Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα, που σημειώνει παρουσία εκατοπενήντα χρόνων στη νεοελληνική λογοτεχνία, στα τέλη του 20ου αιώνα παρουσιάζει μεγάλη άνθηση κι ανανεώνεται τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή του. Η βυζαντινή λοιπόν δυναστεία των Κομνηνών προσφέρεται ως θέμα και για το μυθιστόρημα του Άγγελου Βλάχου «Οι τελευταίοι Γαληνότατοι» και για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Ένας σκούφος από πορφύρα» αλλά από τελείως διαφορετική οπτική γωνία.
Η δυναστεία Κομνηνών, που κυβέρνησε το Βυζάντιο από το
1081-1185 μετά το τέλος της οποίας, λίγα χρόνια αργότερα, ακολούθησε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από
τους Φράγκους το 1204, είχε όλα εκείνα
τα στοιχεία, που θα τραβούσαν σήμερα την προσοχή ενός σύγχρονου σεναριογράφου
για να συνθέσει την ιστορία μιας δυναστείας
που γνώρισε την εξουσία, τη δόξα, τα πλούτη αλλά και τις συνωμοσίες, τους φόνους, τους έρωτες και τα
πάθη. Οι Κομνηνοί βασιλεύουν τον καιρό που ποικίλοι εχθροί της βυζαντινής αυτοκρατορίας
της επιτίθενται από παντού, εξ Ανατολών, εκ Δυσμών, εκ Βορρά απειλώντας τα
μακροχρόνια σύνορα της, αντίστοιχα στην Αδριατική θάλασσα, στον Ευφράτη ποταμό,
στο Δούναβη και στοχεύοντας στην ίδια την ύπαρξη της. Κι οι Κομνηνοί
κατορθώνουν να ανακόψουν για εκατό χρόνια περίπου τη προδιαγεγραμμένη πορεία
της αυτοκρατορίας προς την πτώση και να ταυτιστούν με την τελευταία αναλαμπή
του Βυζαντίου. Η δυναστεία Κομνηνών περιλαμβάνει ικανότατες προσωπικότητες,
πολιτικές και στρατιωτικές, αλλά κι αδίστακτους αμοραλιστές που ποθούν να
βρεθούν στην εξουσία με κάθε τρόπο, γυναικείες μορφές δυναμικές αλλά και
φιλόδοξες, έρωτες που θυσιάζονται χάριν της πολιτικής, αστρολόγους και
παρακοιμώμενους δίπλα στην βασιλική εξουσία, ανθρώπους των γραμμάτων κι
ανθρωπιστές…δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να γραφεί ένα μυθιστόρημα, που να
προσφέρει συγκίνηση, ένταση κι αγωνία στον αναγνώστη!
Ο Άγγελος Βλάχος (1915-2003) εστιάζει το θέμα του πάνω
στους τρόπους που χρησιμοποιεί μια αυτοκρατορία, σαν τη Βυζαντινή, για να
διατηρήσει την ισχύ της σε μια εποχή πολύ δύσκολη γι αυτήν και με ποιους
τρόπους, άθελα της ίσως, οδηγείται σιγά-σιγά στην παρακμή.
Εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα εκδίδεται το 1995 το
μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (γεν.1947) «Ένας σκούφος από πορφύρα» στο
οποίο η συγγραφέας αποδομεί την πολιτική εξουσία των Κομνηνών αλλά και
γενικότερα την εξουσία. Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει[1]
ότι πρόθεση της δεν ήταν να αναπλάσει μόνο την εποχή των Κομνηνών ταξιδεύοντας
χίλια χρόνια πίσω από σήμερα, αλλά κύρια να χρωματίσει τα ιστορικά πρόσωπα
χωρίς να τα αλλοιώσει από την άκαμπτη ψηφιδωτή στάση τους, με την οποία μας
παραδόθηκαν δια μέσου των αιώνων, και τα οποία ζητούν τη δικαίωση τους.
Προβάλει τον άνθρωπο αποκαλύπτοντας τα ανομολόγητα κίνητρα που τον ωθούν στην
εξουσία, τους λόγους για τους οποίους επιλέγει τους συγκεκριμένους
πολιτικοστρατιωτικούς στόχους του και τα μέσα για να τους υλοποιήσει. Η
συγγραφέας προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις γυναικείες μορφές που έζησαν δίπλα στον
αυτοκράτορα-άνθρωπο Αλέξιο Α! Κομνηνό, τη μητέρα, τη σύζυγο, την κόρη, την
πρώτη αγαπημένη και σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες τους, τα όνειρα, τις
φιλοδοξίες τους διαπλέκει τον ανθρώπινο παράγοντα με τον κονωνικοϊστορικό και
μας δείχνει πως εξελίσσεται η Ιστορία.. Έτσι αποδομούνται κι οι δυναστείες
αποκαλύπτοντας μας τους τρόπους με τους
οποίους δημιουργούνται.
Στο έργο « Οι τελευταίοι Γαληνότατοι» του Άγγελου
Βλάχου από τη μια εξαίρονται τόσο οι πολεμικοί αγώνες όσο κι η πολιτική διπλωματία
που χρησιμοποίησαν οι Κομνηνοί –σε γενικές γραμμές πετυχημένα- για να
αντιμετωπίσουν τους εξωτερικούς τους εχθρούς (από το Βορρά τους Πετσενέγγους,
Κομάνους, Σέρβους, Ούγγρους, Ρώσους, Γερμανούς επί Κορράδου και Φρειδερίκου Α!
Βαρβαρόσσα. Από δυσμάς τους Νορμανδούς Κάτω Ιταλίας και Σταυροφόρους, κι εξ
Ανατολών τους Σελτζούκους Τούρκους, και τους Λατίνους ηγεμόνες των
νεοϊδρυθέντων κρατιδίων πέριξ των Αγίων
Τόπων σ.25). Από την άλλη παρουσιάζονται οι εσωτερικοί εχθροί της αυτοκρατορίας
που συνοψίζονται στις δυναστικές έριδες μεταξύ των μελών του Οίκου των Κομνηνών
ή μεταξύ των μεγάλων στρατιωτικών οικογενειών Δούκα, Κομνηνών, Μελισσηνών…),
στην κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος (για δωροδοκίες ξένων ηγεμόνων, για
επιδείξεις εντυπωσιασμού στους Φράγκους…), στη διαφθορά της Αυλής και του
διοικητικού μηχανισμού, και των ηθών, όπου επικρατεί η κολακεία, ο χρηματισμός,
η προδοσία, η ζήλεια…Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής αλλά και της διπροσωπίας πολλών αρχόντων ήταν
η επίκληση στην Αγία Γραφή και στα
Πατερικά κείμενα για να ερμηνεύσουν τον κόσμο και να δικαιολογήσουν τις πράξεις
τους, άσχετα όμως, αν αυτό δεν συμβάδιζε πάντα με τα έργα τους.
Ο
συγγραφέας με το έργο του αυτό, μας οδηγεί στα άδυτα της πολιτικής και
στρατιωτικής ζωής αποκαλύπτοντας μας, πώς οι άξιοι πολιτικοί σαν τον Αλέξιο Α!,
τον ιδρυτή της δυναστείας, και το γιο του Ιωάννη Β!, που πήρε άξια το
προσωνύμιο Καλοϊωάννης, βασίλεψαν με σύνεση υπηρετώντας το συμφέρον της
αυτοκρατορίας. Επέλεγαν τους κατάλληλους συνεργάτες σαν τον Ιωάννη Αξούχ και τον
Στυπιώτη επικεφαλής των κυβερνήσεων τους, σε αντίθεση με τον Μανουήλ Α! που
ανέδειξε τον αυλοκόλακα Καματερό. Άμβλυναν τις εσωτερικές αντιθέσεις είτε αυτές
ήταν οικογενειακές είτε μεταξύ των μεγάλων στρατιωτικών οικογενειών. Για
παράδειγμα ο αυτοκράτορας Καλοϊωάννης φέρθηκε μεγαλόψυχα στην πρωτότοκη αδελφή
του Άννα Κομνηνή και στη μητέρα του Ειρήνη Δούκα, συγχωρώντας τες για τη συνωμοσία που εξύφαναν εναντίον του
για την κατάληψη του θρόνου, μετά το θάνατο του πατέρα και συζύγου αντίστοιχα Αλεξίου Α!
Επίσης ο Καλοϊωάννης είναι από τους πρώτους που έσπασε την παράδοση και δεν
παντρεύτηκε βυζαντινή αρχόντισσα αλλά επέλεξε για γυναίκα του την κόρη του
Ούγγρου ηγεμόνα, γάμος για να καλλιεργήσει συμμαχικές-ειρηνικές σχέσεις με τους
Ούγγρους και τις φυλές που επηρέαζαν. Επίσης ο Καλοϊωάννης καταργεί τη θανατική
ποινή, αν και οι ακρωτηριασμοί (άκρων, μύτης, γλώσσας) και η τύφλωση ήταν
συνηθισμένα μέσα τιμωρίας τότε.
Αντίθετα
ο διάδοχος και υιός του Μανουήλ Α! για τον οποίο φημολογείται ότι δολοφόνησε
τον πατέρα του Ιωάννη Β! με δηλητηριασμένο βέλος κατά τη διάρκεια κυνηγίου,
ανάλωσε την αυτοκρατορία σε μάταιες εκστρατείες ποθώντας να γίνει «οικουμενικά
προσκυνηθείς» κι απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, στη μάχη στο
Μυριοκέφαλο το 1176, ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική πια εγκατάσταση των
Τούρκων στη ζωτική αυτή περιοχή για το Βυζάντιο και συμπληρώνοντας έτσι την ήττα της μάχης στο Μάτζικερτ το 1071, όταν οι Τούρκοι πρωτοπάτησαν στη Μικρά Ασία. Ο Μανουήλ Α! περιστοιχιζόταν από μάγους κι
αστρολόγους, κι από τον πρωτοξάδελφο του Ανδρόνικο για αρκετό μεγάλο διάστημα, άτομο
όμως αμφιβόλου ηθικής υποστάσεως, που κατάφερε να γίνει ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας, στραγγαλίζοντας
τον ανήλικο Αλέξιο Β! όταν ο μικρός διαδέχτηκε το θανόντα πατέρα του Μανουήλ Α! στο θρόνο. Έτσι έγινε
αυτοκράτορας κι ο πρωτοξάδελφος, ως Ανδρόνικος Α! που παρά τις δίκαιες
οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη, στο τέλος αποδείχτηκε
σκληρότατος τύραννος βλέποντας παντού συνωμοσίες εναντίον του. Το τέλος του
ήταν φρικτό, αφού τον κρέμασαν ζωντανό, ενώ προηγουμένως τον είχαν βασανίσει, λυντσάρει και διαπομπεύσει δημόσια! Αυτές μάλιστα τις φοβερές σκηνές επέλεξε ο συγγραφέας για να αρχίσει την εξιστόρηση του έργου του αφήνοντας άφωνο τον αναγνώστη!
Αυτοί
ήταν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες, οι τελευταίοι Γαληνότατοι, οι τελευταίοι που
βασίλεψαν σε μια πραγματική αυτοκρατορία,
διότι μετά από αυτούς ακολουθεί η συρρίκνωση της εδαφικής ακεραιότητας
της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία άρχισε επί Μανουήλ Α! Οι επόμενοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, από τη
δυναστεία των Αγγέλων, που κυβέρνησαν για 19 χρόνια (1185-1204) υπέστησαν την
Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους κι είδαν το διαμελισμό της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας σε φράγκικα κι ελληνικά κράτη. Ακόμα κι όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη
από το Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261, η
αυτοκρατορία περιοριζόταν σε λίγες περιοχές πλησίον της Πόλης, οι οποίες
με την πάροδο του χρόνου κατακτήθηκαν από τους Τούρκους που εξαπλώνονταν
διαρκώς. Δίκαια λοιπόν κι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έργο του «Γεννήθηκα
στα 1402» -που αναρτάται στο παρόν ιστολόγιο- αναρωτιέται, πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει τότε αυτοκράτωρ χωρίς
αυτοκρατορία!
Η
άλωση της Πόλης απ’ τους Φράγκους όμως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Οι
δυναστικές έριδες εμπόδιζαν την ομόνοια και την ενότητα της αυτοκρατορίας, η οικονομική αιμορραγία
του Βυζαντίου από την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, οι επιδείξεις
πλούτου και λάμψης της βασιλικής αυλής προς τους διερχόμενους πειναλέους
Σταυροφόρους και τους ηγεμόνες τους, επίσης η διείσδυση των Βενετών και
Γενουατών στην αγορά της Κωνσταντινούπολης με τη μορφή των προνομίων που τους
παραχωρούνταν διαρκώς, αλλά κι η προσπάθεια περιορισμού των προνομίων αυτών από
τη βυζαντινή εξουσία αργότερα με διώξεις κι αρπαγή των περιουσιών που
εξαγρίωσαν τους Δυτικούς, η μίμηση του δυτικού τρόπου ζωής από τη βυζαντινή
αυλή στα χρόνια της δεύτερης συζύγου του Μανουήλ Α! έκαναν σχεδόν αναμενόμενη
την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, 19 χρόνια αργότερα μετά το τέλος των
Κομνηνών. Ό,τι κατόρθωσαν οι δυο πρώτοι Κομνηνοί αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να
το διαφυλάξουν οι επόμενοι, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η αυτοκρατορία σιγά-σιγά
στην πτώση της.
Τελικά ο Άγγελος Βλάχος, άτομο με μεγάλη διπλωματική πείρα, φίλος του
επίσης διπλωμάτη και ποιητή Γεωργίου Σεφέρη,
άνθρωπος με βαθιά παιδεία και συγγραφέας κι άλλων έργων με
ιστορικοπολιτικό περιεχόμενο, κατάφερε να
μεταγράψει σε μυθιστόρημα τη ζωή
της δυναστείας των Κομνηνών: τον τρόπο που πολιτεύτηκαν εσωτερικά κι εξωτερικά,
τις προσωπικές σχέσεις τους, τους έρωτες και τους γάμους τους κάνοντας τον αναγνώστη κοινωνό της μακρινής
αυτής εποχής, που σε πάρα πολλά σημεία
μοιάζει με τη σημερινή εποχή μας.
Τελείως
διαφορετική είναι η οπτική της συγγραφέως Μάρως Δούκα στο έργο της «ΈναςΣκούφος
από Πορφύρα», στο οποίο πρωταγωνιστούν οι γυναίκες που βρίσκονται
δίπλα στην εξουσία. Η συγγραφέας αφιερώνει εξ ολοκλήρου τέσσερα από τα εννέα
κεφάλαια του έργου, στην Άννα Δαλασσινή, μητέρα του Αλεξίου Α!, την Ειρήνη
Δούκα τη σύζυγο του, στην Άννα Κομνηνή την κόρη του, και στην Μαρία την Αλανή,
αυτοκράτειρα, στη θέση του ανήλικου διαδόχου γιου της, με την οποία κρυφός
έρωτας συνέδεε τον Αλέξιο, πριν ακόμα
γίνει αυτοκράτορας. Αυτές οι γυναικείες μορφές επανέρχονται όμως διαρκώς και
στ’ άλλα κεφάλαια του έργου, όταν κάθε ήρωας του έργου δίνει τη δική του
εκδοχή για τα τεκταινόμενα γύρω του και τις σχέσεις του με
τους άλλους ήρωες. Έτσι για το ίδιο γεγονός μπορεί να υπάρχει η εκδοχή της Άννας
Δαλασσινής, του Αλεξίου Α!, της Ειρήνης Δούκα, της Αννας Κομνηνής ή της Μαρίας
Αλανής. Με αυτό τον τρόπο το κάθε γεγονός φωτίζεται απ’ όλες τις πλευρές
προσδίδοντας αντικειμενικότητα στο κείμενο, αλλά μπορεί να κουράσει και τον αναγνώστη με κάποιες επαναλήψεις, αν χάσει το νήμα της αφήγησης. Μια πέμπτη γυναικεία μορφή
παρουσιάζεται ακόμα, η φοβερή Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα, πρώην αυτοκράτειρα, ο
βίος κι η πολιτεία της οποίας εκφράζει την παρακμή που επικρατούσε στο
Βυζάντιο, πριν την ανάρρηση στο θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού. Το μυθιστόρημα
περιλαμβάνει επίσης πρόλογο κι επίλογο, τα οποία ασχολούνται με τον αφηγητή και
την ταυτότητα του, διότι η επιλογή του αφηγητή απασχόλησε πολύ τη συγγραφέα,
για να παρουσιάζονται τα λεγόμενα του ως αληθή κι ακριβή.
Α! Η μητέρα του Αλεξίου A!, Άννα
Δαλασσινή, ήταν μια γυναίκα πολύ δυναμική και φιλόδοξη, η οποία
πρωτοστάτησε όχι μόνο να γίνει αυτοκράτορας ο γιος της αλλά και να θεμελιώσει
τη δυναστεία των Κομνηνών κινώντας υπογείως τα νήματα και προετοιμάζοντας
μεθοδικά το σχέδιο της για την κατάκτηση του θρόνου. Στην αρχή υπενθύμιζε
διαρκώς τους ένδοξους προγόνους της οικογένειας Κομνηνών, τον πεθερό της και
τον κουνιάδο της αυτοκράτορα Ισαάκιο Α! προβάλλοντας έτσι την καταγωγή του γιου
της και καλλιεργώντας στους απογόνους της οικογένειας την άμιλα να τους
μοιάσουν: O αδελφός του άντρα της, Ισαάκιος Α! είχε γίνει αυτοκράτορας του
Βυζαντίου για δυο χρόνια (1057-1059), αλλά η ισχυρή οικογένεια των Δούκα
φρόντισε για την «παραίτηση» του, με το δικαιολογητικό ότι τον κτύπησε κεραυνός
που τον σακάτεψε, ενώ οι ίδιοι είχαν φροντίσει για την αναπηρία του! Ο πεθερός
της, γιος άσημου καλλιεργητή από τη Κόμνη της Θράκης, υπηρέτησε πάντα πιστά το
Βασίλειο Β! το Βουλγαροκτόνο, κι αμείφτηκε παίρνοντας δώρο την περιοχή
Κασταμονή του Πόντου και την κόρη του
Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ ως γυναίκα.
Στη συνέχεια η Άννα Δαλασσινή διαβλέποντας τα
ηγετικά χαρίσματα του Αλεξίου έπεισε τον
πρωτότοκο γιο της Ισαάκιο να θυσιάσει τις φιλοδοξίες του για το θρόνο –που
δικαιούνταν ως πρωτότοκος- χάριν του αδελφού του! Μετά εμψύχωσε τον Αλέξιο
-πριν τη στέψη του- κατά τη διάρκεια του τριήμερου της μεγάλης σφαγής στο
παλάτι, όταν έγινε η εκκαθάριση του παλατιού από τους έμπιστους αξιωματούχους
του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη που λυμαίνονταν την εξουσία και τα ταμεία
της αυτοκρατορίας. Έτσι αποδυναμώθηκε κι ο ανίκανος αυτοκράτορας Βοτανειάτης κι
άνοιξε ο δρόμος για τον Αλέξιο Α! Η Δαλασσινή ήταν το άγρυπνο μάτι που
παρακολουθούσε κάθε κίνηση μέσα στην οικογένεια της, αλλά και μέσα στο λαό της
Βασιλεύουσας βγαίνοντας έξω τα βράδια μεταμφιεσμένη, προσπαθώντας να προλάβει
τυχόν ενέργεια, που θα αμφισβητούσε την εδραίωση της δυναστείας των Κομνηνών.
Αναφέρεται «εάν δεν ήταν η Δαλασσινή να
τους συγκρατεί και να τους ελέγχει τα ίδια και τρισχειρότερα από τους Δούκες θα
έκαναν […] Ήταν ο νους και το σπαθί της οικογένειας» Έκανε λοιπόν κόμπο την
καρδιά της και δέχτηκε για γυναίκα του
Αλεξίου, την Ειρήνη από τη θανάσιμη οικογένεια των Δούκα, γιατί αυτό πρόσταζε
το πολιτικό συμφέρον της δυναστείας των Κομνηνών. Τέλος φρόντισε να απαλλαγεί ο
Αλέξιος από το νόμιμο διάδοχο του θρόνου, το δεκάχρονο Κωνσταντίνο Δούκα,
δικαιολογώντας το θάνατο του ως αναγκαία πράξη για το καλό της
αυτοκρατορίας κι ακόμα διέβλεπε ότι η
εδραίωση της δυναστείας απαιτούσε τον
Αλεξίο Α! να τον διαδεχτεί ο γιος του Ιωάννης, κι όχι η πρωτότοκη κόρη του
Άννα., παραβλέποντας το δυναμισμό και τα δικαιώματα της εγγονής της που έφερε
και το όνομα της.
Έτσι θεμελιώθηκε, το 1081, η δυναστεία των Κομνηνών εξοντώνοντας τη παλατιανή καμαρίλα
που μετά το θάνατο του Βασιλείου Β! Βουλγαροκτόνου (1025) θέριευε και
κυβερνούσε οδηγώντας την αυτοκρατορία σε απώλεια εδαφών και σε οικονομική
κρίση. Μέσα σε διάστημα 56 μόνο ετών, από το 1025 ως το 1081 στο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκαν εννιά αυτοκράτορες, επτά από τους οποίους ήταν
βασιλικοί σύζυγοι[2]
τεσσάρων αυτοκρατορισσών, και τα τελευταία δέκα χρόνια πολλοί στρατιωτικοί στασίαζαν συνεχώς διεκδικώντας το θρόνο, ώσπου στο
τέλος ο στρατιωτικός Αλέξιος, με τη σύμφωνη γνώμη των Δούκα και Παλαιολόγων,
πήρε την εξουσία, και τη διατήρησε ιδρύοντας δική του δυναστεία! Με τους Κομνηνούς η εξουσία περνάει πια στις
οικογένειες της στρατιωτικής αριστοκρατίας του Βυζαντίου (Κομνηνούς, Δούκα,
Μελισσηνούς, Καντακουζηνούς, Παλαιολόγους…), οι οποίοι εναλλάσσονται στην
εξουσία ως το τέλος της, το 1453 μ.Χ.
Ο
Αλέξιος Α! είχε συνειδητοποιήσει ότι η αυτοκρατορική δύναμη
είναι στενότατα συνδεδεμένη με την
κατοχή των εδαφικών κτήσεων της αυτοκρατορίας, γι αυτό αντιμετώπισε με πόλεμο
και με διπλωματία κάθε εχθρό που
επιβουλευόταν την εδαφική ακεραιότητα της. Αναδιοργάνωσε το στρατό
δημιουργώντας το θεσμό της Πρόνοιας
παραχωρώντας εκτάσεις γης στη στρατιωτική αριστοκρατία[3], υπό τον όρο να φροντίζουν για την επάνδρωση
των εκστρατευτικών σωμάτων. Ο θεσμός αυτός φιλοδόξησε να συγκριθεί με το θεσμό των αγροτών-στρατιωτών τους γνωστούς Ακρίτες, που φύλαγαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας από τον 7ο ως τα μέσα του 10ου αιώνα παραχωρώντας τους γη στα σύνορα με αντάλλαγμα να αναλάβουν την άμυνα της αυτοκρατορίας. Ο θεσμός όμως της Πρόνοιας δίνοντας τη γη στους αριστοκράτες-στρατιωτικούς δεν κατάφερε μακροπρόθεσμα να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία! Ο Αλέξιος Α! επίσης δεν δίσταζε να παρευρίσκεται στις εκστρατείες που έκανε για να έχει την εποπτεία τους και να ‘ναι κοντά
στους στρατιώτες του για να τους εμψυχώνει. Έτσι διατήρησε τις κτήσεις και κατάφερε
να μην επεκταθούν οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι –
κατόπιν συμφωνιών- να του αποδώσουν εδάφη που πήραν από τους Τούρκους. Επίσης η
παραχώρηση για πρώτη φορά προνομίων στους Βενετούς για την διευκόλυνση του εμπορίου τους, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί
αρνητικό σημείο στην πολιτική του. Ο Αλέξιος ακόμη
καταπολέμησε τις αιρέσεις των Παυλικιανών κι άλλες, διότι πίστευε ότι
διασπούν τη συνοχή της κοινωνίας και του κράτους. Έτσι πολιτεύτηκε ο Αλέξιος
αλλά στην προσωπική κι οικογενειακή του ζωή είχε άλλες φουρτούνες να αντιμετωπίσει.
Β! Η οικογένεια Δούκα –που κυβερνούσε
προηγουμένως ανεβάζοντας στο θρόνο τέσσερις αυτοκράτορες που αποδείχτηκαν όμως
ανήμποροι να κυβερνήσουν- διείδε τα ηγετικά χαρίσματα του Αλέξιου και τον
στήριξε στη διεκδίκηση του θρόνου δίνοντας του για γυναίκα τη 12χρονη Ειρήνη
Δούκα. Ο Αλέξιος όμως ήταν ερωτευμένος με τη Μαρία την Αλανή, την
αυτοκράτειρα, την πρώην σύζυγο του Μιχαήλ Ζ! Δούκα και νυν σύζυγο του Νικηφόρου
Βοτανειάτη και μητέρα του ανήλικου διαδόχου Κωνσταντίνου Δούκα. Τη Μαρία την
Αλανή από το μακρινό Καύκασο την πάντρεψαν μικρή με το Μιχαήλ Δούκα, γιο της
φιλήδονης κι αχόρταγης Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας και του Κωνσταντίνου Δούκα για
να «συμπεθερέψουν» με την εκχριστιανισμένη φυλή των Αλανών που ως σύμμαχοι τους
υπερασπίζονταν τα βυζαντινά σύνορα στην Κασπία θάλασσα.
Η συγγραφέας πλάθει με πολύ ευαισθησία τη μορφή της
Μαρίας, αυτής της πανέμορφης, καλλιεργημένης "βάρβαρης", που η τύχη την έριξε στο
θρόνο της Βασιλεύουσας σε μια στιγμή που σπαρασσόταν από δυναστικές έριδες και
που αναγκάστηκε να ανδρωθεί για να προστατέψει πρώτα τη ζωή και μετά το θρόνο
του μονάκριβου γιου της. Τελικά όμως η μοίρα τη κτύπησε βαριά χάνοντας από
δολοφονικό χέρι το μονάκριβο παιδί της! Αυτής
της ερωτευμένης γυναίκας, που αν κι αγάπησε δυο άντρες τελικά έμεινε
μόνη, χωρίς τον πρώτο σύζυγο, τον ευαίσθητο κι οραματιστή Μιχαήλ Δούκα, τον
οποίο της τον στέρησαν αναγκάζοντας τον να κλειστεί σε μοναστήρι κι έπειτα
χωρίς τον ευαίσθητο αλλά και δυναμικό Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος την απαρνήθηκε,
γιατί δεν ήθελε να καταντήσει ένας ακόμα βασιλικός σύζυγος στο βυζαντινό θρόνο
αλλά ήθελε να είναι αυτόνομος! Αυτής που, αφού την άρπαξαν μικρή από την
πατρίδα της, ποτέ δεν την αποδέχτηκαν συναισθηματικά ως αυτοκράτειρα, επειδή
ακριβώς ήταν ξένη αλλά που κι ή ίδια θα
αισθανόταν ξένη, αν ξαναγύριζε πίσω στη χώρα της μετά από τόσα χρόνια. Έτσι η
πολιτική εξουσία τότε χρησιμοποιούσε πολλές φορές τη γυναίκα, ακόμα κι αν ήταν
από βασιλική γενιά, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα της.
Γ! Παρόμοια
οι άνθρωποι της εξουσίας αδιαφόρησαν για τα συναισθήματα της 12χρονης Ειρήνης
Δούκα, όταν την πάντρευαν με τον Αλέξιο Κομνηνό. Τα κίνητρα του γάμου
ήταν καθαρά πολιτικά και για τις δυο οικογένειες αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν
θετικά για το ζευγάρι, ώστε να μιλάμε
για έναν ευτυχισμένο γάμο. Το ποιόν των
χαρακτήρων και των δυο, η ηλικιακή ωρίμανση της Ειρήνης και μαζί η ανακάλυψη
σιγά, σιγά των αρετών του Αλέξιου, η κοινή ζωή κι ο θαυμασμός για την υψηλή
αποστολή του αυτοκράτορα άντρα της, έκαναν την Ειρήνη να τον ερωτευτεί, να της
λείπει και να καρδιοκτυπά, αν γυρίσει γερός από τον πόλεμο. Η Ειρήνη στάθηκε
άξια σύζυγος- Αυγούστα δίπλα στον Αλέξιο, με το δυναμισμό της, όταν χρειαζόταν,
αλλά κι ο Αλέξιος την αγάπησε κι ήθελε να την έχει κοντά του, ακόμα και στις εκστρατείες.
Άξιον
απορίας όμως είναι η στάση της μάνας Ειρήνης στο θέμα της διαδοχής του θρόνου,
η οποία δεν πήρε το μέρος του γιου της Ιωάννη, που τον είχε ορίσει ως διάδοχο ο
Αλέξιος αλλά της κόρης της Άννας που συνωμότησε κατά του αδελφού της. Μια
διάκριση που πίκρανε πολύ το γιο της και που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, αν
και της συγχώρεσε και τις δυο, μάνα κι αδελφή, όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντί να
τις τιμωρήσει. Η Ειρήνη Δούκα όμως από την πλευρά της θα είχε μάλλον τους
λόγους της για να πράξει έτσι. Πρέπει ίσως ως μάνα να διαισθανόταν το ψυχικό
βάσανο της κόρης της και να τη συμπονούσε που την αισθανόταν αδικημένη. Ήταν η
πρωτότοκη, ήταν άξια, ήταν όμως γυναίκα που έπρεπε να θυσιαστεί για το συμφέρον
της δυναστείας των Κομνηνών. Ίσως πάλι να παρασύρθηκε από την επιχειρηματολογία
της κόρης της για τις ικανότητες της ίδιας και του άντρα της Νικηφόρου
Βρυέννιου, ίσως στο πρόσωπο της δυναμικής κόρης της να θαύμαζε όσα η ίδια δεν
μπόρεσε ποτέ να κάνει. Ίσως ακόμα η μάνα
να αισθανόταν ενοχές προς την κόρη της, που την άφησαν να μεγαλώσει κάτω από τη
επιρροή της Μαρίας της Αλανής, όταν την αρραβώνιασαν μικρό κοριτσάκι με το γιο
της, τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο Δούκα. Με αυτούς έζησε η μικρή Άννα για αρκετά χρόνια στο
πανέμορφο για τις φυσικές ομορφιές του, κτήμα της Πεντήγοστης, έξω από τις
Σέρρες, όπου τους έστειλε εκεί ο Αλέξιος Α! φοβούμενος την παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη. Κι η Άννα ταυτίστηκε
τόσο πολύ μαζί τους, ώστε να αδιαφορήσει, καταπώς λένε, για την απόπειρα
δολοφονίας του πατέρα της από το Νικηφόρο Διογένη[4],
γεγονός που γνώριζε μάλλον από το περιβάλλον της Μαρίας Αλανής! Η Άννα Κομνηνή
ήταν ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα άλλα, γεμάτο απορίες για τα πάντα, που ο
θάνατος του μικρού πρίγκιπα-αρραβωνιαστικού την έθλιψε βαθύτατα, γιατί έχασε
τον παιδικό της σύντροφο και γιατί όχι και το θρόνο.
Δ!
Ποια ήταν λοιπόν η Άννα η Κομνηνή, η πολυτραγουδισμένη ως
τα σήμερα; Ήταν μια γυναίκα που έζησε σε λάθος εποχή; Ήταν μια ιδιόμορφη
προσωπικότητα γεμάτη φιλοδοξίες; Ήταν
μια γυναίκα τραγική; Δεν περιγράφεται εύκολα η προσωπικότητα της Άννας
Κομνηνής. Ίσως τα λόγια του πατέρα της αποδίδουν λιτά τη θυελλώδη προσωπικότητα
της κόρης του «Τι να τη κάμω την αξιοσύνη, την εξυπνάδα και τις φιλοδοξίες της,
είναι γυναίκα » είπε επί λέξει και συμπληρώνει αλλού, διαβλέποντας τα
πνευματικά της χαρίσματα «εσένα σου ταιριάζει άλλος θρόνος»
προφητεύοντας έτσι το συγγραφικό ταλέντο της σε μια εποχή που οι γυναίκες
συγγραφείς ήταν σπανιότατο φαινόμενο. Το ιστορικό της έργο «Αλεξιάδα» στο οποίο
εξιστορεί τα κατορθώματα του αυτοκράτορα
πατέρα της, αλλά και τα ποιήματα της, λίγα από τα οποία σώθηκαν,
φανερώνουν το πολύπλευρο της προσωπικότητας της. Η Άννα ατίθαση, πείσμων,
επαναστάτρια, εγωίστρια, φιλόδοξη…δεν μπορούσε να περιοριστεί στα παραδοσιακά
γυναικεία καθήκοντα, ακόμα κι όταν παντρεύτηκε τον καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο κι
απέκτησε παιδιά. Η Άννα δεν εφησύχαζε με τις παραδεδομένες αντιλήψεις κι αξίες.
«Ζούσε στην εποχή της και συμμετείχε, όσο κανείς, στο καθετί που συνέβαινε.
Τίποτα δεν υπήρχε που να μη την αφορά» αναφέρεται στο έργο.
Η προσωπικότητα της Άννας σίγουρα σημαδεύτηκε απ΄ τα
βιώματα που πέρασε. Από μικρή πίστεψε ότι θα γινόταν αυτοκρατόρισσα, αφού την
αρραβώνιασαν με τον τότε διάδοχο του θρόνου, τον ανήλικο Κωνσταντίνο Δούκα. Με
το βίαιο θάνατο του πολυφίλητου Κωνσταντίνου σκότωσαν μαζί και το όνειρο που
την εξέθρεψε. Ακολούθησε ο γάμος της σε ηλικία 14 ετών, παρά τη θέληση της, με
τον καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο, άνθρωπο μετρημένο, ευγενή, πολύ μορφωμένο κι
απολύτου εμπιστοσύνης του Αλεξίου Α! Άργησε πολύ να εκτιμήσει τις αρετές του
άντρα της, ώριμη πια, όταν αξιολόγησε διαφορετικά τη συμπεριφορά αγαπημένων της
προσώπων, που τη μεταχειρίστηκαν για την επίτευξη των πολιτικών τους
συμφερόντων. Η Μαρία η Αλανή αποδεχόταν πλήρως τη μικρή Άννα και την κολάκευε
τελικά ίσως για να την πάρει με το μέρος της, διότι μόνο με μια Κομνηνή και
μάλιστα την πρωτότοκη, είχε ελπίδες ο γιος της να ανεβεί στο θρόνο. Κι ο
Κωνσταντίνος τη λάτρευε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Ακόμα κι ο πατέρας της,
όταν πρωτοπήρε το θρόνο κι έγινε συμβασιλέας με το νόμιμο τότε διάδοχο
Κωνσταντίνο Δούκα, την αρραβώνιασε σχεδόν νήπιο μαζί του, διότι αυτό υπαγόρευε
το βραχυπρόθεσμο πολιτικό του συμφέρον.
Η Άννα
αισθάνεται πολύ προδομένη κι αδικημένη. Τη μεγαλύτερη όμως απογοήτευση θα τη
δεχτεί, όταν θα αποκαλυφτούν τα συνωμοτικά της σχέδια να ανεβάσει στο θρόνο τον
άντρα της Νικηφόρο Βρυέννιο. Το βράδυ του θανάτου του Αλέξιου Α! ήταν τόσο
έντονη η φιλαρχία της, που τον αγαπημένο
πατέρα και σύζυγο Αλέξιο, κόρη και μάνα τον εγκατέλειψαν μόνο, πάνω στο νεκροκρέβατο,
κι αυτές έτρεχαν να προλάβουν τις εξελίξεις για τη διαδοχή. Κάποιος είχε προδώσει τα συνωμοτικά σχέδια της
Άννας και για την Άννα δεν έμενε πια
άλλος δρόμος τώρα πια παρά να κλειστεί σε μοναστήρι. Ή ο θρόνος ή η μοναξιά από
δω και πέρα για την Άννα. Ποιος όμως ειδοποίησε τον Αλέξιο για τα
συνωμοτικά σχέδια της Άννας, ήταν η
απορία της Άννας. Στον επίλογο του έργου η συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι αυτός
δεν ήταν άλλος από το Νικηφόρο Βρυέννιο, το σύζυγο της, ο οποίος την τελευταία
στιγμή έμεινε συνεπής με τα ιδεώδη και
τις αξίες του και προτίμησε να παρουσιάσει όλη την αλήθεια στον Αλέξιο κι αυτός
ειδοποίησε το γιο του Ιωάννη. Άλλο ένα κτύπημα για την Άννα Κομνηνή, που μέσα
στην περισυλλογή, που της χαρίζει η μοναστική ζωή κρίνει πια πιο ήρεμα τα ανθρώπινα
και κατανοεί και τη συμπεριφορά του Νικηφόρου Βρυέννιου. Αυτή ήταν η Άννα η
Κομνηνή που της έλαχε «να δοξαστεί μέσα στη δυστυχία της», όπως χαρακτηριστικά
αναφέρεται στο έργο.
Κι ο
Αλέξιος Κομνηνός, ο άξιος αυτοκράτορας πως κατάντησε τις τελευταίες στιγμές
του; ένας σκούφος από πορφύρα; Αυτός που του έπρεπαν βασιλικές τιμές και
στέμμα; Μήπως λοιπόν κάθε εξουσία και κάθε στέμμα, όταν απογυμνώνονται από τη
δύναμη τους καταντούν ένας απλός σκούφος, ακόμα κι αν έχει το χρώμα της
πορφύρας, που συμβόλιζε τη βυζαντινή βασιλική εξουσία;
Έτσι είδε η
Μάρω Δούκα τη δυναστεία των Κομνηνών εστιάζοντας στα γυναικεία πρόσωπα που
κινούνταν γύρω από την εξουσία., και την οποία μελετούσε επί πέντε χρόνια, όπως
προκύπτει από τα έτη συγγραφής του εν λόγω έργου. Η Δούκα ζώντας σε μια εποχή
που οι γυναικείες σπουδές[5]
προσπαθούν να μελετήσουν αλλιώς την Ιστορία τονίζοντας το ρόλο των γυναικών στο
ιστορικό γίγνεσθαι, εισάγει την οπτική αυτή στη λογοτεχνία και το κυριότερο με
την ψυχογραφική της ικανότητα πλάθει ολοζώντανους χαρακτήρες και στοχάζεται για
τα ανθρώπινα.
Σούλη Αγγελική
Φιλόλογος
10-12-2009
[1] Η αναφορά γίνεται στο
επιλογικό σημείωμα και στο οπισθόφυλλο υου βιβλίου.
[2] Η
Ζωή, ανεψιά του άτεκνου Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, παντρεύτηκε τέσσερις άντρες,
η αδελφή της Θεοδώρα έστεψε αυτοκράτορα τον ευνοούμενο της, Η Ευδοκία η
Μακρεμβολίτισσα, ανεψιά του πατριάρχη Κηρουλάριου, που πρωτοστάτησε στο
οριστικό σχίσμα ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, σε πρώτο γάμο πήρε τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δούκα και σε δεύτερο το Ρωμανό Δ! Διογένη, που ηττήθηκε στη μάχη του Μάτζικερτ, ενώ η
νύφη της Μαρία Αλανή που τη διαδέχτηκε στο θρόνο ως σύζυγος του Μιχαήλ Ζ! Δούκα,
πήρε σε δεύτερο γάμο το Νικηφόρο Βοτανειάτη, σύνολο 9 αυτοκράτορες σε διάστημα 56 ετών.
[3] Η
οργάνωση της άμυνας της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 7ο ως 10ο αιώνα στηριζόταν στους αγρότες-στρατιώτες,
τους γνωστούς Ακρίτες των συνόρων, όπου τους παραχωρούσαν γη να τη καλλιεργούν
και σε καιρό πολέμου στρατεύονταν για την υπεράσπιση της γης τους. Από το τέλος
του 10ου αιώνα, αρχίζει να
ισχυροποιείται η τάξη των δυνατών, των πλούσιων γαιοκτημόνων και κατά συνέπεια
ο θεσμός των ακριτών υποχωρεί. Αρκετοί δυνατοί επανδρώνουν την παλατιανή
γραφειοκρατική τάξη, που ζούσε με τους παχυλούς μισθούς που τους παραχωρούσε το
παλάτι. Έτσι αναπτύχθηκε μια παρασιτική τάξη, η παλατιανή καμαρίλα, δίπλα στη βασιλική Αυλή, στην
οποία έδωσε τέλος ο Αλέξιος Α!. Ο Αλέξιος Α! Κομνηνός για την άμυνα της
αυτοκρατορίας στηρίχτηκε στην τάξη των δυνατών-στρατιωτικών, την οποία
ισχυροποίησε με το θεσμό της Πρόνοιας, ο οποίος στην αρχή απέδωσε τα μέγιστα
αλλά στη συνέχεια λειτούργησε αρνητικά, αφού οι προνοιάριοι απομυζούσαν το λαό
με τους φόρους που είχαν δικαίωμα να εισπράττουν υπέρ του κράτους και του
στρατού.
[4] Ο Νικηφόρος Διογένης, πορφυρογέννητος κι αυτός, σε μια αυτοκρατορία
που χάνει συνεχώς εδάφη, γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη, του μεγάλου
ηττημένου στη μάχη του Μάτζικερτ παρά την προσπάθεια του να αντισταθεί, και
γιος της Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας, κι άτομο χαρισματικό είχε κι αυτός τους
λόγους του να διεκδικεί για τον εαυτό του το θρόνο.
[5] Οι Γυναικείες Σπουδές
αναπτύσσονται σε πανεπιστήμια κυρίως των Η.Π.Α. και στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί
αρκετά έργα της Μέριλυν Γιάλομ από τις εκδόσεις Άγρα.
H περιγραφή του θανάτου του Ανδρόνικου αν θυμάμαι καλά , γίνεται στο τέλος και όχι στην αρχή του βιβλίου ... (Είχα διαβάσει το βιβλίο πριν από χρόνια , επομένως δεν ομιλώ εκ του ασφαλούς)
ΑπάντησηΔιαγραφήόχι, αυτό το βιβλίο διαβάζω τώρα και είναι στην αρχή. καλημέρα σας!
Διαγραφήξανακοίταξα το βιβλίο "οι τελευταίοι Γαληνότατοι" σήμερα και η περιγραφή του θανάτου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου είναι στην αρχή στο πρώτο κεφάλαιο σελ.11,12, έκδοση εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ και τη βρήκα πάλι συγκλονιστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήοι ουτοπίες μας έχουν τελειώσει προ πολλού στην εποχή μας, απ' όπου κι αν προέρχονται. βέβαια πάντα μια αποκομμένη φράση από το λόγο κάποιου μπορεί να αλλοιώσει το νόημα που θέλει να στείλει ο ομιλών.
ΑπάντησηΔιαγραφή