"Μυθιστόρημα για έναν αιώνα" δηλαδή για τον 20ο αιώνα, όπως βιώθηκε στη Μακεδονία είναι ο υπότιτλος που δίνει ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός στο μυθιστόρημα του "Στη σκια της πεταλούδας". Ο συγγραφέας που ζει κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Θεσσαλονίκη ανέλαβε ένα δύσκολο
έργο όταν αποφάσισε να γράψει το μυθιστόρημα αυτό. Πρώτα επέλεξε τον κόσμο
που ήθελε να περιγράψει, ύστερα τον ανέλυσε στα εξ ων συνετέθη και στη συνέχεια
τον ξανάστησε απ’ την δική του βέβαια οπτική γωνία. Επέλεξε τα ιστορικά
γεγονότα,
λεπτομέρειες, κοινωνικούς τύπους,
ξανάστησε χωριά, τοπία, εικόνες πόλεων, έκανε περιγραφή συναισθημάτων, επιβράδυνε ή
επιτάχυνε τον αφηγηματικό του χρόνο και τέλος επέλεξε τις κατάλληλες λέξεις για να τα ονοματίσει όλα
αυτά. Λέξεις τέτοιες που να αποδίδουν με ακρίβεια τις λεπτές αποχρώσεις της
σκέψης του ή άλλοτε να αγγίξουν τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη ώστε
να τον συγκινήσει. Και ο Ισίδωρος Ζουργός φαίνεται ότι τα κατάφερε πολύ καλά.
Έστησε ένα μυθιστόρημα 700
περίπου σελίδων για την ιστορία του βορειοελλαδικού χώρου απ’ τα τέλη του 19ου
αιώνα ως τις αρχές του 21ου. Ο συγγραφέας εστιάζει την προσοχή του
κύρια στην Μακεδονία, (Κοζάνη, Βελβεντό, περιοχή Γαλλικού ποταμού,
Θεσσαλονίκη), η οποία λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτέλεσε χώρο,
όχι μόνο εγκατάστασης των Ελλήνων αλλά και διέλευσης Τούρκων, Σλάβων, Εβραίων,
Βουλγάρων και Γερμανών. Μέσα από την ιστορία δύο οικογενειών τις οποίες
παρακολουθεί επί 3 γενιές παρουσιάζει όλη την ιστορία της Μακεδονίας κατά τον
20ο αιώνα και τα πάθη των γενιών αυτών και ειδικότερα των «αποτυχημένων» στον
έρωτα και στον χρόνο που περνά, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του.
Η πρώτη γενιά των ηρώων του βιώνει τη
Μακεδονία επί Οθωμανικής κυριαρχίας, όταν μαινόταν ο Μακεδονικός Αγώνας και στη συνέχεια ζει το μεγάλο γεγονός της απελευθέρωση της και της προσάρτησης
της στο Ελληνικό Βασίλειο το 1913. Ακολουθεί η μαζική προσέλευση στα μακεδονικά εδάφη χιλιάδων
Ελλήνων προσφύγων από την Ανατ. Θράκη, τη Βουλγαρία, το Πόντο, τη Ρωσία με αποκορύφωμα τους
Μικρασιάτες πρόσφυγες και το 1923 βιώνει τη δραματική Ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των
δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα
ήταν οι βιαιοπραγίες των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά των Ελλήνων
που αναγκάζουν σε πολύμηνη πεζοπορία τη μικρή Ζώικα με την ελληνίδα δασκάλα της, μέσα στα αφιλόξενα βουνά, για να σωθούν καταφεύγοντας στο ελεύθερο
Ελληνικό Βασίλειο, του οποίου τα σύνορα έφταναν τότε ως την Ελασσόνα. Αξίζει να
μνημονευθεί, ότι υπήρχαν πληθυσμοί που μιλούσαν ανάμικτα τα ρωμαίικα και τα σλάβικα μνημονεύοντας όμως πάντα το Πατριαρχείο και τους
οποίους οι Βούλγαροι ένοπλοι
αποκαλούσαν Γραικομάνους.
Η Μακεδονία ήταν επίσης η περιοχή που για διάφορους λόγους δέχτηκε το
μεγαλύτερο κύμα προσφύγων. Άστεγοι, άνεργοι κι όχι πάντα καλοδεχούμενοι απ’
τους ντόπιους οι πρόσφυγες προσπαθούν να ριζώσουν στη νέα τους πατρίδα. Κτίζουν καλύβες με
λαμαρίνες, καλύπτοντας τες εσωτερικά με πισσόχαρτα, καλλιεργούν εδάφη που συχνά
πλημμυρίζουν, βασανίζονται από ελονοσία …Η Ανταλλαγή πληθυσμών τους προσφέρει
κλήρους και σπίτια και χαρίζει εθνική ομοιογένεια στη Μακεδονία με τίμημα όμως
ένα δεύτερο ξεριζωμό Τούρκων και Ελλήνων και την απώλεια της ελπίδας να ξαναγυρίσουν
κάποτε στα πατρογονικά τους εδάφη. Ο συγγραφέας γκρεμίζει στερεότυπα
παρουσιάζοντας την εικόνα των Τούρκων
προσφύγων απ’ τη Δυτική Μακεδονία που συγκεντρώνονταν στο σιδηροδρομικό
σταθμό Σόροβιτς-Αμύνταιο για να μεταφερθούν στη Σαλονίκη και από εκεί με πλοίο
στην Τουρκία. Φαίνεται ότι η μοίρα δεν κτυπά μόνο ανθρώπους αλλά και γενιές και
λαούς που δυστυχούν πολλές φορές αναίτια τους.
Η δεύτερη γενιά ανδρώνεται στο
τέλος του Μεσοπολέμου, όπου κυριαρχούν ο
φασισμός και ο κομμουνισμός, νέες
ιδεολογίες, που διαδέχονται το βενιζελισμό και το φιλομοναρχισμό της πρώτης
γενιάς. Η Μακεδονία τώρα δοκιμάζεται από
τη Γερμανική κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Οι
Μακεδόνες αντιστέκονται στους κατακτητές, Γερμανούς και Βουλγάρους αλλά και
στους Έλληνες ταγματασφαλίτες, που συνεργάζονται με τους κατακτητές, και στους μαυραγορίτες, που πλουτίζουν
ανενδοίαστα εκμεταλλευόμενοι την πείνα
των συμπατριωτών τους. Το τίμημα βέβαια
αυτής της αντίστασης είναι εκτελέσεις
αγωνιστών στο Επταπύργιο, καμμένα χωριά, ομαδικές εξοντώσεις πληθυσμών, όπως του
χωριού Δοξάτο. Τα ψηλά βουνά της
Μακεδονίας προσφέρονται τώρα για καταφύγιο των ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης
αλλά και για θέρετρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Εμφυλίου. Και ο άνθρωπος
μέσα σ’ όλα αυτά, ένα δεμάτι χόρτο, όπως λέει και ο ποιητής, που λυγίζει εύκολα
και χάνει τα όρια του ηρωισμού με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ηλία Χατζίδη,
τον ασυμβίβαστο επαναστάτη, που χάνει το δρόμο της Αρετής, αν και συνειδητά τον είχε ακολουθήσει. Οι
εβραϊκές περιουσίες και η τύχη τους μετά τον εκτοπισμό των Εβραίων στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι μια ευκαιρία, όπου δοκιμάζεται ο ανθρωπισμός
πολλών Σαλονικέων υψηλά ισταμένων.
Ακολουθούν τα
μεταπολεμικά χρόνια με χαρακτηριστικά την αστυφιλία και την ιδιώτευση των
ανθρώπων που σημαδεύτηκαν από την Ιστορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κοσμάς ,
ο αδελφός του Ηλία Χατζίδη, που
περιόρισε τις απαιτήσεις του σε μια αξιοπρεπή διαβίωση της οικογένειας του. Τα
παιδιά του , τυπικά η τρίτη γενιά ,
φαίνεται πιο τυχερή. Ανδρώνεται στα χρόνια της μεταπολίτευσης , που ακολούθησε
την πτώση της Δικτατορίας του 1967-74.
Ζουν σε χρόνια ειρήνης, δημοκρατίας και
ελευθερίας. Είναι τα πρώτα παιδιά που
μεγαλώνουν σε πολυκατοικίες μέσα σε στενόχωρα
διαμερίσματα αλλά μορφώνονται,
σπουδάζουν, ερωτεύονται ελεύθερα, ταξιδεύουν όχι ως πρόσφυγες αλλά για να γνωρίσουν τον κόσμο. Ξεκινούν με
μεγάλες προσδοκίες αλλά στο τέλος του
20ου αιώνα όταν κάνουν τον πρώτο απολογισμό της ζωής τους αισθάνονται κι αυτοί προδομένοι, όπως και οι πρόγονοι
τους , και ότι έχουν χάσει το νόημα της ζωής. Αισθάνονται ψυχικό κενό και
αφόρητη μοναξιά. Οι προσωπικές σχέσεις γίνονται δύσκολες.
Όλες αυτές οι ιστορικές μνήμες έχουν βέβαια το δικό τους χώρο για να τις θυμίζουν.
Γνωρίσαμε και αγαπήσαμε το Βελβεντό, το όμορφο κεφαλοχώρι έξω απ’ την Κοζάνη,
όπου παραθέριζε η οικογένεια Παναγάκου, την περιοχή του Γαλλικού ποταμού που
δέχτηκε πλήθος προσφύγων, τα χειμαδιά των Σαρακατσαναίων, το μεγάλο υποστατικό
του τσιφλικά Μαυρολέοντος στη Λάρισα. Πάνω απ’ όλα όμως στέκει η Σαλονίκη, όπου όλες οι
ιστορικές αλλαγές αποτυπώνονται στο πρόσωπό της. Η απελεύθερη Σαλονίκη του 1913 με την πάροδο του χρόνου
επεκτείνεται. Αποκτά βιομηχανική ζώνη, που φτάνει μέχρι την περιοχή των
προσφύγων στο Γαλλικό ποταμό, ανοίγονται μεγάλοι λεωφόροι, μονοκατοικίες γκρεμίζονται και κτίζονται πολυκατοικίες. Το ιστορικό
κέντρο όμως της πόλης παραμένει σχετικά ίδιο. Οι γνωστοί δρόμοι της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Δημητρίου,
Γιαννιτσών…και ο δρόμος –ποτάμι, η Εγνατίας επανέρχονται κάθε τόσο στην αφήγηση
μαζί με ονόματα πλατειών , ζαχαροπλαστείων, ανθοπωλείων. Αποτυπώνονται σε
εικόνες γειτονιές του παρελθόντος από τα προσφυγικά της Βάρνας, από τα πορνεία
της Μπάρας, απ’ την κεντρική αγορά αλλά και εικόνες της σημερινής μεγαλούπολης , όλες φορτισμένες από βιώματα και αναμνήσεις.
Μέσα λοιπόν σ’ όλους αυτούς τους χώρους ζουν και κινούνται ένα πλήθος από ήρωες,
που συνθέτουν ένα πάνθεον από αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς τύπους της
κάθε εποχής. Η Ζώικα, η γυναίκα αρχέτυπο, που παρόλο τις αντιξοότητες που
συναντά στη ζωή στέκεται όρθια με αξιοπρέπεια προσφέροντας αγάπη και ανθρωπιά στα άτομα του περιβάλλοντος της. Ο συγγραφέας αναφέρει στη σ.660 «οι
πραγματικές γυναίκες είναι αυτές που έρχονται πάντα με γεμάτα τα χέρια».Ο
άντρας της, ο Χαρίλαος Παναγάκος, ο τύπος του εθνικόφρονα, της αδελφότητας
«Ζωής», των κατηχητικών σχολείων που προσπαθεί να αποκρύψει καταστάσεις που
αμαυρώνουν τη δημόσια εικόνα του ως οικογενειάρχη. Ο Παναγάκος είναι ο χαρακτήρας που σκιαγραφεί καλύτερα ο συγγραφέας, διότι παρουσιάζει τον αντιπαθή εθνικόφρονα μπροστά σε τραγικές καταστάσεις να αποκαλύπτει ανθρώπινες ευαισθησίες που δεν ήταν καθόλου αναμενόμενες σ'αυτόν. Η ίδια η ζωή τον λύγισε ή ο καθημερινός συγχρωματισμός του με τη γυναίκα του τη Ζώϊκα τον εξανθρώπισε; Η Χρυσούλα , η αδελφή του Χαρίλαου, η γυναίκα που ατύχησε στη ζωή
και προκαλεί με την ερωτική συμπεριφορά της την κλειστή ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου. Η Κασσιανή, η υπηρέτρια που υπακούοντας στην αδήριτη οικονομική της ανάγκη υπηρετεί με
σεβασμό τα αφεντικά της, τα οποία όμως την κατανοούν και τη βοηθούν αν χρειαστεί. Η Αντωνία, η άχρωμη
και άβουλη κόρη, που μεγάλωσε κάτω απ’ τον αυταρχισμό του πατέρα χωρίς να αναπτύξει δική της προσωπικότητα σε
αντίθεση με την κόρη της την Ελένη, τη σύγχρονη χειραφετημένη γυναίκα του
τέλους του 20ου αιώνα. Απ΄ τη μεριά της προσφυγιάς ξεχωρίζουν ο Μάρκος Χατζίδης, ο αφανής ήρωας, που προσπαθεί να ριζώσει
στη γη που του παραχωρήθηκε
καλλιεργώντας τη γερά, δημιουργώντας
στέρεη οικογένεια και μη υποκύπτοντας σε καταστάσεις αντίθετες με τη
συνείδησή του. Ο γιος του, ο Ηλίας, ο ασυμβίβαστος κομμουνιστής
επαναστάτης της Εθνικής Αντίστασης, που τελικά απατήθηκε οικτρά. Και ο Μάρκος, ο εγγονός, ο
ξένοιαστος καβαλάρης της δεκαετίας του 1980, που ταξιδεύει διαρκώς για να
γνωρίσει τα όρια του κόσμου και ο Ηλίας, ο άλλος εγγονός , ο επιτυχημένος επιχειρηματίας του σήμερα.
Γιατί όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι -σε οποιαδήποτε
γενιά και αν ανήκουν και με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ζουν- δεν καταφέρνουν να
είναι ευτυχισμένοι; Υποκειμενικά και αντικειμενικά αίτια, όπως απρόβλεπτα
ιστορικά γεγονότα, πόλεμοι, σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, η φτώχεια, η
αδήριτη ανάγκη της ζωής, ίσως ακόμα και
η μοίρα ανατρέπουν τα σχέδια τους για το
μέλλον, διαλύουν οικογένειες, οδηγούν σε οδυνηρούς συμβιβασμούς άτομα
αξιοπρεπή. Επίσης ο χαρακτήρας του καθενός, ο
φόβος της μοναξιάς και η αγάπη προς άτομα προσφιλή κάνουν τον άνθρωπο να
αποδεχτεί ή να αποτρέψει καταστάσεις που
δεν του αρέσουν. Ακόμα λανθασμένοι υπολογισμοί, υπερεκτίμηση των δυνάμεων και
των ορίων του ανθρώπου τον συντρίβουν. Πίσω από όλα όμως κρύβονται οι δυο
πραγματικοί εχθροί του ανθρώπου, ο χρόνος και ο θάνατος. Πώς να αντισταθεί ο
θνητός και ατελής άνθρωπος απέναντι στον καταλύτη χρόνο που όλα τα αλλοιώνει και στον
αναπόφευκτο θάνατο; Μήπως είναι αυτά που
τους στερούν τελικά την ευτυχία;
Γενικά το έργο αποπνέει ένα κλίμα
απαισιοδοξίας αλλά έχει και τις φωτεινές στιγμές αισιοδοξίας που διαφαίνονται
μέσα από την συνέχιση της ζωής Γράφει στη σελ. 615 «ο χρόνος που περνά θέλει
όπλα γερά για να τον πολεμήσεις, τι να του κάνουν οι αναμνήσεις των ταξιδευτών…αυτός
θέλει γιους και κόρες… γερά σπίτια με πετρόχτιστες μάντρες… Ο Χρόνος λένε
ξορκίζεται με την συνέχεια της ζωής». Και αλλού σελ. 620-22 «η αγαπημένη
οικογένεια είναι ένας στόχος ζωής… η αξιοπρέπεια που πρέπει να κρατά ο άνθρωπος
…και η αίσθηση του χρέους συντηρεί και κρατά ζωντανό τον άνθρωπο». Σε άλλο
σημείο αφήνει να αναβλύσει ξαφνικά ακόμα και από ανθρώπους που δεν το
περιμένεις όπως απ’ τον Χαρίλαο Παναγάκο μια κρυμμένη ανθρωπιά που νοιάζεται
και δίνει χαρά στον συνάνθρωπο. Αυτά είναι τα φωτεινά διαλείμματα μέσα στη ζωή των «αποτυχημένων» του κάθε λογής έρωτα και του χρόνου,
περιορίζοντας όμως την πηγή ευτυχίας του ανθρώπου σ’ ένα μικρό
ιδιωτικό σύμπαν. Ίσως να’ ναι κι έτσι για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού αλλά
υπάρχουν και οι εξαιρέσεις .
Τελικά φαίνεται ότι η μοίρα του
ανθρώπου είναι να μην είναι ποτέ ελεύθερος αλλά να πετά στη σκιά της πεταλούδας. Ο
συγγραφέας γράφει στις σελ.78,79 «η ζωή της …μικρός ίσκιος που μετακινιόταν
…άρρυθμα …που ταξίδευε χωρίς να μπορεί να ρυθμίσει την κίνησή της, έρμαιο στις
ορμές μιας πεταλούδας… Άλλοι στη δικιά της ζωή κουνούσαν τα φτερά τους και
πετούσαν κι αυτή ασθμαίνοντας έτρεχε ξοπίσω τους με το φόβο μη χαθεί ο ήλιος »
Κι αλλού σ.171 «…η μοίρα που κυβερνά όλα τα ανθρώπινα είναι μια πεταλούδα καθιζάνουσα
με τους νόμους της τυχαιότητας επί πλήθους ανθέων». Και στη σελ.661 «υπάρχει
μια σκιά που μόνο όσοι έχουν χάρισμα και
περίσκεψη μπορούν να τη διακρίνουν…που θυμίζει τελεία σε σελίδα τετραδίου…όσοι την
εξευμενίζουν διπλώνονται στα δυο… όσοι της αντιτάσσονται διαμελίζονται.
Άλλες φορές αυτός ο σκιερός τους
χώρος είναι ελάχιστος ώστε κάνουν πως
δεν έχουν καταλάβει, για να νιώθουν τάχα ελεύθεροι». Αξιοπρόσεκτο το
μότο που επιλέγει στην εισαγωγή του έργου του
για το πεπρωμένο « ο Άνθρωπος οδεύει προς συνάντηση του πεπρωμένου του,
αλλά το πεπρωμένο διαφέρει από εποχή σε εποχή…και παραμένει πάντα δυσβάσταχτο».
Όσον αφορά τη δομή του έργου φαντάζει ως ένα
θεατρικό δράμα, όπου ένας εξωτερικός
αφηγητής ανοίγει την «αυλαία»
παρουσιάζοντας τον πρωταγωνιστή του
τελευταίου δράματος, τον Μάρκο Χατζίδη τον νεότερο. Ακολουθούν τα 3 κεφάλαια
που επιγράφονται 1η μέρα, 2η
μέρα, 3η μέρα Η αφήγηση είναι αναδρομική και έχει 2 εστιάσεις που
εναλλάσσονται εκ παραλλήλου. Η μια οπτική γωνία προβάλλει το σύγχρονο δράμα του
Μάρκου Χατζίδη και της Ελένης Πολύζου που βρέθηκαν τυχαία σ’ ένα ασανσέρ και
εγκλωβίστηκαν εκεί επί 3 ημέρες και η άλλη οπτική προβάλλει τις ιστορίες των
προγόνων τους εναλλάξ καλύπτοντας έτσι ιστορία 100 χρόνων. Ο μύθος προωθείται με μικτό τρόπο δηλ. από έναν
εξωτερικό αφηγητή που αφηγείται σε τρίτο ενικό
και από το διάλογο -που περικλείεται μέσα σε εισαγωγικά -μεταξύ των
ηρώων του έργου. Το μυθιστόρημα κλείνει με ένα κομμό- έξοδο , ορολογία παρμένη
από την αρχαία τραγωδία για να τονίσει το θρηνητικό άσμα του πρωταγωνιστή, το
οποίο λειτουργεί και ως επίλογος του έργου.
Ο εγκλωβισμός στο ασανσέρ είναι ένα τέχνασμα του
συγγραφέα που εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Δίνει συνοχή στις πολλές διαφορετικές
ιστορίες και πρόσωπα του έργου, αφού
συνδέονται συγγενικά με τους εγκλωβισμένους , προσθέτει ένα καινούργιο δράμα σ’
αυτή την αλυσίδα του ανθρωπίνου πόνου των «αποτυχημένων» και οριοθετεί τα 3 κεφάλαια του
μυθιστορήματος δίνοντας τους τίτλους 1η
μέρα, 2η μέρα, 3η μέρα. Ο
συγγραφέας ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέσα από την αγωνία για την τύχη των ηρώων
του και από την πλοκή του έργου που
πολλές φορές είναι απρόβλεπτη. Οι χαρακτήρες των ηρώων του είναι
αληθοφανείς με συνέπεια λόγων και έργων.
Ίσως η λιγότερο αληθοφανής είναι η ιστορία
του εγκλωβισμού επι τρεις μέρες των 2 ηρώων στο
ασανσέρ αλλά είναι πιθανή
όμως.
Όσον αφορά τη γλώσσα
χρησιμοποιεί πλούσιο λεξιλόγιο,
τολμηρούς συνδυασμούς , γίνεται γλωσσοπλάστης ποιητική αδεία, και συγκινεί τον αναγνώστη χωρίς να είναι
φλύαρος και να χρησιμοποιεί μεγαλεπήβολα
λόγια. Γράφει στην σελ. 42 «η μάικα της, ίδια Παναγιά και όμορφη σαν τρούλος»,
για να δηλώσει την προστασία που παρέχει η μάνα, σελ.661 «οι παλιές υποσχέσεις
ξασπρίζουν σαν τα καραβόξυλα στον ήλιο» και αλλού πλήθος συνωνύμων «γιδόστράτες,
μονοπάτια, καρόδρόμοι, αμαξιτοί δρόμοι». Άνθρωπος ευαίσθητος με αγάπη για τη
γλώσσα φαίνεται και απ’ το μότο που επιλέγει στην Αυλαία « η ώρα που ο αφηγητής ακονίζει το μαχαίρι για να κόψει τις λέξεις »
δείχνει την έννοια
του συγγραφέα για τις λέξεις.
Τελικά ο Ισίδωρος Ζουργός κατάφερε διαπλέκοντας
μικρά και μεγάλα δράματα λαών, γενιών και ανθρώπων να αποτυπώσει τον ταραγμένο 20ο αιώνα στον
βορειοελλαδικό χώρο και να μας συγκινήσει για τα ανθρώπινα.
Σούλη Αγγελική
Αθήνα, 29/07/2005
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα "λίγες και μια νύχτες" ο Ζουργός πάει το εύρημα του σταματήματος της πλοκής ένα βήμα παραπέρα. Δίνει σ' αυτά τα κεφάλαια τον τίτλο: στάσιμο (έτσι που το μυθιστόρημα να αποκτάει δομή αρχαίας τραγωδίας) και αφήνει το μυθιστόρημα να κοιτάζεται στον καθρέφτη καθώς ο ήρωας σχολιάζει και κρίνει τον συγγραφέα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου ακούγεται πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο ο ήρωας να σχολιάζει το συγγραφέα, μου δημιουργείς κίνητρο να το διαβάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφή