Ο συγγραφέας Σπύρος Μαρκεζίνης, αφού μας εξήγησε για ποιούς λόγους πρέπει να αλλάξει η ελληνική εξωτερική πολιτική (βλέπε στο ίδιο μπλοκ), στη συνέχεια παρουσιάζει τους στόχους που πρέπει να θέσει η νέα ελληνική εξωτερική πολιτική.
2.Οι ΣΤΟΧΟΙ να επικεντρωθούν στα εξής: Βαθμιαία ανεξαρτοποίηση μας από την πολιτική των ΗΠΑ Είναι ευκαιρία λοιπόν αυτή τη χρονική στιγμή, που η κατάσταση στη διεθνή σκηνή είναι ρευστή και που οι ΗΠΑ στο εσωτερικό τους αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και δεν μπορούν πλέον να παίξουν το ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο, να αποστασιοποιηθούμε από την πολιτική των ΗΠΑ. Εξάλλου οι τελευταίοι υπερπόντιοι πόλεμοι που διεξήγαγε, την εξάντλησαν οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά. Επίσης έχοντας υπόψη ότι στα εθνικά μας θέματα δεν μας συμπαραστέκεται δεόντως (πΓΔΜ, Κυπριακό, Αιγαίο) είναι καιρός να απελευθερωθούμε από τα σύνδρομα της υποταγής, χωρίς αυτή η ανεξαρτοποίηση να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ μας. Παράδειγμα η σημερινή Τουρκία, η οποία απαλλάχτηκε από τις αμερικάνικες αυταπάτες της βλέποντας τη διπροσωπία των ΗΠΑ, κι έκτοτε ακολουθεί μια πολιτική δίνοντας προτεραιότητα στα δικά της εθνικά συμφέροντα και όχι των ΗΠΑ.
Η σύσφιξη των σχέσεων μας και με τα νέα κέντρα ισχύος που αναδύονται παγκόσμια, Ρωσία, Κίνα, Ινδία. Την Κίνα την ενδιαφέρουν τα ελληνικά λιμάνια, μέσω των οποίων έχει πρόσβαση στην Ευρώπη. Ας αδράξουμε την ευκαιρία τώρα γιατί η Κίνα επικεντρώνει το ενδιαφέρον της, όλο και πιο έντονα, στην Αφρική, Ινδία. Λατινική Αμερική, θεωρώντας την Ευρώπη αδύναμη και διχασμένη. Όσον αφορά τη Ρωσία, να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην ιδέα της ρωσο-ευρωπαϊκής συνεργασίας, έστω κι αν είμαστε μικρή χώρα. Να εκμεταλευτούμε τους κοινούς δεσμούς που είχαμε στο παρελθόν με την ορθόδοξη Ρωσία, να εξαλείψουμε τις αντιρωσικές φοβίες μας, που χαρακτήριζαν το παλιό ΝΑΤΟ κι έκφραζαν αντισοβιετικά κομμουνιστικά κατάλοιπα. Να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ρώσων με μια συνεπή εξωτερική πολιτική, που να δείχνει ότι δεν ακολουθούμε πειθήνια την αμερικάνικη πολιτική. Και η συμφωνία για τον αγωγό South Stream ήταν μια καλή αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση, που δυστυχώς προς το παρόν έχει παγώσει.
Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, να πάψουμε να είμαστε παθητικοί και να αναλάβουμε πιο ενεργό ρόλο μέσα στους θεσμούς, στους οποίους συμμετέχουμε, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ.
Το πιο περίπλοκο κι επείγον θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία. (2ο βιβλίο, σ.245-285) Βασικός στόχος μας να πάψουμε να υποστηρίζουμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ταχτούμε υπέρ μιας ειδικής σχέσης Τουρκίας- ΕΕ. Όσο πρωτοποριακή κι αν ήταν το 1999 η υποστήριξη από την Ελλάδα της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, μια δεκαετία αργότερα δεν είναι ούτε λογική ούτε προς το συμφέρον μας, για πολλούς λόγους. Α. Θα αποδυναμωθεί η ΕΕ, με την είσοδο της υπερπληθούς (κοντά στα 100.000.000 πληθυσμό) κι ισλαμικής Τουρκίας, διότι θα άλλαζε τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων της ΕΕ. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η ΕΕ, με την οικονομική κρίση που διέρχεται, είναι η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της κι όχι η διεύρυνση της. Εξάλλου οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες εκφράζουν τις αμφιβολίες τους κατά πόσον η Τουρκία είναι έτοιμη να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ.
Β. Η Τουρκία με την μέχρι τώρα συμπεριφορά της σε κράτη-μέλη της ΕΕ δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, αφού δεν δίνει δείγματα συνεπούς συμπεριφοράς, ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Πιο συγκεκριμένα : α..Η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει ένα από τα μέλη της ΕΕ, την Κύπρο
β.. Αρνείται να ανοίξει τα λιμάνια της στα πλοία κρατών-μελών της ΕΕ
γ. Οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο με πλοία τους να μπαίνουν στα χωρικά μας ύδατα, Ίμια, παραβίαση εναέριου ελληνικού χώρου από τουρκικά αεροσκάφη
αυξάνονται, ενώ η ελληνική εξωτερική πολιτική υποβαθμίζει τα γεγονότα δείχνοντας μια υποχωρητικότητα που εκλαμβάνεται ως αδυναμία μας κι οδηγεί σε ένα διαρκή συμβιβασμό σχετικά με θέματα που αφορούν τα εθνικά μας συμφέροντα.
δ. Η Τουρκία δεν συνεργάζεται ουσιαστικά στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός λαθρομεταναστών (περίπου 70.000) να μπαίνει κάθε χρόνο στη χώρα μας κι εμείς να τις επιστρέφουμε ελάχιστους (περίπου 1.000).
Γ. Όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα, απ’ τη στιγμή που ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών ο Νταβούτογλου, αυτό έχει μεταλλαχθεί, διότι έδωσε άλλη γεωπολιτική οπτική στη γεωγραφική θέση της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της είναι τόσο καλή μεταξύ τριών ηπείρων, σε σχετικά κοντινή απόσταση από αυτές (όπως και της Κρήτης, συμπληρώνει ο Νταβούτογλου), που ο έλεγχος της (ή έλεγχος τους) είναι απαραίτητος για όποια χώρα επιθυμεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή (υπονοεί την Τουρκία). «Ο πλήρης έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου αποτελεί πλέον τον νέο στρατηγικό στόχο της Τουρκίας» τονίζει ο συγγραφέας. Γι αυτόν επιπλέον τον λόγο οι Τούρκοι βιάζονταν να κλείσει το Κυπριακό με το Σχέδιο Ανάν, κι όχι μόνο διότι, όσο είναι άλυτο, εμποδίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν απαιτούνταν η άδεια της Τουρκίας για να διαθέσει το Κυπριακό κράτος την υποδομή του (αεροδρόμια, λιμάνια), χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο ακόμα και στην ΕΕ. Το κυριότερο, «η Τουρκία με τον έλεγχο της Κύπρου αποκτά στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του Ισραήλ στην αντιπαράθεση τους για τον ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή» διότι «εγκλωβίζει πλήρως το Ισραήλ, αφού η μόνη μη μουσουλμανική διέξοδος που διαθέτει είναι προς την Κύπρο». Τέλος με τον έλεγχο της Κύπρου αναβαθμίζει το ρόλο της μέσα στο ΝΑΤΟ.
Γιατί λοιπόν η Ελλάδα να υποστηρίζει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ;
Δ. Η Τουρκία με τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της ( π.χ να στείλει πλοίο στη Γάζα, να βοηθήσει μαζί με τη Βραζιλία το Ιράν) με τις δηλώσεις της κατά Αρμενίων, με ανοιχτό το Κουρδικό…διχάζει την κοινή γνώμη, και κλονίζει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ απέναντι της. Το δικό μας λάθος είναι ότι δεν εκμεταλλευόμαστε τα λάθη του αντιπάλου μας. Ο ανθρώπινος παράγοντας είναι πολύ σημαντικός στον γεωπολιτικό σχεδιασμό, διότι αυτός μπορεί να δώσει νέες οπτικές στους σταθερούς παράγοντες της γεωγραφικής θέσης και της ιστορικής παράδοσης μιας χώρας, ώστε να ενεργοποιήσει και να εμπνεύσει. Κι αυτό λείπει αυτή τη στιγμή σε μας.
Ένας άλλος βασικός στόχος της νέας εξωτερικής πολιτικής μας είναι να αναπτύξουμε πιο ενεργητική μεταναστευτική πολιτική που θα κινείται σε δυο επίπεδα, ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό. Όσον αφορά το δεύτερο επίπεδο να εξετασθούν οι πτυχές του μεταναστευτικού ζητήματος που συνδέονται με την εξωτερική πολιτική μας για να ανακοπεί η περαιτέρω ανεπιθύμητη κι ανεξέλεγκτη μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Ευρώπη τελικά, αφού θεωρούμαστε χώρα-τράνζιτ για τους περισσότερους μετανάστες. Να πεισθεί η ΕΕ ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδας σε συνδυασμό με την απροθυμία συνεργασίας της Τουρκίας καθιστά το μεταναστευτικό κύμα που έρχεται στην Ελλάδα ζήτημα ευρωπαϊκό, που πρέπει να αντιμετωπισθεί από κοινού. Η ΕΕ μπορεί να πιέσει την Τουρκία να συνεργαστεί μαζί της και να δώσει προγράμματα αρωγής σ’ εκείνους τους λαούς που μαστίζονται από πείνα ή φυσικές καταστροφές, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να μένουν στους τόπους τους και να μην αναγκάζονται να μεταναστεύουν. Και η ΕΕ με τη μείωση της μετανάστευσης θα απαλλαγεί από το κόστος των μέτρων προστασίας, που θεσπίζει για την ασφάλεια της και τα οποία της κοστίζουν ακριβά.
Όσον αφορά τα μέτρα σε εσωτερικό επίπεδο, που πρέπει να παρθούν για τους μετανάστες αναγκαίο είναι να αποφασιστούν: πώς θα διαχωριστεί η παράνομη από τη νόμιμη μετανάστευση, ώστε να είναι αξιόπιστη; πώς θα χειριστούμε το ζήτημα των λαθρομεταναστών και πώς των νόμιμων μεταναστών; Με ποιο τρόπο και σε ποιο στάδιο παραμονής τους στη χώρα μας να παραχωρηθεί η ελληνική ιθαγένεια στους νόμιμους μετανάστες; Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η παροχή της ιθαγένειας να γίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (έτη παραμονής, γνώση ελληνικής γλώσσας…)και πρέπει να συνοδεύεται από γραπτή αίτηση του ενδιαφερόμενου μετανάστη, και να μη θεωρείται μόνο αυτονόητη παραχώρηση του ελληνικού κράτους προς αυτούς. Η αίτηση αυτή σηματοδοτεί την προσωπική επιθυμία του ενδιαφερόμενου να πολιτογραφηθεί Έλληνας και να ενταχθεί στον πολιτισμό της χώρας, όπου ζει. Επίσης η είσοδος στη χώρα και η παροχή της ιθαγένειας θα μπορούσε να συνδυαστεί με τα τυπικά επαγγελματικά προσόντα των μεταναστών και τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να τους απορροφήσει.
Άλλος στόχος της εξωτερικής πολιτικής μας είναι να γίνει ισχυρότερη η παρουσία μας, οικονομική, πολιτική στις χώρες με τις οποίες έχουμε πολιτισμικές συγγένειες ή είχαμε στο παρελθόν κι έχουν ατροφήσει. Ν’ ασκήσουμε τη λεγόμενη «πολιτισμική διπλωματία» κάτι που κάνει κατά κόρον την τελευταία δεκαετία η Τουρκία, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του δόγματος Νταβούτογλου και μάλιστα στις ίδιες περιοχές των Βαλκανίων, όπου κι εμείς έχουμε πολιτισμική παρουσία και μάλιστα πολύ έντονη. Να ενδυναμωθούν οι θρησκευτικοί μας δεσμοί όχι μόνο με Βαλκάνια αλλά και με Ρώσους, Γεωργιανούς, Σύρους, Κόπτες Αιγύπτου… Να στέλνουμε στις περιοχές αυτές διπλωμάτες πιο καταρτισμένους ως προς τα οικονομικά, επιχειρησιακά θέματα, με τους οποίους προτιμούν να συναλλάσσονται οι ντόπιοι παρά με τους «Φράγκους» όπως αποκαλούν όλους μαζί τους δυτικοευρωπαίους.
* * *
3.Ο συγγραφέας ολόκληρο το τέταρτο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου (στο βιβλίο "Για μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα"), το αφιερώνει στις «Διαρθρωτικές διοικητικές αλλαγές», που απαιτούνται για να μπορεί να εφαρμοστεί η νέα πολιτική. Πρέπει να αλλάξουν πολλά στη διάρθωση του Υπουργείου Εξωτερικών, για να είναι ικανό να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες του καιρού.
Πρώτον, ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να μεταφερθεί στο πρωθυπουργικό γραφείο -παρ’ όλο που η μεταφορά αυτή δεν είναι ευπρόσδεκτη από διάφορες ομάδες, που έχουν κεκτημένα συμφέροντα- αλλά αυτή είναι η διεθνής τάση που επικρατεί σήμερα. Στην Αγγλία αυτή η μεταφορά έγινε επί Θάτσερ, στην Τουρκία επί Οζάλ κι εδραιώθηκε επί Ερντογάν, στη Γαλλία καθιερώθηκε απ’ το Σύνταγμα του Ντε Γκολ. Στην Ελλάδα υπήρχε δυϊσμός εξουσίας στην εξωτερική πολιτική (επί Σημίτη - Γ.Παπανδρέου και επί Κ.Καραμανλή- Μπακογιάννη), ώστε πολλοί ξένοι διπλωματούχοι να σχηματίζουν την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μιλούσε «με μια φωνή». Βέβαια η μετατόπιση του σχεδιασμού της εξωτερικής πολιτικής στο πρωθυπουργικό γραφείο επιβάλλει τη δημιουργία ενός νέου γραφείου, υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού, το οποίο θα στελεχώνεται από ειδικούς της γεωπολιτικής, γεωοικονομικής… με αποδεδειγμένη εργασιακή πείρα, που θα επιλέγονται αξιοκρατικά, κι όχι με κομματικά και προσωπικά κριτήρια.
Επίσης ,όσον αφορά το ΥΠΕΞ πρέπει να αναζωογονηθεί, διευθετώντας τα εξής ζητήματα: ποιοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται σ’ αυτό, πώς διορίζονται και πώς προάγονται. Στο ελληνικό ΥΠΕΞ έχει παρατηρηθεί ότι στην πλειονότητα του στελεχώνεται από φίλους κομματικούς ή προσωπικούς του εκάστοτε υπουργού, χωρίς ανάλογη πείρα, που εισπράττουν υπερβολικές αμοιβές και συχνότατα παραγκωνίζουν μόνιμους διπλωμάτες εμποδίζοντας τους ν’ ασκήσουν τα καθήκοντα τους. Δυστυχώς υπάρχει σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των εναλλασσομένων κυβερνήσεων να μην αποκαλύπτονται παραβιάσεις κανόνων, ούτε παροχές που δίνονται στον Τύπο και σε πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις. Επίσης οι διορισμοί των πρέσβεων στην πλειονότητα τους σχετίζονται με προσωπικούς δεσμούς μεταξύ διορίζοντος και διοριζομένου και οι διορισμοί σε θέσεις κλειδιά γίνονται με αδιαφανή κριτήρια. Μάλιστα εξωθούνται με διάφορα τεχνάσματα εκτός υπηρεσίας επαγγελματίες διπλωμάτες για να πάρουν τις πολυπόθητες θέσεις περισσότεροι ημέτεροι «ειδικοί σύμβουλοι». Οι περισσότεροι διπλωμάτες τελειώνουν τη σταδιοδρομία τους, αφού έχουν προαχθεί σε πρέσβεις για να εισπράττουν μεγάλες συντάξεις. Για να κτυπηθεί ο κομματισμός και το πελατειακό σύστημα οι διορισμοί πρέπει να γίνονται με αξιοκρατικά κριτήρια.
Όσον αφορά τους ειδικούς συμβούλους είναι απαράδεκτο το κοινό να μη μπορεί να πληροφορηθεί ποιοι είναι ακριβώς, ποιες οι ειδικότητες τους, πόσο αμείβονται, που στεγάζονται τα άτομα αυτά κι αν έχουν υπηκοότητες πλέον της ελληνικής.
Καθήκον μιας κυβέρνησης που έχει δεσμευτεί για τη διαφάνεια των ενεργειών της είναι να βρει τρόπους –οι οποίοι υφίστανται σε άλλες χώρες- για τον έλεγχο της χρήσης των κονδυλίων που διαχειρίζεται. Για παράδειγμα οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία συνηγορούν υπέρ της σπατάλης του δημοσίου χρήματος. Α. δημιουργούνται σχετικά εύκολα και χρηματοδοτούνται από τα υπουργεία μέσω μιας απλής διαδικασίας. Β. στα συμβούλια τους έχουν διακεκριμένα στελέχη της κοινωνίας που συνδέονται πολιτικά ή οικογενειακά με εν ενεργεία πολιτικούς. Γ. δεν δίνουν λογαριασμό για το πώς ξόδεψαν τα χρήματα τους, εκθέσεις πεπραγμένων δεν ζητούνται, έργα και δημοσιεύσεις σπανίζουν, κι επιπλέον πολλοί από τους σκοπούς που θέτουν οι ΜΚΟ είναι δυσεξήγητοι και απαράδεκτοι( 2ο, 324,5).
Επίσης ο συγγραφέας εκφράζει το σκεπτικισμό του για τα πλεονεκτήματα που έχει αποκομίσει το ΥΠΕΞ από οργανισμούς, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο χορηγείται σε ετήσια αλλά μυστική βάση. Τέσσερα είναι τα υπουργεία (Εξωτερικών, Άμυνας, Εσωτερικών, Τύπου), αναφέρει ο συγγραφέας, που φροντίζουν, κάθε χρόνο, να μένει απολύτως απόρρητο ένα μέρος των κονδυλίων που διαθέτουν μέσα από τον προϋπολογισμό τους Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Διαφθορά, πελατειακό σύστημα, αναξιοκρατία βασιλεύουν, και με αυτά δεν μπορεί να ασκηθεί σοβαρή εθνική εξωτερική πολιτική!
Το 5ο μέρος του ίδιου κεφαλαίου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω στους τρόπους προώθησης των αλλαγών, που προτείνει σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Για να προωθηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει ένα μέρος του πολιτικού κατεστημένου να πειστεί να ξεκινήσει η αναθεώρηση αυτή, διαφορετικά μπορεί να υπάρξει βίαιη αντίδραση του λαού. Ανησυχεί πολύ για την πιθανότητα εξέγερσης των απελπισμένων Ελλήνων «κατά τρόπο βίαιο κι απρογραμμάτιστο», διότι αυτή μπορεί να επιταχύνει «ανεπιθύμητες συγκρούσεις με τους γείτονες, που η εσωτερική μας αναταραχή, διχόνοια κι έλλειψη ηγεσίας θα τους έδινε την ευκαιρία ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούν απ’ τα εδάφη μας»(2ο,249).
Ο τόπος έχει ανάγκη από νέα πρόσωπα με νέες ιδέες, αδέσμευτα από κομματικά συμφέροντα και παρωχημένα δόγματα. Το τέλος του κόσμου της μεταπολίτευσης έφτασε. «οι μετριότητες, υπομετριότητες που απαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους»( 2ο 372).
Ο συγγραφέας τάσσεται κατά των οικουμενικών κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων σοφών, διότι «οι εναλλακτικές αυτές μορφές διακυβέρνησης αποτελούν αδύναμα σχήματα, που παράγουν σχέδια, βάσει κομματικών και προσωπικών συμβιβασμών αλλά δεν διαπλάθουν γεωστρατηγική σκέψη που στηρίζεται σε ιδεολογική πεποίθηση». Και το τραγικό είναι ότι αυτοί που προωθούν τέτοιες λύσεις στη χώρα μας αυτόν τον δύσκολο καιρό είναι οι «ηγεμονίσκοι διαφόρων κομμάτων» και οι «πρώην» στην εξουσία, που πέρασαν τη ζωή τους υπονομεύοντας ο ένας τον άλλον. Γύρω απ’ αυτά τα πρόσωπα κινούνται πλήθος δημοσιογράφων, που τους υποστηρίζουν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας.
Η σωστή χρονική στιγμή έχει φτάσει, το timing στην Ιστορία, που λένε, διότι η κρίση που ταλανίζει τον τόπο μας είναι τριπλή, οικονομική, πολιτική και ηθική. Ο κόσμος θα πρέπει να πάψει να φοβάται και να απαιτήσει διαχωρισμό του κράτους από το εκάστοτε κόμμα που κυβερνά. Αυστηρή πάταξη της οικογενειοκρατίας, της διαφθοράς με την καθιέρωση πραγματικής διαφάνειας. Πολλοί μπορεί να ισχυριστούν ότι είμαστε μια μικρή χώρα και μάλιστα και μάλιστα σε βαθιά οικονομική κρίση. Αυτό που πρώτα χρειάζεται, αντιτείνει ο συγγραφέας είναι να ανακτήσουμε τη χαμένη αυτοπεποίθηση μας, συνειδητοποιώντας ότι και οι άλλοι λαοί έχουν προβλήματα και ότι εμείς έχουμε δυνατότητες που πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Η Ιστορία εξάλλου έχει δείξει ότι «οι ηγέτες και οι ήρωες βγαίνουν μόνο στα δύσκολα χρόνια»αναφέρει ο συγγραφέας.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ
Ποια είναι η άποψη του Έλληνα πανεπιστημιακού Β. Μαρκεζίνη για τον Τούρκο ΥΠΕΞ Νταβούτογλου;
Ο συγγραφέας απ’ τη μια αναγνωρίζει τη διορατικότητα του Τούρκου καθηγητή Νταβούτογλου, διότι πρώτος διείδε το γεωπολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κι εκεί επάνω ανέπτυξε μια νέα θεωρία για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, «πολυγαμική»(πολυδιάστατη), όπως την ονόμασε, αμφισβητώντας τη μέχρι τότε μονοδιάστατη φιλοαμερικανική πολιτική που εφάρμοζε η γείτονος χώρα. Προσέγγισε τις χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, οι οποίες ανήκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια έγιναν ανεξάρτητα κράτη, φιλοδοξώντας να αναδειχτεί σε περιφερειακή δύναμη. Ξεκίνησε επαφές με τα αραβικά κράτη, ανατρέποντας την φανατικά αντιαραβική πολιτική που ακολουθούσε ο κεμαλισμός για πολλές δεκαετίες στη χώρα του. Ευτύχησε να συνυπάρχει μ’ έναν ευρύ κύκλο πολιτικών (Ερντογάν, Γκιούλ…), που τους ενδιαφέρει το συμφέρον της χώρας τους, κι οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν τη χαμένη αυτοπεποίθηση στους Τούρκους αναπτερώνοντας το ηθικό τους. Και μάλιστα ο συγγραφέας με ανάμικτα συναισθήματα μονολογεί πως «ένας Τούρκος να δίνει μαθήματα στους Έλληνες; ».
Επίσης αναγνωρίζει τη σεμνότητα και το ήθος του διανοούμενου πανεπιστημιακού Νταβούτογλου, ο οποίος ασκεί μια μελετημένη και σε βάθος εξωτερική πολιτική, μακριά από επικοινωνιακά τεχνάσματα. Αποφεύγει τις συνεντεύξεις και τις φωτογραφήσεις, σε αντίθεση με Έλληνες υπουργούς Εξωτερικών. Δεν είναι ο «κατ’ επάγγελμα» πολιτικός, που αναδείχτηκε στην πολιτική χωρίς προηγουμένως να έχει ασκήσει κάποια επαγγελματική σταδιοδρομία. Είναι ο ίδιος γνώστης των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής, κι έτσι «δεν εξαρτάται από τις ενημερώσεις των συμβούλων του –ενημερώσεις που αλλάζουν όταν αλλάζουν οι σύμβουλοι ή προσαρμόζονται ώστε να ευχαριστούν τον υπουργό. Το στοιχείο αυτό τον διαφοροποιεί αυτομάτως από τους περισσότερους υπουργούς Εξωτερικών.» «Ο κ. Νταβούτογλου για να αλλάξει τις απόψεις του (ως προς κάποιες λεπτομέρειες) θα χρειαστεί να πειστεί κι όχι απλώς να γοητευτεί ή να εντυπωσιαστεί». Εξάλλου γνωρίζει ότι μικρές παραχωρήσεις βοηθούν να κατευνάσει τον συνομιλητή του. Ως προς τις βασικές του θέσεις όμως θα μείνει αμετακίνητος. Και κλείνει το άρθρο του για «τον αντίπαλο Νταβούτογλου, τον επιβλητικό διανοούμενο» (1ο βιβλίο, κεφ.5) προειδοποιώντας «Caveat Grecia»!(προφυλάξου Ελλάδα)
Απ’ την άλλη όμως ανησυχεί βαθιά, διότι πίσω απ’ τη θεωρία του νέο-οθωμανισμού, που παρουσίασε ο Νταβούτογλου -και την οποία πρώτος συνέλαβε ο Τούρκος πρωθυπουργός Οζάλ τη δεκαετία του 1980- κρύβεται ο σύγχρονος τουρκικός επεκτατισμός, τον οποίο ο κ. καθηγητής φρόντισε να ντύσει με έναν ιστορικό κι επιστημονικό μανδύα. (1ο,290) Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της θα δημιουργήσει προβλήματα σε παλιούς και νέους γείτονες, ώστε να προκύψει ένα νέο δυσεπίλυτο Ανατολικό ζήτημα με απρόβλεπτες συνέπειες για την ειρήνη και την ασφάλεια στις περιοχές αυτές. Χαρακτηριστικά αναφέρει(2ο 481) « Η Τουρκία προσπαθώντας να επηρεάσει τη συμπεριφορά (γειτονικών) χωρών θα χρειαστεί να ισορροπήσει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, διότι τα συμφέροντα της συγκρούονται με τα συμφέροντα των άλλων χωρών. Το δόγμα Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες δεν έχει λειτουργήσει ακόμη» Επίσης ο συγγραφέας αναφέρει ότι Αμερικανός διπλωματούχος του είπε σε κατ’ ιδίαν συζήτηση ότι ο Νταβούτογλου έχει πάρει πολύ αέρα…εξωραίζοντας τις δυνατότητες της Τουρκίας και αποσιωπώντας τα πολλά εσωτερικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η χώρα του. Με απλά λόγια δεν μπορεί να κάνει επεκτατική πολιτική μέσω της διατήρησης της ισορροπίας με τα γειτονικά κράτη.
Εξάλλου η Ρωσία και το Ισραήλ είναι δυο χώρες με τις οποίες δεν μπορεί να παίζει εύκολα η Τουρκία. Κι ο συγγραφέας τολμώντας να κάνει προβλέψεις αναφέρει ότι δεν φαντάζει απίθανη στο μέλλον μια σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας-Ισραήλ. «η Μέση Ανατολή είναι ένα υπερβολικά μικρό μέρος για να μπορούν να συνυπάρξουν ως πραγματικοί φίλοι δυο τόσο φιλόδοξοι, αποφασισμένοι ή και αδίστακτοι παίκτες»(2ο 450). Και συνεχίζει προβληματιζόμενος για τη στάση των άλλων χωρών. Ποια από τις δυο θα υπερισχύσει; Πως θα συμπεριφερθούν Ρωσία και ΗΠΑ σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Οι μικρές γειτονικές χώρες (Κύπρος, Συρία, Ελλάδα…)τι ρόλο μπορούν να παίξουν; Η σύσφιξη, τελευταία, των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί.
Πίσω λοιπόν από τα ωραία λόγια του δόγματος Νταβούτογλου υπάρχουν πολλά κενά, που γεννούν τον σκεπτικισμό του συγγραφέα για την πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του. Γράφει (2ο σ.133) «Κατάφερε να μεταβάλει την καθηγητική του θεωρία σε πολυσυζητημένη (και μέχρι στιγμής επιτυχημένη) εξωτερική πολιτική της χώρας του», σε μια στιγμή που η Τουρκία διερχόταν συνεχείς κρίσεις ταυτότητας, οι οποίες επηρέαζαν και την εξωτερική πολιτική της. Ο Νταβούτογλου ζώντας για πέντε χρόνια στη Μαλαισία, «έμαθε πώς να συνδυάζει κεφαλαιοκρατικές ιδέες με τον ισλαμισμό» κι ακόμα επηρεάστηκε από τον Γκιουλέν, «που ζει στην Αμερική υπό την προστασία της CIA κι οργανώνει εκεί το τουρκικό λόμπι». Ο Νταβούτογλου παρουσίασε την Τουρκία ως εκπρόσωπο του ήπιου Ισλάμ που δεν αρνείται τη δυτικού τύπου οικονομική ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι μπορεί να συνυπάρχει με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Αυτά τα κενά κάνουν ευάλωτη τη θεωρία του, αλλά πολλά εξαρτώνται κι από την ετοιμότητα των γειτόνων του και γενικότερα τη στάση κι αντίδραση και των άλλων χωρών.
Ο Βασίλειος Μαρκεζίνης με αυτά τα δοκίμια κι άρθρα του, που συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν στα εν λόγω βιβλία, στέκεται στο ύψος της κοινωνικής του ευθύνης ως διανοούμενος. Δεν σιωπά αλλά με παρρησία εκθέτει τις απόψεις τους σε ώρες δύσκολες που περνά η πατρίδα. Χωρίς να διεκδικεί το παπικό αλάθητο, όπως αναφέρει, εφιστά την προσοχή του ευρύτερου κοινού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής «για να αποφευχθεί η οικονομική κρίση ν’ αγγίξει και τα εθνικά μας θέματα» (2ο βιβλίο , σ. 335), όπως χαρακτηριστικά τονίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου