
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου» στη Ζάκυνθο μετά από τις «δέησες που είχε κάνει
για το έθνος που πολεμάει», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ποιητής, σταματά σε
ένα πηγάδι κι αναρωτιέται, πόσοι είναι οι δίκαιοι και οι άδικοι γύρω του, κατά
τη Θεία Γραφή. Μεταξύ του πλήθους των αδίκων ξεχωρίζει τη
Γυναίκα της Ζάκυθος για το μέγεθος της αδικίας της, η οποία την καθιστά
«θανάσιμη έχθρισσα του έθνους». Ο Ιερομόναχος Διονύσιος στη συνέχεια
παρουσιάζει τη Γυναίκα της Ζάκυθος με την τερατώδη ασκήμια της, τον κάκιστο
χαρακτήρα της, τις απιστίες στον άντρα της, το θανάσιμο μίσος προς την αδελφή
της και την αντιπατριωτική συμπεριφορά της προς τις Μεσολογγίτισσες πρόσφυγες
που είχαν καταφύγει στη Ζάκυθο και ζητούσαν βοήθεια ενώ οι άντρες τους
πολεμούσαν πολιορκημένοι από τους Τούρκους (Β! πολιορκία Μεσολογγίου: Απρίλης
1825-Απρίλης 1826). Η αντεθνική συμπεριφορά της ενισχύεται από τα φιλοτουρκικά
και αντιδημοκρατικά-φιλομοναρχικά της αισθήματα. Στη συνέχεια ο Ιερομόναχος
μέσα από αποκαλυπτικά οράματα κι εφιάλτες βλέπει το μέλλον: την πτώση του
Μεσολογγίου και στη συνέχεια ότι η Γυναίκα της Ζάκυθος τιμωρείται από τη
Θεία Δίκη για τα αμαρτήματα που έχει διαπράξει βρίσκοντας οικτρό τέλος με τα
ίδια της τα χέρια, αφού πρώτα έχασε τα λογικά της από το πολύ μίσος και
την κακία της. Με ένα ζωνάρι πνίγεται ενώ νομίζει ότι πνίγει την αδελφή της!
Στην επεξεργασία του κειμένου το
1831-1833 ο Σολωμός προσπαθεί να αλλάξει τη δομή του έργου, εισάγοντας κι ένα
τρίτο βασικό πρόσωπο το Διάβολο ο οποίος χρησιμοποιεί τη Γυναίκα ως οργανό
του για την επικράτηση του Κακού. Η επεξεργασία αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και
μας σώθηκε ως σχεδίασμα μόνο.
Οι «εκκρεμότητες» του έργου που σχετίζονται με το διασωθέν χειρόγραφο του ποιητή « η Γυναίκα της Ζάκυθος» ...