαντασίας του
βλέπει τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (1355-1452) να συζητά με τους μαθητές του στη
σχολή που ίδρυσε εκεί. «Προφήτη της Νέας Ελλάδας» τον αποκαλεί. Άνθρωπος με
βαθιά κλασσική παιδεία και ειλικρινή χριστιανική πίστη, ζώντας στα εδάφη που
κάποτε ήκμασε η Σπάρτη και βλέποντας την επικείμενη πτώση του Βυζαντίου
συνειδητοποιεί τη συνέχεια του ελληνισμού ανά τους αιώνες και προβληματίζεται για το
μέλλον του. Αποδέχεται την αρχαία ελληνική καταγωγή των χριστιανών Ρωμιών του
Βυζαντίου που ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα και κατοικούσαν στα πατρογονικά
εδάφη, μια αντίληψη που τον έφερε όμως σε σύγκρουση με το κατεστημένο της
εποχής του, που αρνούνταν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ως ειδωλολατρικό. Ο Γεώργιος
Σχολάριος, ο μετέπειτα Πατριάρχης
Γεννάδιος επί Τουρκοκρατίας, τον αποκαλούσε «Έλληνα» και σοφιστή. Ο Πλήθωνας οραματίστηκε
τον νέο-έλληνα σαν έναν νέο τύπο ανθρώπου που αποδέχεται αφενός τη διπλή
καταγωγή του (αρχαία ελληνική και βυζαντινή) κι αφετέρου τη νέα πραγματικότητα
που διαμορφώνεται στην εποχή του.
«Εδώ στην ελληνική επικράτεια του Δεσποτάτου
του Μυστρά θα κάνουμε μια καινούργια αρχή» έλεγε για να σωθεί ο ελληνισμός, κι
αν ακόμα πέσει η Πόλη. Οραματίστηκε ένα νέο κράτος με εθνικό στρατό καλά
γυμνασμένο που θα αγωνίζεται με πίστη για τη γη που καλλιεργεί και δεν θα
αποτελείται από ξένους μισθοφόρους επί πληρωμή. Το κράτος αυτό πρέπει να έχει
οικονομική αυτάρκεια. Χρειάζονται αναγκαίες μεταρρυθμίσεις «να πάψει η δουλεία
των χωρικών, η γη πρέπει να ανήκει σ’ αυτούς που την καλλιεργούν». Δεν θεωρούσε
όλους τους ανθρώπους ίσους γιατί ο καθένας έχει ιδιαίτερες ικανότητες κι αρετές
και σύμφωνα με αυτές πρέπει να τοποθετηθεί στην κοινωνική ιεραρχία. Τέλος το
κράτος αυτό χρειάζεται ένα νέο πολίτευμα που θα κυβερνά ο μονάρχης μαζί όμως με
τους άριστους στη γνώση και στην αρετή κι όχι στα πλούτη και στην καταγωγή. Οι
πρωτοποριακές του ιδέες δεν εισακούστηκαν από τους ισχυρούς της εποχής του,
παρόλα τα υπομνήματα που τους έστελνε, αντίθετα υπέστη διωγμούς. Οι ιδέες του
όμως δεν έσβησαν αλλά μέσω των μαθητών του ταξίδεψαν στην Ιταλία που ζούσαν
τότε την Αναγέννηση τους. Ο Πλήθωνας πέθανε 100 ετών, ένα χρόνο πριν την άλωση
της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
Προχωρώντας στο ναό της Περιβλέπτου θυμήθηκε τον μεγάλο
αγιογράφο και φίλο του τον Κόντογλου, που ανέλαβε την αναπαλαίωση των
τοιχογραφιών του ναού, που είχαν φθαρεί από το χρόνο. Το πολύ αλάτι που είχε
συσσωρευτεί πάνω τους από την ομίχλη που κατέβαζε ο Ταϋγετος αιώνες τώρα, και το
βερνίκι ρετσινιού που χρησιμοποίησαν κάποιοι τεχνίτες κατά τον 18ο
αιώνα προσπαθώντας να συντηρήσουν τις εικόνες μαύρισε τα χρώματα τους,. Ο
Κόντογλου αφαίρεσε το αλάτι, το βερνίκι ρετσινιού, πρόσθεσε ουδέτερο χρώμα στα
κενά των τοιχογραφιών, σχεδίασε τα περιγράμματα τους, πέρασε με σύγχρονα
βερνίκια τις εικόνες, κι έδωσε οδηγίες στα συνεργεία συντήρησης να βάλουν
πόρτες και παράθυρα για να μη μπαίνει η ομίχλη, να σκουπίζουν τη σκόνη που
επικάθεται στις εικόνες και να θερμαίνουν το βαρύ χειμώνα το εσωτερικό των
ναών. Χάρη στον Κόντογλου και στις νέες τεχνικές αναπαλαίωσης που εισήγαγε
διασώθηκαν αυτά τα αριστουργήματα της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, η οποία
ξεφεύγει από το πολύ αυστηρό τυπικό της προηγούμενης βυζαντινής αγιογραφίας. Η
ανεπαίσθητη κίνηση των σωμάτων, η εκφραστικότητα των προσώπων, τα πιο φωτεινά
χρώματα έφερναν τις μορφές αυτές τώρα πιο κοντά στον άνθρωπο. Η πλούσια
πολιτιστική μας κληρονομιά που μας κάνει περήφανους σαν έθνος κι αποδεικνύει τη
συνέχεια του ελληνισμού ανά τους αιώνες χρειάζεται την προστασία μας. Με την
ευκαιρία ο Μυστράς έχει συμπεριληφθεί στα μνημεία της Παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 1989 και μέχρι σήμερα έχουν γίνει αναστηλώσεις στα
βυζαντινά παλάτια του.
Τόποι γεμάτοι μνήμες κι ένα παρόν που τον προβληματίζει πολύ.
Καταγράφει καθημερινά στιγμιότυπα από τη ζωή του νεοέλληνα στις πόλεις που
επισκέπτεται. Τίποτα άλλο, σχεδόν κανένα στοιχείο από το νεώτερο λαϊκό
πολιτισμό. Εξάλλου η Ελλάδα το 1926-7 ήταν μια κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα και η
αστική ανάπτυξη της περιοριζόταν σε λίγες πόλεις. Πιάνει κουβέντα με τους
απλούς κατοίκους των περιοχών αυτών και προσπαθεί να διακρίνει τα
χαρακτηριστικά εκείνα που διαμορφώνουν
την ταυτότητα του νεο-έλληνα. Παρατηρεί τους άντρες που πηγαίνουν στα καφενεία,
τους νεαρούς να παίζουν μπάλα σε αυτοσχέδια γήπεδα, τα νεαρά κορίτσια με τα
εκφραστικά πρόσωπα μαζεμένα κι υπάκουα, τα μικρά παιδιά με τί προθυμία και
σβελτάδα τρέχουν να τον εξυπηρετήσουν. Προσέχει πολύ το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν
και βγάζει συμπεράσματα για τη γλωσσοπλαστική ικανότητα του λαού. Παρατηρεί τη
στάση των ντόπιων απέναντι στα σωζόμενα μνημεία του τόπου τους. Βλέπει ότι αυτοί
που έχουν άδολη καρδιά και καθαρό μυαλό αγαπούν τα μνημεία του τόπου τους και
τα θεωρούν δικά τους. Για παράδειγμα η
γιαγιά στο Μυστρά που δεν έκανε διάκριση μεταξύ αρχαίων και βυζαντινών
μνημείων. Δεν την ενοχλούσε η ύπαρξη της αρχαίας σαρκοφάγου μέσα στην αυλή της
βυζαντινής εκκλησίας, και στα μάτια της οι μικροί ανάγλυφοι ερωτιδείς που
στόλιζαν τη σαρκοφάγο ήταν παρόμοιοι με τα αγγελούδια των χριστιανικών εικόνων.
Και η άλλη γιαγιά που ήξερε απέξω την ημερομηνία στέψης του Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου και με υπερηφάνεια τον πληροφορούσε. Ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι
μέσα στις αγνές ψυχές των απλών ανθρώπων μπορεί να πραγματοποιηθεί μια έστω μορφή
της πολυπόθητης σύνθεσης της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής παράδοσης του
νεο-έλληνα.
Αντίθετα οι περισσότεροι νεοέλληνες σήμερα «όλο
εξυπνάδα, υποψία, κι αρπαγή» ειρωνεύονται τους ταξιδιώτες που επισκέπτονται τα
αρχαία μνημεία σαν το ταξιτζή που μετέφερε τον συγγραφέα στις Μυκήνες.
Χαρακτηριστικός της νοοτροπίας του ο κάτωθι διάλογος «τι πάνε και κάνουν στη
Μυκήνα τόσοι ξένοι; Καλά οι ξένοι, μα και του λόγου σου;» «Εδώ είναι το
χασάπικο» τον πληροφορεί μόλις φτάνουν εκεί και παρομοιάζει την Κλυταιμνήστρα
με μια συζυγοκτόνο για την οποία έγραφαν οι εφημερίδες τις μέρες εκείνες. «δεν
είναι το ίδιο» του απαντά ο συγγραφέας «γιατί μεσολάβησε ο Αισχύλος» «ποιος
είναι πάλι αυτός;» «πήγες ποτέ σου στο θέατρο να ακούσεις αρχαία τραγωδία;»
«μια φορά που πήγα, δεν κατάλαβα τίποτα κι έφυγα, φοβήθηκα μάλιστα μη με πάρουν
για μάρτυρα γι αυτά που άκουγα(!)». στη συνέχεια προσπαθεί να ανοίξει κουβέντα
για τις ανασκαφές μήπως τον μεταπείσει «ήρθε κάποτε εδώ ένας κουτόφραγκος, που
λές, έσκαψε και βρήκε θησαυρό» «έλα ντε, γι αυτό τους βλέπω στα κατσάβραχα
(εννοεί Ακρόπολη Μυκηνών) να ψάχνουν για χρυσάφι».
Ο Καζαντζάκης βλέποντας το
νεο-ελληνικό παρόν διαπιστώνει πως το όνειρο του Πλήθωνα για έναν νέο-ελληνισμό
ακόμα δεν πραγματοποιήθηκε ακέραια, κι αναρωτιέται πότε θα βγει ένας
νεο-ελληνικός πολιτισμός απ’ όλες μέσα μας τις αντιφατικές, δισυπόστατες,
πλούσιες κληρονομιές μας. Το θέμα του παρόντος της Νέας Ελλάδας τον απασχολεί
πολύ. Τιμή και υπερηφάνεια η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά μας αλλά τώρα τί
κάνουμε; γι αυτό κλείνει τη λογοτεχνική περιήγηση του στο Μοριά αναφερόμενος
στα προβλήματα του νεοελληνικού πολιτισμού, τα οποία ξεκινούν από την αδυναμία
του να αποφασίσει ποιος είναι τελικά ο σύγχρονος Έλληνας, εγκλωβισμένος ανάμεσα
στην αρχαία και τη βυζαντινή καταγωγή του. «Ο Διγενής από πατέρα Έλληνα και
μάνα Ανατολίτισσα είναι ο συμβολικός ήρωας της ράτσας μας. Μέσα στη διγενή ψυχή
του Νεοέλληνα αντιμάχονται δύο ρεύματα: ο αρχαίος πρόγονος και ο βυζαντινός, η
δυτική ορθολογιστική νοοτροπία η οποία αφομοίωσε τον αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό τρόπο
σκέψης και η ανατολίτικη νοοτροπία γεμάτη μυστήριο και δεσποτισμό που
χαρακτήριζε και τη βυζαντινή νοοτροπία. [...]σπανιότατα τα δυο αυτά ρεύματα
σμίγαν σε οργανική σύνθεση, τις άλλες φορές τρέχουν παράλληλα χωρίς ποτέ να
σμίγουν ή αντιμάχονται μεταξύ τους».
Ο Καζαντζάκης θίγει ένα πολύ
μεγάλο θέμα σχετικά με την ταυτότητα του Νεοέλληνα και την εθνική του συνείδηση
που έχει απασχολήσει όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της σύγχρονης Ελλάδας
και τη γενιά του 1880 και 1930. Δίκαια λοπόν διαβλέπει ότι σε καιρούς σχετικά
ήσυχους τα δυο αυτά ρεύματα απλά συνυπάρχουν χωρίς εντάσεις. Σε καιρούς όμως
δύσκολους, όταν διακυβεύονται μάλιστα εθνικά ζητήματα, υπάρχει
μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ τους με
αποτέλεσμα αυτή να έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Τα λόγια αυτά Καζαντζάκη με έκαναν να θυμηθώ τη διχόνοια,
όπως την αποκαλεί ο Σολωμός, η οποία έπαιρνε διάφορα ονόματα κατά τη διάρκεια του
νεοελληνικού βίου μας. Κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού -που στόχο
είχε μέσα από την παιδεία να διαφωτίσει τους νεοέλληνες για την καταγωγή τους και την εθνική τους ταυτότητα για
να μπορέσουμε έτσι να απελευθερωθούμε από τους Τούρκους- χωρισμένοι οι Δάσκαλοι του Γένους σε προοδευτικούς και συντηρητικούς! Αντίπαλοι πάλι οι μισοί Έλληνες με τους άλλους
μισούς κι όταν πολεμούσαμε τους Τούρκους, κάνοντας μάλιστα δυο εμφύλιους πολέμους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Χωρισμένοι κι αντίπαλοι ξανά κατά τον Εθνικό Διχασμό του 1915-17, όταν η Ελλάδα είχε
μόλις διπλασιάσει την έκταση του ελληνικού κράτους απελευθερώνοντας τη Μακεδονία, Ήπειρο, νησιά Αιγαίου, Κρήτη.. κι ετοιμαζόταν να υπερασπιστεί τα εθνικά μας δίκαια 3.000 χρόνων στη Μικρά Ασία! Χωρισμένοι κι αντίπαλοι και στο
γλωσσικό ζήτημα (δημοτική ή καθαρεύουσα κι αρχαϊζουσα). Χωρισμένοι κι αντίπαλοι
και στον εμφύλιο του 1946-49. Χωρισμένοι σε όλες τις δύσκολες ώρες τη στιγμή
που θα έπρεπε να είμαστε ενωμένοι! Λές και κάποιοι εξ ημών να το επιδιώκουν! Πατώντας
πάνω στα ιδεώδη και στις αξίες της αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς μας, που
τα θέτουν ως λάβαρα, θέτουν ψεύτικα διχαστικά διλήμματα στον ελληνικό λαό, τον
αποπρασανατολίζουν και τον χωρίζουν αντί να κάνουν την υπέρβαση και τη σύνθεση
των στοιχείων αυτών με βάση τη νεοελληνική πια πραγματικότητα. (σχετικές
πληροφορίες στις αναγνώσεις του Κονδύλη, της Αναλαμπής, του Γεννήθηκα το 1402). Μήπως λοιπόν δεν φταίει ακριβώς η διγενής ψυχή του Νεοέλληνα αλλά τα αίτια αυτής της διχόνοιας σχετίζονται με τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά και τις οποίες κάποιοι ισχυροί εκμεταλλεύονται για να εξυπηρετήσουν τα στενά συμφέροντα τους αδιαφορώντας για τα ευρύτερα εθνικά συμφέροντα; αναρωτιέμαι.
Ο Καζαντζάκης γράφοντας τόσες
περιηγήσεις δεν μπορούσε να μην αφιερώσει και μια για το ελληνικό πνεύμα. Με
αφορμή λοιπόν το ταξίδι του στο Μοριά περικλείνει σε μια ενιαία αφήγηση το
ιστορικό παρελθόν και το νεοελληνικό παρόν της Πελοποννήσου, εν έτει 1926-7,
δίνοντας μας μια περιήγηση που με διαφορετικά ονόματα τόπων και μνημείων θα
μπορούσε να εκφράζει όλη σχεδόν τη νεώτερη
Ελλάδα .
Σούλη Αγγελική
12 Μαρτίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου