Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

"Ταξιδεύοντας, Αγγλία" Ν. Καζαντζάκης, εφ.Έθνος, 2013, (σελ. 234)





Εισαγωγή:
Απ’ τα καλύτερα έργα του Νίκου Καζαντζάκη θεωρούνται τα «Ταξιδεύοντας...» και η «Αγγλία», διότι συνδυάζουν την πραγματικότητα των τόπων που επισκέπτεται με τις πνευματικές του ανησυχίες, αφήνοντας σχετικά πίσω τις μεσσιανικού τύπου αντιλήψεις της κοσμοθεωρίας του. Ο Ν.Καζαντζάκης (1883-1957) κληροδότησε στα Ελληνικά Γράμματα ένα έργο τεράστιο σε όγκο και σε ευρύτητα ασχολούμενος με όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, μεταφράσεις, θεατρικά έργα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μυθιστορήματα, δοκίμια, επιστολές. Πνεύμα ανήσυχο, αναζητεί παθιασμένα τη λύτρωση της ψυχής του μέσα από τη γνώση, τις εμπειρίες, τα ταξίδια. Διαβάζει πάρα πολύ, παρακολουθεί τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του κι επηρεάζεται από τον Μπέρξον και τη θεωρία του για τη «ζωϊκή ορμή» κι απ΄τον Νίτσε και τη θεωρία του για τον Υπεράνθρωπο. Προβληματίζεται για τα επαναστατικά γεγονότα της εποχής του, τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, την Οκτωβριανή επανάσταση... όπου επισκέπτεται αντίστοιχα και τις χώρες αυτές. Συγχρόνως όμως η ψυχή του βασανίζεται από μεταφυσικές (θεολογικές για πολλούς) κι υπαρξιακές αγωνίες για το νόημα της ζωής και το νόημα της θρησκευτικής πίστης.
Ο Πρεβελάκης, ερμηνευτής του έργου του, αναφέρει τους «προφήτες» που κατά σειρά κατέκτησαν τον Καζαντζάκη: Νίτσε, Χριστός, Βούδας, Λένιν για να καταλήξει στη μορφή του Οδυσσέα, αυτού του απ-άνθρωπου ήρωα, χωρίς αξίες κι ελπίδα που έπλασε ο ίδιος στην «Οδύσεια» του, το έργο ζωής του, όπως το αποκαλούσε με το οποίο φιλοδοξούσε να γράψει το δικό του έπος του σύγχρονου ανθρώπου! Συνοψίζοντας ο Ν. Καζαντζάκης τελικά διαμόρφωσε μια δικιά του κοσμοθεωρία, την οποία ο Μάριο Βίττι αποκαλεί «διονυσιακό μηδενισμό», ο δε Λίνος Πολίτης «ηρωϊκό πεσσιμισμό». Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος πρέπει από τη μια να ανυψωθεί στον ήρωα-υπεράνθρωπο που δεν  φοβάται ούτε ελπίζει τίποτα αλλά ρουφά τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις - κάτι σαν το θεό Διόνυσο- ενώ από την άλλη γνωρίζει ότι δεν υπάρχει Τίποτα, ότι όλα είναι ένα Μηδέν στον κόσμο τούτο. Και μάλιστα αυτό αρέσει πολύ στον υπεράνθρωπο-άνθρωπο του! Μια μεγάλη αντίφαση διαπερνά τη κοσμοθεωρία του διότι από τη μια η ζωή δεν έχει νόημα, είναι πεσσιμιστής (απαισιόδοξος) μέχρι μηδενισμού κι από την άλλη θέλει αυτή τη ζωή να τη γευτεί με όλο του το είναι! μήπως θέτει ένα στόχο υπερ-άνθρωπο, όπως ωραιότατα εκφράζει και η φράση που ο ίδιος ζήτησε να αναγραφεί πάνω στον τάφο του «δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος»;

Το «Ταξιδεύοντας, Αγγλία» ξεκίνησαν ως ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Καθημερινή της εποχής του και συντέθησαν σε βιβλίο αργότερα, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του: Ταξιδεύοντας: Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος-Σινά, Ρουσία, Ιαπωνία-Κίνα, Μοριάς. Ο συγγραφέας μέσα από την καταγραφή του ταξιδιού του στην Αγγλία το 1939, ενώ η χώρα προετοιμαζόταν για τη συμμετοχή της στον Δεύτερο Παγκόσμιο  Πόλεμο αναδεικνύεται ένας γνήσιος ταξιδιώτης-περιηγητής που αναζητά τον πολιτισμό και τις αξίες του εγγλέζικου λαού, ο οποίος έκτισε μια αυτοκρατορία με τις αποικίες του που εκτείνονταν σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Σήμερα που ο μαζικός τουρισμός με τα μέσα μεταφοράς κι επικοινωνίας έκανε πιο εύκολα τα ταξίδια αλλά και πιο «επιφανειακά» για τον τουρίστα που καταναλώνει εικόνες τοπίων κι αξιοθέατων, το βλέμμα του ταξιδιώτη- π προσδίδει μια διάσταση βάθους στα ταξίδια αυτά με τη στοχαστική διάθεση και τη λογοτεχνική του γλώσσα. Το «Ταξιδεύοντας, Αγγλία» υπεβαίνει λοιπόν τον καθιερωμένο όρο «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις» κι ανήκει στην «Ταξιδιωτική λογοτεχνία», όπως θα έπρεπε να αποκαλείται το είδος αυτό, όταν αναφέρεται σε κείμενα τέτοιου είδους, όπως εύστοχα σημειώνεται και στην εισαγωγή του εν λόγω βιβλίου.

Το έργο:
Ο Καζαντζάκης ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου του προειδοποιεί ότι η παρουσίαση του ταξιδιού του αυτού ίσως εξαγριώσει αναγνώστες του, διότι το ταξίδι αυτό «αναταράζει σύγχρονες έννοιες» που σχετίζονται με μια υπερδύναμη σαν την Αγγλία αλλά αυτός γράφει και «κρίνει με πνευματική και ψυχική ανεξαρτησία, ως ελεύθερος στοχαζόμενος άνθρωπος». Ξεκινά λοιπόν την περιήγηση του παρουσιάζοντας πρώτα τη χώρα: τη γεωγραφική της θέση, τη φύση της, το κλίμα της, τους κατοίκους με την καταγωγή τους και το νόημα ζωής που συνέλαβαν και το έκφρασαν μέσα από τις αξίες και τον πολιτισμό τους (κεφ. 1-3)
Η Αγγλία γεωγραφικά είναι ένα μεγάλο νησί στα δυτικά σύνορα της Ευρώπης μετά τα οποία εκτείνεται ο Ατλαντικός Ωκεανός αλλά και ψυχολογικά αισθάνεται ένα νησί προσθέτει η στοχαστική ματιά του ταξιδευτή-συγγραφέα. «οι Άγγλοι ένοιωσαν τον εαυτό τους ξέχωρο από την Ευρώπη» ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν ξέκοψαν τα δεσμά τους από την Παπική Εκκλησία κι όταν δημιούργησαν το μεγάλο στόλο τους με τον οποίο ξανοίχτηκαν να κατακτήσουν τον κόσμο που εκτεινότανε πέρα από τις ανοιχτές θάλασσες αφήνοντας πίσω τους τις βλέψεις τους για την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης.  Η Αγγλία είναι ένα νησί κατάπρασινο, που η δροσερή χλόη, τα απέραντα δάση, και οι πεδιάδες σε αντίθεση με τα χαμηλά βουνά της καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου της. Η ομίχλη ανάλαφρη κι άλλοτε πιο βαριά και μια βροχή «που ψιχαλίζει ακατάπαυστα κι αθόρυβα» καλύπτει σχεδόν τον ουρανό της. Αν δεν ήταν όμως το ζεστό ρεύμα της θάλασσας, που ξεκινά από τον κόλπο του Μεξικού, το γνωστό Gulf Stream, να τη ζεσταίνει, η Αγγλία δεν θα ήταν τέτοια που είναι.  Και ίσως δεν θα τη προτιμούσαν τα έξι φύλα που ήρθαν στα εγγλέζικα ακρογιάλια και την κατέκτησαν στη διάρκεια των αιώνων, προσφέροντας ο καθένας τα δικά του χαρακτηριστικά για να δημιουργηθεί ο εγγλέζικος λαός μέσα από τις διαδοχικές επιμειξίες.
Πρώτοι έφτασαν εδώ κατά τα προϊστορικά χρόνια οι Ίβηρες από την Ιβηρική χερσόνησο, άγριοι και πρωτόγονοι φέρνοντας μαζί τους την κατσίκα και το βόδι και θεμελιώνοντας τα πρώτα χωριά. Γύρω στο 500 π.Χ έφτασαν οι Κέλτες, λαός ονειροπόλος που αγαπούσε τη μουσική και τα τραγούδια κι έπλασε τους θρύλους της Στρογγυλής Τραπέζης, το ερωτικό ρομάντζο του Τριστάνου και της Ιζόλδης και τις περίφημες περιπέτειες του βασιλιά Αρθούρου. Αργότερα επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφτασαν οι Ρωμαίοι που πειθαρχημένοι και πρακτικοί καθώς ήταν τους οργάνωσαν με κρατική εξουσία κτίζοντας οχυρά κάστρα, δρόμους και λιμάνια.Τον 6ο αιώνα μ.Χ έφτασαν οι Άγγλοι και οι Σάξονες από την περιοχή της σημερινής Γερμανίας, και διέδωσαν το λεγόμενο αγγλοσαξωνικό πνεύμα. Πίστεψαν στο χριστιανικό θεό της αγάπης και διαμόρφωσαν μια ηθική πάνω στις αξίες του χρέους, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, του σεβασμού προς τη γυναίκα. Δικός τους είναι και ο θρύλος του Ρομπέν των Δασών (Ρόμπιν Χουντ). Ένας λαϊκός ήρωας, που ζει έξω στα δάση ελεύθερος και μάχεται κάθε μορφής εξουσία που καταπατά το δίκιο του λαού. Ατρόμητος, γενναιόδωρος, εύθυμος και σκληρότατος άμα χρειαστεί, κλέβει τους άπληστους πλούσιους και τα μοιράζει στους φτωχούς. Οι τροβαδούροι τα ανδραγαθήματα του και τα βάσανα του από τους ισχυρούς τα έκαναν τραγούδια!  Αν οι Κέλτες ένιωσαν την ομορφιά του εξωτερικού κόσμου, οι Αγγλοσάξονες ένιωσαν την ομορφιά του εσωτερικού κόσμου, αναφέρει ο συγγραφέας. Τον 8ο μ.Χ αιώνα φθάνουν οι Βίκιγκς από τη Δανία, λαός πολεμικός που έκτισαν οχυρωμένες πολιτείες και προστάτευαν τους κατακτημένους Αγγλοσάξονες και Κέλτες από τους πειρατές που ρίμαζαν τα εγγλέζικα παράλια θέτοντας έτσι τα πρώτα θεμέλια της φεουδαρχίας, όπου ο άρχοντας-αφέντης οφείλει να προστατεύει τους υποταχτικούς του που δουλεύουν στη γη του.
Τελευταίοι έρχονται οι Νορμανδοί από τη Βόρεια Γαλλία, λαός πολιτισμένος. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1066, είκοσι χιλιάδες Νορμανδοί με τον τολμηρό και φιλόδοξο αρχηγό τους τον Γουλιέλμο πατούν τα εγγλέζικα ακρογιάλια και κυριεύουν τη Λόντρα, μικρή πόλη τότε. Κι ο Γουλιέλμος ο επονομαζόμενος Κατακτητής οργανώνει οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά την Αγγλία. Επέβαλε το φεουδαρχικό σύστημα με την αυστηρή κλιμακωτή ιεραρχία των κοινωνικών τάξεων ((δούκες, μαρκήσιους, βαρόνους, ιππότες) που με τη σειρά τους η κάθε τάξη υπάκουε στην αμέσως ανώτερη της τάξη. Ανακήρυξε όλη την εγγλέζικη γη ως ιδιοκτησία του κι έπειτα παραχωρούσε τμήματα της στους ανώτατους ευγενείς κι αυτοί παραχωρούσαν με τη σειρά τους τμήματα της γης που τους παραχωρήθηκε στους δικούς τους υποτελείς, κ.ο.κ. Σε περίπτωση που κάποιος ευγενής αμφισβητούσε το βασιλιά, τού έπαιρνε πίσω τη γη κι έτσι ενίσχυσε τη βασιλική εξουσία του. Οι ευγενείς- γαιοκτήμονες είχαν στη δούλεψη τους  στα φέουδα τους υποταχτικούς τους (χωριάτες και δουλοπάροικους) "...σας θέτω όλους κάτω απ’ την προστασία του νόμου. ..κανένας επίσκοπος δεν μπορεί να διοριστεί απ’ τον Πάπα χωρίς τη βασιλική έγκριση...». Tους αμέσως επόμενους αιώνες διαμορφώνεται και η γραπτή εγγλέζικη γλώσσα μέσα από την αφομοίωση στοιχείων της γραπτής γαλλικής γλώσσας των Νορμανδών από την προφορική αγγλοσαξονική γλώσσα, που αρχίζει πια να καταγράφεται. Από τα έξι φύλα που κατέκτησαν την Αγγλία κυριάρχησαν οι τέσσερεις ράτσες, όπως τις αποκαλεί, οι Κέλτες, οι Αγγλοσάξονες, οι Βίκιγκς και οι Νορμανδοί που παλεύουν μεταξύ τους μέχρι να συμβιβαστούν και να δημιουργήσουν την εγγλέζικη ψυχή, η οποία στη συνέχεια δημιουργεί τη Μεγάλη Βρετανία, όπως είναι γνωστό σήμερα το εθνικό κράτος τους, (μετά τη συνένωση Αγγλίας, Ουαλίας, Σκωτίας και Βόρειας Ιρλανδίας).

«Ποιο είναι το γαλάζιο πουλί που κυνηγά ανάμεσα στους αιώνες η Μεγάλη Βρετανία;» αναρωτιέται ο συγγραφέας. «κάθε μεγάλος λαός που δημιούργησε πολιτισμό είχε το γαλάζιο πουλί του. Το μυστικό ανώτατο ιδανικό όπου συγκλίνουν όλες του οι λαχτάρες. Η Ελλάδα την Ομορφιά, η Ρώμη το Κράτος, οι Οβριοί τη Θεότητα, οι Ιντοί τη Νιρβάνα, ο χριστιανικός πολιτισμός την αιώνια βασιλεία». Ποιός είναι όμως ο κεντρικός κοινός σκοπός στους αγώνες των Εγγλέζων;  «Το Χρέος του λευκού ανθρώπου ... να σηκώσουμε στους ώμους μας το Χρέος της λευκής ράτσας ... πολεμούμε να οργανώσουμε το μέσα μας και το έξω χάος, να βάλουμε τάξη, να πολεμήσουμε την πείνα, την αρρώστια, την αδικία, την τεμπελιά». Και στον επίλογο του έργου ο συγγραφέας καταλήγει: «...ύστερα από τόση επιμονή κι αναζήτηση βλέπουμε τέλος να περνάει, μέσα στον αγέρα της Αγγλίας, η γαλάζια φτερούγα. Και την αναγνωρίζουμε: είναι το αγαπημένο, αιματωμένο, αθάνατο γαλάζιο πουλί που έχτισε, πρώτη φορά στον πλανήτη τούτον, τη φωλιά του στην Ελλάδα: η ελευτερία».
 «Η ιστορία της Αγγλίας, το εμπόριο, η πολιτική της, η τέχνη και  η δόξα της στάζουν θάλασσα. Πάλεψε, υπόφερε πολύ για να την αποχτήσει και τώρα πια δεν την αφήνει. Η θάλασσα είναι το μεγάλο κοιμητήρι των Εγγλέζων. Η εγγλέζικη σημαία μετατοπίζεται από θάλασσα σε θάλασσα, καρφώνεται από στεριά σε στεριά  διώχνει την ισπανική, πορτογαλική, ολλαντέζικη, φραντσέζικη σημαία. Απάνω στο ένα τέταρτο της υδρόγειας σφαίρας θεμελιώθηκε η Βρετανική Αυτοκρατορία». Οι Εγγλέζοι μετατοπίζονται με άνεση από τη μια ήπειρο στην άλλη «νιώθεις πως δρασκελούν τη Γη σα να ναι δική τους [...] Ινδίες, Καναδάς, Αυστραλία τρία σημεία στον ορίζοντα πολύ κοντινά γι αυτούς [...] τίποτα δεν τους φαίνεται μακριά, εξορία, άκρα του κόσμου, αντικρίζουν τον κόσμο « sub specie globi». Άλλοι μετατοπίζονται με γαϊδουράκια, άλλοι με μαούνες ή με σιδηρόδρομους, αυτοί με αεροπλάνα [...]είναι αρχόντοι και στην πιο καθυστερημένη κι απόμακρη χώρα μπορούν και μένουν άνετοι, γιατί παντού κουβαλούν την Αγγλία» αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο Κάρολος Ντίλκε φωνάζει στα 1868 «η Αγγλία μέσα από την τριπλή συμμαχία: Μεγάλη Βρετανία, αποικιακές κτήσεις, ΗΠΑ πρέπει να κυριαρχήσει στη Γη και η παγκόσμια ειρήνη θα βασιλέψει στο κόσμο [...]. Φλογεροί εθναπόστολοι κηρύσσουν νέες ιμπεριαλιστικές σταυροφορίες [...].Ο Κίπλιγκ ο ποιητής του ιμπεριαλισμού με το γνωστό ποίημα «Αν» τονίζει το χρέος του δυνατού ανθρώπου να πηγαίνει κόντρα στο ρέμα που κατεβαίνει, να στέκεται όρθιος. «Δουλεύουμε για τη διάδοση της πίστης μας στο Θεό, διαλαλούσαν οι πουριτανοί τον 19ο αιώνα»..

Στα επόμενα κεφάλαια (4-5) ο συγγραφέας στέκεται στις μεγάλες πόλεις της Βρετανίας. Στο Λονδίνο, στη Λόντρα όπως την αποκαλεί, κτυπά η καρδιά της Αγγλίας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Γιγάντια πολιτεία κτισμένη στα τέλματα του ποταμού Τάμεση, πολυπληθής, με φαρδείς λεωφόρους, πάρκα και πλατείες και στενά σοκκάκια παραδίπλα, ώστε να φαντάζει χωρίς σχέδιο και λογική. Πλατεία Τράφαλγκαρ με την πανύψηλη κολόνα στη μέση της και πάνω σ’ αυτήν το μπρούτζινο άγαλμα του ναύαρχου Νέλσονα που νίκησε τον Ναπολέοντα στο Τράφαλγκαρ και δόξασε την Αγγλία. Κι ο συγγραφέας θυμάται όχι μόνο τον γενναίο  ναύαρχο αλλά και τον τρυφερό άνθρωπο που μπλέχτηκε στα δίχτυα του έρωτα μιας ανάξιας γυναίκας που άκουγε στο όνομα λαίδη Χάμιλτον.
 Και δίπλα το περιβόητο Σίτυ με τα πολυδαίδαλα σοκάκια του, «ο γεμάτος φλέβες χρυσάφι εγκέφαλος της Λόντρας». Χρηματιστήριο, Τράπεζα της Αγγλίας, κι αποθήκες πολλές αποθήκες που γεμίζουν με αγαθά απ’ όλη τη Γη «οι πέντε ήπειροι κουβαλούν τα πεσκέσια στον αφέντη...». Ένα τυχαίο γεγονός, η  πανούκλα του 1348, που αποδεκάτισε το μισό σχεδόν πληθυσμό της Αγγλίας κι έστρεψε τον υπόλοιπο πληθυσμό στην κτηνοτροφία λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, είχε ως αποτέλεσμα την αρχή της αποδυνάμωσης των γαιοκτημόνων ευγενών και την ενδυνάμωση των αστών ως εξαγωγέων του άφθονου έριου μαλλιού και βιοτεχνών. Μετά την επικράτηση των εγγλέζικων  ποντοπόρων πλοίων τους που άρχισε επί Ελισσάβετ Α! τον 16ο αιώνα, άρχισαν να αποκτούν αποικίες και να διώχνουν τους πρώτους άποικους Ισπανούς, Πορτογάλλους, κι αργότερα Ολλανδούς και Γάλλους από τα περισσότερα μέρη που είχαν καταλάβει. Ένα διεθνές εμπόριο αρχίζει να αναπτύσσεται. Oι Άγγλοι αστοί πλουταίνουν διαρκώς κι έτσι δημιουργείται η αστική τάξη που με τα κεφάλαια  που επενδύει, απειλεί την οικονομική και πολιτική εξουσία της παλιάς τάξης των φεουδαρχών–γαιοκτημόνων.

Η δύναμη του χρήματος τους είναι τόσο μεγάλη που διεκδικούν πολιτικές ελευθερίες κι αγοράζουν προνόμια από το βασιλιά. Συχνά γίνονται οι ρυθμιστές ανάμεσα στο βασιλιά και στους ευγενείς κρατώντας αξιοθαύμαστες ισορροπίες που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της σύγχρονης κοινοβουλευτικής και συνταγματικής Δημοκρατίας! (Αν οι αρχαίοι Αθηναίοι συνέλαβαν το πολίτευμα της άμεσης Δημοκρατίας, οι Εγγλέζοι συνέλαβαν τη σύγχρονη έμμεση Δημοκρατία μέσω των αντιπροσώπων-βουλευτών). Εκεί στο Λονδίνο πρώτα κατά το 14ο αιώνα οι ανερχόμενοι αστοί πέτυχαν να στείλουν στο βασιλιά αντιπροσώπους της κοινότητας τους για να συζητήσουν φορολογικά κι άλλα θέματα που τους απασχολούσαν κι έτσι γεννήθηκε η αποκαλούμενη αργότερα «Βουλή των Κοινοτήτων» η οποία στάθηκε ισότιμα δίπλα στη «Βουλή των Λόρδων» των ευγενών που προϋπήρχε. Στο επιβλητικό μεσαιωνικό κτήριο του Ουέστμινστερ συνεδριάζουν τώρα οι δυο Βουλές τους τιμώντας το θεσμό του κοινοβουλευτισμού με τη στέγαση του σ’ αυτό το ιστορικό κτίριο. Με τον καιρό οι δυο Βουλές – μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει αγεφύρωτη αντίθεση- έγιναν παντοδύναμες, αφού διαχειρίζονταν τα τρία μεγάλα βασιλικά προνόμια: την εξωτερική πολιτική, την επιβολή φόρων και την ψήφιση των νόμων.

 Η πρώτη μεγάλη κατάκτηση των Εγγλέζων όμως υπήρξε η Magna Carta, ένας καταστατικός Χάρτης που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο αργότερα του Συντάγματος, η οποία υπογράφηκε στις 15 Ιουνίου 1215 από το βασιλιά τους τον Ιωάννη Ακτήμονα και καθόριζε τα όρια της βασιλικής εξουσίας. Όλες οι κοινωνικές τάξεις ευγενείς, αστοί, λαός είχαν απηυδύσει  από τις αυθαιρεσίες του Ιωάννη Ακτήμονα που ξευτέλιζαν το όνομα της Αγγλίας και το λαό κι ενώθηκαν εναντίον του για να τον σταματήσουν. «όσο κι αν είναι βρωμερή η Κόλαση, τούτος άμα πεθάνει θα τη βρωμίσει ακόμα περισσότερο» έλεγαν. Μερικές από τις διατάξεις της Μάγκνα Χάρτα είναι: «δεν μπορεί να υπάρξει φορολογία χωρίς πρώτα να ψηφιστεί από τη Σύνοδο των Επισκόπων και των Ευγενών». «Κανένας δεν μπορεί να φυλακίζεται ή να δημεύεται η περιουσία του χωρίς πρώτα να δικαστεί». Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η Ανάγκη κι ο Καιρός στάθηκαν οι αρχιτέκτονες της συνταγματικής κι αργότερα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στη Μεγάλη Βρετανία. Ο βασιλιάς για να μη χάσει εντελώς την εξουσία του, οι ευγενείς για να περισώσουν όσα προνόμια μπορούσαν και οι αστοί για να αποκτήσουν προνόμια  τους οδήγησε στο συμβιβασμό των αντιθέσεων τους στεριώνοντας έτσι ένα κράτος πάνω σε γερά θεμέλια και μια ισχυρή πατρίδα!
Βρετανικό Μουσείο: «Αν είχε σπίτι ο Καιρός, αν ήταν ντελικάτης άρχοντας κι αυτός να αγαπάει, να θυμάται τις όμορφες περασμένες στιγμές του, σίγουρα το Βρετανικό Μουσείο θα ‘ ταν το σπίτι του» με αυτή την καταπληκτική παρομοίωση μας εισάγει σ’ ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου που εκεί μέσα φυλάσσονται μνημεία από την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά «μετατοπίζεσαι από τη μια άκρα του καιρού και του κόσμου στην άλλη και χαίρεσαι τον εξευγενισμένο κάματο του ανθρώπου [...]τι ‘ ναι λοιπόν αυτός ο πηλός που τονε λέμε άνθρωπο, που μπορεί πάνω από την πείνα, την αρρώστεια, το θάνατο να σηκώσει κεφάλι, να απλώσει χέρι και να πλάσει έργα αθάνατα; Κι όπως ο μεταξοσκώληκας βγάνει από το σπλάχνο του το μετάξι όμοια  κι ο τεχνίτης μετουσιώνει το χώμα του σε θεϊκιά πολύτιμη ουσία». Τρία έργα τέχνης ξεχώρισε κι αγάπησε πολύ ο Καζαντζάκης  από όλο εκείνο το θησαυρό του μουσείου: τα ασσυριακά ανάγλυφα, τις περσιάνικες μινιατούρες και την ελληνική κλασσική τέχνη που η στοχαστική του διάθεση τα αναγάγει σε σύμβολα  αντιθετικών στάσεων ζωής που κράτησε η ανθρωπότητα  στη μακραίωνη ιστορία της! 
Τα ασσυριακά ανάγλυφα παριστάνουν σκηνές κυνηγιού λιονταριών από μια ομάδα αρχόντων. Η φρίκη του σκοτωμού κι η αγωνία του θανάτου πριν ξεψυχήσουν τα ζώα εκφράζουν αυτό το αποτρόπαιο κι απάνθρωπο κοσμογονικό δράμα που συνεχίζεται αιώνες τώρα με διαφορετικούς πρωταγωνιστές κάθε φορά. Οι περσιάνικες μινιατούρες, πολύχρωμες, ντελικάτες που παριστάνουν στιγμιότυπα από μια ζωή ειρηνική κι ειδυλιακή μέσα στη φύση με τα πουλιά να κελαηδούν πάνω στα δέντρα σαν να βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στον παράδεισο. Τέλος τα ανάγλυφα του Παρθενώνα με παραστάσεις π.χ από την πομπή των Παναθήναιων με σοβαρούς έφηβους καβαλάρηδες, σεβάσμιους γέροντες και λυγερόκορμες κόρες που κρατούν προσφορές στα χέρια τους, δείχνουν τον άνθρωπο μέσα στην καθημερινότητα του, που με μέτρο κι ισορροπία λατρεύει τη θεά του, χωρίς να καταφεύγει ούτε στη βία ούτε πάλι να ξεφεύγει σε παραδεισένια όνειρα. «Αυτό είναι το ελληνικό θάμα, που απ΄τη ζωή  κράτησε την ουσία της [...], κι ας βάσταξε λίγο δείχνοντας όμως ίσαμε ποια κορφή μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος». 

Στη συνέχεια ο συγγραφέας επισκέπτεται τις βιομηχανικές πόλεις της Αγγλίας, τις «μουντζαλωμένες πόλεις», όπως τις αποκαλεί, τις μουντζουρωμένες, τις μαυρισμένες από την αιθάλη του κάρβουνου που κατακάθεται στους τοίχους των σπιτιών τους. Μπέρμιχαμ, Λίβερμπουλ, Μάντσεστερ, Σέφιλντ. Πόλεις άσχημες, βρώμικες, καταθλιπτικές. «Οι φάμπρικες ολοένα θεριεύουν, αλλάζει η όψη της Αγγλίας [...] οι μηχανές αυτοί οι νέοι σιδερένιοι σκλάβοι ενθουσίασαν τον άνθρωπο πώς μ’ αυτές θα ευκολύνει την οικονομική του ζωή για να σηκώσει κεφάλι πάνω από την ανάγκη» αναφέρει ο συγγραφέας. Το αντίθετο όμως συνέβη, πλήθυνε η αδικία, η ανισότητα, ο πόνος. Οι άνθρωποι περπατούν μέσα στις πόλεις αυτές σκυφτοί, βιαστικοί, μελαγχολικοί. «Οι χωριάτες γίνανε εργάτες, τα χωριά ερημώνονται, στοιβάζουνται οι μεγάλες πολιτείες. Η μηχανή έφαγε τη γη ... μα ως πότε; Τον τελευταίο λόγο πάντα θα τον έχει η γη.[...] η μηχανή είναι μια τούλπα του ανθρώπινου νου που την έπλασε για να τον δουλεύει πιστά, κι αυτή πήρε φόρα και μας σέρνει στο γκρεμό. Να διαλυθεί  η τούλπα είναι αδύνατο. Μια λύση μόνο μένει να βαθύνουμε την ψυχή μας». Ο Καζαντζάκης καταφέρεται κατά του βιομηχανικού πολιτισμού και των μηχανών εστιάζοντας στη μόλυνση του περιβάλλοντος, στις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες και στην εξάρτηση του ανθρώπου από τις μηχανές. Αποσιωπά όμως τις διευκολύνσεις που έφερε αυτή στη ζωή των ανθρώπων σε όλους σχεδόν τους τομείς κι επιρρίπτει τις ευθύνες για τις αρνητικές συνέπειες του τεχνολογικού πολιτισμού μόνο στη μηχανή  κι όχι στην κακή χρήση της από τον άνθρωπο.

Στο 6ο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στην Αγγλικανική Εκκλησία, στον πουριτανισμό, στους Μεθοδιστές και προβληματίζεται για θέματα θρησκευτικής πίστης. Συνδέει τις θεολογικές επιλογές ενός λαού με τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες που βιώνει  και το χώρο (κλίμα, φως) μέσα στον οποίο ζει. Με αφορμή μια επίσκεψη στη ξακουστή μητρόπολη του Πήτερμπορω, της οποίας ο γοτθικός ναός της δένει τόσο αρμονικά με τη φύση θυμάται τον ποιητή Τσώτερ και τις «Ιστορίες του Καντέμπορυ» που έγραψε τον 14ο αιώνα. Ιστορίες γραμμένες για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα που του χάρισαν τον τίτλο του «πατέρα της αγγλικής λογοτεχίας» και που αφηγούνται σκηνές από την καθημερινότητα των κατοίκων της. Μεταξύ αυτών αφηγείται τη ζωή του κλήρου στην εγγλέζικη ύπαιθρο του 14ου αιώνα, των λαϊκών καλόκαρδων ιερέων που χαίρονταν τη ζωή χωρίς το φόβο ενός θεού τιμωρού  αλλά και των διεφθαρμένων επισκόπων που πουλούσαν τα συγχωροχάρτια του Πάπα για να θησαυρίσουν.
Ένα πολυσυζημένο θέμα είναι η απόσχιση της Αγγλικής Εκκλησίας από την Παπική από τον Ερρίκο τον Η!(1534-1547), επειδή ήθελε να δημιουργήσει την Εθνική Εγγλέζικη Εκκλησία. Το διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο κι ο γάμος του με την Άννα Μπόλεϋν ήταν μόνο η αφορμή, τα παραγματικά αίτια, μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ήταν η επιθυμία του βασιλιά και της ανερχόμενης αστικής τάξης να γλιτώσουν από την οικονομική, θρησκευτική και συχνά πολιτική υποταγή στον Πάπα. Ήθελαν να αποδυναμωθούν τα μοναστήρια που έλεγχε ο Πάπας και τα οποία  κατείχαν τεράστιες εκτάσεις γης, οι οποίες μετά την απόσχιση μοιράστηκαν στον βασιλιά, στους γαιοκτήμονες ή πουλήθηκαν στους αστούς. Ακόμα ήθελαν να διαβάζουν το Ευαγγέλιο στην εθνική τους γλώσσα κι όχι στα λατινικά όπως επέβαλε ο Πάπας, ο οποίος σημειωτέον για να τους εκβιάζει επενέβαινε και στην πολιτική ζωή της χώρας συμμαχώντας με τις ανταγωνίστριες χώρες Γαλλία κι Ισπανία. Η απόφαση αυτή του βασιλιά προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο  που έληξε υπέρ της ανεξαρτησίας της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Τον συγγραφέα τον προβλημάτισε και η μορφή του Ερρίκου Η!, που τον περιγράφει –εύστοχα κατά τη γνώμη μου-η ως μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ο μισός ανήκε στον Μεσαίωνα που έσβηνε κι ο άλλος μισός στην Αναγέννηση (που ανέτειλε τότε στην Αγγλία, η οποία ήκμασε λίγο αργότερα επί της βασιλείας της κόρης του Ελισσάβετ Α! (1558-1603).
Σε αυτή την εποχή των θρησκευτικών παθών σε όλη σχεδόν την  Ευρώπη εμφανίζεται μέσα στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας ένα θρησκευτικό κίνημα ο πουριτανισμός που πρέσβευε μια δογματική και ηθική αυστηρότητα και με το άτομο προσανατολισμένο στην εργασία. Οι πουριτανοί πίστευαν σε έναν θεό σκληρό κι αγέλαστο λέγοντας «πώς να τολμούμε εμείς οι αμαρτωλοί να γελούμε;». Ο Καζαντζάκης εξανίσταται σε έναν τέτοιο θεό «τι εφιάλτης ένας τέτοιος θεός, τι σκλαβιά!» αναφωνεί και τον συγκρίνει με τους αρχαίους ελληνικούς θεούς τους τόσο κοντά στον άνθρωπο, που γεννήθηκαν κάτω από το ελληνικό φως και τον ήλιο. Οι πουριτανοί πίστευαν επίσης ότι ο εγγλέζικος λαός είναι ο εκλεκτός του θεού που έχει αποστολή να σώσει τον κόσμο διαδίδοντας την πίστη του. «η κυριαρχία της Γης ανήκει στην Εκκλησία του Θεού κι εγώ ανήκω στην Εκκλησία που θα καταχτήσει τη Γη εν ονόματι του Κυρίου» διαλαλούσαν. Ο συγγραφέας ερμηνεύει τον πουριτανισμό ως την ιδεολογία που έκφραζε τελικά τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Η αντίδραση στον πουριτανισμό ήλθε από τα κατώτερα στρώματα του εγγλέζικου λαού, τα φτωχά που είχαν ανάγκη από έναν διαφορετικό θεό που να δίνει υπόσχεση μεταθανάτιας δικαιοσύνης, επισημαίνει ο οξυδερκής Καζαντζάκης. Ο Τζων Ουέσλεϋ κηρύσσει μια νέα «Μέθοδο ζωής» ασκητική, γιομάτη νηστεία, προσευχή κι ελεημοσύνη κι αποκτά πολυάριθμους πιστούς τους λεγόμενους μεθοδιστές.
Στη Αγγλία παρατηρούνται και τα πρώτα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη ήδη από τον 14ο αιώνα. Η αστική ανάπτυξη με τον συσσωρευμένο πλούτο στα χέρια μιας όλο και πιο ισχυρής κοινωνικής τάξης έκανε τα φτωχότερα στρώματα να διεκδικήσουν κι αυτά μια καλύτερη ζωή. Ο Ουίκλιφ ζητούσε να λευτερώσει τη συνείδηση του ανθρώπου από τα νύχια της Παπικής Εκκλησίας «δεν έχουμε ανάγκη από μεσάζοντες για να επικοινωνήσουμε με το Θεό» έλεγε κι ιδρύει τάγματα τους «Φτωχούς Ιερείς» που κήρυσσαν την ανεξαρτησία από την Εκκλησία, την ισότητα, τη φτώχεια. Ένας λαϊκός παπάς ο Τζων Μπαλλ ήταν επίσης την ίδια εποχή που βλέποντας τη φιλοχρηματία των ανερχόμενων αστών κήρυττε «όσο δεν θα γίνονται κοινές οι περιουσίες, όσο θα υπάρχουν δούλοι κι αφέντες, δεν θα είμαστε όλοι ίσοι». Τότε έγινε και η πρώτη εξέγερση των χωρικών κατά των αστών στη Λόντρα που πνίγηκε όμως στο αίμα.

Στη συνέχεια τον Καζαντζάκη τον απασχολεί ποιο πρότυπο ανθρώπου δημιούργησε ο εγγλέζικος πολιτισμός. Ξεκινά από τα Κολλέγια της Αγγλίας, εστιάζοντας πρώτα στο αριστοκρατικό κολλέγιο του Ήτον (Δημοτικό-Γυμνάσιο), όπου εκεί μέσα διαπλάθηκε ο ωραίος άνθρωπος πάνω στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες του καλοκαγαθού ανθρώπου. «το ελληνικό πνέμα συνεχίζει εξόριστο στην υπερβόρεια ομίχλη το εξαίσιο έργο του» αναφέρει. Καλλιέργεια λοιπόν σώματος και νου σε αρμονική ισορροπία, χωρίς το ένα να αναπτύσσεται σε βάρος του άλλου. Ομαδικά παιχνίδια και σπορ που καλλιεργούν την ομαδικότητα, την υπακοή στους κανόνες του παιχνιδιού, το ευ αγωνίζεσθαι με τη δική σου ομάδα αλλά με την αντίπαλη ομάδα, την ευγενή άμιλλα. «Η ζωή είναι ένα παιχνίδι σαν το τένις... δεν παίζεις μόνος σου, παίζεις με άλλους, έχεις ευθύνη για τον εαυτό σου και τους άλλους». «στα τερέν του Ήτον κερδήθηκε η μάχη του Βατερλό» είπε ο στρατηγός Ουέλλιγκτον που νίκησε τον Ναπολέοντα. Απ’ τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου η παροχή παιδείας στο κολλέγιο του Ήτον, η οποία συνεχίζεται στα Κολλέγια της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ, από τα οποία ο φοιτών μπορούσε να πάρει ένα άλλου είδους δίπλωμα, το «δίπλωμα ανθρώπου» όπως χαρακτηριστικά το ονομάζει ο συγγραφέας! «Πάνω από τη γνώση στέκεται ο Χαρακτήρας του ανθρώπου [...] και πάνω από τη ζωή η αξιοπρέπεια του» τονίζει αλλού προβληματιζόμενος για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκεί λοιπόν στα Κολλέγια του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης τέθηκαν επίσης και τα θεμέλια της επιστήμης ήδη από τον 13ο αιώνα. Πρώτος ο Μπέϊκον δίδαξε ότι οι θεωρητικοί συλλογισμοί του νου πρέπει να επαληθεύονται από την εμπειρική παρατήρηση και το πείραμα αλλιώς δεν έχουν καμμία αξία και γι αυτό διώχτηκε και φυλακίστηκε από το κατεστημένο της εποχής του.
Ο συγγραφέας προχωρώντας τις σκέψεις του παρακάτω αναφέρει «οι τρεις μεγάλες νίκες του ανθρώπου made in England: Magna Carta, Τζέντλεμαν, Σαίξπηρ. Ο θαυμαστός  ανθρώπινος τύπος του τζέντλεμαν είναι αυτός που συνδυάζει ευγένεια ψυχής, γνήσια αρχοντιά κι αξιοπρέπεια. Όσο κι αν το περιεχόμενο του τζέντλεμαν διαφοροποιήθηκε από τον Μεσαίωνα ως τα σήμερα τα βασικά του χαρακτηριστικά παραμένουν τα ίδια: Ο τζέντλεμαν σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, δεν υπερηφανεύεται για τον εαυτό του ούτε κακολογεί τους άλλους, έχει αυτοπειθαρχία ελέγχοντας τα νεύρα του, αγαπά το απλό καλό ντύσιμο, νιώθει τον εαυτό του άνετα μπροστά σε όλους και σε όλα και κάνει όλους κι όλα να νιώθουν άνεση μπροστά του. «Τον τζέντλεμαν τον μαντεύεις από φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, από τον τρόπο που μιλά, που ντύνεται, που διασκεδάζει, απ’ την ένταση που αγαπάει την εξοχή, τα σπόρ, τη γυναίκα, τους Τάιμς...[...] ο τζέντλεμαν έχει δύναμη και ξέρει να τη συγκρατεί και να τη χρησιμοποεί χωρίς βαρβαρότητα». «Μπορώ το γιό σου να τον κάμω μαρκήσιο ή δούκα, τζέντλεμαν ποτέ» ήταν η απάντηση ενός βασιλιά προς μια μητέρα που τον παρακάλεσε να κάμει το γιο της τζέντλεμαν. τελικά ο τζέντλεμαν είναι ένας προσωπικός άθλος! Κι ο συγγραφέας δεν μπορεί να μη συγκρίνει τον τύπο του τζέντλεμαν με τον σημερινό τύπο ανθρώπου που με σύστημα κάποιοι άλλοι λαοί δημιούργησαν σαν το "μηχανοκίνητο ρομπότ" που το ίδιο δεν σκέπτεται, δεν κρίνει αλλά αναμασά αυτά που  κάποιοι άλλοι του επιβάλλουν μέσα από τους μηχανισμούς χειραγώγησης. Δυο διαφορετικά ανθρώπινα πρότυπα ετοιμάζονται τώρα να πολεμήσουν «ποιός τελικά θα νικήσει;» αναρωτιέται στις παραμονές του Β! Παγκόσμιου πολέμου.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας επισκέπτεται το Στράτφορντ τη γενέτειρα του Σαίξπηρ (1564-1616), κοντά στο Λονδίνο και πηγαίνει στο σπίτι της κόρης του Σουζάννας και ο συγγραφέας Καζαντζάκης αισθάνεται προσκυνητής στον χώρο αυτόν που έζησε ο μεγάλος συγγραφέας όχι μόνο της Αγγλίας αλλά και της ανθρωπότητας. «Ο πιο αθάνατος θνητός που πλάστηκε από εγγλέζικο χώμα» όπως  χαρακτηριστικά λέει. Βλέποντας  εκεί διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο Σάιξπηρ, επιστολές, τη διαθήκη του, το κρεβάτι του, το γραφείο του... φαντάζεται τον άνθρωπο-Ουίλλιαμ : τον ερωτευμένο δεκαοχτάρη με την κατά 8 χρόνια μεγαλύτερη του Άννα Χαταιγουαίη που επισκεπτόταν κρυφά τις νύχτες στο διπλανό χωριό, το γάμο τους τα τρία παιδιά τους, και μετά που έφυγε για το Λονδίνο και τους εγκατέλειψε. Τον φαντάζεται στο Λονδίνο που έγραφε τα έργα του και τα ανέβαζε σε θεατρικές παραστάσεις παίζοντας κι ο ίδιος αρκετές φορές. Τον φαντάζεται με τις ανάξιες παρέες των ευγενών φίλων του και την άλλη ανάξια γυναίκα τη Μαρία Φίττον, η οποία τον απατούσε με πιο νέους και πλούσιους άντρες. Σκέπτεται ότι παρ' όλη  τη δόξα και την οικονομική ευμάρεια που του χάρισαν τα έργα του, αποφάσισε να γυρίσει όμως  ξανά στο Στράτφορντ, όπου μετά λίγο πέθανε σε ηλικία μόλις 52 ετών.   
Φαντάζεται επίσης την εποχή του, την εγγλέζικη Αναγέννηση επί Ελισσάβετ Α! και τον θεατρικό οργασμό που υπήρχε τότε εκεί. Πολλά θέατρα κι ένα θεατρικό κοινό μοιρασμένο που το πιο λαϊκό κοινό διψούσε για θεάματα  και το πιο καλλιεργημένο για σοβαρές θεατρικές παραστάσεις. Όπως και να έχει το πράγμα ένα είναι το βέβαιο. Τα θεατρικά έργα των συγγραφέων τότε ήταν βγαλμένα μέσα από την  πραγματικότητα της εποχής τους, γι αυτό συγκινούσαν αληθινά τους απλοϊκούς ανθρώπους της εποχής εκείνης και τους λύτρωναν την ψυχή μέσα από τις περιπέτειες και τα παθήματα τους. Ήταν σαν να έβλεπαν τους εαυτούς τους ή τους γνωστούς τους στη θέση των ηρώων των έργων. Ο Σαίξπηρ ως θεατρικός συγγραφέας προχώρησε περισσότερο. Συνέλαβε αιώνιους ανθρώπινους τύπους, όχι μιας εποχής μόνο ούτε ενός τόπου και τους αποτύπωσε έξοχα μέσα στα έργα του που συγκινούν διαχρονικά τους ανθρώπους ανεξάρτητα τόπου και χρόνου.
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει το θεατρικό κόσμο του Σαίξπηρ με τους ήρωες του. Οι ήρωες του εκφράζουν, πολλούς και διαφορετικούς τύπους ανθρώπων που συναντώνται σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Για οπαράδειγμα τους αγνά ερωτευμένους νέους σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα, τους ερωτευμένους με αρρωστημένο πάθος σαν τον Οθέλλο, τον Μάκβεθ που χωρίς ηθικούς φραγμούς κυνηγά την εξουσία, τον βασιλιά Ληρ που στα γεράματα του απόμεινε μόνος, αφού προδόθηκε από κείνους που αγαπούσε κι εμπιστευόταν, τον Ριχάρδο τον Γ! τον σφετεριστή του θρόνου και μισητό  για την κακή του διακυβέρνηση, ή μορφές σαν αυτή του νεαρού πρίγκηπα της Δανίας του Άμλετ, αυτής της αινιγματικής μορφής που δυστυχεί πολύ, πάρα πολύ και που η κάθε εποχή δίνει τη δική της απάντηση στο αίνιγμα αυτό της δυστυχίας του... Ο Σαίξπηρ δεν πλάθει μόνο ολοζώντανους ανθρώπινους τύπους αλλά περιγράφει και την ομορφιά της φύσης σε όλες τις εποχές και ώρες του χρόνου και τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Δείχνει ότι η ζωή είναι γεμάτη από αντινομίες κι ο άνθρωπος παλεύει μέσα σε αυτές είτε να τις εξηγήσει λογικά και να επιβιώσει είτε αυτές τελικά τον συνθλίβουν. Σώζονται 37 έργα του Σαίξπηρ, εκ των οποίων 14 είναι κωμωδίες, 10 ιστορικά δράματα και 13 τραγωδίες. Μέσα στα έργα αυτά αποτύπωσε την ουσία της ζωής τραγουδώντας σχεδόν τα πάντα, τη χαρά και τη λύπη, το όνειρο και την πραγματικότητα, τον άντρα και τη γυναίκα, τη ζωή και το θάνατο, την ομορφιά, την ελευθερία, το δίκιο και το άδικο...
Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης αναρωτιέται πώς ερμήνευσε ο Σαίξπηρ την έννοια του τραγικού, όταν φοβερές συμφορές κτυπούν τους ανθρώπους και τους συντρίβουν. Έχουν ευθύνη οι άνθρωποι; Όσο  κι αν  υπάρχουν έξω από τη θέληση του ανθρώπου ανώτερες δυνάμεις σαν τη Μοίρα και την Ανάγκη που κτυπούν τους ήρωες του, πάντα υπάρχει ευθύνη κι από τον ίδιο τον άνθρωπο. Εγωίσμός, αδυναμία, υπερβολική δύναμη, τυφλωμένο πάθος, άμετρη φιλοδοξία κι άλλα πολλά. Κι αλίμονο στον θνητό που παραβεί την αρμονία των ηθικών νόμων που μας κυβερνούν. «Δεν είναι όμως προαποφασισμένη η μοίρα του ανθρώπου στην ψυχή του υπάρχει μια μικρούλα σπίθα ελευθερίας, μια πορτούλα που μας σπρώχνει να ξεφύγουμε από την Ανάγκη. Μα και η Ανάγκη δεν είναι παντοδύναμη στην σαιξπηρική τραγωδία [...] ανάμεσα στην πρόθεση και στο αποτέλεσμα (που επιδιώκουμε) παρεμβάλεται μια μεγάλη μυστική Δύναμη και πηγαίνουμε κι εμείς μαζί της. Πότε λοιπόν αυτή χιμάει μανιασμένη να πνίξει το κακό, και πότε χαίρεται να συντρίβει ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος τούτος» Αυτοί λοιπόν είναι οι ήρωες του Σαίξπηρ που γνωστές κι άγνωστες Δυνάμεις τους κυβερνούν!
Ο Καζαντζάκης τέλος αισθάνεται αλληλέγγυος με το συγγραφέα Σαίξπηρ κι αναρωτιέται που αναζητούσε  αυτός τη λύτρωση της ψυχής του. Ξέρει ότι αυτοί οι διαφορετικοί και τόσοι πολλοί ήρωες των έργων του εκφράζανε κι ένα κομμάτι από την ψυχή του μεγάλου συγγραφέα και των ψυχικών αλλαγών που υφίσταται ο άνθρωπος στην πορεία της ζωής του. Τέσσερεις ήρωες του σηματοδοτούν λοιπόν τα στάδια της ψυχικοπνευματικής πορείας του καλλιτέχνη: ο νεαρός Ρωμαίος, ο Ιάκωβος που κατακτά την ωριμότητα (από το "Όπως αγαπάτε"), ο δύστυχος Άμλετ, ο γέρος πια Πρόσπερος (από το τελευταίο έργο του την  περίφημη Τρικυμία) για να καταλήξει ότι τη λύτρωση της ψυχής του ο Σαίξπηρ την αναζητούσε στην τέχνη του με την οποία έπλαθε ξανά τον κόσμο οραματιζόμενος έναν καλύτερο κόσμο. Και κλείνει το κεφάλαιο με έναν φανταστικό διάλογο -απ' αυτούς τους υπέροχους που ξέρει να πλάθει για να αισθητοποιεί τις ιδέες του και ο οποίος συμπυκνώνει όλη την αξία του μεγάλου συγγραφέα σε λίγες φράσεις: «Ω, Εγγλέζοι τι προτιμάτε να δώσετε; Την Ιντική (Ινδική) σας αυτοκρατορία ή τον Σαίξπηρ;» «Η Ιντική αυτοκρατορία μια μέρα θα περάσει, ο Σαίξπηρ ποτέ... χωρίς τον Σαίξπηρ δεν μπορούμε να ζήσουμε» (ως άνθρωποι)». 

Ο Καζαντζάκης τελειώνοντας στέκεται στο παρόν της Αγγλίας, τη στιγμή που βρίσκεται στα πρόθυρα του Β! Παγκοσμίου πολέμου. Είναι 25 Αυγούστου 1939 και η 25η Αυγούστου "είναι μια μεγάλη και πολύ πικρή ημερομηνία στο ημερολόγιο της καρδιάς μου» γράφει, ημέρα θανάτου του Νίτσε και «τη μέρα αυτή την αφιερώνω στον άνθρωπο που πολύ αγάπησα στη ζωή μου» γράφει. Κάνοντας ένα μνημόσυνο στο Γερμανό φιλόσοφο, ενθυμούμενος τη ζωή και το έργο του, δεν μπορεί να μη συνδυάσει το ξέσπασμα του πολέμου με τη θεωρία του για τη γέννηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και τη θεωρία του για τον Υπεράνθρωπο και τον ρωτά, αν είναι ευχαριστημένος για το ξέσπασμα του πολέμου, αυτής της νέας τραγωδίας, που πλήττει τώρα την ανθρωπότητα. Ο συγγραφέας αισθάνεται ότι η θεωρία του για τη τραγωδία επιβεβαιώνεται τώρα. Ο Διόνυσος σύμβολο των άναρχων σκοτεινών δυνάμεων που κυβερνούν τον άνθρωπο και ο Απόλλωνας σύμβολο των λογικών φωτεινών δυνάμεων παλεύουν ξανά μεταξύ τους δημιουργώντας μια νέα τραγωδία για την ανθρωπότητα τώρα.  Κι ο Υπερ-άνθρωπος με την ισχυρή βούληση που θα λύτρωνε τον κόσμο από τα δεσμά της ανελευθερίας -κάτι που δεν το κατόρθωσαν ούτε ο Χριστός ούτε η Τέχνη, αναφέρει-  στέκεται εκεί με τη μορφή του ισχυρού πολεμάρχη (Χίτλερ;) απειλώντας με εξαφάνιση τον Άνθρωπο. «ήρθε ο Υπεράνθρωπος, του μουρμούρισα. Αυτό ήθελες; Έσπειρες και τώρα θερίζεις. Σου αρέσει; Ναι, μου αρέσει, απαντά με μια απελπισμένη σπαρακτική κραυγή».
Τώρα ο Καζαντάκης δεν μπορεί να μη προβληματιστεί για τη θεωρία του Υπερανθρώπου που κι ο ίδιος αγάπησε πολύ και κλείνει το κεφάλαιο με μια ωραία παρομοίωση, άλλοθι ίσως στη θεωρία αυτή, μετά την οποία ο Νίτσε έχασε τα λογικά του. Γράφει λοιπόν «όμοια πετούν απ’ το νου του ανθρώπου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί το ξημέρωμα και μόλις τους κτυπήσει ο δριμύς αγέρας της αυγής μεταμορφώνονται σε άγρια σαρκοβόρα όρνια». Έτσι κατάντησαν κι οι στοχασμοί του Νίτσε σαν τους στοχασμούς του Λεονάρντο Ντα Βίτσι, προσθέτει ο συγγραφέας, που κι αυτός φαντάστηκε την κατασκευή των αεροπλάνων για να μπορούν να μεταφέρουν το χιόνι από τα ψηλά βουνά το καυτό καλοκαίρι και να δροσίζουν τη γη,  κι αυτά τώρα μεταφέρουν θανατηφόρες βόμβες για να σκοτώνουν τους ανθρώπους! Αυτός είναι ο Καζαντζάκης, που με μια γλώσσα λυρική και  ενορχηστρώνοντας ιστορίες αληθινές με φανταστικές και στοχασμό μαζί απογειώνει τον αναγνώστη. Βέβαια πολλές φορές το ύφος του αυτό φτάνει στη μεγαλοστομία αλλά με το πάθος που γράφει ξεχυλίζει από λέξεις και λόγια που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη και συχνά τον αφήνουν άναυδο.

Επανερχόμενοι στο παρόν της Αγγλίας και στον πόλεμο που ξεσπά οι Εγγλέζοι αισθάνονται Χρέος τους να πολεμήσουν υπερασπιζόμενοι τον ελεύθερο κόσμο κι ας ξέρουν ότι διακυβεύονται πολλά σ’ αυτόν. Γνωρίζουν ότι ήδη από τον Α! Παγκόσμιο πόλεμο ότι ο ρυθμός της ισχυρής Μεγάλης Βρετανίας έχει αλλάξει, έχει χάσει το ρυθμό της και οι νέες γενιές προς έκπληξη των γεροντοτέρων είναι πια ειρηνιστές και σοσιαλιστές κι όχι πια ιμπεριαλιστές, επειδή, καθώς λένε, έχει αλλάξει κι ο ρυθμός του κόσμου όλου. Βλέπουν ότι η Αγγλία δεν μπορεί πλέον να ηγείται στη νέα βιομηχανική εποχή που έφτασε, παρόλο το προβάδισμα της στη βιομηχανική ανάπτυξη και την ισχυρή ναυτιλία της. Το αποικιοκρατικό της κράτος αμφισβητείται, τα απελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες της πληθαίνουν και με το τέλος του πολέμου που τώρα ξεκινά οι αποικίες της θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους!

  Επίλογος
Αυτή είναι η Αγγλία του Νίκου Καζαντζάκη. Ένας ύμνος στον πολιτισμό της, στη δύναμη και τη θέληση της που την έκαναν αυτοκρατορία, ένας ύμνος στον ελεύθερο άνθρωπο που οργανώνει το Χάος και του δίνει μορφή, πολιτισμό.  Εξαίρει όμως τα φωτεινά σημεία του πολιτισμού της κι αποσιωπά τα σκοτεινά, αυτά που συνδέθηκαν με τις πολιτικές ραδιουργίες της, τις επεμβάσεις της στα εσωτερικά των άλλων λαών με το «διαίρει και βασίλευε» που εφάρμοζε, τη βαναυσότητα, το δουλεμπόριο, τους πολέμους που υποκίνησε και τους άλλους που έκανε... Κι αφού πια μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα με την ωμή επέμβαση των Άγγλων και το σκοτωμό Ελλήνων και η βίαιη κι αιματηρή άρνηση της Αγγλίας προς τους Κυπρίους το 1954 που ζητούσαν την Ένωση τους με την Ελλάδα,  ο Καζαντζάκης  γράφει με τη μορφή ενός σημειώματος το οποίο έχει συμπεριληφθεί σε άλλες εκδόσεις του «Ταξιδεύοντας, Αγγλία» όχι όμως και στην παρούσα της εφημερίδας «Έθνος» : « ... Το γαλάζιο πουλί της ελευθερίας δεν κυκλοφορεί έξω από τα σύνορα της Αγγλίας. Έξω από τα σύνορα της Αγγλίας κυκλοφορεί ένα άλλο  εγγλέζικο πουλί μαύρο με κόκκινη ραμφή και κόκκινα νύχια αιματωμένα».
Ο Καζαντάκης είναι στοχαστής. Δεν ταξίδεψε μόνο από τόπο σε τόπο αλλά κι από ιδέα σε ιδέα χωρίς να σταθεί οριστικά σε κάποια απ’ αυτές αλλά δημιουργώντας μια προσωπική κοσμοθεωρία, η οποία πέφτει σε αντιφάσεις αφού μέσα σε αυτή συνυπάρχουν στοιχεία από πολλές και αντιφατικές φιλοσοφικές θεωρίες, ιδεολογίες και θρησκείες. Όταν λοιπόν θέτει τα υπαρξιακά και θεολογικά «ερωτήματα» του με έντονο πάθος και με μια γλώσσα ποιητική, αυτά δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορο τον αναγνώστη, αφού αγγίζουν τους βαθύτερους προβληματισμούς του για τη ζωή. Οι απαντήσεις όμως που δίνει ο Καζαντζάκης άλλοτε πείθουν τον αναγνώστη και τον συνεπαίρνουν, άλλοτε όμως δεν τον πείθουν, του φαίνονται στόχοι υπερβολικοί, αδύνατον να πραγματοποιηθούν, υπερ-άνθρωποι, λόγια μεγάλα που ξεφεύγουν από τις δυνατότητες του ανθρώπου, παρόλα αυτά όμως τον μαγεύουν και συχνά μάλιστα τον παγιδεύουν σε σιωπή για να μην εναντιωθεί στους τόσο "υψηλούς" υπαρξιακούς στόχους που θέτει ο συγγραφέας.
Για παράδειγμα, όταν μιλά για την ελευθερία άλλοτε υμνεί τις πολιτικές ελευθερίες που κατέκτησαν οι Άγγλοι κι άλλοτε θαυμάζει τον Βούδα, «αυτή τη μεγάλη ψυχή που μπόρεσε να εξαφανίσει την ύλη (το σώμα) και να την κάμει όλη πνέμα [...] κι εξαφανίζοντας τη, να εξαφανίσει τον πόνο και τη χαρά, τον φόβο και την ελπίδα, το καλό και το κακό κι όλα τα σύνορα κι έτσι να φτάσει στη μεγάλη ελευθερία (σ.259).   Η ελευθερία όμως έχει τα όρια της κι όσο κι αν ο άνθρωπος έχει την ελευθερία της βούλησης  άλλο τόσο η κατάκτηση της εξαρτάται από τη γνώση της λειτουργίας των νόμων της φύσης, της βιολογίας, της κοινωνικής οργάνωσης.... Ανάγκη (Αναγκαιότητα) αποκαλεί αυτή τη νομοτέλεια στις τραγωδίες του Σαίξπηρ και δίκαια θαυμάζει τους ήρωες, οι οποίοι έχοντας τη σπίθα της ελεύθερης βούλησης κάνουν τον δικό του αγώνα ο καθένας για να πάψουν να είναι δέσμιοι της Ανάγκης. Πιο κάτω όμως ο Καζαντζάκης ξεχνά αυτή την Ανάγκη και πιστεύει ότι είναι αρκετή η ισχυρή βούληση ενός υπερανθρώπου για να αρθεί αυτός εντελώς πάνω από τους  αιώνιους νόμους που κυβερνούν τον άνθρωπο και να γίνει ελεύθερος.  Γιατί ζητά από τον άνθρωπο να γίνει Υπεράνθρωπος; Για να λυτρωθεί, να σώσει την ψυχή του απαντά. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να εξαφανίσει τη χαρά και τον πόνο; Κι ας δεχτούμε την εξαφάνιση του πόνου, τη χαρά γιατί να την εξαφανίσει; Κι αν εξαφανιστούν και τα δυο σε τι κατάσταση θα ζούμε; Νιρβάνα; Δηλαδή μια ζωή αποστασιοποιημένη από την ίδια την ζωή; Τέτοιου είδους αντιφάσεις διαπερνούν την κοσμοθεωρία του κι όσα έργα του την απηχούν. Στα «Ταξιδεύοντας...» οι αντιφάσεις αυτές είναι λιγότερες. Αυτές αποτελούν όμως και το αδύνατο σημείο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μιας πολύ δυνατής και πηγαίας λογοτεχνικής πένας, που είναι ο Καζαντζάκης.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και στην αντίφαση μεταξύ της πίστης του στο μηδενισμό « όλα είναι ένα Τίποτα» και της ηρωϊκής ή διονυσιακής στάσης ζωής που προτρέπει τον άνθρωπο να κρατήσει, όσο ζει. Μα πως είναι δυνατόν να θέλει απ’ τη μια να ρουφήξει τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις ενώ απ’ την άλλη να προσπαθεί να εξαφανίσει τη χαρά και τον πόνο; επίσης δεν συμβιβάζονται ο θαυμασμός του για τη Magna Carta και τη "Βουλή των Κοινοτήτων" με την πίστη στον Υπεράνθρωπο και το λαό-κοπάδι, που αναφέρει αλλού. Ο Καζαντζάκης έχει αποκτήσει  θαυμαστές αλλά και επικριτές. Το τεράστιο έργο του, το πάθος της έκφρασης, οι υπαρξιακές και θεολογικές ανησυχίες του,  η παγκόσμια αναγνώριση του (ευκαιριακή για πολλούς μελετητές του), οι κινηματογραφικές ταινίες πάνω σε γνωστά μυθιστορήματα του, η σύγκρουση του με την Εκκλησία, δημιούργησαν το μύθο Καζαντζάκη και η κάθε γενιά επανατοποθετείται απέναντι του ανάλογα την απήχηση που έχει το έργο του στη δική της εποχή.

Θα ήθελα να κλείσω με κείνη την παραστατική παρομοίωση που χρησιμοποίησε ο Ισοκράτης για να συμβουλεύσει το νεαρό Δημόνικο που λαχταρούσε να αποκτήσει παιδεία «όπως ακριβώς κάνουν οι μέλισσες, οι οποίες αν και κάθονται πάνω σε όλα τα άνθη, παίρνουν από αυτά μόνο τα βέλτιστα έτσι και οι νέοι από τους ποιητές και τους σοφιστές να παίρνουν τα βέλτιστα και να διαβάζουν, εάν κάτι  χρήσιμο έχουν πει».  Μια συμβουλή πάντα επίκαιρη και πιστεύω ότι η δημιουργική ανάγνωση και γραφή συμβάλλουν σ’ αυτό.

   Υ.Γ  Με την ονομασία Αγγλία εννοείται α.μία από τις τρεις περιοχές της νήσου Βρετανίας, οι άλλες δύο είναι η Σκωτία και η Ουαλία β.το κράτος του Ηνωμένου Βασίλειου, γνωστού κι ως Μεγάλη Βρετανία αλλά την ονομασία αυτή δεν την αποδέχονται φυσικά οι Σκώτοι και οι Ουαλοί.
Υ.Γ επισημαίνω κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, που αφορούν τη Magna Carta: οι βαρόνοι ήταν αυτοί που πίεσαν τον Ιωάννη Ακτήμονα να υπογράψει την Μάγκνα Κάρτα κι όχι σύσσωμες όλες οι τάξεις. ούτε ισχύει ότι οι κοινωνικές τάξεις θα μπορούσαν να επαναστατήσουν και να διώξουν το βασιλιά, που αναφέρει. Αυτό ειπώθηκε επί Διαφωτισμού, 500 χρόνια αργότερα. 
Υ.Γ παρατηρείται μια εμμονή στη λέξη "ράτσα" που αντικαθιστά το έθνος ή το λαό ή τη (λευκή)φυλή. Κατά τη γνώμη μου με την έννοια ράτσα θέλει να προβάλλει τα έμφυτα βιολογικά χαρακτηριστικά που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά κι όχι τα επίκτητα πολιτιστικά χαρακτηριστικά ενός λαού. Επίσης ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν κατά τον Μεσοπόλεμο. 
                                                                          Σούλη Αγγελική
                                                                                         Βάρκιζα, 24/2/2014  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου