Το αστυνομικό μυθιστόρημα τις τελευταίες δεκαετίες
φαίνεται να αντιμετωπίζεται σοβαρά στη λογοτεχνική κριτική.
Η εξιχνίαση του εγκλήματος -από έναν ευφυή ντετέκτιβ που κυριαρχούσε στα πρώτα
αστυνομικά μυθιστορήματα- τώρα γίνεται το πρόσχημα για να ασκηθεί κοινωνική
κριτική, να καταγγελθούν η διαφθορά και η διαπλοκή του συστήματος, να
περιγραφούν οι αποχρώσεις της παραβατικότητας, να αναζητηθούν τα αίτια του
εγκλήματος και τα κίνητρα του εγκληματία στο κοινωνικό περιβάλλον, στο
ψυχολογικό του προφίλ, στον ατομικό παραλογισμό. Με άλλα λόγια το αστυνομικό
μυθιστόρημα φιλοδοξεί να παρουσιάσει την
άλλη όψη της κοινωνίας, τη σκοτεινή, τη ζοφερή, όπου το Κακό φωλιάζει και
βρίσκει χίλιους τρόπους να εκδηλωθεί. Άτομα απ’ τον υπόκοσμο ή φαινομενικά
φιλήσυχοι πολίτες αλλά με ψυχολογικά κι υπαρξιακά αδιέξοδα που τους πνίγουν
καθημερινά, ή άτομα υπεράνω υποψίας από την ανώτερη τάξη με το πάθος του
χρήματος και της εξουσίας είναι συνήθως οι αντι-ήρωες των μυθιστορημάτων αυτών.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα στα 150 σχεδόν χρόνια παρουσίας του έπλασε
αξεπέραστους τύπους αστυνομικών ηρώων, όπως τον Σέρλοκ Χόλμς του Ντόυλ, τον Φίλιπ
Μάρλοου του Τσάντλερ, τον Πουαρό της Άγκαθα Κρίστι, τον επιθεωρητή Μαιγκρέ του
Ζορζ Σιμενόν, τον αστυνόμο Μπέκα του
δικού μας Γιάννη Μαρή κι άλλους.
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης στο πρώτο
του μυθιστόρημα «Παλιοί Λογαριασμοί», που ανήκει στο αστυνομικό,
θέμα του έχει την εξιχνίαση μιας σειράς δολοφονιών, οι οποίες μοιάζουν πολύ
μεταξύ τους. Όλα τα θύματα ανήκουν στη μεγαλοαστική τάξη, είναι πανίσχυροι
παράγοντες του τόπου, ο τρόπος εκτέλεσης τους είναι πανομοιότυπος με μια σφαίρα
στην καρδιά από 22άρι όπλο κι ο δολοφόνος έχει φροντίσει να μην αφήσει κανένα
ίχνος που θα μαρτυρούσε την ταυτότητα του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι
δολοφονίες αυτές συνδέονται μεταξύ τους. Τι κοινό τις συνδέει όμως και ποιος
μπορεί να είναι ο δολοφόνος; Ο συγγραφέας Αζαριάδης με το έργο αυτό καταγγέλλει τη διαφθορά και τη διαπλοκή του πολιτικοοικονομικού
συστήματος στη χώρα μας, μιλάει για το πελατειακό σύστημα που άνθησε στη
μεταπολίτευση και αναφέρεται στους προδότες από τη γενιά του, την
επονομαζόμενη του Πολυτεχνείου και στις ευθύνες που τους βαραίνουν για την
κατάντια της χώρας μας. Οι επιρροές από το γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα που αναζήτησε στο έγκλημα πολιτικά κίνητρα, είναι φανερές στο έργο του Αζαριάδη.
Καθώς ξετυλίγεται η πλοκή της υπόθεσης, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ότι τα θύματα ήταν παλιοί συμφοιτητές στο Κολέγιο Αθηνών, που στα πλαίσια του αντιδικτατορικού αγώνα πρωτοστάτησαν στη μεγάλη αποχή που οργανώθηκε εκεί λίγο μετά την πτώση της Χούντας διεκδικώντας μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Οι αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις τους, ο κίνδυνος να χαθεί το έτος απ’ την 8μηνη αποχή θορύβησαν τη διεύθυνση του κολεγίου. Φημολογείται ότι χάρη στις ενέργειες του υποδιευθυντή η αποχή έληξε και οι πρωτοστατούντες μετά λίγα χρόνια ξέχασαν το επαναστατικό φρόνημα τους κι ενσωματώθηκαν στο σύστημα μέσω των γάμων τους, το οποίο σύστημα υπηρέτησαν βέβαια ολόψυχα!
Καθώς ξετυλίγεται η πλοκή της υπόθεσης, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ότι τα θύματα ήταν παλιοί συμφοιτητές στο Κολέγιο Αθηνών, που στα πλαίσια του αντιδικτατορικού αγώνα πρωτοστάτησαν στη μεγάλη αποχή που οργανώθηκε εκεί λίγο μετά την πτώση της Χούντας διεκδικώντας μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Οι αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις τους, ο κίνδυνος να χαθεί το έτος απ’ την 8μηνη αποχή θορύβησαν τη διεύθυνση του κολεγίου. Φημολογείται ότι χάρη στις ενέργειες του υποδιευθυντή η αποχή έληξε και οι πρωτοστατούντες μετά λίγα χρόνια ξέχασαν το επαναστατικό φρόνημα τους κι ενσωματώθηκαν στο σύστημα μέσω των γάμων τους, το οποίο σύστημα υπηρέτησαν βέβαια ολόψυχα!
Για παράδειγμα η κατασκευαστική εταιρεία του πρώτου
δολοφονηθέντος, του Δερεμή, αναλάμβανε τα μεγάλα δημόσια έργα (οδικό δίκτυο,
ολυμπιακά κέντρα…) με απ’ ευθείας ανάθεση τα περισσότερα, ύστερα από έμμεση
παρέμβαση του υφυπουργού οικονομικών, ο οποίος ήταν παλιός γνώριμος του από την
εποχή της αποχής του Αμερικάνικου Κολεγίου, όπως και ο διευθυντής της Δίωξης
Ναρκωτικών. Μίζες της τάξεως του 5% δόθηκαν ανεπίσημα κάτω από το τραπέζι στους
διαπλεκόμενους κι επίσημα η εταιρεία αναλάμβανε τη χορηγία πολιτιστικών έργων κι
άλλων. Για όσους από τους εργαζόμενους, συνήθως συνδικαλιστές, τολμούσαν να
διαμαρτυρηθούν για τις μη ασφαλείς συνθήκες εργασίας τους, οι απολύσεις και η
δυσφήμηση για το ηθικό ποιόν τους ήταν η
απάντηση της εργοδοσίας.
Τις νομικές υποθέσεις του ομίλου που αφορούσαν
ύποπτες ως και πολύ βρώμικες συναλλαγές αναλάμβανε το νομικό γραφείο του έτερου
φίλου κι επίσης δολοφονηθέντος μεγαλοδικηγόρου Χαροντίδη, ο οποίος είχε
κατηγορηθεί για συμμετοχή σε παραδικαστικά κυκλώματα. Επίσης ήταν μέτοχος σε
μεγάλο εκδοτικό οργανισμό, που έλεγχε μέρος του Τύπου και των ΜΜΕ. Λαθραία
εισαγωγή πολύτιμων λίθων ύψους 750 εκατομμυρίων ευρώ, φήμες για εμπρησμό
ιδιόκτητου κτηρίου του για να εισπράξει την υπέρογκη ασφάλεια του βαραίνουν τον άλλο δολοφονηθέντα κι όλα τα
θύματα συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών ο ένας του άλλου. Με
λίγα λόγια «είχε διαμορφωθεί μια ισχυρή οικονομική τάξη που λειτουργούσε πέρα και πάνω από κάθε νόμο,
λες κι ήταν άτρωτη. Η αλαζονεία της εξουσίας σε όλο το μεγαλείο της». Συγχρόνως
ο συγγραφέας ασκεί κριτική στα πρότυπα της ανώτερης κοινωνικής τάξης, στους
συμβατικούς γάμους τους και στην παράλληλες σχέσεις που διατηρούν, στα σύμβολα
δύναμης και κύρους που τους προσφέρουν η κατοχή πολυτελών αυτοκινήτων, εξοχικών
σε τοπ προορισμούς, σε έναν τρόπο ζωής που έχει γίνει πρότυπο για τους
περισσότερους απ’ αυτούς.
Η κριτική του συγγραφέα στρέφεται
και κατά της Αριστεράς με την ξύλινη γλώσσα και την αδυναμία της να παρέμβει
ουσιαστικά στα πολιτικά δρώμενα. Αντίθετα
προβάλλεται η αντιεξουσιαστική ιδεολογία της ομάδας του Κολεγίου «με την
κατάργηση των κομμάτων […] και την αντικατάσταση τους από αυτόνομες ομάδες
οργανωμένες στη βάση της ανακλητότητας των εκπροσώπων, που συντονίζονται για να
δράσουν από κοινού με άλλες παρόμοιες ομάδες. Μπορείς να πεις ότι είναι ένα
μοντέλο εμπνευσμένο από τους αναρχικούς στον ισπανικό Εμφύλιο μ’ ελαφρές
πινελιές από το γαλλικό Μάη». Αναφέρεται συγκεκριμένα «δεν υπάρχουν πληροφορίες
γενικότερα για τη δράση αντεξουσιαστικών ομάδων επί Δικτατορίας, αφού τους
είχαν θάψει κάτω από τόνους κομματικού υλικού» και σε άλλο σημείο «στις
φοιτητικές εκλογές του Κολεγίου η ομάδα των αντεξουσιαστών υπερισχύει του
φασιστικού μετώπου δηλαδή των δεξιών και
ακροδεξιών».
Σκηνικό του έργου είναι η
σύγχρονη Αθήνα, την οποία ο διώκτης του εγκλήματος υπαστυνόμος Μίραλης συχνά
αποκαλεί ως «θλιμμένη, απωθητική, μίζερη πόλη» όταν από το παράθυρο του
γραφείου του αντικρίζει την τσιμεντένια πόλη να απλώνεται μπροστά του ή όταν τη
νύχτα επισκέπτεται παρακμιακά μπαράκια της ή όταν πνίγεται από τους εντατικούς
ρυθμούς που επιβάλλει στους κατοίκους της. Το μυθιστόρημα «Παλιοί Λογαριασμοί»
αποκτά έτσι δεσμούς με το λεγόμενο μεσογειακό
αστυνομικό μυθιστόρημα και θυμίζει το Γάλλο συγγραφέα Υζό που τα έργα του
διαδραματίζονται στην πόλη της Μασσαλίας, τον Έλληνα Πέτρο Μάρκαρη, όταν
αναφέρεται στη γενιά του Πολυτεχνείου και τον Γάλλο Μανσέτ, όταν προσδίδει
πολιτικό χρώμα στο μύθο του.
Ο υπαστυνόμος Μίραλης και η
τετραμελής ομάδα του αναλαμβάνει την εξιχνίαση των δολοφονιών. Ο συγγραφέας
παρουσιάζει με ρεαλισμό κι άλλοτε με κυνισμό τις συνθήκες εργασίας της ομάδας
μέσα κι έξω απ’ το χώρο του κτηρίου της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι εντατικοί
ρυθμοί της ομάδας έρευνας του Μίραλη, οι μέθοδοι έρευνας της Σήμανσης, η
συγκέντρωση πληροφοριών από το οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον των
θυμάτων, οι καθημερινές συσκέψεις της ομάδας για να διασταυρώσουν τα στοιχεία
τους, η αναγνώριση κι ο θαυμασμός προς ορισμένους αστυνομικούς από τη παλιά κι
έμπειρη γενιά για το έργο τους, το
προφίλ του Αρχηγού της Αστυνομίας και οι δοσοληψίες του με τους διευθυντές των
ειδήσεων των μεγάλων καναλιών της χώρας και οι ισορροπίες που προσπαθεί να
κρατήσει μαζί τους, όταν του απαιτούν να έχουν ενημέρωση πρώτοι και κατά
αποκλειστικότητα
Παρόλη την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, οι
ενδείξεις οδηγούν την ομάδα στη σύλληψη
της θεωρίας του δολοφόνου-εκδικητή, την οποία όμως δυσκολεύονται να
στοιχειοθετήσουν. Η παρουσίαση του κοινού παρελθόντος των δολοφονηθέντων
φωτίζει το κίνητρο του δολοφόνου. Ο δολοφόνος μάλλον προέρχεται απ’ την παρέα
του Κολεγίου, έχει μείνει πιστός στις επαναστατικές αντιεξουσιαστικές ιδέες του
κι εκδικείται τους πρώην ομοϊδεάτες του για το ότι ενέδωσαν στη διαφθορά,
καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα… κι έγιναν συνδιαμορφωτές του διεφθαρμένου
πολιτικοοικονομικού συστήματος παρά τις αντίθετες ιδεολογικές πεποιθήσεις της
νιότης τους. Ο δολοφόνος απονέμει μια ιδιότυπη προσωπική δικαιοσύνη, που
επιβάλλει την κάθαρση μόνος του. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και δικαστής και
εκτελεστής της ετυμηγορίας που εξέδωσε. Ποιός
όμως απ’ την ευρύτερη ομάδα του Κολεγίου μπορεί να είναι ο δολοφόνος;
Ποιοι ακριβώς συμμετείχαν στην ομάδα; μπορεί να υπάρξει και νέο θύμα; Και ποιος
τότε θα είναι ο επόμενος στόχος του δολοφόνου;
Ένα κλίμα φόβου αρχίζει να απλώνεται πάνω στην κοινωνία, το οποίο
μεγεθύνουν κάθε μέρα τα ΜΜΕ στην προσπάθεια τους να ενημερώσουν την κοινή γνώμη
και να ανεβάσουν τα ποσοστά τηλεθέασης τους!
Τότε εμφανίζεται ο Βεργίνης,
άξιος αστυνομικός διευθυντής από την παλιά γενιά –γνωστός από το πρώτο κεφάλαιο
του έργου, όταν ανακοίνωσε το θάνατο φίλου συναδέλφου του στο γιο του θανόντος
τον Αχιλλέα, κι ανάλαβε την κηδεία και ταφή του φίλου του, όπως ο θανών είχε
ορίσει. Ο Βεργίνης προτείνει λοιπόν στον Μίραλη να επισκεφθεί κάποιον παλιό αστυνομικό, που
ζει απομονωμένος από τον κόσμο κάπου στην Καισαριανή κι ο οποίος γνωρίζει καλά
από παλιά τον αντεξουσιαστικό χώρο στον καιρό της Χούντας. Ακολουθούν μια σειρά
επισκέψεων στον παλιό μπάτσο, τον αποκαλούμενο Μαύρο Βαρόνο, οι οποίες
κρατούνται μυστικές από τα υπόλοιπα μέλη της ερευνητικής ομάδας της αστυνομίας κατ’ επιθυμία του Βαρόνου
και στις οποίες ο Μίραλης πληροφορείται την ύπαρξη ενός δεινού ρήτορα που
λειτούργησε ως μέντορας των 4 θυμάτων κατά τη διάρκεια της μεγάλης αποχής του
Αμερικάνικου Κολεγίου κι άλλα πολλά σχετικά. Σιγά-σιγά όμως ο υπαστυνόμος
Μίραλης παγιδεύεται στην ερμηνεία που του δίνει ο μυστηριώδης αντεξουσιαστής συνομιλητής του για τα κίνητρα του δολοφόνου, γεγονός που τον οδηγεί σε
σταδιακή μετάλλαξη της προσωπικότητας του. Ο Μίραλης αισθάνεται διχασμένος ανάμεσα στον διώκτη του εγκλήματος
και στον άνθρωπο που δικαιώνει τον εκδικητή-δολοφόνο, αφού αρχίζει να
αναγνωρίζει ότι τα θύματα ήταν συγχρόνως και θύτες που τα εγκλήματα τους κατά
της κοινωνίας δεν τιμωρήθηκαν ποτέ από κανέναν. Εξάλλου ο συγγραφέας για να
τονίσει τη μετάλλαξη αυτή παίζει με τη λεπτή παραλλαγή των ονομάτων Μίραλης του
υπαστυνόμου και Μόραλης του αντεξουσιαστή μέντορα. Τελικά ο υπαστυνόμος παρασύρεται στο να αναλαμβάνει
πρωτοβουλίες για την εξιχνίαση του εγκλήματος μόνος του εν αγνοία της ομάδας
…Τελικά ο Μίραλης θα καταφέρει να συλλάβει το δολοφόνο;
Στην περιέργεια και στην αγωνία
των πρώτων κεφαλαίων του έργου τώρα προστίθενται ο φόβος κι ένα κλίμα μυστηρίου
που θυμίζουν κινηματογραφική ταινία
νουάρ. Αν στο μυθιστόρημα των Μάρκαρη και Μαρή οι ήρωες κινούνται
στο φως, στο μυθιστόρημα του Αζαριάδη ο ήρωας κινείται στο σκοτάδι κατά την
έρευνα του, τονίζοντας έτσι το στοιχείο νουάρ. Ο συγγραφέας φροντίζει οι
συναντήσεις Μίραλη-Βαρόνου να γίνονται πάντα μεσάνυχτα στο σπίτι του δεύτερου,
κοντά στο νεκροταφείο της Καισαριανής, στα μισοσκότεινα, όπου οι σκιές των
δένδρων στο «θολωμένο» μυαλό του Μίραλη δημιουργούν παραισθήσεις εφιαλτικές, το
μοτίβο του βάλτου που συμβολίζει ότι βαλτώνουν οι έρευνες ευρισκόμενες σε
αδιέξοδο, όλα αυτά συντείνουν σ’ αυτό το κλιμα νουάρ, κι όσο το μυθιστόρημα
προχωρά προς τη λύση του δράματος τόσο το κλίμα τρόμου μεγαλώνει.
Ο συγγραφέας ξέρει να πλέκει το μύθο του. Αν και από ένα σημείο και πέρα
αφήνει ενδείξεις για την ταυτότητα του δολοφόνου-εκδικητή, φροντίζει όμως να διατηρεί την αγωνία και το
μυστήριο μέχρι να αποδειχτούν αληθινές οι υποψίες του αναγνώστη και προ πάντων
μέχρι να αποκαλυφθεί ο τελικός στόχος του δολοφόνου. Νέα πρόσωπα και γεγονότα
κάθε τόσο εμπλουτίζουν την πλοκή του μύθου. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ
δύο συμμοριών που ελέγχουν το εμπόριο ναρκωτικών δίνει μια παραστατική εικόνα
για το χώρο αυτό και τις λεπτές ισορροπίες που προσπαθεί να κρατήσει μαζί τους
ο αρχηγός Δίωξης Ναρκωτικών. Η μυστηριώδης Δάφνη η ερωτευμένη με τον
αντεξουσιαστή-μέντορα των 4 θυμάτων, τα μυστηριώδη σημειώματα που λαμβάνει ο
Αχιλλέας και δυο νέες δολοφονίες διατηρούν συνεχώς το κλίμα τρόμου και
μυστηρίου. Ίσως για να ελαφρύνει το κλίμα αυτό ο συγγραφέας παρεμβάλλει αρκετές
αισθησιακές σεξουαλικές σκηνές, άλλωστε
σύνηθες φαινόμενο σε παρόμοια έργα, ιδίως κινηματογραφικά
Η διακειμενικότητα του κειμένου
είναι εμφανής. Ο συγγραφέας θαυμάζει τον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικής
λογοτεχνίας Τσάντλερ, αναφερόμενος στον ντετέκτιβ του Φίλιπ Μάρλοου, το σκανδιναβικό αστυνομικό
μυθιστόρημα που το αναφέρει αρκετές φορές, την κινηματογραφική ταινία Solaris που αποτέλεσε πρότυπο
για τη μετάλλαξη του υπαστυνόμου Μίραλη και πάνω απ’ όλα αναφέρει συχνότατα τον
Κάιζερ Σόζε, τον ήρωα της ταινίας «Συνήθεις ύποπτοι», τον οποίο υποδύθηκε ο
Κέβιν Σπέϊσι και που δηλώνει τον άφαντο δολοφόνο και τον Κλιντ Ίστγουντ, το
τιμωρό που επιβάλλει την κάθαρση με ένα είδος προσωπικής δικαιοσύνης, στις
τελευταίες ταινίες του. Αγαπημένο μοτίβο επίσης η ροκ μουσική που ως μουσική
υπόκρουση «ακούγεται» σε αρκετές σκηνές του έργου.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί η
άνεση με την οποία ο συγγραφέας
χειρίζεται τη γλώσσα. Έχει εκφραστικές δυνατότητες με αποτέλεσμα ο λόγος του να
ρέει. Κυριαρχούν η ειρωνεία, ο κυνισμός, η αθυροστομία, πολλές εκφράσεις αργκό
ενώ δεν λείπει κι ο λυρισμός. Οι περιγραφές του είναι δυνατές άλλοτε
ρεαλιστικές κι άλλοτε λυρικές. Γράφει περιγράφοντας τα σωματικά προσόντα της
γραμματέως του αρχηγού Αστυνομίας «το πληθωρικό στήθος (της) είχε αποδυθεί σε
μια άνιση μάχη με το μπορντό σουτιέν δοκιμάζοντας τα έσχατα όρια αντοχής
του». Στις ρεαλιστικές περιγραφές του,
όπως η σκηνή στο λιμάνι του Λαυρίου, χαρακτηριστικό του είναι οι μικρές
προτάσεις -η καθεμιά τους και μια εικόνα- που όλες μαζί συνθέτουν μια ολόκληρη
σκηνή να ξετυλίγεται ολοζώντανη μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. «Ύστερα από αρκετή ώρα άραξε σ’ ένα παγκάκι
στο τέρμα του λιμανιού. Ο ψυχρός θαλασσινός αέρας τον ανάγκασε να σηκώσει το
φερμουάρ του ταλαιπωρημένου μπουφάν. Άναψε τσιγάρο. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο
πέλαγος. Κάποιοι τολμηροί σέρφερ πάλευαν με τα κύματα. Στο βάθος, ένα γερασμένο
πλοίο της γραμμής των Κυκλάδων αγκομαχούσε να μπει στο λιμάνι. Βρόμικοι
θλιβεροί γλάροι έδιναν παράσταση πετώντας με ήρεμη μεγαλοπρέπεια και ξαφνικά
βουτώντας θεαματικά λες και ήταν Σπιτφάιρ στον Β! Παγκόσμιο». Κατάλληλα
επιλεγμένα επίθετα, ρήματα ή και ουσιαστικά, λίγες μεταφορές και παρομοιώσεις
αποδίδουν με ακρίβεια τη σκέψη του συγγραφέα.
Το φινάλε του έργου καθηλώνει
πραγματικά τον αναγνώστη με την αναπάντεχη πλοκή κι ένταση του αλλά δημιουργεί
ερωτηματικά για τα μηνύματα που στέλνει τελικά το έργο. Το συγγραφέα τον
απασχόλησε πολύ το τέλος που θα έδινε
στο έργο του και μάλιστα αναφέρει ότι οι συγγραφείς πάντα
προβληματίζονται για τη λύση του δράματος και τον τρόπο που θα κλείσουν το έργο
τους. Μάλιστα κάποιοι κριτικοί πιστεύουν όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση
ανάμεσα στην προβλεψιμότητα του μύθου και στην απρόβλεπτη πλοκή του, τόσο πιο
μεγάλη θεωρείται η ικανότητα του συγγραφέα να σχεδιάζει το έργο του. Στην
προκειμένη περίπτωση υπήρχε απρόβλεπτη πλοκή και μάλιστα μεγάλη αλλά ο
αναγνώστης αδυνατούσε να προβλέψει και
το τέλος του μύθου. Τι σημαίνει αυτό; τα μηνύματα που στέλνει το έργο δεν είναι
αναμενόμενα, έστω από το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Γιατί; Ποιο το τελικό μήνυμα που στέλνει ο
συγγραφέας στο κοινό; Αγαπητοί αναγνώστες δεν μπορώ να σας αποκαλύψω
περισσότερα και μάλιστα όταν πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα που πρόσφατα
κυκλοφόρησε. Στο έργο «Παλιοί
λογαριασμοί» ο δολοφόνος-εκδικητής φαίνεται να κλείνει τους παλιούς
λογαριασμούς με τους ομοϊδεάτες του που είχαν μείνει ανοιχτοί για κάποιες
δεκαετίες ή μήπως τελικά ανοίγει και καινούργιους λογαριασμούς με κάποιους
αθώους; Ένα τέλος ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες!
Σούλη Αγγελική
Βάρκιζα 27-12-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου