Χαρακτηριστικό στοιχείο της αφήγησης της είναι η προσπάθεια της να
αποστασιοποιηθεί απ’ αυτά τα τραυματικά της βιώματα. Γι αυτό γίνεται
κυνική απογυμνώνοντας τα έτσι απ’ τη συγκίνηση που θα της προκαλούσε η τυχόν
νοσταλγία τους. Η απόσταση αυτή ανάμεσα στη βίωση των γεγονότων και στην αφήγησή
τους, απόσταση χρονική και ψυχική, βοηθά τη συγγραφέα να σταθεί κριτικά απέναντι
στις εμπειρίες του παρελθόντος της. Όμως το συναίσθημα όσο κι
αν προσπαθεί να το κρύψει βαθιά μέσα της και κάτω απ΄ τον κυνικό της λόγο, αυτό
φανερώνεται και ξεχύνεται λίγο-λίγο κάτω απ’ τις λέξεις και τις φράσεις. Γράφει
θυμούμενη τη μάνα της (σελ.35) «…είναι αργά για αναμνήσεις. Δεν τους αγαπώ
πια…Δεν έχω πια στο μυαλό μου το άρωμα του κορμιού της, ούτε στα μάτια μου το
χρώμα των ματιών της…» Μα και μόνο η καταγραφή του «ξεχασμένου» συναισθήματος
της συνεπάγεται την ύπαρξή του μέσα στην ψυχή της, και τον πόνο και τη
νοσταλγία στη θύμηση του!
Αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στο καταπιεσμένο συναίσθημα και την ψυχρή γλώσσα που προσπαθεί να το σκεπάσει, εκφράζεται και με
την εναλλαγή πρώτου ενικού και τρίτου ενικού προσώπου. Όταν χρησιμοποιείται
τρίτο ενικό, η αφηγήτρια παρακολουθεί σαν ξένη τον εαυτό της καταγράφοντας και
ερμηνεύοντας τις αντιδράσεις της. Αντίθετα όταν χρησιμοποιείται πρώτο ενικό η
αφηγήτρια ταυτίζεται με την πρωταγωνίστρια και προβαίνει σε προσωπικές
εκμυστηρεύσεις, συχνά λυρικές.
Ανάλογος είναι και ο τρόπος αφήγησης. Τα γεγονότα
εξιστορούνται ακολουθώντας δυο χρονικούς άξονες, οι οποίοι εναλλάσσονται μεταξύ
τους. Ο ένας άξονας οδηγεί στα παιδικά της χρόνια μέσα απ’ τις οικογενειακές
αναμνήσεις που τις χαρακτηρίζει αφενός η αποξένωση κι αφετέρου η αγάπη. Ο άλλος
άξονας αρχίζει με την γνωριμία του εραστή και συνεχίζει με την σχέση τους μέχρι το τέλος της. Τα γεγονότα αναφέρονται τηλεγραφικά ενώ κυριαρχούν οι αξιολογικές
κρίσεις και οι αναλυτικές περιγραφές
σημαντικών καθημερινών στιγμιότυπων απ’ τη ζωή της. Κάθε παράγραφος ή ενότητα ή ακόμα
και φράση ξεχωρίζει φανερά απ’ την άλλη
με διάκενο ίσως για να τονιστεί η σπουδαιότητα καθεμιάς χωριστά.
Σκηνικό των γεγονότων της προσωπικής της ζωής η Ινδοκίνα,
την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας[1].
Η Σαϊγκόν αλλά και μικρότερες πόλεις όπως η Σολέν με τα εστιατόρια τους, τα γαλλικά και τα τοπικά, τους
πολύβουους δρόμους τους, τις διαφορετικές εθνότητες, που συνωστίζονται εκεί αν
και κατοικούν σε διαφορετικές συνοικίες. Ο
ποταμός Μεκόγκ που διασχίζει την
Ινδοκίνα και την πλημμυρίζει κάθε τόσο επηρεάζει την αρχιτεκτονική των σπιτιών
( κτισμένα πάνω σε πασάλους), τα καλλιεργήσιμα είδη (ορυζώνες εκτεταμένοι) και
τον τρόπο μεταφοράς και επικοινωνίας των κατοίκων της (υπερωκεάνια τον
διασχίζουν που σύρονται με ρυμουλκά για να φθάσουν από τον ωκεανό στα ενδότερα
λιμάνια που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού.) Πίσω όμως απ’ τη Γαλλική Ινδοκίνα
κρύβεται επίσης ο απόηχος του Παρισιού, που τον φαντάζεται ο αναγνώστης. Η πόλη - μητρόπολη, πρότυπο για τους
ντόπιους, νοσταλγία για τους Γάλλους και μακρινή πατρίδα που αναγκάστηκαν ν’
αφήσουν για τα πλούτη της αποικίας.
Με
το έργο αυτό η Μ. Ντυράς αποτίνει φόρο τιμής στον πρώτο της έρωτα, έστω και
πολύ αργοπορημένα, επειδή ο ρατσισμός της εποχής και οι κοινωνικές συνθήκες δεν
την άφησαν να συνειδητοποιήσει και να ανταποδώσει στο νεαρό ερωτευμένο Κινέζο
τον έρωτα που αισθάνθηκε τότε κι αυτή, το μικρό «λευκό κορίτσι» για κείνον! Η
συγγραφέας πληρώνει ακόμα τον οφειλόμενο φόρο τιμής και στη χαμένη αθωότητα της
νιότης της που τόσο πρόωρα βιάστηκε απ’ τις οικογενειακές περιπέτειες αλλά και
τις επιλογές της! Ένα δυνατό έργο, που έχει εμπνευσθεί η συγγραφέας από αληθινά βιώματα της, την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα, την οποία
αγάπησε και στην οποία πέρασε τα παιδικά
κι εφηβικά της χρόνια.
Και για την Ιστορία, οι Αμερικανοί διαδέχτηκαν τους
Γάλλους στη Γαλλική Ινδοκίνα μετά το Β! Παγκόσμιο πόλεμο, γεγονός το οποίο τους
οδήγησε στη συνέχεια στο γνωστό πόλεμο του Βιετνάμ στη δεκαετία του 1960 για
την κατοχή του.
Σούλη Αγγελική Βάρκιζα 28-11-2000
[1] ΣΗΜΕΊΩΣΗ συγγραφέως: Οι
Γάλλοι έφτασαν στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ασίας, μεταξύ Ινδίας και
Κίνας στα τέλη 19ου αιώνα και
κατέλαβαν τμήμα αυτής, που περιελάμβανε τα μετέπειτα γνωστά Βιετνάμ, Καμπότζη,
Λάος, τα οποία τότε όλα μαζί ονομάζονταν Γαλλική Ινδοκίνα, σε αντιδιαστολή με
τις κτήσεις των Άγγλων κι Ολλανδών στην
υπόλοιπη χερσόνησο. Ο ποταμός Μεκόνγκ, μήκους 4.500 χιλμ. πηγάζει από το Θιβέτ,
διασχίζει όλη τη χερσόνησο της Ινδοκίνας από βορρά προς νότο κι ένα μεγάλο τμήμα του στα βόρεια
αποτελούσε τότε το σύνορο μεταξύ γαλλικών κι αγγλικών κτήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου