Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Γεννήθηκα στο 1402, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκδ. εφημ.Βήμα,

Η διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης είναι το θέμα του βιβλίου "Γεννήθηκα στο 1402", που εξέδωσε το 1957 ο  Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986), γνωστή πνευματική και πολιτική προσωπικότητα της σύγχρονης Ελλάδας (καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ακαδημαϊκός, συγγραφέας αλλά και βουλευτής, υπουργός και δυο φορές πρωθυπουργός το1945 και το 1967). Το έργο του "Γεννήθηκα στο 1402"  έχοντας ως επίκεντρο τα τελευταία 51 χρόνια (1402-1453) της Βυζαντινής αυτοκρατορίας παρακολουθεί όλες τις αγωνιώδεις προσπάθειες της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας της για το πώς μπορεί να διασωθεί η αυτοκρατορία από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μέσα από τις προσπάθειες αυτές ξεπροβάλλει ο κύκλος των διανοουμένων της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, που επανασυνδέουν το ελληνικό Γένος με την ελληνική αρχαιότητα ενώ αποστασιοποιούνται από τη ρωμαϊκή κληρονομιά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι λόγιοι της εποχής αυτοχαρακτηρίζονται με το όνομα Έλληνες, αποφεύγοντας το χαρακτηρισμό Ρωμιοί, που είχε επικρατήσει για χίλια σχεδόν χρόνια. «Έλληνες εσμέν, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»» αναφωνεί ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β! Παλαιολόγο (1391-1425). Η αφύπνιση της νεοελληνικής συνείδησης έχει ήδη ξεκινήσει!


ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΙΤΛΟΥ
Επιλέγει ως χρονικό ορόσημο για ν’ αρχίσει την αφήγηση του το 1402 –όπως τονίζεται και στον τίτλο του έργου- επειδή το έτος αυτό αρχίζει η κρίσιμη πεντηκονταετία για το Βυζάντιο πριν την Άλωση και η οποία σηματοδοτεί την παράταση ζωής που πήρε το Βυζάντιο ως το 1453, χάρις στην ήττα των Οθωμανών Τούρκων στη μάχη της Άγκυρας (1402) από τους Μογγόλους και στις δυναστικές έριδες που ακολούθησαν την ήττα τους. Στα πενήντα αυτά χρόνια πριν το τέλος, τι έκανε η πολιτική εξουσία για να σώσει την Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελεί τώρα πια όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία μετά τη συρρίκνωση της από τις κατακτήσεις των Τούρκων; θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο και δεν έκανε; Έτη αγωνίας κι αγώνων! Χρόνια δύσκολα και τραγικά συνάμα και δημιουργικά όμως από πνευματική και καλλιτεχνική άποψη, ώστε το "Γεννήθηκα στο 1402" να είναι σχηματικά η χρονολογία -ορόσημο της γέννησης της νεοελληνικής ταυτότητας!
Ακόμα ο συγγραφέας παίζει με την πραγματική χρονολογία γέννησης του ιδίου το 1902 καθώς και τη χρονολογία γέννησης του αφηγητή του μυθιστορήματος το 1402, ορίζοντας έτσι σχηματικά το ευκολοθύμητο διάστημα των 500 χρόνων, που χωρίζει τις αρχές του 20ου αιώνα από την εποχή που ο νέος ελληνισμός αρχίζει να αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Με βάση λοιπόν το 1402 ο αφηγητής ζει το κρίσιμο παρόν του Βυζαντίου ως αυτόπτης μάρτυρας αφού ζει μέχρι το 1472. Ως αναγνώστης των πηγών όμως που χρησιμοποιεί μπορεί να πετιέται και στο παρελθόν της ελληνικής ιστορίας, 'οπως επίσης κι ως ακροατής, όταν συζητά με πρόσωπα που γνωρίζουν την ιστορία του τόπου τους. Με αυτό τον τρόπο αγκαλιάζει όλη την ιστορία του ελληνικού έθνους απ’ την αρχαιότητα ως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και λίγο αργότερα ως το 1472 μ.Χ. ενώ πετάει κι ενδείξεις για το μέλλον της ελληνικής ιστορίας μέσα από την έκφραση κάποιων συναισθημάτων που βιώνει.

Ως προς το γραμματειακό είδος το έργο αυτό δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφίας, όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας συχνά το χαρακτηρίζει μέσα στο έργο του και στο σημείωμα που παραθέτει μετά τον επίλογο του έργου ( τόμος Β,σ.413),ενώ σ’ άλλο σημείο του έργου του (Α,268) αναφέρει ότι γράφει τα απομνημονεύματα του. Το έργο αυτό όμως -αν κι ακολουθεί το τυπικό της αυτοβιογραφίας- δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια αυτοβιογραφία ούτε γνήσια απομνημονεύματα, διότι ο αφηγητής δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο αλλά πλαστό. Επίσης ούτε ιστορικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, διότι ο μύθος είναι ελάχιστος και περιορίζεται στα περιστατικά της προσωπικής ζωής του αφηγητή ενώ η Ιστορία πρωταγωνιστεί. Παρόλη όμως την έλλειψη δραματικών στοιχείων που συνοδεύουν συνήθως το μύθο, το έργο καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διότι η δραματικότητα κρύβεται μέσα στα ίδια τα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν το μύθο.
Ποιος όμως αυτοβιογραφείται; Γιατί αποφεύγει ο συγγραφέας να του δώσει ονοματεπώνυμο; Σίγουρα ο ανώνυμος αφηγητής αποτελεί το προσωπείο του συγγραφέα, που μεταθέτει τον εαυτό του 500 χρόνια πίσω και φαντάζεται ότι κάπως έτσι θα μπορούσε να σκέπτεται και να αισθάνεται η νεοελληνική ψυχή, όταν άρχισε να αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Εξάλλου οι διευκρινίσεις του συγγραφέα στο «Σημείωμα» επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Το έργο δηλαδή είναι μια υποτιθέμενη αυτοβιογραφία της νεοελληνικής ψυχής, που αποκτά συνείδηση της εθνικής της καταγωγής, όχι αυτόματα με τη γέννηση της αλλά με την απόκτηση των γνώσεων εκείνων από τον πολιτισμό και την ιστορία της, που αποδεικνύουν ποια είναι, γνώσεις που τη δένουν με το αρχαίο ιστορικό παρελθόν της και γνώσεις που την ξεχωρίζουν από τους άλλους λαούς. Γράφει ο συγγραφέας «δε γεννιέσαι όποιος είσαι, αλλά γίνεσαι …και γίνεσαι στ’ αλήθεια, μονάχα αν γίνεις μόνος σου όποιος είσαι»(Α,63).
Μα οι γνώσεις αυτές που αφυπνίζουν συνειδήσεις κρύβουν πίσω τους πράξεις, ιστορικά γεγονότα, που σημαδεύουν και μορφοποιούν τους λαούς σε έθνη. Νέες όμως πράξεις συνεχώς προστίθενται στη ζωή ενός έθνους. Έτσι η ταυτότητα δεν είναι κάτι τελειωμένο, αφού προστίθενται σ’ αυτή διαρκώς νέα στοιχεία, τα οποία μπορεί να την εμπλουτίζουν ή να την αλλοιώνουν. Και την εμπλουτίζουν τα στοιχεία εκείνα που δεν αντιγράφουν δουλικά τα άλλα έθνη αλλά εκείνα που αφομοιώνουν δημιουργικά καθετί καινούργιο προσαρμόζοντας το στις πραγματικά δικές της εθνικές ανάγκες κι επιθυμίες. Η εθνική συνείδηση δεν είναι όμως μόνο γνώση αλλά και συναίσθημα: συναίσθημα φιλοπατρίας κι ευθύνης, να προστατεύσεις και να βελτιώσεις ό,τι σου παραδόθηκε από τους προγόνους. Διάχυτη είναι μέσα στο κείμενο η αγάπη του συγγραφέα-αφηγητή για τους τόπους εκείνους που αισθάνεται πατρίδα του και για τις παραδόσεις του Γένους του. Η χρήση της κτητικής αντωνυμίας «μου» δίπλα στη λέξη «Γένος» εκφράζει αυτή ακριβώς την ταύτιση του εαυτού του και την αγάπη του για κάθε τι ελληνικό.


Αυτό λοιπόν το ταξίδι ελληνικής, εθνικής αυτογνωσίας μέσα από τη συσσωρευμένη γνώση της εποχής εκείνης –που προσφέρουν οι ιστορικές πηγές- αλλά και μέσα από τη ζώσα ιστορία του παρόντος, πώς το οργανώνει ο συγγραφέας Π. Κανελλόπουλος;
Ο συγγραφέας, αρχίζει την αφήγηση του από την Πάτρα -τιμώντας έτσι- την αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, στην οποία έζησε τα παιδικά και μέρος των εφηβικών του χρόνων. Έτσι προβάλλεται ότι η εθνική συνείδηση του ανθρώπου αρχίζει να διαμορφώνεται πρώτα μέσα στο στενό περιβάλλον της γενέτειρας του και ιδίως μέσα από την παρεχόμενη παιδεία που λαμβάνει από το δάσκαλο του. Συγχρόνως του δίνεται η ευκαιρία να προβάλλει την ιστορία της Πάτρας ως οικονομικό κέντρο της εποχής, την ορθόδοξη ταυτότητα της παρόλο το ιδιότυπο καθεστώς κατοχής της από τον Πάπα της Ρώμης (τονίζοντας την ύπαρξη μονών Ομπλού, Μεγάλου Σπηλαίου και ναού Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέα, κτισμένου πάνω σε αρχαίο ναό της θεάς Δήμητρας), την προσφορά της στα ελληνικά γράμματα (Πατρινός ήταν ο λόγος Αρέθας, ο οποίος μελέτησε και σχολίασε πολλούς αρχαίους συγγραφείς) και τη σχέση της με το Βυζάντιο, αφού από την Πάτρα ξεκίνησε ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, Βασίλειος Α! να κατακτήσει την εξουσία.
Στη συνέχεια εκτείνει την ιστορία του στην ευρύτερη πατρίδα του, την Πελοπόννησο, όπου οι πολιτικές συνθήκες της εποχής τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει την εθνική του ταυτότητα, προβληματιζόμενος πάνω στο καθεστώς της Φραγκοκρατίας που επικρατούσε τότε και στις σχέσεις υποτέλειας που είχαν επιβληθεί τότε πάνω στο δικό του Γένος, το ελληνικό. Οι Φράγκοι, οι Βενετοί κι ο Πάπας της Ρώμης κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Ο Μιχαήλ Η! ο Παλαιολόγος όμως πήρε το 1262 από τον Φράγκο ηγεμόνα της Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο το νεόκτιστο κάστρο του, το Μυστρά, μαζί με της Μάνης, της Μονεμβασιάς, του Γερακιού για να τον απελευθερώσει, όταν τον έπιασε αιχμάλωτο στη μάχη της Πελαγονίας. Από τότε μέσα στη λατινοκρατούμενη Πελοπόννησο δημιουργήθηκε μια εστία ελληνικής κυριαρχίας για 200 περίπου χρόνια, η οποία όλο κι απλωνόταν αφαιρώντας κτήσεις των ξένων κατακτητών, κι έχοντας το Μυστρά. πρωτεύουσα του ελληνικού Δεσποτάτου του Μορέως. Η ξεχασμένη για χίλια περίπου χρόνια από τη βυζαντινή εξουσία Πελοπόννησος γίνεται τώρα η επικράτεια των Παλαιολόγων, ο Μυστράς μετατρέπεται σε καστρόπολη με παλάτια και ναούς κι αναδεικνύεται σε πνευματικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού, τη στιγμή που η Βυζαντινή αυτοκρατορία έφθινε διαρκώς.
Οι Παλαιολόγοι δημιουργώντας αυτήν την εστία προσωπικής και ελληνικής κυριαρχίας, μήπως ήλπιζαν στη σωτηρία τους, έχοντας μια άλλη δική τους επικράτεια, σε περίπτωση που έχαναν τη Βασιλεύουσα; Οι Παλαιολόγοι είχαν συνείδηση ότι αυτή η εστία ελληνικής κυριαρχίας μπορούσε να σώσει το ελληνικό γένος ακόμα κι αν η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στους Τούρκους; Ερωτήματα που απασχόλησαν τους λογίους της Παλαιολόγειας Αναγέννησης κι ιδίως τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα και προβληματίζουν και σήμερα κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο!
Στη συνέχεια ο αφηγητής απλώνει την αφήγηση του στο κέντρο του αρχαίου ελληνισμού, τη φραγκοκρατούμενη τώρα Αθήνα – την οποία επισκέπτεται- και που την ορίζουν οι τραπεζίτες Ατσαγιόλι από τη Φλωρεντία. Θυμάται τους προηγούμενους κατακτητές της Γάλλους και Καταλανούς από την Ισπανία, κι ενώ θαυμάζει τα αρχαία μνημεία της «θρηνεί» μαζί με τον μητροπολίτη της το Μιχαήλ Χωνιάτη πόσο έχει ξεπέσει από το αρχαίο της κάλλος. Εκεί γνωρίζει όμως γνωστές οικογένειες Αθηναίων, όπως του Γεωργίου Χαλκοκονδύλη και των υιών του, Λαονίκου και Δημητρίου, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος της εποχής τους και διαπιστώνει ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αντιμετωπίζεται τώρα διαφορετικά από τους χριστιανούς λογίους.

Τώρα συνειδητοποιείται η μεγάλη τομή , που έφερε η έλευση του χριστιανισμού στη συνείδηση του ελληνικού Γένους. Ο χαρακτηρισμός Έλλην, επειδή ταυτίστηκε με τον ειδωλολάτρη, ξεχάστηκε για χίλια χρόνια, και στη θέση του προτιμήθηκε ο χαρακτηρισμός Ρωμιός εκ του Ρωμαίος ως υπηκόου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κάποτε όμως ήλθε το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το δυτικό τμήμα της, κατακτήθηκε από τα βαρβαρικά Γερμανικά φύλα, και το ανατολικό τμήμα της με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη εξελληνίστηκε στη γνωστή βυζαντινή αυτοκρατορία (η ονομασία βυζαντινή είναι πολύ μεταγενέστερη, του 19ου αιώνα). Οι Ρωμιοί λοιπόν του 15ου αιώνα συνειδητοποιούν τη μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει από τους αρχαίους Ρωμαίους. Tώρα μιλούν ελληνικά κι όχι λατινικά, οι Λατίνοι τους ονομάζουν Γραικούς (απ' το όνομα των αρχαίων ελλήνων αποίκων της Κάτω Ιταλίας) και Γερμανοί αυτοκράτορες της Δύσης χαρακτηρίζουν τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως «Έλλην βασιλέα», διεκδικώντας για τον εαυτό τους -λανθασμένα βέβαια -τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα (Α,64-67, 245).
Απ' τη μια η κάθοδος των βαρβάρων στην Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα, και η ισχυροποίηση με την πάροδο του χρόνου των Φράγκων και των Γερμανών, έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ρωμαϊκή ταυτότητα του Βυζαντίου. Απ' την άλλη ο ερχομός της Φραγκοκρατίας το 1204 σε μεγάλο τμήμα του ελλαδικού χώρου αναγκάζει τους Έλληνες-Ρωμιούς να προβληματιστούν για την ταυτότητα τους, τώρα που ο κίνδυνος απώλειας και αφομοίωσης του ελληνικού Γένους από τους Φράγκους αλλά κι απ’ τους Τούρκους που αρχίζουν να τους απειλούν είναι έντονος. Το όνομα Ρωμιός τώρα πια δεν πείθει.

Τότε σ’ αυτή τη γωνιά της Πελοποννήσου, στο Μυστρά, όπου ζούσαν κάποτε οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, αλλά και στη φραγκοκρατούμενη Αθήνα με τη ζωντανή πάντα παρουσία των αρχαίων μνημείων της και στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, που ιδρύθηκε στα παράλια της αρχαίας Ιωνίας (μετά την άλωση Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204) γίνεται η επανασύνδεση του νεότερου ελληνισμού με το σύνολο του αρχαίου κόσμου. Ο Αθηναίος λόγιος και πολιτικός Γεώργιος Χαλκοκονδύλης αρχίζει να χρησιμοποιεί το αρχαίο σύμβολο του δικέφαλου αετού ως σύμβολο του Γένους, (Α,199), ενώ ο υιός του Λαόνικος χαρακτηρίζει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου ως «Ελλήνων βασιλείς» και είναι ο πρώτος που συνένωσε σε μια ιστορική ενότητα την αρχαία και βυζαντινή ιστορία, ιδέα που ακολούθησαν κι εμπλούτισαν αργότερα κατά το 19ο αιώνα ο Ζαμπέλιος και ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος.
Τώρα μπορεί κάποιος να είναι Έλλην και χριστιανός συγχρόνως, χωρίς το ένα να αναιρεί το άλλο. Έτσι λοιπόν γεννιέται ο τύπος του Νεοέλληνα -που περιορίζεται βέβαια σ’ ένα μικρό κύκλο διανοουμένων - ο οποίος παντρεύει μέσα στη συνείδηση του απ’ τη μια τις αρχαιοελληνικές ρίζες του κι απ’ την άλλη τη χριστιανική του πίστη. Έτσι οι αρχαιοελληνικές ρίζες του δεν του φαίνονται πια μακρινές αλλά κοντινές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- επειδή τώρα αποκτά συνείδηση πρώτον της εντοπιότητας του με τους αρχαίους προγόνους, δεύτερον της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας στην οποία γράφει τα έργα του, και τρίτον της αρχαιοελληνικής παιδείας, με την οποία συνεχίζει να ασχολείται αντιγράφοντας χειρόγραφα και σχολιάζοντας τα.
Απ’ την άλλη όμως τον νεότερο Έλληνα τον χαρακτηρίζει κι η ορθόδοξη πίστη του που μιλά την ψυχή του. Ο συγγραφέας-αφηγητής κάνει ειδική μνεία για τη μυστικιστική υμνογραφία (Συμεών, ο επονομαζόμενος νέος Θεολόγος, Ιωάννης της Κλίμακος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός…), που τόσο συγκινεί την ψυχή του, διότι πιστεύει ότι μέσα από τους ύμνους αυτούς εκφράζεται το γνήσιο πνεύμα της πίστης του, η μυστική ένωση του χριστιανού με το Θεό (Α,39-45). Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «οι αρχαίοι Έλληνες έκαμαν τον άνθρωπο να ανακαλύψει ό,τι φωτίζεται από τον φυσικό ήλιο, να ανακαλύψει την αξία του ανοικτού χώρου…που ξεσκεπάζεται και παραδίνεται στο φως (για παράδειγμα αξία γυμνού σώματος) […]ενώ ο Χριστιανισμός με την ψυχή και τα χέρια των ίδιων πάλι των Ελλήνων έκαμε τον άνθρωπο να ανακαλύψει τον εσωτερικό χώρο της ζωής, εκείνον που δεν τον φωτίζουν αρκετά οι ακτίνες του φυσικού ήλιου […] αλλά ένα άλλο φως»(Α, 267).
Ακόμα ο νέος Έλληνας διανοούμενος ξεκαθαρίζει όχι μόνο τη σχέση του με τους μακρινούς προγόνους του αλλά και με τους σύγχρονους του Ευρωπαίους κι ανακαλύπτει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Συνειδητοποιεί ότι στην Καρολίγγεια Αναγέννηση έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή τα βαρβαρικά φύλα (τα οποία είχαν κατακτήσει τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) με την ελληνορωμαϊκή παράδοση κι αργότερα πάλι στην Ιταλική Αναγέννηση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και στη Δύση έργα εξίσου ωραία με τα βυζαντινά. Έτσι γκρεμίζει στερεότυπα στα οποία πίστευε κάποτε με βάση τα οποία χαρακτήριζε τους δυτικοευρωπαίους ως βαρβάρους κι αναγνωρίζει την αξία των αληθινών έργων τέχνης, ακόμα κι αν προέρχονται από άλλους λαούς, που αντιλαμβάνονται το ωραίο με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι αυτός . Εξαίσιες περιγραφές των ναών του Μυστρά, των ψηφιδωτών του Δαφνίου, της Αγίας Σοφιάς αλλά και των γοτθικών ναών και του Καδεθρικού ναού της Φλωρεντίας κι άλλων πολλών έργων τέχνης φωτίζουν το νου για την αξία κάθε έργου.

Το ταξίδι όμως του αφηγητή συνεχίζεται, φθάνοντας τώρα στη Βασιλεύουσα, την Πόλη των πόλεων που ακόμα προκαλεί το θαυμασμό με τα μνημεία της, τα τείχη, τη φυσική ομορφιά της. Η Κωνσταντινούπολη όμως τώρα, είναι ό,τι έχει απομείνει από την κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία, μετά την απώλεια των κτήσεων της στην Μικρά Ασία και τη Βαλκανική. Ο ανώνυμος Έλληνας που αυτοβιογραφείται αναφέρει ότι του ήταν πολύ «οδυνηρή η εξακρίβωση του γεγονότος ότι ο αυτοκράτωρ εξακολουθεί, βέβαια, να υπάρχει, αλλά χωρίς αυτοκρατορία» (Α,67). Η Βασιλεύουσα τώρα περνά πολύ δύσκολες ώρες. Μετά τη μάχη της Άγκυρας(1402) και τους εικοσαετείς εμφυλίους πολέμους που ακολούθησαν μεταξύ των πέντε γιων του ηττημένου Σουλτάνου Βαγιαζήτ, η ενότητα του Οθωμανικού κράτους έχει αποκατασταθεί. Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσαν ο Μανουήλ Β! με το σουλτάνο Μουράτ, μετά το θάνατο και των δυο, διαταράσσονται. Είναι πια ζήτημα χρόνου, πότε η οθωμανική εξουσία, θα αποφασίσει το τελειωτικό κτύπημα κατά της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζοντας έτσι το τελευταίο υπόλειμμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η!, γιος του Μανουήλ Β!, και ο Πατριάρχης Ιωσήφ βλέπουν ως μόνη λύση τη συμμαχία με τον Πάπα, ο οποίος θα πιέσει και δυτικούς ηγέτες να στείλουν στρατιωτική βοήθεια στο Βυζάντιο που ψυχορραγεί. Η συμμαχία όμως αυτή περνά μέσα από την Ένωση των δυο Εκκλησιών, της Ανατολικής ορθόδοξης και της Δυτικής παπικής. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης αρνείται την Ένωση πιστεύοντας ότι έτσι θα προδώσουν την πίστη τους και θα υποταχθούν πλήρως στις αξιώσεις του Πάπα και στους Φράγκους, οι μνήμες των οποίων είναι ακόμα νωπές από τις λεηλασίες που υπέστησαν κατά την Άλωση του 1204. Οι βυζαντινοί χωρίζονται σε ενωτικούς κι ανθενωτικούς.
Τελικά αποφασίζεται το ταξίδι του αυτοκράτορα Ιωάννη Η! και του γέροντα οικουμενικού πατριάρχη στην Ιταλία., που διήρκεσε τρία χρόνια (1438-1440), ενώ η Σύνοδος Φεράρας- Φλωρεντίας ενάμισι περίπου χρόνο. Και τι δεν περιγράφει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο αυτό! Την ιταλική Αναγέννηση, όπως τη βίωναν η Βενετία , η Φεράρα, η Φλωρεντία, με τα μνημεία τέχνης, τους ζωγράφους, γλύπτες, αρχιτέκτονες, ποιητές τους και την προσφορά του καθενός απ’ αυτούς στην τέχνη. Και μέσα από τη σύγκριση της αναγεννησιακής δυτικής τέχνης και βυζαντινής διατυπώνονται λεπτές παρατηρήσεις για το ωραίο, που αν και διαφορετικά το είχαν αντιληφτεί οι δυο λαοί, εξίσου συγκινούν κάθε ευαίσθητη ψυχή. Ακόμα δίνεται η πολιτική ιστορία των ιταλικών πόλεων, ιδίως της Φλωρεντίας με τους μακροχρόνιους εμφυλίους πολέμους της, λόγω των οικονομικοκοινωνικών μεταβολών που σημειώθηκαν εκεί, κι οι οποίες οδήγησαν στην εμφάνιση ενός νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος του κεφαλαιο-κρατικού, πρωτόγνωρου για τον κόσμο τότε.
Και τι δεν περιγράφεται ακόμα! Όλες οι λεπτομέρειες από το συνέδριο Φεράρας- Φλωρεντίας! Εντυπωσιασμοί και μεγαλοπρέπεια κατά την υποδοχή της βυζαντινής ακολουθίας στη Βενετία, ενώ ψυχρή υποδοχή επιφύλαξε ο Πάπας στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με αφορμή το γεγονός ότι ο τελευταίος αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Πάπα και να του φιλήσει τα πόδια! Διλήμματα της βυζαντινής αποστολής σε ποια από τις δυο συνόδους της Δυτικής εκκλησίας –που τότε είχε διασπαστεί- να συμμετάσχουν στη σύνοδο της Βασιλείας που διαφωνούσε με τις πρακτικές του Πάπα ή στη σύνοδο της Φεράρας, η οποία είχε αρχίσει ήδη τις συνεδριάσεις της χωρίς να περιμένει τη βυζαντινή αποστολή! Προσβολές κι υποχωρήσεις των Βυζαντινών, επειδή είχαν ανάγκη τον Πάπα που τους πλήρωνε τα σιτηρέσια δηλαδή τα έξοδα συντήρησης και ταξιδιού τους στην Ιταλία. Μεταφορά του συνεδρίου μετά από έντεκα μήνες στη Φλωρεντία, επίσημα λόγω του φόβου του λοιμού που είχε ενσκήψει στην περιοχή της Φεράρας, ανεπίσημα λόγω της απροθυμίας του Πάπα να πληρώσει τα σιτηρέσια στον άρχοντα της Φεράρας.
Όσον αφορά την καθαυτό σύνοδο, θετικό ήταν ότι συναντήθηκαν κι επικοινώνησαν μεταξύ τους λόγιοι της ιταλικής και παλαιολόγειας Αναγέννησης κι αναπτύχθηκε ένας γόνιμος διάλογος για την προσέγγιση των αρχαίων συγγραφέων. Στα θρησκευτικά όμως ζητήματα διαφωνούσαν διαρκώς, όπως για την εκπόρευση Αγίου Πνεύματος, για τα πρωτεία Πάπα, για τον τρόπο μετάληψης της Θείας Κοινωνίας με άζυμο ή οίνον κι άρτον. Ακούστηκαν επιχειρήματα από τους Ενωτικούς, όπου ο μητροπολίτης Νίκαιας Βησσαρίωνας ( ψυχή του συνεδρίου, έμπιστος των Παλαιολόγων ακόμα κι αργότερα όταν μετοίκησε στην Ιταλία κι έγινε καρδινάλιος του Πάπα) υποστήριξε ότι πολιτικοί λόγοι επιβάλουν την Ένωση των δυο Εκκλησιών κι ότι δεν είναι σπουδαία αιτία σχίσματος η διαφωνία στην εκπόρευση του Αγίου πνεύματος, με το να προσθέσουν οι Δυτικοί το γνωστό filioque δηλαδή «και εκ του Υιού», κι ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε με στενή προσκόλληση τις λέξεις των Αγίων Γραφών, διότι υπάρχουν πολλές αντιφατικές διατυπώσεις, και τελείωσε καταλήγοντας ότι ο πιο αδύναμος υποχωρεί (σ.110, 117). Ακούστηκε μια άλλη λύση, που δεν υιοθετήθηκε όμως, «το εκ του Υιού» να αντικατασταθεί «δια του Υιού» (σ.114). Μίλησαν και οι Ανθενωτικοί με κυριότερο εκπρόσωπο τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, ο οποίος στηρίχτηκε στα γραφόμενα των Αγίων Γραφών (σ.113) κι όταν υπογράφτηκε ο ενωτικός όρος αποδεχόμενοι οι βυζαντινοί όλες τις αξιώσεις του Πάπα, αρνήθηκε να υπογράψει με κίνδυνο να τιμωρηθεί με αφορισμό ή ανάθεμα (σ.123).
Ο επίλογος του συνεδρίου: Ο Πατριάρχης Ιωσήφ πέθανε κι ετάφη στην Ιταλία χωρίς να προλάβει να υπογράψει την Ένωση. Με μια πανηγυρική ενωτική λειτουργία (6 Ιουλίου 1439) που εψάλη μέσα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, στη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, επιστεγάστηκε ή Ένωση, απαγγέλλοντας (σ.124) ο Βησσαρίων και στα ελληνικά το «Πιστεύω» με την προσθήκη των λέξεων «και εκ του Υιού»! Πιο τραγικό όμως ήταν αυτό που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα στις 12 Δεκεμβρίου 1452, λίγο πριν αρχίσουν οι Τούρκοι την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Πάπας απαίτησε ανανέωση του «ενωτικού όρου» με μια μεγάλη ενωτική λειτουργία μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας (Β.σ.223, 226)! Η διπλή λειτουργία επαναλήφθηκε με την παρουσία του ίδιου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μνημονεύοντας τον Πάπα μέσα στην Αγία Σοφία κι απαγγέλλοντας και το «εκ του Υιού», αλλά… ο λαός δεν ξαναπάτησε το πόδι του μέσα στο ναό θεωρώντας τον μολυσμένο και μόνο κατά την έφοδο των Τούρκων ξαναμπήκε μέσα ζητώντας προστασία και σωτηρία από το Θεό!
Και ποια ήταν η βοήθεια που αποφασίστηκε στο συνέδριο της Φλωρεντίας να στείλει ο Πάπας στην Κωνσταντινούπολη; Τριακόσιους άντρες και δυο γαλέρες για να συμπληρώσουν τη μόνιμη φρουρά της Πόλης και 20 πολεμικά πλοία για 6 μήνες ή 10 για ένα χρόνο όταν παρουσιαστεί άμεσος κίνδυνος!(σ 119-120)

Προτάθηκε όμως κάποιο άλλο εναλλακτικό σχέδιο για να σωθεί η Κωνσταντινούπολη ή το ελληνικό γένος;
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων είχε άλλη άποψη την οποία πρότεινε στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β! Παλαιολόγο με το Υπόμνημα του «Προς τον βασιλέα Εμανουήλον περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων» κι αργότερα στο γιο του Θεόδωρο Β!, Δεσπότη του Μορέως για την πολιτική και στρατιωτική αναμόρφωση της Πελοποννήσου (Α,σ.145-150, Β,σ.190-191). Ο Πλήθων πίστευε ότι η Πελοπόννησος με κέντρο το Μυστρά μπορούσε να γίνει το ορμητήριο για να ξανανιώσει ο ελληνισμός αρκεί να γινόντουσαν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο στρατό και στην οικονομία ώστε το ανθρώπινο δυναμικό της, οι Έλληνες που κατοικούσαν εκεί να έχουν κίνητρα να κινητοποιηθούν. Ο Πλήθων εμπνεόμενος από το αρχαίο σπαρτιατικό σύστημα και τον Πλάτωνα χωρίζει το λαό σε δυο κοινωνικές τάξεις, στους «στρατευσομένους» και στους «εισφέροντας και φορολογησομένους».
Ο στρατός δεν θα αποτελείται από ξένους μισθοφόρους, όπως συνηθίζεται τους τελευταίους αιώνες, αλλά από ‘Έλληνες που θα έχουν εκπαιδευτεί προς τούτο και δεν θα είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν και στα χωράφια. Με τα χρόνια οι δουλοπάροικοι είχαν ξεμάθει να πολεμούν. Γι αυτό έπρεπε να γυμνάσουν το σώμα και να αποκτήσουν γενναία ψυχή, ώστε να μάθουν να είναι στρατιώτες Έλληνες. Άλλοι θα έχουν αναλάβει την άμυνα της χώρας και άλλοι θα εργάζονται οι οποίοι θα φροντίζουν για τη συντήρηση των στρατιωτών. Οι ακατάλληλοι στρατιώτες μπορεί να εναλλάσσονται με αυτούς που ασχολούνται στη γη και να στρατεύονται οι πιο ικανοί από αυτούς. Τα τείχη δεν αρκούν για την προστασία του Γένους. Απ’ την άλλη οι άρχοντες δεν θα φροντίζουν πώς να πλουτίσουν αλλά πώς να προστατεύουν τους πολλούς. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους μοναχούς που με το πρόσχημα της πνευματικής τους ενασχόλησης με το θείο απαιτούν να καρπώνονται πολλά από τα δημόσια αγαθά. Η αρετή δεν νοείται να ζητά ανταλλάγματα κοινωνικά και υλικά.
Αλλά κι ο Βησσαρίων αργότερα –ζώντας στην Ιταλία ως καρδινάλιος του Πάπα- σε επιστολή του(Β,σ.173-6) προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο επαναλαμβάνει τα ίδια περίπου με τον Πλήθωνα για το αμυντικό σύστημα της Πελοποννήσου συμπληρώνοντας ότι η ωμότητα των επιστατών και οι παράλογες εισπράξεις προς τους δουλοπάροικους είναι συμπεριφορές που δεν καλλιεργούν γενναίο φρόνημα σ’ αυτούς που καλούνται να πολεμήσουν ως στρατιώτες κάθε τόσο. Ακόμα ο Βησσαρίων προτείνει να εκμεταλλευτούν τον πλούτο κι ιδιαίτερα τον υπόγειο πλούτο της Πελοποννήσου και να σταλούν στην Ιταλία νέοι για να μάθουν τις αναγκαίες τέχνες, μηχανική, οπλοποιητική, σιδηροποιητική και ναυπηγική.
Οι πρωτοποριακές αυτές ιδέες του Πλήθωνος δεν έγιναν δεκτές από τους Παλαιολόγους άρχοντες κι έτσι χάθηκαν αρκετές δεκαετίες χωρίς να γίνει τίποτα. κι ήταν αργά πια να αλλάξει η κατάσταση, ακόμα κι όταν ο Κωνσταντίνος, ως δεσπότης του Μορέως, προσπάθησε να οργανώσει αθλητικούς αγώνες για την εκγύμναση του σώματος. Ο συγγραφέας Π. Κανελλόπουλος προχωρά στην υπόθεση ότι, αν ο Κωνσταντίνος δεν αναλάμβανε τις κτήσεις στη Μαύρα Θάλασσα αλλά γινόταν Δεσπότης του Μορέως αντί του αδελφού του Θεοδώρου, γύρω στα 1420 και διασταυρώνονταν η ισχυρή βούληση του Κωνσταντίνου με το ισχυρό πνεύμα του Πλήθωνος και τον πνευματικό κύκλο που είχε γύρω του δημιουργήσει στο Μυστρά, ίσως τότε «μπορεί νάπεφτε η Κωνσταντινούπολη, μπορεί όμως να μην έπεφτε η Ελλάς» (Α,288).
Είναι γεγονός ότι την ίδια εποχή στην Δυτική Ευρώπη έπνεε νέος άνεμος δημιουργίας. Οι ιταλικές πόλεις του Βορρά π.χ Φλωρεντία και οι ελεύθερες γερμανικές πόλεις είχαν καταφέρει η καθεμιά να έχουν ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και προοδευτικές συντεχνίες. Κι έμμεσα μέσα από το έργο προβάλλεται η σύγκριση των δυο συστημάτων. Κατά την προσωπική μου γνώμη η αναδιοργάνωση της κοινωνίας ήταν μονόδρομος για τη σωτηρία του Γένους. Οι προτάσεις του Πλήθωνος ήταν προς την σωστή κατεύθυνση. Η υλοποίηση τους είναι συζητήσιμη. Κατά πόσο ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να ξεφύγει από τις απολυταρχικές δομές της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Αρκούσε η βούληση της πολιτικής και πνευματικής εξουσίας; Η δημιουργία μιας νέας ισχυρής τάξης (αστικής ή όπως την φανταζόταν ο Πλήθων) σίγουρα θα ήταν το κλειδί που θα άνοιγε το δρόμο των εξελίξεων για την ανάπτυξη ενός ισχυρού ελληνικού Γένους, έστω στην Πελοπόννησο ήδη από τον 15ο αιώνα που ίσως να μην υποδουλωνόταν η περιοχή αυτή στους Τούρκους για 400 χρόνια. Όλα αυτά όμως παραμένουν υποθέσεις που προβληματίζουν, η Ιστορία όμως μίλησε κι έγραψε το τέλος για την Κωνσταντινούπολη και τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία της.

Πολιτικά λάθη που πληρώθηκαν πολύ ακριβά! Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες έτρεχαν στη Γαλλία, Ουγγαρία και στον Πάπα εκλιπαρώντας για βοήθεια, κι αφήνοντας κατά μέρος τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα αναζωογονούσαν, αν όχι τη γερασμένη Κωνσταντινούπολη, τουλάχιστον την Πελοπόννησο. Και προηγούμενοι Παλαιολόγοι αναλώθηκαν σε δυο εμφύλιους πολέμους, πρώτα μεταξύ Ανδρονίκου Β! και Ανδρονίκου Γ! (παππού κι εγγονού) και στη συνέχεια μετά το θάνατο Ανδρονίκου Γ! ο Ιωάννης Καντακουζηνός, πρώην σύμμαχος του εγγονού Ανδρονίκου στον πρώτο εμφύλιο διεκδικεί το θρόνο από τον ανήλικο διάδοχο Ιωάννη Ε! και τον σφετερίζεται αλλά…στη συνέχεια τον κάνει γαμπρό του και μετά από πολλές στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ πεθερού- γαμπρού, ο θρόνος επανέρχεται στο νόμιμο διάδοχο Ιωάννη Ε! Παλαιολόγο! Τους τελευταίους αιώνες στο Βυζάντιο και στα άλλα κράτη η πολιτική είχε καταντήσει πιο πολύ οικογενειακή υπόθεση και λιγότερο δημόσια υπόθεση. Το προσωπικό και το πολιτικό συμφέρον διαπλέκονταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν τα όρια της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Μέσω των γάμων τους, όλοι προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τα προσωπικά και πολιτικά τους συμφέροντα, χωρίς βέβαια πάντα να το κατορθώνουν. Ο συγγραφέας αναφέρει πάρα πολλές περιπτώσεις, από τις οποίες είναι χαρακτηριστικές οι ακόλουθες.
Ο Θωμάς Παλαιολόγος,, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου ΙΑ!, βρίσκει καταφύγιο μετά και την πτώση Δεσποτάτου Μορέως, στη Ρώμη, στον Πάπα, και παντρεύει την κόρη του Ζωή, που μετονομάστηκε σε Σοφία- με τον Πρίγκιπα της Ρωσίας Ιβάν Γ! (προξενητής ο Βησσαρίων), επενδύοντας πολιτικά ο μεν στη βοήθεια των Ρώσων για να απελευθερωθεί η Πόλη, ο δε για να παρουσιαστεί ως κληρονόμος της Βυζαντινών αυτοκρατόρων και η Μόσχα ως Τρίτη Ρώμη δηλαδή προστάτρια όλων των ορθοδόξων χριστιανών, ανταγωνιζόμενη όμως έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/λης. (βλέπε "Μάξιμος ο Γραικός" στο ιστολόγιο αυτό). Ο άλλος επιζών αδελφός Δημήτριος καταφεύγει στον ίδιο τον Μωάμεθ, τον εκπορθητή της Πόλης, με τον οποίο παντρεύει την κόρη του Ελένη Παλαιολογίνα και από τον οποίο παίρνει ως δώρο για να ζει τη Λήμνο και τα έσοδα από τα γύρω λιμάνια. Η αληθινή γνώση της Ιστορίας απομυθοποιεί καταστάσεις, γκρεμίζει στερεότυπα. αποκαλύπτει λάθη, δυνατότητες ή αδυναμίες κάθε λαού, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση μιας γνήσιας εθνικής ταυτότητας.

Ποιες ήταν όμως οι προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν αυτά τα τελευταία πενήντα χρόνια στο Βυζάντιο;
Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Β! που βασίλεψε από το1391-1425, παρουσιάζεται ως συνετός και φιλόσοφος βασιλεύς.. Από τους έξι γιους του, Ιωάννης, Ανδρόνικος, Θεόδωρος, Κωνσταντίνος, Θωμάς Δημήτριος ο πρωτότοκος Ιωάννης Η! τον διαδέχτηκε στο θρόνο (1425-1448) ενώ ο Θεόδωρος γίνεται Δεσπότης του Μυστρά.! Οι προσωπικότητες, οι γάμοι τους, οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, μέχρι που ο Κωνσταντίνος διαδέχεται τον άτεκνο Ιωάννη Η!, όταν απέθανε. Δίπλα στον Κωνσταντίνο ΙΑ! Παλαιολόγο, ο Γεώργιος Σφραντζής, έμπιστος φίλος του που του ανέθεσε και πολιτικά αξιώματα και χρονικογράφος της Άλωσης, Ενδιαφέρον προκαλεί η αμφιλεγόμενη μορφή του Βησσαρίωνα, ψυχή της Συνόδου της Φεράρας-Φλωρεντίας, έμπιστος των Παλαιολόγων και του Πάπα, που μετά τη Σύνοδο έμεινε στην Ιταλία κι έγινε καρδινάλιος και παρά λίγο να εκλεγεί και Πάπας. Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα Πατριάρχης Γεννάδιος, στην αρχή ενωτικός κι αργότερα ανθενωτικός, που τις ώρες της πολιορκίας της Κων/λης είχε εξαφανιστεί –φιλοξενούμενος Τούρκου προύχοντα (Β,331), εμφανίζεται μετά την Άλωση κι αναγορεύεται Πατριάρχης, παραχωρώντας του ο Μωάμεθ ο πολιορκητής τα γνωστά προνόμια, με τα οποία έλεγχε και προστάτευε το υπόδουλο Γένος. Ο Ισίδωρος, μητροπολίτης Μόσχας που τον είχε διορίσει το Βυζάντιο, ενωτικός που μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας έμεινε στην Ιταλία κι έγινε καρδινάλιος του Πάπα. Τις δύσκολες ώρες της πολιορκίας ήρθε στην Πόλη και πολέμησε από τις επάλξεις των τειχών.
Ο Γεώργιος Γεμιστός (1360-1452) ή Πλήθων, όπως άλλαξε το όνομα του για να είναι πιο αρχαιοπρεπές , με την παρουσία του καλύπτει σχεδόν τα τελευταία εκατό χρόνια του Βυζαντίου. Οι ιδέες του προκάλεσαν την αντίδραση του κατεστημένου στην Κων/λη, γι αυτό κατέφυγε στον Μυστρά, όπου δημιούργησε έναν πνευματικό κύκλο λογίων με φιλοσοφικές και πολιτικές ανησυχίες. Είχε μαθητές τον Βησσαρίωνα, το Γεώργιο Σχολάριο ή Γεννάδιο, τον Ισίδωρο, τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη κι άλλους πολλούς. Αυτό που χαρακτηρίζει τον Πλήθωνα είναι η επιστροφή στην ελληνοκεντρική θεώρηση του Γένους. Στο σπουδαιότερο έργο του «Νόμων συγγραφή», όπου οραματίζεται το ιδανικό κράτος, συναντάμε επιδράσεις από τον Πλάτωνα, τον οποίον θαύμαζε πολύ. Δυστυχώς απ’ το έργο αυτό σώζονται μόνο αποσπάσματα, διότι ο Γεννάδιος –πρώην μαθητής του- όταν έγινε πατριάρχης διέταξε την δια πυράς καταστροφή του. Ο Πλήθων ήταν άνθρωπος της θεωρίας και της πράξης, γι αυτό συντάσσει και στέλνει «Υπομνήματα» προς τους Παλαιολόγους για την αναμόρφωση στρατιωτική και οικονομική της Πελοποννήσου και προσφέρεται να αναλάβει ο ίδιος την εφαρμογή των ιδεών αυτών στην πράξη. Επίσης συμμετείχε ως ανθενωτικός στη Σύνοδο της Φεράρας- Φλωρεντίας. Πέθανε στα βαθιά γεράματα του, κι όταν ο Σιγισμούνδος Μαλατέστα κατέλαβε για λίγο το Μυστρά μετέφερε τα οστά του στο Ρίμινι Ιταλίας , όπου βρίσκονται ως σήμερα.

Πριν κλείσουμε την παρουσίαση αυτή πρέπει να επισημανθεί ένα βασικό γνώρισμα του έργου «Γεννήθηκα στα 1402» που έχει σχέση με τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας τις πηγές του. Ο συγγραφέας Π. Κανελλόπουλος ενσωματώνει μέσα στο αφηγηματικό του κείμενο αποσπάσματα πηγών από το πρωτότυπο. Ο αφηγητής αυτοβιογραφούμενος αναγιγνώσκει τα αποσπάσματα εκείνα από τους συγγραφείς της εποχής του ή και προηγούμενους που τον ενδιαφέρουν. Οι πηγές αυτές είναι ποικίλες και προέρχονται κύρια από συγγραφείς που εκπρόσωπούν την Παλαιολόγεια Αναγέννηση στα Γράμματα και στις επιστήμες . Οι κυριότεροι από αυτούς είναι:
1.Γεώργιος Παχυμέρης (περ.1242-1310) με το έργο του «Ιστορία» αφηγείται την περίοδο του Μιχαήλ Η! και Ανδρονίκου Β! Παλαιολόγων δηλαδή από το 1255 ως το 1310. Αξιολογείται ως φιλαλήθης αλλά με στρυφνό ύφος όπου τα κύρια ονόματα τα μεταβάλλει σε αρχαϊκά. 2.Θεόδωρος Μετοχίτης (1260-1332), με αξιόλογη πολιτική και συγγραφική δραστηριότητα, που διετέλεσε και Λογοθέτης δίπλα στον Ανδρόνικο Β!
3.Νικηφόρος Γρηγοράς (περ.1295-1360) συνεχίζει το έργο του Παχυμέρη, γράφοντας την «Ρωμαϊκή Ιστορία» του, που καλύπτει την περίοδο 1284-1359.
4.Δημήτριος Κυδώνης (1320-1398)σπουδαίος λόγιος, που εργάστηκε για την πνευματική και θρησκευτική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης
5.Θεόδωρος Σκουταριώτης γράφει τη «Σύνοψις Σάθα» για την περίοδο της αυτοκρατορίας Νίκαιας (1204-1261)
6.Ιωάννης ΣΤ! Καντακουζηνός όπου ως αυτοκράτωρ (1320-1356) πρωταγωνιστεί στα ιστορικά γεγονότα και γράφει την «Ιστορία» για να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Ακολουθούν οι τέσσερις ιστορικοί της Άλωσης, που διαφοροποιούνται μεταξύ τους, όχι μόνο ως προς τη γλώσσα αλλά και στα πολιτικά, θρησκευτικά, και πνευματικά ζητήματα της εποχής τους :
7.Ο Δούκας, παραμένει άγνωστο το μικρό του όνομα, φιλενωτικός, γράφει σε δημώδες ύφος, αν και είναι αριστοκρατικών αντιλήψεων.
8.Ο Αθηναίος Λαόνικος (Νικό-λαος, που αλλάζει το όνομα του σε πιο αρχαιοπρεπές, με αντιστροφή των δυο συνθετικών του) Χαλκοκονδύλης γράφει τις «Αποδείξεις Ιστοριών» για την περίοδο 1298-1453, όπου πιστεύει στην αξία της ελληνικής παδείας ως μέσον ανατάσεως του ελληνισμού.
9.Μιχαήλ Κριτόβουλος από τη νήσο Ίμβρο, όπου αγωνιά για τη σωτηρία του Γένους. Πρόθεση του είναι γράφοντας τη Ιστορία του να συγκινήσει τον Μωάμεθ Β! τον Πολιορκητή.
10. Γεώργιος Σφραντζής, όπου έγραψε το Χρονικό της Αλώσεως, το οποίο έχει διασωθεί σε δυο παραλλαγές: το Μεγάλο Χρονικό το οποίο έχει νοθευτεί από τους αντιγραφείς του –την οποία νοθεία συχνά μας επισημαίνει ο συγγραφέας- και το Μικρό Χρονικό που θεωρείται μια περίληψη του Μεγάλου και θεωρείται πιο αξιόπιστο.
Εκτός όμως από αυτές τις πηγές αναφέρει Επιστολές αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών προσώπων, και αποσπάσματα από έργα του Πλήθωνος κι άλλων λογίων της Παλαιολόγειας Αναγέννησης.

Ο συγγραφέας με την ενσωμάτωση των πηγών -πρωτογενών και δευτερογενών- στο έργο του, πρώτον τεκμηριώνει το ιστορικό πλαίσιο της αυτοβιογραφίας του, δεύτερον φέρνει σε άμεση επαφή τον αναγνώστη με σπουδαία έργα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Γράφει ο συγγραφέας (Β.414) «…ένα από τα κύρια κίνητρα, που μ’ έκαμαν να γράψω το βιβλίο τούτο ήταν η ανάγκη που αισθάνθηκα να φέρω σε επικοινωνία τα αυτιά των Ελλήνων της εποχής μας με τη φωνή των ανθρώπων εκείνων που αξίζει να ακουστεί …διότι ως τώρα την έχουν ακούσει μόνον οι ειδικοί. Πιστεύω ότι πρέπει να την ακούσουν και οι πολλοί». Ακόμα με την ενσωμάτωση των πηγών εμπλουτίζει το έργο του με πληροφορίες από άλλους τόπους και χρόνους, που ως αυτοβιογραφούμενος δεν θα μπορούσε.
Επίσης αξίζει να επισημανθεί ότι ο συγγραφέας στηρίχτηκε σε μια πλούσια βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλωσση, γενική και εξειδικευμένη, την οποία παραθέτει στο τέλος του έργου του, κι από την οποία δεν ενσωματώνει αποσπάσματα μέσα στην αφήγηση του αλλά αντλεί υλικό για τη συγγραφή του έργου του.
Έτσι ο συγγραφέας Π. Κανελλόπουλος ζωντάνεψε τις τελευταίες τραγικές δεκαετίες του Βυζαντίου, η δραματικότητα των οποίων ήταν τόσο έντονη, ώστε ο νεότερος Έλληνας αναγκάστηκε να ανακαλύψει την εθνική του ταυτότητα για να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του για να επιβιώσει!
                                                            Σούλη Αγγελική
                                                            Βάρκιζα, 25 –9- 2009.

4 σχόλια:

  1. πόσο χαίρομαι αν μάθω ότι πολύς κόσμος διάβασε την τόσο ενδιαφέρουσα ανάρτησή σας...! συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις

    1. το βιβλίο "Γεννήθηκα στα 1402" παρουσιάζει πολύ καλή αναγνωσιμότητα. Συγχαρητήρια για το ενδιαφέρον ιστολόγιο σας.Η ΕΕΕΣΜΑ είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου;

      Διαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ναι μπορείτε να το προσθέσετε στο ιστολόγιο σας, αρκεί να φαίνεται η πηγή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή