Η νεο-ελληνική πεζογραφία μας ξεκινά προς τα τέλη του 19ου
αιώνα και ένας από τους βασικούς θεμελιωτές της είναι ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης(1851-1911), ο οποίος απεικoνίζει με την πένα του τη ζωή
μέσα στην ελληνική ύπαιθρο και στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Στα διηγήματα
του περικλείει ατόφια τη νεοελληνική κοινωνία, προτού αυτή μπει στο αστικό
στάδιο ανάπτυξης της κι αρχίζει να επηρεάζεται από ευρωπαϊκά πρότυπα. Το έργο του
το κατέταξαν στη λεγόμενη ηθογραφία αλλά αυτό την ξεπερνά, αφού ο μεγάλος
Σκιαθίτης συγγραφέας προχωρά επιπλέον στην
ψυχολογική εμβάθυνση των ηρώων του και σε κοινωνικούς προβληματισμούς.
Ακόμα το γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα του, η φυσιολατρεία του κι αυτή η
τελείως προσωπική γραφή του που αναμιγνύει στοιχεία της καθαρεύουσας και της
δημοτικής– δείγματα οι αξεπέραστες λυρικές περιγραφές του- κάνουν το έργο του
ορόσημο για τη λογοτεχνία μας, ως γνήσιος εκφραστής της νεοελληνικής ψυχής.
Ένα από τα πιο γνωστά του έργα
είναι η «Φόνισσα» γραμμένο το 1903, με υπότιτλο κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο
Παπαδιαμάντης με τη νουβέλα αυτή δεν αποτυπώνει μόνο το φυσικό και κοινωνικό
περιβάλλον της ελληνικής υπαίθρου μέσα στο οποίο έζησε η ηρωίδα του η
Φραγκογιαννού αλλά προσπαθεί να αλλάξει
τις καθιερωμένες αντιλήψεις γύρω από το έγκλημα που επικρατούσαν μέχρι
τότε. Το άκουσμα και μόνο του χαρακτηρισμού «φόνισσα», που αποτελεί και τον
τίτλο του έργου, προκαλούσε και προκαλεί ακόμα τον αποτροπιασμό της κοινής
γνώμης. Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν τολμά να φωτίσει και να εμβαθύνει στα αίτια
εγκλήματος προσδίδοντας του διαστάσεις κοινωνικές, ψυχολογικές και ηθικές. Για
κάθε έγκλημα ευθύνεται σίγουρα το άτομο
που το διαπράττει αλλά υπάρχουν και άλλα αίτια που το εξωθούν σ’ αυτό. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει λοιπόν με
κατανόηση και συμπόνια τα όσα συμβαίνουν γύρω του χωρίς όμως να μπορεί να δώσει
άφεση αμαρτιών στον εγκληματία. Σε μια εποχή
που μόλις στην Ευρώπη αρχίζουν να
συνειδητοποιούνται τα κοινωνικά αίτια
του εγκλήματος, που στη Ρωσία λίγο ενωρίτερα είχε γράφει ψυχολογικό μυθιστόρημα ο Ντοστογιέφσκι το « Έγκλημα και Τιμωρία», το οποίο είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης και μισό
αιώνα προτού η Σιμόν ντε Μπωβουάρ
με το «Δεύτερο Φύλο» ξεσκεπάσει
τη γυναικεία σκλαβιά, ο Έλληνας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συλλαμβάνει και
αποτυπώνει στο μυθιστόρημά του «Φόνισσα»
τα βαθύτερα αίτια, που μπορούν να οδηγήσουν μια καταπιεσμένη, λόγω του φύλου της, γυναίκα στο έγκλημα.
H Φραγκογιαννού είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Θύτης γιατί
διαπράττει έγκλημα αλλά και θύμα
του κοινωνικού περιβάλλοντος της. Η οικογένειά της δεν
της πρόσφερε ούτε τα πρότυπα, ούτε τις
αξίες να διαπαιδαγωγηθεί σωστά (μάνα
στρίγγλα γνωστή για τον άσχημο χαρακτήρα της και την ενασχόλησή της με
τα μάγια), αλλά αντίθετα βιάστηκε να την
«κουκουλώσει» κοινώς υπ-αντρεύσει δείχνοντας έτσι το μειωμένο ενδιαφέρον για το
μέλλον της. Ακόμα δεν έλαβε κανενός είδους
συστηματική μόρφωση που θα της άνοιγε το νου και η βιοθεωρία της
διαμορφώθηκε μόνο από τις εμπειρίες της, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τραυματικές.
Στη συνέχεια παντρεύεται κάποιον που αποδεικνύεται ανίκανος και άβουλος να
θρέψει την οικογένεια του με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η ίδια να δουλέψει σκληρά
για την επιβίωση όλων. Αποκτά επτά παιδιά που δεν τα χάρηκε όσο θα ήθελε, αφού η
φτώχεια τα εξαναγκάζει να ξενιτευτούν ή να καταλήξουν στη φυλακή.
Μια φτωχιά, αμαθής, βασανισμένη γυναίκα, που ζει
μέσα σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη που δεν τη βοηθά καθόλου, αντίθετα την
καταπιέζει με τη νοοτροπία της. Αισθάνεται την καταπίεση του φύλου της, όπου η
γυναίκα θεωρείται «αδύνατο μέρος», όπου οι γαμπροί απαιτούν υπέρμετρη προίκα
για να παντρευτούν, όπου δεν συμφέρει να κάνει κάποιος κορίτσια γιατί θεωρείται στίγμα για τις ίδιες και τις οικογένειες τους να μείνουν
γεροντοκόρες. Ζώντας λοιπόν μέσα σε ένα
τέτοιο καταπιεστικό περιβάλλον
συνειδητοποιεί σιγά-σιγά τη γυναικεία
σκλαβιά της και την κοινή γυναικεία μοίρα,
και δοθείσης ευκαιρίας
«επαναστατεί». Η αφορμή ήταν
η τελευταία τραυματική της
εμπειρία, η άρρωστη εγγόνα της.
Η γριά λοιπόν Φραγκογιαννού κάνοντας τον
απολογισμό της ζωής της, ξενυχτώντας δίπλα στο άρρωστο μωρό καταλήγει
ότι «ο βίος είναι ανωφελής, μάταιος και βαρύς» και εξεγείρεται. Η εξέγερση της
όμως αυτή, λόγω του στενού
μυαλού της, του βεβαρημένου
ψυχισμού της και των ανύπαρκτων δυνατοτήτων της να αλλάξει τη ζωή της, εκφράζεται ως έγκλημα.
Κι αρχίζει να σκοτώνει όσα θηλυκά παιδιά
μπορεί, για να σώσει τα
ίδια απ’ τα μελλούμενα βάσανά τους και τους γονείς τους απ’ το βάρος
των κοριτσιών τους! Παραλογίζεται. Ο νους της ψηλώνει! Σκοτώνει νομίζοντας ότι κάνει
καλή πράξη! Έχει σύγχυση αξιών μέσα στο θολωμένο μυαλό της. Νομίζει ότι έτσι
διορθώνει τη φύση και τη ζωή. Αποφασίζει για θέματα που ανήκουν στη
δικαιοδοσία του Θεού, όπως ο θάνατος
Έχει όμως κανένας άνθρωπος το δικαίωμα να σκοτώνει νομίζοντας ότι έτσι σώζει
τον κόσμο; Ο Παπαδιαμάντης θέτει έτσι την ηθική διάσταση στο έγκλημα. Μπορεί
κανένα έγκλημα να δικαιολογηθεί από το σκοπό του, όσο κι αν υπάρχουν αιτίες που
ωθούν σε αυτό;
Πίσω απ’ τη φόνισσα βρίσκεται ένα άτομο αξιολύπητο. Ο
Σκιαθίτης συγγραφέας προχωρά κι άλλο πέρα απ’ τη εμβάθυνση των αιτιών ενός
εγκλήματος. Σκιαγραφεί επίσης την ψυχολογία του εγκληματία όχι μόνο πριν το
έγκλημα αλλά και μετά αποδίδοντας άριστα την ψυχολογία του ενόχου. Η φόνισσα,
όσο κι αν πιστεύει ότι εκτελεί θεάρεστο έργο, έρχονται όμως στιγμές που
αισθάνεται τύψεις και ενοχές Αμφιβάλλει για τις πράξεις της και φοβάται τη θεία
τιμωρία. Προσπαθεί να εκλογικεύσει και να εξηθικεύσει τα φονικά της για να
γεφυρώσει έτσι το χάσμα ανάμεσα στα εγκλήματα της και τις θρησκευτικές και
ηθικές της αντιλήψεις. Ζητά απ’ το Θεό να της στείλει σημάδια -τα οποία βέβαια
ερμηνεύει κατά το δοκούν-που να φανερώνουν ότι τα εγκλήματα της είναι θεάρεστα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Ένα άτομο διχασμένο και κυνηγημένο που τελικά προσπαθεί
να ξεφύγει κι απ’ την ανθρώπινη δικαιοσύνη, όταν άρχισαν να την υποψιάζονται για τα φονικά των μικρών κοριτσιών. Εύστροφη και ετοιμόλογη προσπαθεί
να αποπροσανατολίσει όσους την υποψιάζονται και να αποφύγει τη σύλληψη της απ’
τους χωροφύλακες.
Το τέλος της βέβαια δεν αργεί να έρθει. Η Φραγκογιαννού
πνίγεται στα νερά της παλίρροιας, στην προσπάθεια της να ξεφύγει από τους
χωροφύλακες που την καταδιώκουν. Ο θάνατος της λειτουργεί ως κάθαρση στην ψυχή
του αναγνώστη κι ως τραγική ειρωνεία. Ο
συγγραφέας επιλέγει τον ίδιο
τρόπο θανάτου που επέλεγε η
ίδια για
τα θύματά της, τον πνιγμό.
Τώρα βιώνει η ίδια
έναν αργό, βασανιστικό πνιγμό καθώς
τα νερά της παλίρροιας ανεβαίνουν
και την πνίγουν, προτού προλάβει να φτάσει στο
εκκλησάκι του Άϊ-Σώστη για να σωθεί, ζητώντας άσυλο. Ο θάνατός της δεν έρχεται ούτε σαν ανθρώπινη
τιμωρία -λες οι
θνητοί και ατελείς άνθρωποι να μην μπορούν
να αποδώσουν δικαιοσύνη σ’ αυτή τη βασανισμένη ψυχή- ούτε όμως ως
συγχώρεση από το Θεό. Πώς ο Θεός να συγχωρέσει το έγκλημα; Ο θάνατος της ήλθε
σαν θεία τιμωρία απ’ την ίδια τη φύση. Ευρηματικό τέλος από την πένα του
Παπαδιαμάντη! Πώς να κρίνεις και να καταδικάσεις, όταν είσαι Παπαδιαμάντης!
Απλά και ταπεινά παρακολουθείς με κατανόηση και συμπόνια τα βάσανα του κόσμου!
Αγγελική Σούλη
Μάρτης
1998
Από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα, που αξιώθηκα να το δω και δραματοποιημένο με την υπέροχη Λυδία Κονιόρδου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ανάλυσή σου δεν άφησε τίποτα απ' έξω: και το φιλολογικό γίγνεσθαι της εποχής που γράφτηκε και το κοινωνικό στάτους της εποχής που αναφέρεται.
Μας λείπουν συγγραφείς σαν τον Παπαδιαμάντη.
Ποια είναι ψυχοσύνθεση της Φραγκογιαννού ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα νομίζω σκιαγραφείται στην ανάγνωση που έχω αναρτήσει.μια γυναίκα καταπιεσμένη τόσο πολύ λόγω φύλου και φτώχειας που έφθασε να σαλεύει το μυαλο της καινά σκοτώνει αθώα κοριτσάκια νομίζοντας οτι διαπράττει θεάρεστο έργο.κλπ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοια στοιχεία δείχνουν ότι η φονισσα είναι δυνατό ψυχογραγημα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην προτελευταία παράγραφο της ανάγνωσης μου, νομίζω θα βρείτε την απάντηση που ζητάτε, η οποία αναφέρεται στην ψυχολογία της Φραγκογιαννούς πριν και ιδίως μετά τα εγκλήματα που διέπραξε. ένας ταραγμένος ψυχικός κόσμος που έφθασε να σκοτώσει... δεν αποτελεί από μόνο του δυνατό ψυχογράφημα;
ΑπάντησηΔιαγραφή