Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Βασίλειος Μαρκεζίνης "Επικοινωνιακή Διπλωματία και Διπλωματία Βάθους" και "Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα", εκδ. Α.Α.Λιβάνη, 2009 και 2010 αντίστοιχα Μέρος Α!

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Ο Βασίλειος Μαρκεζίνης (1944-) με έργο πολυδιάστατο και σημαντικό πάνω στο Διεθνές Δίκαιο, για το οποίο η βασίλισσα της Αγγλίας το 2005 του απένειμε τον τίτλο του "Sir",  έχει διδάξει στις σπουδαιότερες Νομικές Σχολές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, έχει πρωτοστατήσει στη δημιουργία του Συγκριτικού Δικαίου ιδρύοντας  Ινστιτούτα Διεθνούς Δικαίου στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ, έχει εκδώσει 37 βιβλία γύρω από το Δίκαιο, τη γεωπολιτική, την Τέχνη και την ψυχοβιογραφία, και έχει συμβάλει  στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτή λοιπόν η διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα που ζει κι εργάζεται στο εξωτερικό, στα δυο  βιβλία του "Επικοινωνιακή Διπλωματία και Διπλωματία Βάθους" και "μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα" εκφράζει την αγωνία του ως Έλληνας κι ως διανοούμενος για την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η χώρα μας και καταθέτει τις προτάσεις του για την ελληνική εξωτερική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί κατά τον 21ο αιώνα.
Τα βιβλία αυτά (βλ. εικόνες εξωφύλλου δίπλα) αποτελούν συλλογή δοκιμίων κι άρθρων -εκ των οποίων πολλά έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό Τύπο- κι ως εκ τούτου δεν έχουν αυστηρή συνοχή μεταξύ τους,  αν και τα σχετικά ομοιογενή δοκίμια ομαδοποιούνται σε κεφάλαια.Το «μειονέκτημα» της έλλειψης αυστηρής συνοχής αντισταθμίζεται από την εσωτερική δομή των βιβλίων που περιστρέφεται γύρω από το θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας που δένει τις σκέψεις. Επίσης η ρέουσα γλώσσα που χρησιμοποιείται με τις ξεκάθαρες έννοιες, που σκοπό έχουν να διαφωτίσουν κι όχι να συσκοτίσουν τον αναγνώστη, να πείσουν με επιχειρήματα και τεκμήρια, συμβάλλουν στην ενοποίηση των άρθρων και δοκιμίων. Ο λόγος του εμπλουτίζεται ακόμη με παραθέσεις στίχων ποιητών, αναφορές αρχαίων μύθων,  έκφραση προσωπικών συναισθημάτων (οργή κι αγανάκτηση για το παρόν της Ελλάδας, ελπίδες και διάθεση να εμψυχώσει τους σύγχρονους Έλληνες για να ανακτήσουν τη χαμένη αυτοπεποίθηση κι εθνική υπερηφάνεια τους). Ακόμα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει λαϊκές εκφράσεις της καθομιλουμένης για να αφυπνίσει τον απογοητευμένο Έλληνα π.χ "που είσαι Ελλαδίτσα;" ή "Ελλάδα ακούς;"
Ως προς την ιδεολογία του δηλώνει ο ίδιος ότι είναι εκλεκτικιστής, αφού η σκέψη του δεν περιχαρακώνεται σε συγκεκριμένες πολιτικο-φιλοσοφικές θεωρίες αλλά επιλέγει στοιχεία από διαφορετικά συστήματα, για να συνθέσει τη δικιά του κοσμοθεωρία. Επίσης ο Β. Μαρκεζίνης είναι Ευρωπαϊστής. Πιστεύει σε μια ενοποιημένη, κι όχι ενιαία, Ευρώπη, όπου δεν θα έχουν όλα ομογενοποιηθεί και στενοχωρείται που η σχετικά πρόσφατη διεύρυνση της Ευρώπης λειτούργησε σε βάρος της εμβάθυνσης της. Καταπολεμά κάθε πολιτική κι ιδίως την Αμερικάνικη που αντιστρατεύεται την ολοκλήρωση της Ενωμένης Ευρώπης. Θεωρεί Δούρειο Ίππο την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε και τίθεται υπέρ μιας ειδικής σχέσης μαζί της. Βλέπει το μέλλον στον ευρωασιατισμό(σύσφιξη σχέσεων ΕΕ με Ρωσία) κι όχι στον ευρωατλαντισμό επισημαίνοντας την απομάκρυνση Αμερικής-Ευρώπης.
 Ο Β.Μαρκεζίνης αισθάνεται βαθιά Έλληνας και διαφωνεί με τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των «πλουσιο-προσφύγων» Ελλήνων, όπως τους αποκαλεί, που ενδιαφέρονται μόνο για το οικονομικό τους συμφέρον, μεταφέροντας τα χρήματα τους στο εξωτερικό, πολλά απ’ τα οποία απέκτησαν κλέβοντας το ελληνικό δημόσιο. Επίσης η έκδοση των δυο αυτών βιβλίων του, κατά την προσωπική μου γνώμη, μπορεί να εκληφθεί ως απάντηση στο βιβλίο του Τούρκου υπουργού των εξωτερικών Νταβούτογλου  Το Στρατηγικό Βάθος:Η διεθνής θέση της Τουρκίας, ή ως Διάλογος πάνω σε θέματα Διεθνών Σχέσεων με ενδιαφέρον ελληνοτουρκικό αλλά και γενικότερα παγκόσμιο.
 Τέλος πρέπει να τονιστεί η παρρησία του λόγου του, με την οποία εκφράζει τις απόψεις του για σύγχρονα γεωπολιτικά ζητήματα, έστω κι αν δεν αρέσουν σε κάποιους ισχυρούς, όπως αναγνωρίζει. Κι ακόμα γράφει με ειλικρίνεια ό,τι πιστεύει, έστω κι αν διατρέχει τον κίνδυνο να κάνει λάθος, αποδεχόμενος τη ρήση του Γκαίτε «ο άνθρωπος πρέπει να δρα και δρώντας, μοιραίο είναι ότι θα σφάλλει». Ο κίνδυνος του λάθους είναι μέσα στην ανθρώπινη ζωή, αυτό που μετρά είναι οι πρωτότυπες ιδέες χωρίς τις οποίες η ζωή δεν εξελίσσεται, αναφέρει σε άλλο σημείο.

  Περιεχόμενο βιβλίων:

Θέμα: Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και το είδος της ελληνικής διπλωματίας μέσω της οποίας αυτή ασκείται. Αυτή για να γίνει κατανοητή παρουσιάζει πρώτον τη νέα επιστήμη της γεωπολιτικής που εμφανίστηκε κατά τον 20ο αιώνα  και δεύτερον το διεθνές πολιτικό κλίμα κι ειδικότερα της ευρύτερης περιοχής στην οποία ανήκει η Ελλάδα. Με την παρουσίαση των θεμάτων αυτών φωτίζονται καλύτερα τα αίτια που επιβάλλουν την αλλαγή πλεύσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
 Στο πλαίσιο των θεμάτων αυτών εξετάζει ακόμα την πολιτική δυναμική των χωρών ΗΠΑ και Ρωσίας, την εξωτερική πολιτική της σύγχρονης Τουρκίας, τις γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή (Καύκασος, Ισραήλ…) αλλά και αναφέρεται στα μεγάλα γεωπολιτικά προβλήματα που απασχολούν την παγκόσμια κοινή γνώμη (χώρες της Κεντρικής Ασίας, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν), και στη σχέση Ευρώπης-Αμερικής αλλά κι Ευρώπης-Ρωσίας. 

Ο ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Για μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα μας εισάγει στον περίπλοκο χαρακτήρα  της γεωπολιτικής, αυτής της νέας επιστήμης, που εμφανίστηκε κατά τον 20ο  αιώνα κι αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς σήμερα. Οι δυσχέρειες που συναντά ο γεωπολιτικός σχεδιασμός  πηγάζουν:
 Α. από την απαίτηση να συνδυαστούν γνώσεις από διάφορους κλάδους του επιστητού,  όπως γεωγραφία, ιστορία, εθνολογία, ψυχολογία, οικονομία, κοινωνιολογία. «η γεωπολιτική είναι ένας απροσπέλαστος γνωστικός κλάδος λόγω του εύρους και του βάθους των γνώσεων που απαιτούνται για να εξειδικευτεί κάποιος σ’ αυτόν» (σ.29) Γι αυτό χρειάζεται ο έντεχνος συνδυασμός πληροφοριών από πολλές πηγές και το ένστικτο, τα οποία βοηθούν τον άνθρωπο να πάρει τις αποφάσεις που πρέπει. «Ο γεωπολιτικός σχεδιασμός πρέπει να στηριχτεί και στη φαντασία, στη δημιουργική πλην όμως ελεγχόμενη» για να μπορούμε να μαντέψουμε σωστά, αναφέρει.
Β. Απ’ την ταχύτητα της αλλαγής των γεγονότων ή από την έλλειψη σταθερών, ώστε αυτός που σχεδιάζει τη στρατηγική του, πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως, κι αν χρειαστεί να την ξανασχεδιάσει γρήγορα κάνοντας τις αναγκαίες αλλαγές.
Γ. Απ’ την ικανότητα του ασχολούμενου με τη γεωπολιτική να αξιολογεί το υπόβαθρο και τους στόχους των προσωπικοτήτων που εμπλέκονται στο γεωπολιτικό σχεδιασμό. Πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στις γεωπολιτικές απόψεις που εκφράζονται και να μη θαμπωνόμαστε απ’ τα μεγάλα ονόματα και τα ερευνητικά ιδρύματα που τις εκφράζουν, διότι πολλοί από αυτούς χρηματοδοτούνται από συγκεκριμένα λόμπι και κυβερνήσεις για να προωθούν τα συμφέροντα τους.  Το ζήτημα δεν είναι η ίδια η χρηματοδότηση, αλλά το γεγονός ότι αυτή κρατείται μυστική ή το ποσόν της χρηματοδότησης, παραβιάζοντας έτσι μια σειρά από νόμους και κανονισμούς, γιατί δεν έχουν σκοπό να προωθήσουν πρώτιστα τα εθνικά συμφέροντα.

Τέλος η επιστήμη της γεωπολιτικής και η δημοσιογραφία γύρω από αυτήν διακρίνεται : α. σε περιγραφική, όπου περιγράφονται τα γεγονότα που σχετίζονται με τα γεωπολιτικά σχέδια, β. σε αναλυτική, όπου προσπαθούν να ερμηνευτούν τα γεγονότα (αίτια, σκοποί), και γ. σε προβλεπτική, όπου προσπαθούν να προβλέψουν τις επόμενες κινήσεις στο γεωπολιτικό παιχνίδι μεταξύ αυτών που συμμετέχουν ή κι άλλων δυνάμεων, που πιθανόν, να θελήσουν να επέμβουν. Δύσκολες οι προβλέψεις –πρέπει να ξέρεις πολλά και να διαισθάνεσαι περισσότερα- αλλά εκεί παίζεται το παιχνίδι! Όποιος προβλέψει σωστά, θα προλάβει και να προετοιμαστεί για το μέλλον για να μη βρεθεί αδιάβαστος κι απροετοίμαστος και χαμένος στο παιχνίδι!

Η  ΝΕΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το όλον θέμα της εξωτερικής πολιτικής μπορεί να συμπυκνωθεί στα παρακάτω δυο ερωτήματα που αφορούν τους στόχους που αυτή θέτει.
α. Μια κυβέρνηση ασκεί εθνική εξωτερική πολιτική; μελετημένη πολιτική, βάθους κι ουσίας με μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους;
         ή
β. ασκεί προσωπική, επικοινωνιακή, λαϊκίστικη εξωτερική πολιτική και διπλωματία;

Δυστυχώς για το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ο συγγραφέας δεν μπορεί να ισχυριστεί το πρώτο, εκτός ολίγων εξαιρέσεων. Αναφέρει[1] «η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι παρωχημένη  αδυνατεί να συμβαδίσει με τους μεταβαλλόμενους καιρούς  ακολουθεί δουλικά τις αμερικάνικες προσταγές  ασκείται από υπαλλήλους που διαπρέπουν στις δημόσιες σχέσεις, αλλά όχι στη βαθιά σκέψη».


1.Γιατί πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική, που γενικά ασκείται ως σήμερα;
2.Ποια είναι η νέα εξωτερική πολιτική που προτείνει ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης;
3.Ποιος είναι ο ρόλος του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ); 
Η δομή του; ο ρόλος των συμβούλων του υπουργού; η ποιότητα και τα κριτήρια πρόσληψης του υπαλληλικού προσωπικού; με ποια κριτήρια χρησιμοποιεί τα κονδύλια που δικαιούται; η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να γίνεται από τον Υπουργό ή τον πρωθυπουργός; ποιος χαράσσει την εξωτερική πολιτική στις άλλες χώρες;   και τέλος γιατί το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών αδυνατεί να ασκήσει μια μελετημένη εθνική πολιτική σε βάθος χρόνου κι αντίθετα εξαντλείται σε προσωπικές, επικοινωνιακές, λαϊκίστικες πολιτικές χωρίς βάθος;

1.Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι μονοδιάστατη, όσον αφορά το γενικό προσανατολισμό της, δεμένη στο άρμα των ΗΠΑ, απ’ το τέλος του Β! Παγκοσμίου Πολέμου, 65 χρόνια στατικότητας, παρόλο που ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία, ιδίως τα τελευταία 20-30 χρόνια. Οι αλλαγές, που σημειώθηκαν τα χρόνια αυτά και διαμόρφωσαν ένα νέο διεθνές τοπίο, είναι οι ακόλουθες:
Α. η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πυροδότησε περισσότερες κι απρόβλεπτες συνέπειες, απ’ όσες είχαν υπολογιστεί.  Το διπολικό σύστημα που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου κατέρρευσε και οι ΗΠΑ ενώ είχαν απομείνει η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο για λίγα χρόνια,  στη συνέχεια η παγκόσμια κυριαρχία της κλονίστηκε και σήμερα αμφισβητείται από τα νέα παγκόσμια κέντρα ισχύος που αναδύονται στην Ασία (Κίνα, Ινδία…) και τη Ρωσία. Ζώντας λοιπόν σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, που η κατάσταση είναι ρευστή και συγκρουσιακή μέχρι να παγιωθεί ένα καινούργιο σύστημα παγκόσμιας ισορροπίας –τριπολικό (ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα) ή μια νέα παραλλαγή του διπολικού συστήματος - η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων απ’ τα κυριότερα κέντρα ισχύος σήμερα την Αμερική, την Κίνα, τη Ρωσία, και να πάψουμε να ακολουθούμε πιστά σε βάρος μάλιστα του εθνικού μας συμφέροντος (δες πΓΔΜ, Κύπρος, Αιγαίο) τις προσταγές των ΗΠΑ. Αυτό το γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε απ’ την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης διείδε κι εκμεταλεύτηκε πρώτος ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών  Νταβούτογλου κι αναθεώρησε την τουρκική εξωτερική πολιτική στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Και με χιούμορ ο Μαρκεζίνης κλείνει κάποιο απ’ τα δοκίμια του λέγοντας «Ελλαδίτσα τ’ ακούς;» υπονοώντας ότι εμείς έχουμε παραμείνει ακόμη στη λογική του Ψυχρού πολέμου.

 Β. Ένας επιπλέον λόγος αποστασιοποίησης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από την πολιτική των ΗΠΑ είναι ότι επιταχύνεται όλο και περισσότερο η απομάκρυνση της Ευρώπης –στην οποία ανήκει κι η Ελλάδα- από την Αμερική, ιδίως μετά την κατάρρευση της σοβιετικής απειλής, ενώ αναδύεται η προσέγγιση Ευρώπης- Ρωσίας.
Ο ευρωατλαντισμός δηλαδή η προσέγγιση Ευρώπης-Αμερικής είναι ένας μύθος, τονίζει ο συγγραφέας κι όπως κάθε μύθος έχει μια λογική βάση που στηριζόταν, κατά το παρελθόν, πάνω στα κοινά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα πίσω από το σχέδιο Μάρσαλ, σύμφωνα με το οποίο η Αμερική βοήθησε την Ευρώπη να ορθοποδήσει μετά το Β! Παγκόσμιο πόλεμο, κρυβόταν η θέληση της Αμερικής να μην εξαπλωθεί ο κομμουνισμός στη Δυτική Ευρώπη και χάσει έναν σπουδαίο στρατηγικό σύμμαχο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η προώθηση από τις ΗΠΑ της  επανένωσης της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική κρύβει την επιθυμία των ΗΠΑ αλλά και της Γερμανίας να δημιουργηθεί ένα ισχυρό προπύργιο ενάντια σε μια  ενδεχόμενη ανάκαμψη της Ρωσίας. Επειδή όμως στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς υπάρχει και το απρόβλεπτο η επανένωση της Γερμανίας συνέβαλε στην ισχυροποίηση της, έτσι ώστε να φλερτάρει τώρα με τη Ρωσία, κάνοντας απιστίες στις ΗΠΑ! Με δυο κουβέντες «ο γάμος Αμερικής-Ευρώπης ήταν γάμος από συμφέρον κι όχι από έρωτα»(σ.168) καταλήγει ο συγγραφέας, και βέβαια πάντοτε υπήρχαν υποβόσκουσες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης ήδη από την εποχή της αμερικάνικης ανεξαρτησίας.
Όσο χάνει έδαφος όμως ο ευρωατλαντισμός τόσο μεγαλώνουν τα περιθώρια για να αναπτυχθεί ο ευρωασιατισμός για να χρησιμοποιήσω το νέο όρο της σύγχρονης διπλωματίας. Η Ευρώπη έχει ανάγκη τη Ρωσία και η Ρωσία την Ευρώπη.  Η  Ευρωπαϊκή Ένωση προτιμά το ρωσικό φυσικό αέριο από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής με τις δυσκολίες μεταφοράς του και την πολιτική εξάρτηση από τις πολιτικά «ασταθείς» χώρες που το παράγουν. Η Ρωσία έχει ανάγκη τη τεχνογνωσία της Ευρώπης κι οι δυο βλέπουν καινούργιες αγορές να ανοίγονται μπροστά τους, η πρώτη για να πουλήσει ενέργεια κι η δεύτερη για επενδύσεις. Ακόμα ο ενδόμυχος φόβος[2] της αχανούς Ρωσίας μπροστά στην ταχύτατη ανάπτυξη της γείτονος της κι υπερπληθούς Κίνας την ωθεί να αναζητεί στρατηγικό σύμμαχο στην αναπτυγμένη γειτονική της Ευρώπη. Εξάλλου η Ρωσία (ως τα Ουράλια) ανήκει στην Ευρώπη γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά. Η λογοτεχνία της, η αρχιτεκτονική της, η πολιτική της ιστορία…πάντα ήταν συνδεδεμένα με την Ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμό. Ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης τίθεται ανεπιφύλακτα υπέρ της Ευρωσίας ή Ευρασίας λέγοντας[3] χαρακτηριστικά « θεωρώ συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης, βλέπω ως ένα είδος διανοητικής παρτίδας σκάκι […]τη συνεργασία εντός της Ευρώπης υπό την ευρύτερη γεωγραφική έννοια του όρου. Διότι, εάν επιτευχθεί αυτή η συνεργασία, θα μπορούσε να εξοπλίσει καλύτερα την Ευρώπη και τη Ρωσία, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα διάφορα σημεία σύγκρουσης, […] που μπορεί να απειλήσουν και τις δυο πολύ περισσότερο από τους κινδύνους που προκύπτουν από τη μέχρι τώρα αντιπαλότητα τους.  Δυστυχώς όμως το αντικομμουνιστικό σύνδρομο, κατάλοιπο του Ψυχρού πολέμου, εμποδίζει τους Έλληνες να δουν θετικά τη Ρωσία και τα οφέλη από μια στενότερη συνεργασία μαζί της. 

Γ. Επίσης η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε μια σειρά αλλαγών που αποσταθεροποίησαν την υπάρχουσα ισορροπία στην περιοχή που έλεγχε παλαιότερα. Η δημιουργία νέων κρατών στην Κεντρική Ασία, (Καζακστάν και Τουρκμενιστάν…) και στον Καύκασο (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν) και οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι εκεί άλλαξαν τα δεδομένα. Η πολυφυλετική και πολυθρησκευτική σύνθεση των λαών που κατοικούν τον Καύκασο δυσκολεύει τη συγκρότηση εθνικών κρατών. Η επέμβαση όμως των ισχυρών της γης εκεί για ίδια συμφέροντα κάνει την κατάσταση πολύ πιο εκρηκτική.  Πρώτον, ο τεράστιος ενεργειακός πλούτος που βρίσκεται στις περιοχές αυτές, με πρώτο το Τουρκμενιστάν, που θεωρείται ο γίγαντας[4] των ενεργειακών αποθεμάτων, έφερε σε σύγκρουση τους ισχυρούς της γης, κύρια Ρωσία-Αμερική αλλά κι Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, οι χώρες του Καυκάσου βρίσκονται πάνω στο δρόμο που ενώνει Ανατολή-Δύση και Βορά-Νότο, δρόμο αναγκαίο για τη μεταφορά του πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη και για την πρόσβαση της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες (Εύξεινος, Μεσόγειος, Περσικός κόλπος). Η Αμερική και η Ρωσία λοιπόν βιάζονται ποιες απ’ τις περιοχές αυτές θα βρεθούν κάτω από τη σφαίρα επιρροής τους. Γι’ αυτό μπλέκουν στα γεωπολιτικά τους παιχνίδια τους λαούς που κατοικούν εκεί, τονίζοντας τις διαφορές τους, φανατίζοντας τους, κι υποβοηθώντας τους στρατιωτικά. Τρίτον, ας μην ξεχνούμε ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονται πάνω σε τμήμα της περιμέτρου που κυκλώνει τη Ρωσία -περίμετρο που η Αμερική από την εποχή του Ψυχρού πολέμου περιέλαβε στη γεωπολιτική στρατηγική της θέλοντας να ελέγχει την κομμουνιστική Ρωσία, κι ακόμη και σήμερα εξακολουθεί το ίδιο, παρότι ο κομμουνισμός κατάρρευσε. Γιατί; Όσο όμως η Ρωσία αισθάνεται αυτόν τον κλοιό να την  περισφίγγει, τόσο  θα ασφυκτιά, σαν το θηρίο στο κλουβί του και θα αγριεύει. Φαντάζεστε λοιπόν, τι αντιθέσεις συμφερόντων υπάρχουν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, που εμπλέκονται με τις αντιθέσεις των μικρών λαών και των φυλών της περιοχής, και γιατί οι πόλεμοι εκεί δεν έχουν τελειωμό, μέχρι να κλείσει αυτό το γεωπολιτικό κενό!
Η γείτονος μας Τουρκία, γείτονος εκ Βορειοανατολικών και με  χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας διείδε πρώτη το γεωπολιτικό κενό λόγω της διαταραχθείσης ισορροπίας κι άλλαξε την εξωτερική της πολιτική. Φιλοδοξεί επηρεάζοντας το μουσουλμανικό στοιχείο ή τους τουρκόφωνους που υπάρχουν εκεί, να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, παίζοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή, για να κερδίσει έτσι οφέλη για τον εαυτό της.
Δ. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το θέμα των αγωγών, που θα μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τον Καύκασο στην Ευρώπη έχει ξεσπάσει σφοδρός ανταγωνισμός μεταξύ των δυνάμεων που εμπλέκονται στη μεταφορά ενέργειας. Αυτός ή αυτοί που θα ελέγχουν τη μεταφορά τους θα προσκομίσει τεράστια οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Μέχρι στιγμής έχουν σχεδιαστεί οι εξής αγωγοί, αλλά η λειτουργία τους απαιτεί τεράστια οικονομικά ποσά για την  κατασκευή τους, αρκετή ποσότητα αερίου ή πετρελαίου για την καθημερινή ροή τους –που μια μόνο χώρα παραγωγής ενέργειας δυσκολεύεται να την καλύψει- και συμφωνίες πολιτικές μεταξύ των κρατών που αναγκαστικά θα συνεργαστούν για την ολοκλήρωση του έργου.
Ο αγωγός Nabucco Stream, αμερικανοτουρκικών συμφερόντων, ξεκινά από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν στην Κασπία θάλασσα και διερχόμενο από την Τουρκία φτάνει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας και μέσω Ρουμανίας, Ουγγαρίας διακλαδίζεται στα γειτονικά κράτη.
Ο αγωγός South Stream, ρωσικών συμφερόντων κι ιταλικών ακόμη, ξεκινά από τα ανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου της Ρωσίας, διασχίζει υπόγεια τον Εύξεινο Πόντο και φτάνει στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας. Από κει διακλαδίζεται στα δυο: ο ένας αγωγός δια μέσου της Β. Ελλάδας φτάνει στην Κάτω Ιταλία κι ο άλλος μέσω Σερβίας φτάνει στην Αυστρία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Ο Blue Stream, ρωσοτουρκικών συμφερόντων, επαναδραστηριοποιήθηκε ως ιδέα, όταν η Βουλγαρία ανέβαλε (προσωρινά έστω;) τον αγωγό South Stream, κάτω από τη πίεση της Αμερικής ή απ’ την απληστία της, αναφέρει ο συγγραφεύς, για να μείνει η Ρωσία εκτός παιχνιδιού ή να μπει καθυστερημένα στο παιχνίδι, αν θα τη συμφέρει πια. Έτσι η Ρωσία, ως εναλλακτική λύση, προωθεί τον αγωγό που απ’ τα παράλια της Ρωσίας διέρχεται υπογείως τον Εύξεινο και φτάνει στη πόλη Σαμψούντα του Πόντου κι από εκεί Άγκυρα και μετά Ελλάδα,  (μέσω Θράκης) κι από Ελλάδα στην Ιταλία.
Η Ρωσία και η Τουρκία σχεδιάζουν κι άλλον αγωγό Σαμψούντα-Άδανα(Τσεϊχάν), που ξεκινά από τη Σαμψούντα του Πόντου, διασχίζει σχεδόν κάθετα την Τουρκία και καταλήγει στην πόλη Τσεϊχάν (Άδανα), απέναντι από την Κύπρο.
   Η Τουρκία με τη συμμετοχή της σε δυο (ή τρεις) αγωγούς και ρωσικών κι αμερικάνικων συμφερόντων, στο Nabucco και στο  Blue Stream, που μεταφέρουν ενέργεια κι από τις πηγές της Ρωσίας κι από τις πηγές του Καυκάσου, πετυχαίνει μεγάλη νίκη οικονομική και γεωστρατηγική, διότι καθίσταται η χώρα-κλειδί απ’ την οποία θα περάσουν αναγκαστικά όλοι οι αγωγοί. Η Τουρκία ασκεί εθνική εξωτερική πολιτική και δεν φοβάται την Αμερική να αναπτύξει σχέσεις ενεργειακές και με τη Ρωσία. Έτσι εξασφαλίζει φτηνότερη ενέργεια για την ίδια, είσπραξη ναύλων μεταφοράς, και πετυχαίνει να εξαρτώνται από αυτήν οι χώρες, τις οποίες προμηθεύει ενέργεια, που πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να τις πιέζει να υποχωρούν σε θέματα γεωστρατηγικά, στα οποία διαφωνούν οι δυο χώρες.
Για την Ελλάδα έχει μεγάλη σημασία, αν προμηθευόμαστε ενέργεια μέσω Τουρκίας, από τον Blue Stream, διότι τότε η πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από την Τουρκία είναι δεδομένη, τη στιγμή που  υπάρχουν διεκδικήσεις της γείτονος χώρας σε θέματα εθνικής κυριαρχίας μας. Αντίθετα η διέλευση του South Stream από την Ελλάδα καθιστά τη χώρα μας ανεξάρτητη από την Τουρκία, η οποία σημειωτέον δεν συμμετέχει στον αγωγό αυτόν.

Ε. Ακόμα το νέο Ανατολικό ζήτημα, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, και για το οποίο αφιερώνει ολόκληρο το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου του Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα, αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να επαναπροσδιορίσουμε την εξωτερική πολιτική μας. Η αναβίωση του νέο-οθωμανισμού με το δόγμα Νταβούτογλου, ο οποίος κατάφερε να ντύσει τον επεκτατισμό της σύγχρονης Τουρκίας με ιστορικό και επιστημονικό μανδύα, φανερώνει ότι ένα νέο Ανατολικό Ζήτημα, αρχίζει να αναδύεται, διαφορετικό κι αντίθετο ακόμα απ’ το Ανατολικό Ζήτημα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το παλαιό Ανατολικό ζήτημα αποτέλεσε ένα μακροχρόνιο και φλέγον διεθνές ζήτημα, που αφορούσε τη διανομή της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης –με προεξάρχοντες την Αγγλία και τη Ρωσία, ακολουθούμενες από Γαλλία και Γερμανία- σχετικά με τον έλεγχο των περιοχών που θα αποσχίζονταν, κατά τη διάλυση και  διανομή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό το Ανατολικό ζήτημα, που έληξε με τον Α! Παγκόσμιο πόλεμο είχε απρόβλεπτες συνέπειες για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αλλά και για τους λαούς που ζούσαν μέσα στα σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τη  μια κατάρρευσαν οι αυτοκρατορίες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους (Γερμανική, Ρωσική, Αυστροουγγρική, Γαλλική, Οθωμανική) κι απ’ την άλλη αναδύθηκαν νέα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.  
Στο δόγμα Νταβούτογλου, πίσω από την «πολυγαμική» εξωτερική πολιτική, όπως την ονομάζει, που σκοπό έχει να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, κρύβονται σχέδια εδαφικού επεκτατισμού. «Επειδή η Τουρκία δεν αγνοεί αυτό το γεγονός, έχει φροντίσει να παρουσιάσει ότι το πρόγραμμα Νταβούτογλου βασίζεται α. σε μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες   β. στην οικονομική συνεργασία μαζί τους γ. δίνει έμφαση ότι η Τουρκία εκπροσωπεί το ήπιο Ισλάμ κι όχι τον ισλαμικό φονταμενταλισμό».(σ.419)  Ο επεκτατισμός όμως αυτός θα προκαλέσει προβλήματα με παλιούς και νέους γείτονες της Τουρκίας, σύμφωνα με την προβλεπτική γεωπολιτική, με την οποία του αρέσει να ασχολείται ο συγγραφέας Β. Μαρκεζίνης, παρ’ όλες τις δυσκολίες πρόβλεψης και τους κινδύνους διάψευσης της στο μέλλον, όπως χαρακτηριστικά γράφει.
Έτσι στο μέλλον η πολιτική αυτή θα φέρει σε σύγκρουση τη Ρωσία με την Τουρκία, εξ αιτίας των χωρών του Καυκάσου και των τουρκόφωνων χωρών της Κεντρικής Ασίας, τις οποίες η Τουρκία φιλοδοξεί να ελέγχει, και οι οποίες όμως συνορεύουν με τη Ρωσία καθιστώντας έτσι ασφυκτικό τον κλοιό γύρω από αυτήν. Επίσης θα φέρει σε σύγκρουση το Ισραήλ με την Τουρκία, εξ αιτίας των Παλαιστινίων, τους οποίους  τώρα τελευταία η Τουρκία αρχίζει να προστατεύει, θέλοντας να αναδειχτεί σε ηγέτιδα δύναμη των μουσουλμάνων της Μέσης Ανατολής, θέση όμως που διεκδικεί και το Ιράν. Επίσης ανακαλύπτοντας έναν νέο ρόλο για τον εαυτό της, ως προστάτιδα των μουσουλμάνων στα Βαλκάνια, (Βοσνία,  Κοσσυφοπέδιο), δεν αποκλείεται στο μέλλον να εγείρει θέμα για «τουρκικές» μειονότητες στην Ελλάδα (Θράκη) και στη Βουλγαρία.
Ακόμα δεν είναι αλήθεια ότι η Τουρκία έχει μηδενικά προβλήματα με γείτονες λαούς, αφού με τους Έλληνες είναι ανοιχτά τα προβλήματα στο Αιγαίο, στην Κύπρο. Κι επίσης το Κουρδικό ζήτημα δεν έχει λυθεί. Πίσω λοιπόν από τα ωραία λόγια του δόγματος Νταβούτογλου κρύβονται ίδια συμφέροντα. Εμείς λοιπόν οι Έλληνες, ας μη βιαστούμε να κλείσουμε συμφωνίες μαζί τους, τονίζει ο συγγραφέας, υπονοώντας ίσως οικονομικές συμφωνίες για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, διότι μπάζουμε τον εχθρό μέσα στο σπίτι μας από την πίσω αυλή, όπως γράφτηκε στον αθηναϊκό Τύπο[5], με ευκαιρία την επίσκεψη Παπανδρέου στο Ερζερούμ. Στην άποψη του Ναβούτογλου ότι το ήπιο Ισλάμ πρεσβεύει σε αξίες που είναι συμβατές με τις αξίες του χριστιανισμού", ο νομικός επιστήμονας Μαρκεζίνης τονίζει ότι θεωρητικά ωραία ακούγεται η άποψη αυτή, στην πρακτική όμως εφαρμογή της δεν ισχύει αυτό, γεγονός που αποδεικνύεται από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία να εναρμονίσει το δίκαιο της σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ισχύουν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαραίτητη προϋπόθεση για να ενταχθεί στην ΕΕ.
Γι όλους αυτούς γενικά τους λόγους η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να επαναπροσδιοριστεί για να συμβαδίζει με τους σύγχρονους καιρούς.

ΜΕΡΟΣ Β' 

Ο συγγραφέας Σπύρος Μαρκεζίνης, αφού μας εξήγησε για ποιούς λόγους πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική πολιτική (βλέπε στο ίδιο μπλοκ),  στη συνέχεια  παρουσιάζει τους στόχους που πρέπει να θέσει η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική. 
2.Οι ΣΤΟΧΟΙ να επικεντρωθούν στα εξής: Βαθμιαία ανεξαρτοποίηση μας από την πολιτική των ΗΠΑ  Είναι ευκαιρία λοιπόν αυτή τη χρονική στιγμή, που η κατάσταση στη διεθνή σκηνή είναι ρευστή και που οι ΗΠΑ στο εσωτερικό τους αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και δεν μπορούν πλέον να παίξουν το ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο, να αποστασιοποιηθούμε από την πολιτική των ΗΠΑ. Εξάλλου οι τελευταίοι υπερπόντιοι πόλεμοι που διεξήγαγε, την εξάντλησαν οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά. Επίσης έχοντας υπόψη ότι στα εθνικά μας θέματα δεν μας συμπαραστέκεται δεόντως (πΓΔΜ, Κυπριακό, Αιγαίο) είναι καιρός να απελευθερωθούμε από τα σύνδρομα της υποταγής, χωρίς αυτή η ανεξαρτοποίηση να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ μας. Παράδειγμα  η σημερινή Τουρκία, η οποία απαλλάχτηκε από τις αμερικάνικες αυταπάτες της βλέποντας τη διπροσωπία των ΗΠΑ, κι έκτοτε ακολουθεί μια πολιτική δίνοντας προτεραιότητα  στα  δικά της  εθνικά συμφέροντα και όχι των ΗΠΑ. 
Η σύσφιξη των σχέσεων μας και με τα νέα κέντρα ισχύος που αναδύονται παγκόσμια, Ρωσία, Κίνα, Ινδία. Την Κίνα την ενδιαφέρουν τα ελληνικά λιμάνια, μέσω των οποίων έχει πρόσβαση στην Ευρώπη. Ας αδράξουμε την ευκαιρία τώρα γιατί η Κίνα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της, όλο και πιο έντονα, στην Αφρική, Ινδία. Λατινική Αμερική, θεωρώντας την Ευρώπη αδύναμη και διχασμένη. Όσον αφορά τη Ρωσία, να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην ιδέα της ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας, έστω κι αν είμαστε μικρή χώρα. Να εκμεταλευτούμε τους κοινούς δεσμούς που είχαμε στο παρελθόν με την ορθόδοξη Ρωσία, να εξαλείψουμε τις αντιρωσικές φοβίες μας, που χαρακτήριζαν το παλιό ΝΑΤΟ κι έκφραζαν αντισοβιετικά κομμουνιστικά κατάλοιπα. Να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ρώσων με μια συνεπή εξωτερική πολιτική, που να δείχνει ότι δεν ακολουθούμε πειθήνια την αμερικάνικη πολιτική. Και η συμφωνία για τον αγωγό South Stream ήταν μια καλή αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση, που δυστυχώς προς το παρόν έχει παγώσει.

Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, να πάψουμε να είμαστε παθητικοί και να αναλάβουμε πιο ενεργό ρόλο μέσα στους θεσμούς, στους οποίους συμμετέχουμε, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ.

Το πιο περίπλοκο κι επείγον θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι οι σχέσεις  μας με την Τουρκία. (2ο βιβλίο, σ.245-285) Βασικός στόχος μας να πάψουμε να υποστηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ταχτούμε υπέρ μιας ειδικής σχέσης Τουρκίας- ΕΕ.  Όσο πρωτοποριακή κι αν ήταν το 1999 η υποστήριξη από την Ελλάδα της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, μια δεκαετία αργότερα δεν είναι ούτε λογική ούτε προς το συμφέρον μας, για πολλούς λόγους. Α. Θα αποδυναμωθεί η ΕΕ, με την είσοδο της υπερπληθούς (κοντά στα 100.000.000 πληθυσμό) κι ισλαμικής Τουρκίας, διότι θα άλλαζε τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων της ΕΕ. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η ΕΕ, με την οικονομική κρίση που διέρχεται, είναι η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της κι όχι η διεύρυνση της. Εξάλλου οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες εκφράζουν τις αμφιβολίες τους κατά πόσον η Τουρκία είναι έτοιμη να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ.
Β. Η Τουρκία με την μέχρι τώρα συμπεριφορά της σε κράτη-μέλη της ΕΕ δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, αφού δεν δίνει δείγματα συνεπούς συμπεριφοράς, ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
 Πιο συγκεκριμένα : α..Η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει ένα από τα μέλη της ΕΕ, την Κύπρο
β.. Αρνείται να ανοίξει τα λιμάνια της στα πλοία κρατών-μελών της ΕΕ
γ. Οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο με πλοία τους να μπαίνουν στα χωρικά μας ύδατα, Ίμια, παραβίαση εναέριου ελληνικού χώρου από τουρκικά αεροσκάφη
 αυξάνονται, ενώ η ελληνική εξωτερική πολιτική υποβαθμίζει τα γεγονότα δείχνοντας μια υποχωρητικότητα που εκλαμβάνεται ως αδυναμία μας κι οδηγεί σε ένα διαρκή συμβιβασμό σχετικά με θέματα που αφορούν τα εθνικά μας συμφέροντα.
δ. Η Τουρκία δεν συνεργάζεται ουσιαστικά στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός λαθρομεταναστών (περίπου 70.000) να μπαίνει κάθε χρόνο στη χώρα μας κι εμείς να τις επιστρέφουμε ελάχιστους (περίπου 1.000).
Γ. Όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα, απ’ τη στιγμή που ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών ο Νταβούτογλου, αυτό έχει μεταλλαχθεί, διότι έδωσε άλλη γεωπολιτική οπτική στη γεωγραφική θέση της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της είναι τόσο καλή μεταξύ τριών  ηπείρων, σε σχετικά κοντινή απόσταση από αυτές (όπως και της Κρήτης, συμπληρώνει ο Νταβούτογλου), που ο έλεγχος της (ή έλεγχος τους) είναι απαραίτητος για όποια χώρα επιθυμεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή (υπονοεί την Τουρκία). «Ο πλήρης έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου αποτελεί πλέον τον νέο στρατηγικό στόχο της Τουρκίας» τονίζει ο συγγραφέας. Γι αυτόν επιπλέον τον λόγο οι Τούρκοι βιάζονταν να κλείσει το Κυπριακό με το Σχέδιο Ανάν, κι όχι μόνο διότι, όσο είναι άλυτο, εμποδίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν απαιτούνταν η άδεια της Τουρκίας για να διαθέσει το Κυπριακό κράτος την υποδομή του (αεροδρόμια, λιμάνια), χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο ακόμα και στην ΕΕ.  Το κυριότερο, «η Τουρκία με τον έλεγχο της Κύπρου αποκτά στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του Ισραήλ στην αντιπαράθεση τους για τον ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή» διότι «εγκλωβίζει πλήρως το Ισραήλ, αφού η μόνη μη μουσουλμανική διέξοδος που διαθέτει είναι προς την Κύπρο». Τέλος με τον έλεγχο της Κύπρου αναβαθμίζει το ρόλο της μέσα στο ΝΑΤΟ.
Γιατί λοιπόν η Ελλάδα να υποστηρίζει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ;
Δ. Η Τουρκία με τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της ( π.χ να στείλει πλοίο στη Γάζα, να βοηθήσει μαζί με τη Βραζιλία το Ιράν) με τις δηλώσεις της κατά Αρμενίων, με ανοιχτό το Κουρδικό…διχάζει την κοινή γνώμη, και κλονίζει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ απέναντι της. Το δικό μας λάθος είναι ότι δεν εκμεταλλευόμαστε τα λάθη του αντιπάλου μας. Ο ανθρώπινος παράγοντας είναι πολύ σημαντικός στον γεωπολιτικό σχεδιασμό, διότι αυτός μπορεί να δώσει νέες οπτικές στους σταθερούς παράγοντες της γεωγραφικής θέσης και της ιστορικής παράδοσης μιας χώρας, ώστε να ενεργοποιήσει και να εμπνεύσει. Κι αυτό λείπει αυτή τη στιγμή σε μας. 

Ένας άλλος βασικός στόχος της νέας εξωτερικής πολιτικής μας είναι να αναπτύξουμε πιο ενεργητική μεταναστευτική πολιτική που θα κινείται σε δυο επίπεδα, ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό. Όσον αφορά το δεύτερο επίπεδο να εξετασθούν οι πτυχές του μεταναστευτικού ζητήματος που συνδέονται με την εξωτερική πολιτική μας για να ανακοπεί η περαιτέρω ανεπιθύμητη κι ανεξέλεγκτη μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Ευρώπη τελικά, αφού θεωρούμαστε χώρα-τράνζιτ για τους περισσότερους μετανάστες. Να πεισθεί η ΕΕ ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας σε συνδυασμό με την απροθυμία συνεργασίας της Τουρκίας καθιστά το μεταναστευτικό κύμα που έρχεται στην Ελλάδα ζήτημα ευρωπαϊκό, που πρέπει να αντιμετωπισθεί από κοινού. Η ΕΕ μπορεί να πιέσει την Τουρκία να συνεργαστεί μαζί της και να δώσει  προγράμματα αρωγής σ’ εκείνους τους λαούς που μαστίζονται από πείνα ή φυσικές καταστροφές, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να μένουν στους τόπους τους και να μην αναγκάζονται να μεταναστεύουν. Και η ΕΕ με τη μείωση της μετανάστευσης θα απαλλαγεί από το κόστος των μέτρων προστασίας, που θεσπίζει για την ασφάλεια της και τα οποία της κοστίζουν ακριβά.
 Όσον αφορά τα μέτρα σε εσωτερικό επίπεδο, που πρέπει να παρθούν για τους μετανάστες αναγκαίο είναι να αποφασιστούν: πώς θα διαχωριστεί η παράνομη από τη νόμιμη μετανάστευση, ώστε να είναι αξιόπιστη; πώς θα χειριστούμε το ζήτημα των λαθρομεταναστών   και πώς των νόμιμων μεταναστών; Με ποιο τρόπο και σε ποιο στάδιο παραμονής τους στη χώρα μας να παραχωρηθεί η ελληνική ιθαγένεια στους νόμιμους μετανάστες; Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η παροχή της ιθαγένειας να γίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (έτη παραμονής, γνώση ελληνικής γλώσσας…)και πρέπει να συνοδεύεται από γραπτή αίτηση του ενδιαφερόμενου μετανάστη, και να  μη θεωρείται μόνο αυτονόητη παραχώρηση του ελληνικού κράτους προς αυτούς. Η αίτηση αυτή σηματοδοτεί την προσωπική επιθυμία του ενδιαφερόμενου να πολιτογραφηθεί Έλληνας και να ενταχθεί στον πολιτισμό της χώρας, όπου ζει. Επίσης η είσοδος στη χώρα και η παροχή της ιθαγένειας θα μπορούσε να συνδυαστεί με τα τυπικά επαγγελματικά προσόντα των μεταναστών και τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να τους απορροφήσει.

Άλλος στόχος της εξωτερικής πολιτικής μας είναι να γίνει ισχυρότερη η παρουσία μας, οικονομική, πολιτική στις χώρες με τις οποίες έχουμε πολιτισμικές συγγένειες ή είχαμε στο παρελθόν κι έχουν ατροφήσει. Ν’ ασκήσουμε τη λεγόμενη «πολιτισμική διπλωματία» κάτι που κάνει κατά κόρον την τελευταία δεκαετία η Τουρκία, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του δόγματος Νταβούτογλου και μάλιστα στις ίδιες περιοχές των Βαλκανίων, όπου κι εμείς έχουμε πολιτισμική παρουσία και μάλιστα πολύ έντονη. Να ενδυναμωθούν οι θρησκευτικοί μας δεσμοί όχι μόνο με Βαλκάνια αλλά και με Ρώσους, Γεωργιανούς, Σύρους, Κόπτες Αιγύπτου… Να στέλνουμε στις περιοχές αυτές διπλωμάτες πιο καταρτισμένους ως προς τα οικονομικά, επιχειρησιακά θέματα, με τους οποίους προτιμούν να συναλλάσσονται οι ντόπιοι  παρά με τους «Φράγκους» όπως αποκαλούν όλους μαζί τους δυτικοευρωπαίους.

                                           *            *            *

 3.Ο συγγραφέας ολόκληρο το τέταρτο  μέρος του δεύτερου κεφαλαίου (στο βιβλίο "Για μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα"),  το αφιερώνει στις «Διαρθρωτικές διοικητικές αλλαγές», που απαιτούνται για να μπορεί να εφαρμοστεί  η νέα πολιτική. Πρέπει να αλλάξουν πολλά στη διάρθωση του Υπουργείου Εξωτερικών, για να είναι ικανό να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες του καιρού.
Πρώτον, ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να μεταφερθεί στο πρωθυπουργικό γραφείο -παρ’ όλο που η μεταφορά αυτή δεν είναι ευπρόσδεκτη από διάφορες ομάδες, που έχουν κεκτημένα συμφέροντα- αλλά αυτή είναι η διεθνής τάση που επικρατεί σήμερα. Στην Αγγλία αυτή η μεταφορά έγινε επί Θάτσερ, στην Τουρκία επί Οζάλ κι εδραιώθηκε επί Ερντογάν, στη Γαλλία καθιερώθηκε απ’ το Σύνταγμα του Ντε Γκολ. Στην Ελλάδα υπήρχε δυϊσμός εξουσίας στην εξωτερική πολιτική (επί Σημίτη - Γ.Παπανδρέου και επί Κ.Καραμανλή- Μπακογιάννη), ώστε πολλοί ξένοι διπλωματούχοι να σχηματίζουν την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μιλούσε «με μια φωνή». Βέβαια η μετατόπιση του σχεδιασμού της εξωτερικής πολιτικής στο πρωθυπουργικό γραφείο επιβάλλει τη δημιουργία ενός νέου γραφείου, υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού, το οποίο θα στελεχώνεται από ειδικούς της γεωπολιτικής, γεωοικονομικής… με αποδεδειγμένη εργασιακή πείρα, που θα επιλέγονται αξιοκρατικά, κι όχι με κομματικά και προσωπικά κριτήρια.
Επίσης ,όσον αφορά το ΥΠΕΞ πρέπει να αναζωογονηθεί, διευθετώντας τα εξής ζητήματα: ποιοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται σ’ αυτό, πώς διορίζονται και πώς προάγονται.  Στο ελληνικό ΥΠΕΞ έχει παρατηρηθεί ότι στην πλειονότητα του στελεχώνεται από φίλους κομματικούς ή προσωπικούς του εκάστοτε υπουργού, χωρίς ανάλογη πείρα, που εισπράττουν υπερβολικές αμοιβές και συχνότατα παραγκωνίζουν μόνιμους διπλωμάτες εμποδίζοντας τους ν’ ασκήσουν τα καθήκοντα τους. Δυστυχώς υπάρχει σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των εναλλασσομένων κυβερνήσεων να μην αποκαλύπτονται παραβιάσεις κανόνων, ούτε παροχές που δίνονται στον Τύπο και σε πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις. Επίσης οι διορισμοί των πρέσβεων στην πλειονότητα τους σχετίζονται με προσωπικούς δεσμούς μεταξύ διορίζοντος και διοριζομένου και οι διορισμοί σε θέσεις κλειδιά γίνονται με αδιαφανή κριτήρια. Μάλιστα εξωθούνται με διάφορα τεχνάσματα εκτός υπηρεσίας επαγγελματίες διπλωμάτες για να πάρουν τις πολυπόθητες θέσεις περισσότεροι ημέτεροι «ειδικοί σύμβουλοι». Οι περισσότεροι διπλωμάτες τελειώνουν τη σταδιοδρομία τους, αφού έχουν προαχθεί σε πρέσβεις για να εισπράττουν μεγάλες συντάξεις. Για να κτυπηθεί ο κομματισμός και το πελατειακό σύστημα οι διορισμοί πρέπει να γίνονται με αξιοκρατικά κριτήρια.
Όσον αφορά τους ειδικούς συμβούλους είναι απαράδεκτο το κοινό να μη μπορεί να πληροφορηθεί ποιοι είναι ακριβώς, ποιες οι ειδικότητες τους, πόσο αμείβονται, που στεγάζονται τα άτομα αυτά κι αν έχουν υπηκοότητες πλέον της ελληνικής.
Καθήκον μιας κυβέρνησης που έχει δεσμευτεί για τη διαφάνεια των ενεργειών της είναι να βρει τρόπους –οι οποίοι υφίστανται σε άλλες χώρες- για τον έλεγχο της χρήσης των κονδυλίων που διαχειρίζεται. Για παράδειγμα οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία συνηγορούν υπέρ της σπατάλης του δημοσίου χρήματος. Α. δημιουργούνται σχετικά εύκολα και χρηματοδοτούνται από τα υπουργεία μέσω μιας απλής διαδικασίας. Β. στα συμβούλια τους έχουν διακεκριμένα στελέχη της κοινωνίας που συνδέονται πολιτικά ή οικογενειακά με εν ενεργεία πολιτικούς. Γ. δεν δίνουν λογαριασμό για το πώς ξόδεψαν τα χρήματα τους, εκθέσεις πεπραγμένων δεν ζητούνται, έργα και δημοσιεύσεις σπανίζουν, κι επιπλέον πολλοί από τους σκοπούς που θέτουν οι ΜΚΟ είναι δυσεξήγητοι και απαράδεκτοι( 2ο, 324,5).
Επίσης ο συγγραφέας εκφράζει το σκεπτικισμό του για τα πλεονεκτήματα που έχει αποκομίσει το ΥΠΕΞ από οργανισμούς, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο χορηγείται σε ετήσια αλλά μυστική βάση. Τέσσερα είναι τα υπουργεία (Εξωτερικών, Άμυνας, Εσωτερικών, Τύπου), αναφέρει ο συγγραφέας, που φροντίζουν, κάθε χρόνο, να μένει απολύτως απόρρητο ένα μέρος των κονδυλίων που διαθέτουν μέσα από τον προϋπολογισμό τους  Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Διαφθορά, πελατειακό σύστημα, αναξιοκρατία βασιλεύουν, και με αυτά δεν μπορεί να ασκηθεί σοβαρή εθνική εξωτερική πολιτική!  

Το 5ο μέρος του ίδιου κεφαλαίου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω στους τρόπους προώθησης των αλλαγών, που προτείνει σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Για να προωθηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει ένα μέρος του πολιτικού κατεστημένου να πειστεί να ξεκινήσει η αναθεώρηση αυτή, διαφορετικά μπορεί να υπάρξει βίαιη αντίδραση του λαού. Ανησυχεί πολύ για την πιθανότητα εξέγερσης των απελπισμένων Ελλήνων «κατά τρόπο βίαιο κι απρογραμμάτιστο», διότι αυτή μπορεί να επιταχύνει «ανεπιθύμητες συγκρούσεις με τους γείτονες, που η εσωτερική μας αναταραχή, διχόνοια κι έλλειψη ηγεσίας θα τους έδινε την ευκαιρία ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούν απ’ τα εδάφη μας»(2ο,249).
Ο τόπος έχει ανάγκη από νέα πρόσωπα με νέες ιδέες, αδέσμευτα από κομματικά συμφέροντα και παρωχημένα δόγματα. Το τέλος του κόσμου της μεταπολίτευσης έφτασε. «οι μετριότητες, υπομετριότητες που απαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους»( 2ο 372).
Ο συγγραφέας τάσσεται κατά των οικουμενικών κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων σοφών, διότι «οι εναλλακτικές αυτές μορφές διακυβέρνησης αποτελούν αδύναμα σχήματα, που παράγουν σχέδια, βάσει κομματικών και προσωπικών συμβιβασμών αλλά δεν διαπλάθουν γεωστρατηγική σκέψη που στηρίζεται σε ιδεολογική πεποίθηση». Και το τραγικό είναι ότι αυτοί που προωθούν τέτοιες λύσεις στη χώρα μας αυτόν τον  δύσκολο καιρό είναι οι «ηγεμονίσκοι διαφόρων κομμάτων» και οι «πρώην» στην εξουσία, που πέρασαν τη ζωή τους υπονομεύοντας ο ένας τον άλλον. Γύρω απ’ αυτά τα πρόσωπα κινούνται πλήθος δημοσιογράφων, που τους υποστηρίζουν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας.
Η σωστή χρονική στιγμή έχει φτάσει, το timing στην Ιστορία, που λένε, διότι η κρίση που ταλανίζει τον τόπο μας είναι τριπλή, οικονομική, πολιτική και ηθική. Ο κόσμος θα πρέπει να πάψει να φοβάται και να απαιτήσει διαχωρισμό του κράτους από το εκάστοτε κόμμα που κυβερνά. Αυστηρή πάταξη της οικογενειοκρατίας, της διαφθοράς με την καθιέρωση πραγματικής διαφάνειας. Πολλοί μπορεί να ισχυριστούν ότι είμαστε μια μικρή χώρα και μάλιστα και μάλιστα σε βαθιά οικονομική κρίση. Αυτό που πρώτα χρειάζεται, αντιτείνει ο συγγραφέας είναι να ανακτήσουμε τη χαμένη αυτοπεποίθηση μας, συνειδητοποιώντας ότι και οι άλλοι λαοί έχουν προβλήματα και ότι εμείς έχουμε δυνατότητες που πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Η Ιστορία εξάλλου έχει δείξει ότι «οι ηγέτες και οι ήρωες βγαίνουν μόνο στα δύσκολα χρόνια»αναφέρει ο συγγραφέας.

                         ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ

Ποια είναι η άποψη του Έλληνα πανεπιστημιακού Β. Μαρκεζίνη για τον Τούρκο ΥΠΕΞ Νταβούτογλου;
Ο συγγραφέας απ’ τη μια αναγνωρίζει τη διορατικότητα του  Τούρκου καθηγητή Νταβούτογλου, διότι πρώτος διείδε το γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κι εκεί επάνω ανέπτυξε μια νέα θεωρία για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, «πολυγαμική»(πολυδιάστατη), όπως την ονόμασε, αμφισβητώντας τη μέχρι τότε μονοδιάστατη φιλοαμερικανική  πολιτική που εφάρμοζε η γείτονος χώρα. Προσέγγισε τις χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, οι οποίες ανήκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια έγιναν ανεξάρτητα κράτη, φιλοδοξώντας να αναδειχτεί σε περιφερειακή δύναμη. Ξεκίνησε  επαφές με τα αραβικά κράτη, ανατρέποντας την φανατικά αντιαραβική πολιτική που ακολουθούσε ο κεμαλισμός για πολλές δεκαετίες στη χώρα του. Ευτύχησε να συνυπάρχει μ’ έναν ευρύ κύκλο πολιτικών (Ερντογάν, Γκιούλ…), που τους ενδιαφέρει το συμφέρον της χώρας τους, κι οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν τη χαμένη αυτοπεποίθηση στους Τούρκους αναπτερώνοντας το ηθικό τους. Και μάλιστα ο συγγραφέας με ανάμικτα συναισθήματα  μονολογεί πως «ένας Τούρκος να δίνει μαθήματα στους Έλληνες; ». 
Επίσης αναγνωρίζει τη σεμνότητα και το ήθος του διανοούμενου πανεπιστημιακού Νταβούτογλου, ο οποίος ασκεί μια μελετημένη και σε βάθος εξωτερική πολιτική, μακριά από επικοινωνιακά τεχνάσματα. Αποφεύγει τις συνεντεύξεις και τις φωτογραφήσεις, σε αντίθεση με Έλληνες υπουργούς Εξωτερικών. Δεν είναι ο «κατ’ επάγγελμα» πολιτικός, που αναδείχτηκε στην πολιτική χωρίς προηγουμένως να έχει ασκήσει κάποια επαγγελματική σταδιοδρομία. Είναι ο ίδιος γνώστης των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής, κι έτσι «δεν εξαρτάται από τις ενημερώσεις των συμβούλων του –ενημερώσεις που αλλάζουν όταν αλλάζουν οι σύμβουλοι ή προσαρμόζονται ώστε να ευχαριστούν τον υπουργό. Το στοιχείο αυτό τον διαφοροποιεί αυτομάτως από τους περισσότερους υπουργούς Εξωτερικών.» «Ο κ. Νταβούτογλου για να αλλάξει τις απόψεις του (ως προς κάποιες λεπτομέρειες) θα χρειαστεί να πειστεί κι όχι απλώς να γοητευτεί ή να εντυπωσιαστεί». Εξάλλου γνωρίζει ότι μικρές παραχωρήσεις βοηθούν να κατευνάσει τον συνομιλητή του.  Ως προς τις βασικές του θέσεις όμως θα μείνει αμετακίνητος. Και κλείνει το άρθρο του για «τον αντίπαλο Νταβούτογλου, τον επιβλητικό διανοούμενο» (1ο βιβλίο, κεφ.5) προειδοποιώντας «Caveat Grecia»!(προφυλάξου Ελλάδα)

Απ’ την άλλη όμως ανησυχεί βαθιά, διότι πίσω απ’ τη θεωρία του νέο-οθωμανισμού, που παρουσίασε ο Νταβούτογλου -και την οποία πρώτος συνέλαβε ο Τούρκος πρωθυπουργός Οζάλ τη δεκαετία του 1980- κρύβεται ο σύγχρονος τουρκικός επεκτατισμός, τον οποίο ο κ. καθηγητής φρόντισε να ντύσει με έναν ιστορικό κι επιστημονικό μανδύα. (1ο,290) Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της θα δημιουργήσει προβλήματα σε παλιούς και νέους γείτονες, ώστε να προκύψει ένα νέο δυσεπίλυτο Ανατολικό ζήτημα με απρόβλεπτες συνέπειες για την ειρήνη και την ασφάλεια στις περιοχές αυτές. Χαρακτηριστικά αναφέρει(2ο 481) « Η Τουρκία προσπαθώντας να επηρεάσει τη συμπεριφορά  (γειτονικών) χωρών θα χρειαστεί να ισορροπήσει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, διότι τα συμφέροντα της συγκρούονται με τα συμφέροντα των άλλων χωρών. Το δόγμα Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες δεν έχει λειτουργήσει ακόμη» Επίσης ο συγγραφέας αναφέρει ότι Αμερικανός διπλωματούχος του είπε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση ότι ο Νταβούτογλου έχει πάρει πολύ αέρα…εξωραίζοντας τις δυνατότητες της Τουρκίας και αποσιωπώντας τα πολλά εσωτερικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η χώρα του. Με απλά λόγια δεν μπορεί να κάνει επεκτατική πολιτική μέσω της διατήρησης της ισορροπίας με τα γειτονικά κράτη.
Εξάλλου η Ρωσία και το Ισραήλ είναι δυο χώρες με τις οποίες δεν μπορεί να παίζει εύκολα η Τουρκία. Κι ο συγγραφέας τολμώντας να κάνει προβλέψεις αναφέρει ότι δεν φαντάζει απίθανη στο μέλλον μια σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας-Ισραήλ. «η  Μέση Ανατολή είναι ένα υπερβολικά μικρό μέρος για να μπορούν να συνυπάρξουν ως πραγματικοί φίλοι δυο τόσο φιλόδοξοι, αποφασισμένοι ή και αδίστακτοι παίκτες»(2ο 450). Και συνεχίζει προβληματιζόμενος για τη στάση των άλλων χωρών. Ποια από τις δυο θα υπερισχύσει; Πως θα συμπεριφερθούν Ρωσία και ΗΠΑ σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Οι μικρές γειτονικές χώρες (Κύπρος, Συρία, Ελλάδα…)τι ρόλο μπορούν να παίξουν; Η σύσφιξη, τελευταία, των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί.
Πίσω λοιπόν από τα ωραία λόγια του δόγματος Νταβούτογλου υπάρχουν πολλά κενά, που γεννούν τον σκεπτικισμό του συγγραφέα για την πρακτική εφαρμογή  της θεωρίας του. Γράφει (2ο σ.133) «Κατάφερε να μεταβάλει την καθηγητική του θεωρία σε πολυσυζητημένη (και μέχρι στιγμής επιτυχημένη) εξωτερική πολιτική της χώρας του», σε μια στιγμή που η Τουρκία διερχόταν συνεχείς κρίσεις ταυτότητας, οι οποίες  επηρέαζαν και την εξωτερική πολιτική της. Ο Νταβούτογλου ζώντας για πέντε χρόνια στη Μαλαισία, «έμαθε πώς να συνδυάζει κεφαλαιοκρατικές ιδέες με τον ισλαμισμό» κι ακόμα επηρεάστηκε από τον Γκιουλέν, «που ζει στην Αμερική υπό την προστασία της CIA κι οργανώνει εκεί το τουρκικό λόμπι». Ο Νταβούτογλου παρουσίασε την Τουρκία ως εκπρόσωπο του ήπιου Ισλάμ που δεν αρνείται τη δυτικού τύπου οικονομική ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι μπορεί να συνυπάρχει με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Αυτά τα κενά κάνουν ευάλωτη τη θεωρία του, αλλά πολλά εξαρτώνται κι από την ετοιμότητα των γειτόνων του και γενικότερα τη στάση κι αντίδραση και των άλλων χωρών.

Ο Βασίλειος Μαρκεζίνης με αυτά τα  δοκίμια κι άρθρα του, που συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν στα εν λόγω βιβλία, στέκεται στο ύψος της κοινωνικής του ευθύνης ως διανοούμενος. Δεν σιωπά αλλά με παρρησία εκθέτει τις απόψεις τους σε ώρες δύσκολες που περνά η πατρίδα. Χωρίς να διεκδικεί το παπικό αλάθητο, όπως αναφέρει, εφιστά την προσοχή του ευρύτερου κοινού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής «για να αποφευχθεί η οικονομική κρίση ν’ αγγίξει και τα εθνικά μας θέματα» (2ο βιβλίο , σ. 335), όπως χαρακτηριστικά τονίζει.

ΜΕΡΟΣ Γ' 


Ο ΝΕΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

        Μια νέα αντίληψη περί πατριωτισμού άρχισε να αναδύεται στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1980, όταν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι ΗΠΑ παρέμειναν η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο. Αυτός ο αμερικάνικος εθνικισμός, μεσσιανικού τύπου, έφτασε στην κορύφωση του επί Μπους του νεότερου. Ο νέος αμερικάνικος εθνικισμός έκφραζε κυρίως τα συντηρητικά τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας αλλά είχε και υποστηρικτές από το δημοκρατικό χώρο και πίστευε ότι είχε ιερή αποστολή για την ανθρωπότητα να εξάγει στο εξωτερικό το αμερικάνικο πολίτευμα και τον πολιτισμό του, επειδή ήταν τα τελειότερα που εμφανίστηκαν επί γης. «Εμείς αποτελούμε το παράδειγμα για τον κόσμο, το οποίο πρέπει οι άλλοι να ακολουθήσουν» τονίζει ο πρόεδρος Ρήγκαν. Η στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ ήταν το μέσον που τη βοηθούσε να επιβάλλει τον μεσσιανικού τύπου εθνικισμό της διεξάγοντας υπερπόντιους πολέμους. Μάλιστα υπερηφανευόταν, στον καιρό της παγκόσμιας μονοκρατορίας της, ότι μπορούσε να διεξάγει συγχρόνως δυο και μισούς υπερπόντιους πολέμους.
Αυτό το νέο αμερικάνικο δόγμα φρόντισε να αποκτήσει και τους θεωρητικούς του, νεοσυντηρητικούς φιλοσόφους και ιστορικούς, που του παρείχαν ιδεολογική κάλυψη. Πρώτος ο Ίρβινγκ Κρίστολ παρουσίασε την ανάγκη μετάβασης των ΗΠΑ από έναν «παθητικό» εθνικισμό σ’ έναν «ενεργητικό», που έθετε ως καθήκον της Αμερικής τη διάδοση των ιδεών κι αξιών της στους «βαρβάρους»(2Ο βιβλίο, σ.398). Στη συνέχεια ο Φουκουγιάμα έγραψε το έργο το «Τέλος της Ιστορίας», εκμεταλλευόμενος την άποψη του Γερμανού φιλόσοφου του 19ου αιώνα Έγελου, ότι η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης(ιδεολογίας) και κατά συνέπεια των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν είναι απεριόριστη αλλά θα τερματιστεί κάποτε, όταν η ανθρώπινη κοινωνία θα έχει εκπληρώσει τις βαθύτερες και βασικότερες επιθυμίες της. Στο έργο αυτό ο Φουκουγιάμα ισχυρίζεται ότι η στιγμή αυτή έφτασε στις μέρες μας χάρις στη  φιλελεύθερη δημοκρατία, αμερικάνικου τύπου, που σηματοδοτεί το τέλος της εξελικτικής πορείας των πολιτικών συστημάτων. Μάλιστα φρόντισαν η έκδοση του έργου αυτού να συμπέσει χρονικά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, για να γίνουν πιο πιστευτοί!
Ακόμα ο Χάντινγκτον με το έργο του «Σύγκρουση πολιτισμών» προβάλλει τις διαφορές φυλετικές, θρησκευτικές των λαών ως αιτία των συγκρούσεων τους κι απαλλάσσει το δυτικό πολιτισμό απ’ την κατηγορία ότι αυτός έχει προκαλέσει τις περισσότερες συγκρούσεις λαών παγκόσμια. Αυτές οι ακαδημαϊκές θεωρίες, τονίζει ο συγγραφέας, έχουν προσαρμοστεί κατά το δοκούν για να δικαιολογούν συγκεκριμένα γεωπολιτικά γεγονότα και να νομιμοποιούν τις αμερικάνικες στρατηγικές αντί να ομογενοποιούν διαφορετικές πολιτισμικές απόψεις. Έτσι προκάλεσαν την αντίδραση πολλών διανοουμένων παγκόσμια, κυρίως όμως Τούρκων κι Ιρανών πανεπιστημιακών, που αντιτίθενται στην αμερικάνικη ηγεμονική κοσμοαντίληψη. Πίσω όμως από την επιθυμία των Αμερικανών να εξάγουν το πολίτευμα τους στους άλλους κρύβονται οι παγκοσμιοποιημένες φιλοδοξίες των μεγαλοεπιχειρηματιών και του αμερικάνικου κράτους να ελέγχουν τις ενεργειακές πηγές του κόσμου.
 Αυτή  η αντίληψη να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μόνη ηγέτιδα δύναμη ενός μονοπολικού κόσμου είχε αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια ισορροπία, αφού  έγιναν επιθετικοί κι επικίνδυνοι για τ’ άλλα έθνη. Πιο συγκεκριμένα μετάλλαξαν κι υπονόμευσαν βασικές έννοιες του Διεθνούς Δικαίου, όπως «εθνική κυριαρχία» που κατείχε κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) επιδιώκοντας την αλλαγή του διεθνούς συστήματος για να ενισχύσουν τη δική τους ασφάλεια. Εξαιρούσαν τους εαυτούς τους απ’ το πλαίσιο των Διεθνών Συνθηκών, το σεβασμό των οποίων, κατά το παρελθόν, συνιστούσαν προς τους άλλους λαούς. Δημιούργησαν νέες έννοιες, όπως προληπτικός ή ανθρωπιστικός πόλεμος, διαστρεβλώνοντας το νόημα των λέξεων για να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Λέει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος Μπούς, ο νεώτερος «Δεν με νοιάζει τι λένε οι ειδικοί του διεθνούς δικαίου: θα τους πατήσουμε…» Γράφει η Φίλις Σλάφλι, μια ηγετική μορφή της χριστιανικής Δεξιάς (2Ο β, σ.152) «Οι Διεθνείς Συνθήκες και Διασκέψεις αποτελούν άμεση απειλή για τον αμερικανό πολίτη […]διότι θα μείωναν τα δικαιώματα μας, την ελευθερία και την κυριαρχία μας. Εμείς οι Αμερικανοί έχουμε μια συνταγματική δημοκρατία τόσο μοναδική, τόσο πολύτιμη και τόσο επιτυχημένη, ώστε θα ήταν παράλογο να βάλουμε το κεφάλι μας στον ίδιο ζυγό με οποιαδήποτε άλλη χώρα». Δυστυχώς σήμερα η ακροδεξιά, παρ’ όλες τις προσπάθειες του νέου προέδρου Ομπάμα, συνεχίζει να έχει δύναμη στην Αμερική. Τα «πάρτι τσαγιού» που διοργανώνουν είναι ένα δείγμα της παρουσίας τους.
Πίσω απ’ τους «προληπτικούς» πολέμους που διεξήγαγε η Αμερική κρυβόταν κι ο φόβος που είχαν κατά βάθος για την ασφάλεια τους –παρ’ όλο που παρουσιάζονταν ως μονοκράτορες- Αυτός ο φόβος τούς ωθούσε να σκέπτονται πως θα εξουδετερώσουν πιθανούς εχθρούς τους στο μέλλον, με το να θέλουν να εξαλείψουν τα καθεστώτα που διαφωνούσαν με το αμερικανικό. Γι αυτό οι υπερπόντιοι πόλεμοι αυξήθηκαν την περίοδο του επιθετικού εθνικισμού τους κάνοντας την τεχνολογική τους υπεροχή κεντρικό στοιχείο της αμερικάνικης στρατηγικής σκέψης (2ο, σ.41). Για παράδειγμα κτυπούσαν το στόχο τους με τις λεγόμενες «έξυπνες βόμβες», οι οποίες σημάδευαν από πολύ μακριά με χειρουργική ακρίβεια το σημείο που ήθελαν να κτυπήσουν ή χρησιμοποιούσαν τη βόμβα «Μαργαριτοκόφτης»(σ.41), η οποία απορροφούσε όλο το οξυγόνο του περιβάλλοντος, εκεί όπου έπεφτε, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές!! Από την άλλη γιατί αυτοί οι μονοκράτορες ήθελαν να εξασφαλίζουν συμμάχους στις υπερπόντιες εκστρατείες τους, όπως Αγγλία, Ισπανία στον πόλεμο κατά του Αφγανιστάν ή η επίθεση Σερβίας έγινε με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ; Το πιο πιθανόν για να νομιμοποιούν τις επιθέσεις τους παίρνοντας την έγκριση διεθνών οργανισμών, ΟΗΕ, ΝΑΤΟ ή δείχνοντας ότι οι πόλεμοι είναι αποτέλεσμα κοινής απόφασης κάποιων λαών.
Τελικά οι ΗΠΑ για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β! Παγκοσμίου πολέμου περνάει σήμερα κρίση διεθνούς νομιμότητας, αφού αμφισβητείται η Νέα Παγκόσμια Τάξη,  όπως την ονομάζει, και την οποία θέλει να επιβάλλει. Η οικονομική κρίση του 2008, έδειξε ότι για τον καπιταλισμό, αμερικάνικου τύπου, δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, ο οποίος στηρίζεται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομίας, ή αλλιώς στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό της άυλης οικονομίας. Οι ΗΠΑ  εξακολουθεί να είναι μια παγκόσμια δύναμη αλλά όχι αυτή που ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.



                                                  
    


Η Ρωσία είναι μια χώρα που προβληματίζει πολύ τον συγγραφέα, γι αυτό πολλά δοκίμια του έχουν ως θέμα είτε το οικονομικό της σύστημα(ενδεικτικά αναφέρω: 2ο βιβλίο,σ.93-101) είτε τη γεωπολιτική στρατηγική της (2ο, 346-359), είτε τα πλεονεκτήματα μιας πιθανής στο μέλλον ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας( 2ο , 230-4) είτε τη σύγκριση της αμερικάνικης και ρωσικής οικονομίας(1ο , 3ο κεφ) με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς, είτε τη μάχη της για τους αγωγούς μεταφοράς ενέργειας (1ο, 7ο κεφ) κι ακόμα τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Πούτιν (1ο , 9ο κεφ). Ο συγγραφέας πιστεύει ότι αξίζει να ασχοληθεί με τη Ρωσία, διότι η γειτνίαση της με την Ευρώπη κι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του σήμερα την καθιστούν βασικό παίκτη στο διεθνές πολιτικό παιχνίδι.
Όσον αφορά το οικονομικό της σύστημα ακολουθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης λιγότερο φιλελεύθερο απ’ ότι οι ΗΠΑ, αφού οι ζωτικοί τομείς της οικονομίας της ελέγχονται από κρατικούς οργανισμούς και κρατικές βιομηχανίες, όπως η ενέργεια (GazpromYukos) οι μεταφορές (Αεροφλότ, σιδηρόδρομοι), η πολεμική βιομηχανία. Μάλιστα δόθηκε και δίνεται ακόμα και σήμερα μάχη με τους λεγόμενους ολιγάρχες, που δημιούργησε η οικονομική πολιτική του Γιέλτσιν κυρίως, όταν τέτοιοι βασικοί τομείς της οικονομίας πέρασαν στα χέρια ιδιωτών. Ο Πούτιν   προσπαθεί να ανακόψει το ρεύμα αυτό και συχνά έχει συγκρουστεί με πανίσχυρους οικονομικά ολιγάρχες ξεκαθαρίζοντας τους ότι δεν προτίθεται να ξεπουλήσει βασικούς τομείς της οικονομίας κάνοντας αποκρατικοποιήσεις. Επίσης τους τονίζει οι δραστηριότητες τους να μένουν εκτός πολιτικής και να πληρώνουν τους φόρους τους. Μάλιστα τον πρώην διευθυντή του πετρελαϊκού κολοσσού Yukos, τον Χοντορκόφσκι, επειδή υπερέβη τα όρια που είχαν τεθεί, τον «έστειλε» στη Σιβηρία, θέτοντας υπό κρατικό έλεγχο την Υukos.
 Η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας –μετά την κατάρρευση της επί Γιέλτσιν, τον καιρό του μετασχηματισμού της από κομμουνιστική σε καπιταλιστική- οφείλεται κατά πολύ και στην ισχυρή προσωπικότητα του Πούτιν, στο πρόσωπο του οποίου η Ρωσία ευτύχησε να βρει τον άξιο ηγέτη, που την έβγαλε από την κρίση. Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τον Πούτιν ανάμεσα στους ηγέτες παγκοσμίως που θαυμάζει (ενδεικτικά: Ντελόρ, Ερντογάν, Πέρες), κι εύχεται μακάρι κι η Ελλάδα να βρει έναν αντίστοιχο ηγέτη στις δύσκολες ώρες που περνά.
O ορυκτός πλούτος της Ρωσίας αποτελεί το ισχυρό σημείο της βιομηχανίας της. Η Ρωσία έρχεται πρώτη στον κόσμο στα κοιτάσματα φυσικού αερίου και δεύτερη στην εξαγωγή πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία. Δεύτερη επίσης έρχεται στα κοιτάσματα άνθρακα που διαθέτει. Ακόμα έχει πλούσια μεταλλεύματα σε αλουμίνιο, χάλυβα αλλά και ουράνιο κι οξείδια του ουρανίου για την κατασκευή πυρηνικών. Οι μεγάλες ποσότητες ξυλείας συμπληρώνουν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες εξάγουν κυρίως βιομηχανικά προϊόντα αλλά γεωργικά.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας οφείλεται επίσης   και στα δάνεια από δυτικές τράπεζες, που συνέρευσαν στη Ρωσία μέχρι την οικονομική κρίση του 2008, περίπου μισό τρις δολάρια, και που επενδύθηκαν σε τηλεπικοινωνίες, αυτοκίνητα, τράπεζες, βιομηχανίες. Προτιμήθηκε ο δανεισμός από τράπεζες αντί των ιδιωτών επενδυτών που θα γίνονταν συνέταιροι τους. Έτσι σήμερα η Ρωσία διαθέτει αποθέματα σε ευρώ και δολάρια, τα οποία δεν χρησιμοποίησε για να σώσει τις τράπεζες της από την οικονομική κρίση του 2008 –εξάλλου θα έσωζε 50 μόνο από τις 1100 που υπάρχουν στη Ρωσία- αλλά προτιμάει το χρήμα αυτό να το χρησιμοποιεί για γεωπολιτικούς, στρατηγικούς στόχους. Με πιο απλά λόγια η Ρωσία προτίμησε να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα, το ρούβλι, στηρίζοντας πιο πολύ την κρατική οικονομία της παρά τους ιδιώτες επιχειρηματίες. Οι κρατικές αποταμιεύσεις της το 2008 ανέρχονταν στα 400δις δολάρια, ενώ της Αμερικής ήταν 340δις και τα φημολογούμενα της Κίνας 2,5 τρις δολάρια.
 Οι Ρώσοι έχουν συνηθίσει σε μια πιο αυταρχική διακυβέρνηση, αρχής γενομένης από το τσαρικό καθεστώς και στη συνέχεια από το κομμουνιστικό, γεγονός που δικαιολογεί και το ισχυρό κράτος που θέλει να οικοδομήσει ο Πούτιν, σε αντίθεση με την Αμερική που έχει συνηθίσει σε πιο φιλελεύθερο καθεστώς. Η νοοτροπία αυτή περνά και στη συμπεριφορά της εργατικής της τάξης, που δεν έχουν συνηθίσει σε απεργίες και διαδηλώσεις, που τόσο συχνά γίνονται στη Δύση. Επίσης ο Τύπος και η Εκκλησία στηρίζουν κατά βάθος την κρατική εξουσία. Άλλη κουλτούρα λοιπόν έχουν οι Ρώσοι, που επηρεάζει την οργάνωση της οικονομίας τους.
 Το ερώτημα που θέτει η προβλεπτική γεωπολιτική είναι: η Ρωσία κατά πόσο είναι διατεθειμένη να μετακινηθεί στο μέλλον προς ένα καθεστώς περισσότερο φιλελεύθερο για να προσελκύσει έτσι δυτικές επενδύσεις, κύρια από την Ευρώπη; Αν προχωρήσει η φιλελευθεροποίηση αυτή οι πολιτικές ισορροπίες της Δύσης με το Κρεμλίνο θα μείνουν ανεπηρέαστες; Ο συγγραφέας υποθέτει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να συνεργαστεί με τη Δύση, εάν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ σταματούσαν να απειλούν ζωτικά συμφέροντα της στην άμεση περιφέρεια της (Ουκρανία, χώρες Βαλτικής, Μολδαβία, Πολωνία, Γεωργία).

Ως προς τις υποδομές όμως η Ρωσία υστερεί έναντι των ΗΠΑ, οι οποίες διαθέτουν τρία απ’ τα καλύτερα φυσικά λιμάνια του κόσμου (Νέας Υόρκης, Σαν Φραγκίσκο, Τσέζαπικ), ένα έξοχο σύστημα συνδεόμενων πλωτών ποταμών, κι άριστο οδικό δίκτυο. Αντίθετα η Ρωσία έχει αντίξοο κλίμα, που δυσχεραίνει την ανάπτυξη της γεωργίας και την κατασκευή και συντήρηση του συστήματος μεταφορών της, το οποίο απαιτεί υψηλές δαπάνες.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να αναπτυχθούν ακμαίες εσωτερικές αγορές, και γενικότερα το εμπόριο κι επιπλέον να μετακινηθούν τα στρατεύματα. Μάλιστα οι σιδηροδρομικές της γραμμές έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τις ευρωπαϊκές, οπότε αναγκάζονται να κάνουν μεταφόρτωση των εμπορευμάτων στα σύνορα με την Ευρώπη. Ακόμα η Αμερική και η Ρωσία έχουν μακρόχρονη παράδοση στην εκπαίδευση, επιστήμες, βιομηχανία αλλά η αμερικάνικη τεχνογνωσία στις βιομηχανικές τεχνικές κατέχει την κορυφαία θέση παγκοσμίως.
Η γεωγραφική της έκταση είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ρωσίας, αφού εκτείνεται από τον Ατλαντικό (Βαλτική θάλασσα) ως τον Ειρηνικό ωκεανό (Βλαδιβοστόκ Σιβηρίας), γεγονός που, εκτός των πλουσιότατων πρώτων υλών που της χαρίζει, την κάνει να καταλαμβάνει πολλή μεγάλη έκταση δυο ηπείρων, της Ευρώπης κι Ασίας. Αυτό συνειδητοποίησε ο Αμερικανός  Spykman[1] και στη γεωπολιτική θεωρία του τόνισε ότι καμιά χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να έχει την παγκόσμια κυριαρχία, αν δεν ελέγχει την ενδοχώρα(=Ρωσία) αυτής της κεντρικής ηπείρου του πλανήτη μας(Ευρωασίας). Ο «γίγαντας των στεπών»την χαρακτηρίζει ο Νταβούτογλου, με μειονέκτημα όμως την αραιοκατοίκηση της, όπου συγκριτικά με την Κίνα και τις Ινδίες υστερεί σε πληθυσμό.
Η γεωγραφική της θέση όμως δεν είναι τόσο πλεονεκτική, διότι βρίσκεται «στριμωγμένη» στα βάθη της Ευρωασίας, χωρίς πρόσβαση στις θερμές θάλασσες, που δεν παγώνουν ποτέ. Συγκριτικά οι ΗΠΑ είναι πιο ευνοημένη από την τύχη, διότι βρίσκεται μεταξύ δυο ωκεανών, Ατλαντικού κι Ειρηνικού, που δυσκολεύουν την από την θάλασσα επίθεση της. Για τις επιθέσεις όμως που εξαπολύει η ίδια στις μακρινές γι αυτήν ηπείρους ανέπτυξε την πολεμική τεχνολογική υπεροχή της (πχ αεροπλανοφόρα πλοία)[2]. Επίσης η Ρωσία δεν έχει φυσικά γεωγραφικά σύνορα (μεγάλους ποταμούς, ψηλά βουνά) από την πλευρά της Ευρώπης, που θα την προστάτευαν από μια πιθανή εισβολή στα εδάφη της, από την πλευρά εκείνη. Γι αυτό αναγκάζεται να δημιουργεί προστατευτικές ζώνες γύρω της, προσπαθώντας να κρατά υπό την επιρροή της τις χώρες με τις οποίες συνορεύει στην Ευρώπη.
Ο ρωσο-αμερικάνικος ανταγωνισμός όμως που διεξάγεται, σήμερα, για τις σφαίρες επιρροής τους στα ευρωπαϊκά εδάφη δημιουργεί προβλήματα στην ΕΕ, η οποία επιθυμεί ειρήνη κι ασφάλεια με τη γείτονα Ρωσία. Κάποιες από τις ευρωπαϊκές χώρες, που βρίσκονται πάνω στο γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης,  έχουν φροντίσει οι ΗΠΑ να τις πάρουν υπό την κηδεμονία τους (Πολωνία, Μολδαβία, χώρες Βαλτικής, Γεωργία)  ενώ άλλες όπως η Ουκρανία επέστρεψαν στη ρωσική επιρροή. Ο έλεγχος της Ουκρανίας από τη Ρωσία είναι επιτακτικός για πολλούς λόγους. Πρώτον της διασφαλίζει την έξοδο της στον Εύξεινο Πόντο κι από κει στη Μεσόγειο, δεύτερον είναι ο σιτοβολώνας της Ρωσίας, τρίτον την αισθάνεται φυλετικά κοντά της, αφού το κράτος του Κιέβου θεωρείται η κοιτίδα των Ρώσων, τέταρτον της προσφέρει μία από τις καλύτερες διαδρομές προς τον Καύκασο και πέμπτον κατοικούν εκεί 15.000.000 άτομα ρωσικής καταγωγής.
Ο ρωσο-αμερικάνικος όμως ανταγωνισμός -που έχει ξεκινήσει από την εποχή του Ψυχρού πολέμου, όταν οι ΗΠΑ συμπεριέλαβαν στο γεωπολιτικό σχεδιασμό τους την περικύκλωση της Ρωσίας, σύμφωνα με τη θεωρία του Spykman- συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στον Καύκασο και στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ανήκαν κάποτε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και στο Αφγανιστάν, κι Ιράν. Η Αμερική θέλει να ελέγχει τις χώρες αυτές, όχι μόνο για τον ορυκτό πλούτο τους αλλά και για να ελέγχει την αχανή ενδοχώρα (= Ρωσία) της μεγαλύτερης σε έκταση ηπείρου στον κόσμο, διότι μόνο τότε δεν θα μπορεί καμιά χώρα να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία της.
Στον 21ο όμως αιώνα, που αναπτύσσονται οι πολυπληθείς  Κίνα και Ινδία, πως θα εξελιχτεί το γεωπολιτικό παιχνίδι παγκόσμια; Ποιες καινούργιες συμμαχίες μπορεί να προκύψουν; Ο συγγραφέας, που αρέσκεται στη προβλεπτική γεωπολιτική, την οποία παρομοιάζει με μια συναρπαστική παρτίδα σκάκι, φαντάζεται να επικρατεί ένα τριπολικό παγκόσμιο σύστημα (Αμερική, Ρωσία, Κίνα) ή μια παραλλαγή του παλαιού διπολικού, χωρίς να το κατονομάζει. Κι ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη σκεφτεί τότε: Αμερική κατά Ρωσίας, με στρατηγικούς συμμάχους, ποιους; μάλλον την Κίνα δίπλα στην Αμερική και την Ευρώπη δίπλα στη Ρωσία; Εκεί μάλλον οδηγεί ο ζήλος του συγγραφέα για μια Ευρώπη ισχυρή –που μόνο μέσα από την ολοκλήρωση της ενοποίησης της θα το πετύχει και με τη Ρωσία δίπλα της που έτσι κι αλλιώς εκ φύσεως (γεωγραφικά) είναι δεμένες μαζί. «Ο χρόνος, όπερ δείξαι», που έλεγαν και οι αρχαίοι ημων πρόγονοι!
Υ.Γ
Η πολιτική της Ρωσίας για τους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη καθώς και τα αίτια που καθιστούν αναγκαία τη προσέγγιση Ευρωπαϊκής ένωσης και Ρωσίας (ευρωσιατισμός) περιγράφονται στο κεφάλαιο για την νέα εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.
  
                                                                                      Σούλη Αγγελική,
                                                                                      Αθήνα 8/02/2011
                                            ΤΕΛΟΣ

[1] Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος
[2] Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος


[1] Επικοινωνιακή Διπλωματία και Διπλωματία Βάθους, κεφ.4, σ.27
[2] Εφημερίς «Καθημερινή» 21-11-2010, σ.19 άρθρο του Π. Παπακωνσταντίνου «Η Αμερική κι ο κίνδυνος της Ευρωσίας»
[3] Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα, σ.35
[4] Επικοινωνιακή διπλωματία και Διπλωματία βάθους, σ.168
[5] εφημερίδα Ελευθεροτυπία
  εφημερίδα, κυριακάτικη Καθημερινή 31-12-2010 ως 2-1-2011, άρθρο «Συνεκμετάλλευση (Αιγαίου)»,   σ.9


2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο κείμενο, περιμένω το δεύτερο μέρος!
    Συγχαριτήρια για την ποιοτική δουλειά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ!
    Η ανάρτηση του δεύτερου μέρους θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα και του τρίτου και τελευταίου τη μεθεπόμενη εβδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή